Ο πρώτος που με υποδέχεται είναι ο Φάουστ. Πηδάει πάνω μου, βάζει τα μακριά του πόδια στους ώμους μου και μου δίνει μια γλυψιά πριν καλά-καλά βγω από το ασανσέρ. Είναι ένα μεγαλόσωμο και πολύ κομψό σκυλί ράτσας Βαϊμαράνερ με στιλπνό, γκρι τρίχωμα και εκφραστικά γαλάζια μάτια. Για κάποιο λόγο βρίσκω πως κάπως μοιάζει με τον κηδεμόνα του, τον σεφ Κλεομένη Ζουρνατζή. Δεν λένε άλλωστε ότι συχνά τείνουμε να μοιάζουμε με τα κατοικίδιά μας;
«Ούτε που μπορούσα να διανοηθώ να πάρω σκύλο. Σκεφτόμουν ότι λείπω συνέχεια από το σπίτι, ότι δεν θα έχω χρόνο και άλλα τέτοια. Όμως όταν τελικά πήρα την απόφαση κατάλαβα πως τον βρίσκεις και τον χρόνο και την ενέργεια. Είναι απλό: κόβεις από αλλού για να δώσεις εκεί» λέει ο Κλεομένης καθώς βολευόμαστε μέσα στο living room του μικρού αλλά πολύ ζεστού του διαμερίσματός του στην καρδιά του Παγκρατίου. «Πολλοί λένε ότι ένα μεγαλόσωμο σκυλί δεν μπορεί να ζήσει σε ένα μικρό διαμέρισμα, όμως αυτό είναι χαζομάρα. Το σκυλί θέλει απλά να το βγάζεις τις βόλτες του και να έχει την παρέα σου. Δεν το νοιάζει αν είναι μικρό ή μεγάλο το διαμέρισμα».
Στις γιορτές ανακινούνται πολλά πράγματα. Οικογενειακά, συναισθηματικά, απώλειες. Είναι ζόρικη φάση και αυτό ισχύει και στη δουλειά. Και δεν εννοώ μόνο ότι είναι πολύς ο κόσμος αλλά είναι πολλές οι απαιτήσεις του και είναι δύσκολη η διαχείριση.
«Γιατί τον ονόμασα Φάουστ; Είναι λίγο εγωιστικό αλλά ο Φάουστ δεν είχε παραχωρήσει τη ψυχή του στον Μεφιστοτελή; Κάπως έτσι το σκέφτηκα, ότι είμαι ο Μεφιστοτελής του σκύλου μου, δηλαδή ο διάβολός του. Εξαρτάται από μένα και άρα τον εξουσιάζω. Βέβαια υπάρχει και η άλλη πλευρά της ιστορίας που είναι λιγότερο εγωιστική. Ο Γιόχαν Φάουστ, ο οποίος πιθανότατα ήταν υπαρκτό πρόσωπο, υπήρξε τρομερός μάγος ο οποίος κέρδιζε τα προς το ζην κάνοντας μαγικά και συχνά ακατανόητα κόλπα. Τέτοια μαγικά μου έχει κάνει κι εμένα ο σκύλος μου» λέει δίνοντάς του ένα φιλάκι στη μουσούδα.
Μου λέει ότι του αρέσει το διάβασμα αλλά ότι δεν διαβάζει όσο θα ήθελε. «Τα τελευταία χρόνια συνήθως διαλέγω βιβλία από τις βιβλιοθήκες φίλων μου που είναι βιβλιόφιλοι και έχουν κάνει αυτοί την πρώτη διαλογή. Όμως αυτό μου στερεί την χαρά της ανακάλυψης. Είναι αυτή η ίδια χαρά που βρίσκω όταν ανακαλύπτω μόνος μου κάτι στην μαγειρική, τη μουσική ακόμα και όταν ανακαλύπτω ένα ωραίο ταβερνάκι».
O Κλεομένης είναι ένας από πέντε σεφ του εστιατορίου Cookoovaya και του Hoocut αλλά και τρίτης γενιάς μάγειρας μια και ο πατέρας του αλλά και ο παππούς του διατηρούσαν ταβέρνα στον τόπο καταγωγής του, την Καρδίτσα. «Θυμάμαι πως το πρωί που ξυπνούσα για να πάω στο σχολείο περνούσα πάντα από εκεί για να χαιρετίσω τη μάνα μου. Νομίζω πως αυτό που δεν θα ξεχάσω ποτέ από τότε είναι η μυρωδιά από τα σβησμένα κάρβουνα, τη τσιγαρίλα με την οποία ήταν ποτισμένες οι βελέντζες, τα κρασοπότηρα και τα φαγητά που είχαν μείνει στα τραπέζια από το προηγούμενο βράδυ. Ο πατέρας μου έχει πεθάνει εδώ και αρκετά χρόνια και η ταβέρνα, αν και υπάρχει ακόμα, δεν λειτουργεί. Είναι σαν μαυσωλείο μια και έχουν ξεμείνει τα πάντα από τα '80ς. Μάλιστα λεγόταν «Ζυγός» από το ζώδιο του μπαμπά μου».
Ίσως αυτό εξηγεί την μεγάλη του αγάπη για τις ταβέρνες. «Μου αρέσει πολύ η αίσθηση του μοιράσματος του φαγητού και δυστυχώς εμείς οι μάγειρες είναι που φταίμε που πήγαν τα πράγματα εκεί που πήγαν όσον αφορά τα μαγαζιά εστίασης κι οι ταπεινές ταβέρνες έγιναν «εστιατόρια».
Έπρεπε ξαφνικά να πηγαίνεις ντυμένος κάπως, να συμπεριφέρεσαι κάπως και να περιμένεις να σου σερβίρουν δημιουργική κουζίνα. Εμείς φταίμε για όλα αυτά και ακολούθησε κι ο κόσμος βέβαια. Όμως τελικά τα πράγματα είναι πιο απλά και δεν χρειάζονται όλα αυτά για να περάσουμε καλά. Γι' αυτό και ξαναγυρνάω στις ταβέρνες».
Μου λέει πως ένα από τα αγαπημένα του μέρη τώρα τον χειμώνα είναι η Βαλεντίνα, η ταβέρνα των Ρωσσοπόντιων, στην Καλλιθέα. «Πάω καρφωτός για τα πιλμένι, τα μαντί, τα δικά τους πιτάκια, τη ρώσικη που φτιάχνουν οι ίδιοι χωρίς πολλή μαγιονέζα, το δικό τους ξύδι που το βάζουν πάνω στα σασλίκ - τα ρώσικα αρνίσια σουβλάκια που είναι μαριναρισμένα με κρεμμύδια και ξύδι- και φυσικά τη βότκα που σου φέρνουν στο τραπέζι σε καραφάκι».
Παρατηρώ τον χώρο με τα ανόμοια έπιπλα, μια κούκλα ραπτικής, μερικά βιβλία και cd, κάποιες polaroid με στιγμιότυπα από φίλους και προσωπικές στιγμές στερεωμένες πάνω σε έναν καθρέφτη και μερικά πόστερ στους τοίχους. Είναι αφημένα όλα κάπως χύμα κι ανεπιτήδευτα.
Μετακόμισε στο συγκεκριμένο διαμέρισμα πριν από 3,5 χρόνια περίπου. Πιο πριν, μετά από έναν χωρισμό, έμενε σε καναπέδες φίλων για αρκετούς μήνες ενώ ακόμα πιο πριν μου λέει ότι ζούσε κάπως σαν νομάς. Λίγα χρόνια στο Βερολίνο, αρκετά καλοκαίρια στη Μύκονο, γενικά από εδώ κι από κει, λόγω δουλειάς. Μέχρι και σε θαλαμηγό είχε μείνει για κάτι περισσότερο από έναν χρόνο όταν δούλεψε ως σεφ για έναν Σαουδάραβα σεΐχη.
Μου λέει πόσο πολύ του άρεσε πολύ η νομαδική ζωή και ακόμα μου αρέσει. «Όμως τελευταία πιάνω τον εαυτό μου να θέλω να γυρνάω στο σπίτι μου. Το αισθάνομαι σαν το καταφύγιό μου. Μάλλον κάπως έχει βοηθήσει και ο Φάουστ σε αυτή την αλλαγή. Πρώτη φορά είχα μέσα στο σπίτι προστατευόμενο μέλος και αυτό με έχει βοηθήσει σε πολλά πράγματα. Με μαλακώνει βασικά. Μετά τον Φάουστ έχω αναρωτηθεί "μπορώ να κάνω ένα παιδί;"»
Στην αρχή όταν μπήκε στο σπίτι, λέει, ζούσε μόνο με έναν καναπέ και ένα στρώμα για κρεβάτι. «Μετά ήρθε στη ζωή μου η Κυριακή και άρχισε να γίνεται λίγο πιο «σπίτι». Θα σου πω όμως και κάτι άλλο. Μέχρι και πριν από μια εβδομάδα δεν είχαμε καν ηλεκτρική κουζίνα. Τελικά βάλαμε μια παλιά Zanussi που ήταν για πέταμα. Δεν την έχω συνδέσει ακόμα αλλά κάποια στιγμή θα γίνει κι αυτό.
Προφανώς δεν μαγειρεύω ποτέ στο σπίτι. Το μαγείρεμα για μένα είναι πράξη προσφοράς και σε αυτό το σπίτι, που είναι μικρό, δεν μου πολυβγαίνει να το κάνω διότι δεν βολεύει, οπότε συνήθως παραγγέλνουμε απ' έξω ή τρώμε έξω».
Μου δείχνει μια φωτογραφία του που είχε τραβήξει ο ζωγράφος Αχιλλέας Χρηστίδης. Εικονίζει τον ίδιο με τη στολή του σεφ μέσα στην κουζίνα τoυ Multi Culti, του ιντελεκτουέλ μπαρ ρέστοραν που είχε αφήσει εποχή στα τέλη των 90s μέχρι τις αρχές των 00s του οποίου την κουζίνα είχε αναλάβει ο Κλεομένης. «Δεν έχω φωτογραφικό άλμπουμ αλλά μερικές φωτογραφίες έχουν ξεμείνει από εδώ κι από κει στο σπίτι. Ο ίδιος είχε ζωγραφίσει και το πορτρέτο μου» λέει γυρνώντας για να κοιτάξει ένα μικρό κάδρο με μια προσωπογραφία με χοντρές πινελιές. «Το είχε εντάξει σε μια έκθεση που είχε κάνει τότε και μου είχε πει "Δεν θες να το αγοράσεις;". Εγώ βέβαια τότε δεν είχα μια και του λέω "Με δουλεύεις; Τι να το αγοράσω να μου το χαρίσεις αν θες". Ε και μου το χάρισε».
Αρκετά χρόνια αργότερα όμως αγόρασε σε μια δημοπρασία υπογεγραμμένα κάποια πόστερ του καλλιτέχνη δρόμου και γραφίστα Shepard Fairey. Πρόκειται για τον καλλιτέχνη που το 2008 είχε δημιουργήσει τη σειρά αφισών Hope που υποστηρίζαν την υποψηφιότητα του Μπαράκ Ομπάμα για τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών. Το έργο που είχε ο Κλεομένης στον τοίχο του είναι μια σειρά εικόνες του αείμνηστου επαγγελματικού παλαιστή André the Giant. «Μου αρέσει πολύ γιατί έχει μια "μαυρίλα"» μου λέει.
Τις γιορτές πάντα δουλεύει. «Μόνο πέρσι, μετά από πολλά χρόνια πήγα να δω τη μάνα μου τα Χριστούγεννα. Σε κάποια φάση μου λέει "Καλά τι κάνεις εσύ εδώ πέρα; Δεν είναι γιορτές!". Της φαινόταν παράξενο αλλά και για μένα ήταν το ίδιο αλλόκοτα.
Στις γιορτές ανακινούνται πολλά πράγματα. Οικογενειακά, συναισθηματικά, απώλειες. Είναι ζόρικη φάση και αυτό ισχύει και στη δουλειά. Και δεν εννοώ μόνο ότι είναι πολύς ο κόσμος αλλά είναι πολλές οι απαιτήσεις του και είναι δύσκολη η διαχείριση.
Ο ψυχολόγος μου λέει ότι αυτές τις μέρες δεν είναι για να παίρνεις καμία απόφαση. Θα σε προκαλέσουν αλλά θα χρειαστεί να το μεταθέσεις για αργότερα διότι δεν θα είναι δίκαιο ούτε για σένα αλλά ούτε και για τους άλλους. Άσε καλύτερα να περάσουν οι γιορτές και μετά αποφασίζεις τα σημαντικά πράγματα για τη ζωή σου».
σχόλια