Το κείμενο αυτό, με μικρές αλλαγές, είναι μια περιγραφή όσων παρακολούθησα από κοντά να γίνονται τα χρόνια που χτιζόταν το μουσείο. Γράφτηκε τον Μάρτιο 2010 για να περιληφθεί στη μονογραφία για το κτίριο «Fassianos Βuilding - Kyriakos Krokos», μια έκδοση του Πανεπιστημίου του Austin (Τέξας, ΗΠΑ), με επιμελητές τον Wilfred Wang, αρχιτέκτονα και καθηγητή στο αμερικανικό πανεπιστήμιο, και τον Ηλία Κωνσταντόπουλο, αρχιτέκτονα και καθηγητή στην Αρχιτεκτονική Σχολή της Πάτρας.
Την πρόθεση του γνωστού ζωγράφου και φίλου του Αλέκου Φασιανού να δημιουργήσει ένα μουσείο για τα έργα του άκουσε με μεγάλη χαρά ο αρχιτέκτονας Κυριάκος Κρόκος – θα το αναλάμβανε ο ίδιος. Ο χώρος και η θέση δεν είχαν βρεθεί ακόμα, η πιθανότητα να χτιζόταν ένα νέο κτίριο τού δημιουργούσε ακόμη μεγαλύτερη προσμονή. Κάποια στιγμή ο Φασιανός εκδήλωσε την επιθυμία του το μουσείο να φτιαχτεί στη θέση του πατρικού του σπιτιού, κοντά στον Σταθμό Λαρίσης. Η περιοχή ήταν τότε αρκετά υποβαθμισμένη, θετικό ήταν ωστόσο το ότι το Αρχαιολογικό Μουσείο και η Αρχιτεκτονική Σχολή ΕΜΠ ήταν κοντά. Στη θέση του πατρικού σπιτιού είχε από χρόνια χτιστεί μια πολυκατοικία, χαμηλού επιπέδου κατασκευής.
Μεγάλη αμφιθυμία κατέλαβε τον Κρόκο μέχρι να αποφασίσει αν θα αναλάμβανε την ανακατασκευή αυτής της πολυκατοικίας της σειράς, σε δύσκολο σημείο της Αθήνας, την οποία θα έπρεπε να μεταμορφώσει ολικά προκειμένου να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του και τον σκοπό της, να φιλοξενεί έργα τέχνης! Ο Κρόκος αφοσιωνόταν ολοκληρωτικά σε ό,τι αναλάμβανε, θα εργαζόταν για όσο καιρό θεωρούσε πως χρειαζόταν ώστε το κτίριο να ολοκληρωθεί όπως θα έπρεπε, και αυτό έκανε την απόφαση δύσκολη.
Πολλές φορές έμενε μέχρι το σχόλασμα των μαστόρων. Έπρεπε να επιβλέπει πώς γινόταν το καθετί, να ρωτάει τη γνώμη μας, να πειραματίζεται, να προλάβει κάτι που δεν σκέφτηκε ή δεν του άρεσε, ήταν πολύ αυστηρός, αν κάτι δεν του άρεσε, το γκρέμιζε!
Η πρόκληση που αποτελούσε ένα τέτοιο έργο και η συνεργασία με τον Φασιανό ως εργοδότη, ως καλλιτέχνη και ως φίλο λειτούργησαν καταλυτικά. Η μεταξύ τους εμπιστοσύνη, η επιμονή, η υπομονή και η κατανόηση συνέβαλαν στο δημιουργία του κτιρίου που βλέπουμε σήμερα.
Οι συζητήσεις ξεκίνησαν το 1990, το κτίριο ολοκληρώθηκε το 1995. Η χωροθέτηση αποφασίσθηκε γρήγορα. Το υπόγειο, το ισόγειο και το πατάρι θα αποτελούσαν τους χώρους του μουσείου, που δεν θα είχαν σχέση με την πολύβουη οδό Μεταξά. Τα επίπεδα αυτά θα επικοινωνούσαν με μια σκάλα και έναν κατακόρυφο φωταγωγό που θα εξασφάλιζε το φως στους χώρους.
Ο 1ος όροφος με την αυλή και το δώμα θα ήταν οι χώροι όπου θα εργαζόταν και θα ζούσε ο καλλιτέχνης. Στον 2ο, 3ο και 4ο όροφο βρίσκονταν τα διαμερίσματα των τριών αδελφών του Φασιανού.
Πρόκληση παρουσίαζε η διαμόρφωση των όψεων, γιατί θα σηματοδοτούσαν την ιδιαίτερη χρήση του κτιρίου. Η ιδέα ήταν να ενωθούν τα υπάρχοντα στους ορόφους μπαλκονάκια σε ένα ενιαίο και από τον 1ο όροφο και πάνω να δημιουργηθεί ένα πλέγμα σαν ένα δεύτερο επίπεδο όψης με κατακόρυφες και οριζόντιες δοκούς από πελεκημένο σκυρόδεμα, ώστε το μουσείο να ξεχωρίζει από τα διαμερίσματα και με τον τρόπο αυτό να διαφοροποιείται η πολυκατοικία από τις γειτονικές της.
Στην αρχή έγιναν μόνο τα απαραίτητα για την άδεια σχέδια, με συνεργάτες τη Γ. Καλαβρυτινού και στη στατική μελέτη τον Γ. Τσοπανάκη. Η μελέτη φωτισμού έγινε από τον Γ. Φατσέα. Επέμβαση στις όψεις πολυκατοικίας χωρίς αλλαγές στο εσωτερικό.
Η συνέχεια επί τόπου, ζωντανά. Αρχίζει η απογύμνωση και η αποκάλυψη του φέροντα οργανισμού και μετά η πρόσθεση και αφαίρεση στοιχείων ανάλογα με τις κατασκευαστικές και μορφολογικές ανάγκες. Την εποχή εκείνη το Βυζαντινό Μουσείο Θεσ/νίκης ήταν στα τελειώματα, ο Κρόκος βρισκόταν πιο κοντά στις αναζητήσεις του και έμπαινε σε βαθύτερα νερά.
Με τους έμπειρους μαστόρους του συνθέτουν ένα έργο. Καθώς συνεργάζονται χρόνια, έχουν μάθει να συντονίζονται. Εξαιρετικοί μάστορες εργάστηκαν σε αυτό το κτίριο μαζί με έναν-δυο ικανότατους εργάτες. Τους αναφέρω:
Παναγιώτης (Τσιακούμης), ο χτίστης, από τους πιο έμπειρους, χειριζόταν την πέτρα και το τούβλο με μεγάλη μαεστρία. Ανέλαβε να υλοποιήσει τα εμφανή σκυροδέματα και ως προς τη σύνθεση των αδρανών που δημιούργησε την πολυμορφία.
Γιώργος Πάνου στο μπετόν, καθαρές τάβλες, προσοχή στο καλούπωμα, ολοκλήρωσε την ένωση των μπαλκονιών.
Λεωνίδας (Ντιβέρης), ο πελεκάνος, γνώριζε πολλούς διαφορετικούς τρόπους πελεκήματος και τους μάθαινε σε ικανούς εργάτες.
Διονύσης (Πέτας), ο ξυλουργός, ακολουθούσε πιστά τις οδηγίες. Όταν έφερε τα κουφώματα περασμένα με το μίνιο τα είδαν ο Κυριάκος και ο Αλέκος, τους άρεσαν έτσι, και αποφάσισαν να είναι αυτό και το τελικό τους χρώμα. Μέσα στο πλαίσιο της φυσικότητας των υλικών και του να μην υπάρχουν επιχρίσματα, απέφυγαν την μπογιά που, όπως έλεγαν, δημιουργεί ένα δέρμα επιφανειακό που εύκολα ξεφλουδίζει.
Φώτης Βατέλης, ο μαρμαράς, έστρωσε σχεδόν μόνος του όλα τα μάρμαρα του κτιρίου. Μια μέρα πήγαν με τον Κυριάκο στο Αρχαιολογικό Μουσείο για να δουν το μαρμάρινο σοβατεπί που τρέχει στις αίθουσες και να αντιληφθούν την αίσθηση που δημιουργεί ως προς το ύψος, να το μετρήσουν. Πολύ ευρηματικός στα κυκλικά σημεία του κλιμακοστασίου της πολυκατοικίας. Ανέλαβε και έκανε με επιτυχία όλα τα μωσαϊκά.
Δημήτρης Χατζηορφανός, ο σιδεράς, δικό του έργο η σκάλα του μουσείου, που μοιάζει σαν να αιωρείται, ενώ συγχρόνως εγγράφεται σε παράγωνο. Δυσκολεύτηκε πολύ να βρει το χνάρι, κάποια μέρα την έστησε μέσα στο εργαστήριό του και πήγαμε όλοι και θαυμάσαμε. Κατασκεύασε τα σιδερένια κουφώματα, την πόρτα εισόδου στο μουσείο, τα στηθαία, τα πλεχτά και τα πλήρη. Όταν τοποθετήθηκαν οι μπρούντζινες λαμαρίνες στα μπαλκόνια επικράτησε πανικός, όλο το κτίριο έλαμψε, έγινε χρυσό. Μας διαβεβαίωσε πως πολύ σύντομα θα μαυρίσουν, όπως και έγινε.
Σε όλο το κτίριο διακρίνονται τα φυσικά, τα γήινα υλικά.
Στις 7:30 το πρωί, καθημερινά, ο Κυριάκος Κρόκος βρισκόταν στο γιαπί για να δώσει οδηγίες και να φύγει για άλλη επίβλεψη. Πολλές φορές έμενε μέχρι το σχόλασμα των μαστόρων. Έπρεπε να δει πώς γινόταν το καθετί, να ρωτάει τη γνώμη μας, να πειραματίζεται, να προλάβει κάτι που δεν σκέφτηκε ή κάτι που δεν του άρεσε, ήταν πολύ αυστηρός, αν κάτι δεν του άρεσε θα το γκρέμιζε... οργασμός!
Εκτός από τα λεπτομερή σχέδια που ετοιμάζονταν στο γραφείο και τις επί τόπου οδηγίες, λύσεις για ζητήματα που προέκυπταν σχεδιάζονταν στον τοίχο. Δείγματα γινόντουσαν για τα πάντα, για το χρώμα του αρμού στον πέτρινο τοίχο, τη σύνθεση των ψηφίδων σε μέγεθος και χρώμα για τα μωσαϊκά, το μέγεθος και το χρώμα στις πετρούλες για το εμφανές μπετόν, το χρώμα των πατητών σοβάδων, τα διαφορετικά πελεκήματα, το ύψος που θα είχε το μαρμάρινο σοβατεπί στον χώρο του μουσείου, το πόμολο της πόρτας και άλλα πολλά.
Μετά τα δείγματα η απόφαση ήταν δύσκολη, ο Κρόκος θεωρούσε πως σε όλα υπάρχει μια χρυσή τομή που αν τη χάσεις, μπορεί να χαλάσεις την αρμονία, να γίνει κάτι άγαρμπο. Η ιδιαίτερα προσεγμένη επεξεργασία των υλικών φαίνεται αμέσως στον δρόμο μπροστά στην είσοδο: άλλο χρώμα έχει το χαλικάκι στο μπετόν της εισόδου στο μουσείο και άλλο της εισόδου στην πολυκατοικία, διαφορετικό είναι και το πελέκημα. Η κολόνα που είναι ανάμεσά τους όμως είναι λεία ώστε να είναι ευχάριστο το άγγιγμα, αν τύχει και την ακουμπήσει κάποιος περαστικός.
Η αναγέννηση της πολυκατοικίας ήταν σαν ένας μακρύς τοκετός.
Σχεδόν καθημερινά, προς το μεσημεράκι, ερχόταν ο Φασιανός μαζί με φίλους και έπαιρνε μέρος σε αυτή την αναζήτηση. Στεκόντουσαν σε ένα σημείο, σχολίαζε εκείνος κάτι, συμπλήρωνε ο Κρόκος, πώς σου φαίνεται αυτό έτσι, σου αρέσει έτσι, πώς λες να το κάνουμε, κ.λπ. Η καθημερινή αυτή συνέργεια που έβρισκε την εφαρμογή της τις επόμενες μέρες συνέβαλε στο τελικό αποτέλεσμα και στην ενσωμάτωση και υποδοχή των έργων τέχνης. Ο Αλέκος Φασιανός στόλισε το κτίριο με τις ζωγραφικές του στους τοίχους, με το ψηφιδωτό στην είσοδο της πολυκατοικίας, τα μικρά γλυπτά του, τα μπρούντζινα πουλιά στο μπαλκόνι, τα μπρούντζινα πόμολα, τον δράκο που φυλάει το κτίριο στο υπόγειο και άλλα πολλά.
Στην εξοχή, στην Αίγινα, στη Σάμο, ο Κυριάκος Κρόκος παρατηρούσε τις μάντρες, τις ξερολιθιές, τους παλαιούς πέτρινους τοίχους, τους φωτογράφιζε, σχολίαζε την πέτρα, τον τρόπο χτισίματος, τον αρμό, τον τοίχο στην ολότητά του. Θαύμαζε αυτούς που ήταν καλοχτισμένοι και στοχαζόταν πόση σκέψη, τάξη και φροντίδα υπήρχε πίσω τους.
Ένα παρόμοιο αίσθημα πληρότητας νιώθω όταν περπατάω μέσα στο κτίριο και με ακολουθεί μετά, φανερώνοντάς μου πως η σκέψη και η φροντίδα που δόθηκαν σε κάθε σημείο αντανακλάται και με αγκαλιάζει.
Λέτη Αρβανίτη Κρόκου
Αρχιτέκτων -π. συνεργάτης των Αρχείων Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής Μουσείου Μπενάκη
O Kυριάκος Kρόκος έχτισε και το εργαστήριο του ζωγράφου στον συνοικισμό Παπάγου, στον ορθογώνιο χώρο της ταράτσας του διώροφου πατρικού σπιτιού, δημιουργώντας ένα περιβάλλον με ανοιχτούς και κλειστούς χώρους (1979).
Σ.Σ.: Η χαρά μου είναι μεγάλη που άνοιξε τις πόρτες του το Μουσείο «Αλέκος Φασιανός». Είναι το τελευταίο ολοκληρωμένο έργο του αρχιτέκτονα Κυριάκου Κρόκου. Συμβαίνει και κάτι ακόμη που μου τράβηξε την προσοχή, το μουσείο λάμπει όπως όταν χτίστηκε, σαν να μην πέρασαν αυτά τα 27 χρόνια!
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΡΟΚΟΣ (1941-1998)
Γεννήθηκε το 1941 στον Πλάτανο της Σάμου. Φοίτησε στην Αρχιτεκτονική Σχολή του ΕΜΠ και πήρε το δίπλωμά του το 1967. Μετά τη στρατιωτική του θητεία έζησε για έναν χρόνο στο Παρίσι, κάνοντας αυτοσπουδή και μαθαίνοντας ζωγραφική κοντά στον Γιάννη Τσαρούχη. Δημιούργησε δικό του αρχιτεκτονικό εργαστήριο το 1976 και συνέχισε να ζωγραφίζει κάνοντας σχέδια που πίστευε ότι εμπλουτίζουν την αρχιτεκτονική του παιδεία. Συμμετείχε με επιτυχία σε αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς, ενώ η κύρια δραστηριότητά του ήταν μελέτες και επιβλέψεις ιδιωτικών έργων. Τα περισσότερα από τα κτίρια που έχει υλοποιήσει έχουν δημοσιευτεί σε ελληνικά και ξένα αρχιτεκτονικά περιοδικά. Ζωγραφικά του έργα έχουν παρουσιαστεί σε ομαδικές εκθέσεις.
Tο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού της Θεσσαλονίκης (1977-1993) είναι το πλέον αντιπροσωπευτικό, βραβευμένο και ευρύτερα γνωστό έργο του.
Το 1996 εκπροσώπησε την Ελλάδα στην VΙ Βiennale Αρχιτεκτονικής της Βενετίας.
Ήταν παντρεμένος με τη Λέτη Αρβανίτη και απέκτησαν τρία παιδιά, τον Νικόλα, τον Διονύση και την Ανίτα. Έφυγε από τη ζωή πρόωρα τον Ιούνιο του 1998.
*Το αρχιτεκτονικό αρχείο του Κυριάκου Κρόκου βρίσκεται στα Αρχεία Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής του Μουσείου Μπενάκη.
Το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο της Αίγινας θα φιλοξενήσει από τις 25 μέχρι τις 31 Ιουλίου έκθεση με ζωγραφικά σχέδια του Κυριάκου Κρόκου. Για πρώτη φορά η οικογένεια σκέφτεται πως θα μπορούσε να αποχωριστεί κάποια από αυτά. Τα θέματα σε μεγάλο βαθμό έχουν αντληθεί από τη φύση, κυρίως, τη νησιωτική, λουσμένη στο καλοκαιρινό φως. Ιδέα-υλοποίηση: Λέτη Αρβανίτη Κρόκου