Στο Palazzo Grassi επικρατεί απόλυτη ησυχία. Το ανακαινισμένο αρχοντικό της Βενετίας που ανήκει στο ίδρυμα Pinault φιλοξενεί έναν κύκλο μονογραφικών εκθέσεων αφιερωμένων σε σημαντικούς σύγχρονους καλλιτέχνες και μέχρι τις 8 Ιανουαρίου 2023 παρουσιάζει μια έκθεση αφιερωμένη στη Μαρλέν Ντιμάς. Η ατομική έκθεση συγκεντρώνει πάνω από 100 έργα και επικεντρώνεται στο σύνολο της εικαστικής παραγωγής της Ντιμάς, με μια επιλογή από πίνακες και σχέδια που δημιουργήθηκαν από το 1984 έως σήμερα, συμπεριλαμβανομένων αθέατων έργων που δημιουργήθηκαν τα τελευταία χρόνια. Τα έργα που παρουσιάζονται στους δύο ορόφους του Palazzo Grassi προέρχονται από τη συλλογή Pinault, καθώς και από διεθνή μουσεία και ιδιωτικές συλλογές.
Την έκθεση με τίτλο «open-end», από τις πιο σημαντικές που έγιναν παγκοσμίως αυτήν τη χρονιά, την επιμελήθηκε η ίδια η 69χρονη εικαστικός, που θεωρείται μία από τις πιο επιδραστικές καλλιτέχνιδες στη σύγχρονη καλλιτεχνική σκηνή.
Τη σιωπή που επικρατεί στις αίθουσες δεν την υποβάλλει μόνο ο χώρος, αλλά και τα έντονα φορτισμένα ψυχολογικά έργα της, που εξερευνούν ζητήματα της σεξουαλικότητας, της αγάπης, του θανάτου και της ντροπής, με συχνή αναφορά στην ιστορία της τέχνης, τη λαϊκή κουλτούρα και τις σύγχρονες καταστάσεις, τις οποίες εξερευνά μέσα από τις καθημερινές τους εκδηλώσεις. «Οι εικόνες από δεύτερο χέρι», έχει πει, «μπορούν να δημιουργήσουν συναισθήματα από πρώτο χέρι».
Το έργο της επικεντρώνεται στην αναπαράσταση ανθρώπινων μορφών που αντιμετωπίζουν τα πιο έντονα συναισθήματα και τα πιο παράδοξα: «Η ζωγραφική έχει να κάνει με το ίχνος του ανθρώπινου αγγίγματος. Πρόκειται για το δέρμα μιας επιφάνειας. Ένας πίνακας δεν είναι καρτ ποστάλ».
Στους καμβάδες της η ζωή αναπτύσσεται σε όλη της την πολυπλοκότητα. Αντλεί θέματα από την καθημερινότητα, τη δική της ή της κόρης της, από αναγνωρίσιμα πρόσωπα όπως η Έιμι Γουάινχαουζ, η Ναόμι Κάμπελ, η πριγκίπισσα Νταϊάνα, ακόμη και ο Οσάμα Μπιν Λάντεν.
Παίζοντας με τις προκαταλήψεις, τη φαντασία και τους φόβους των θεατών, δημιουργεί συχνά αμφιλεγόμενα αποτελέσματα, παρουσιάζοντας πορτρέτα ως πολιτικά σχόλια ή πολιτικούς ως ερωτικά αντικείμενα. Η ίδια μεταφέρει στα έργα της και την αίσθηση ευθύνης ενός καλλιτέχνη που επιλέγει να δημιουργήσει μια εικόνα για να μπορεί να μεταφράσει τις θέσεις του, οικουμενικές αναπαραστάσεις του πόνου, της έκστασης, του φόβου, της απόγνωσης, αλλά συχνά είναι και σχόλια για την ίδια την πράξη της ζωγραφικής. Καθοριστική πτυχή της δουλειάς της είναι η χρήση εικόνων από τις οποίες αντλεί έμπνευση, είτε αυτές βρίσκονται σε εφημερίδες, περιοδικά, κινηματογραφικά ενσταντανέ, ταινίες ή σε πολαρόιντ που έχει τραβήξει η ίδια.
Ο έρωτας και ο θάνατος, το φύλο και η φυλή, η αθωότητα και η ενοχή, η βία και η τρυφερότητα είναι τα μεγάλα ερωτήματα που θέτει και τα οποία συνδυάζονται με κοινωνικοπολιτικές πτυχές, ειδήσεις και κύρια θέματα της ιστορίας της τέχνης. Το έργο της βασίζεται στη συνειδητοποίηση ότι η ατελείωτη ροή εικόνων που βλέπουμε καθημερινά επηρεάζει την αντίληψή μας για τον εαυτό μας και την ικανότητά μας να διαβάζουμε τον κόσμο. Για την ίδια, η ζωγραφική είναι μια πολύ σωματική πράξη, που περιστρέφεται γύρω από τον ερωτισμό και τις διαφορετικές ιστορίες του. Το έργο της επικεντρώνεται στην αναπαράσταση ανθρώπινων μορφών που αντιμετωπίζουν τα πιο έντονα συναισθήματα και τα πιο παράδοξα: «Η ζωγραφική έχει να κάνει με το ίχνος του ανθρώπινου αγγίγματος. Πρόκειται για το δέρμα μιας επιφάνειας. Ένας πίνακας δεν είναι καρτ ποστάλ».
Αν σταθείς μπροστά στο έργο της «Turkish Girl», αιχμαλωτίζεσαι από τη γυναίκα που σε κοιτάζει δεμένη, αναγκάζοντάς σε να την κοιτάξεις και εσύ. Η γυναίκα του πίνακα ευθυγραμμίζεται με το έθιμο της υιοθέτησης ψευδωνύμων, το οποίο αποτελεί κοινή πρακτική μεταξύ των ηθοποιών στον χώρο της ψυχαγωγίας ενηλίκων. Είναι μια ερεθιστική πόζα εμπνευσμένη από φωτογραφίες σε ερωτικά περιοδικά. Και εδώ, όπως και σε πολλούς άλλους πίνακες, τα σώματα κυριαρχούν στον χώρο, με τα γεννητικά τους όργανα επιδεικτικά εκτεθειμένα. Στην ουσία οι πίνακες δεν απεικονίζουν ανθρώπους αλλά μια συναισθηματική κατάσταση στην οποία θα μπορούσε να βρίσκεται κάποιος, σε πιο σοβαρά ζητήματα και θέματα όπως η σεξουαλικότητα και η φυλή, η ενοχή και η αθωότητα, η βία και η τρυφερότητα με τον τρόπο της Ντιμάς, που είναι στην παράδοση του ρομαντισμού, με χαλαρές πινελιές, με ακουαρέλες, για να προσθέσει την αίσθηση της παραμόρφωσης αλλά και της μεγάλης λεπτομέρειας στην τέχνη της.
Νεογέννητα μωρά, μοντέλα, στρίπερ, αγόρια από γκέι πορνοπεριοδικά σε πόζες που υιοθετούν για να διεγείρουν τους θεατές τους σεξουαλικά, με σεξουαλικότητα που δεν απευθύνεται σε κανέναν συγκεκριμένα. Δίπλα στο αγόρι που κοιτάζει έκπληκτο σχεδόν τη μοβ στύση του σαν να ανακαλύπτει τη δύναμη της φύσης του, μια δεσποινίς Πομπαντούρ ζωγραφισμένη με πρόχειρες και λιγοστές, ημιδιαφανείς κηλίδες χρώματος επιδεικνύει ξεδιάντροπα όχι μόνο τους γλουτούς της, αλλά, επίσης, το πιο ασυνήθιστο, το αιδοίο και τον πρωκτό της. Η έκφραση του προσώπου της γυναίκας μοιάζει ευγενική και κάπως μελαγχολική. Η δεσποινίς Πομπαντούρ είναι επίσης ένας υπαινιγμός στις ιδανικές ερωμένες του ζωγράφου του ροκοκό Φρανσουά Μπουσέ στον οποίο η Ντιμάς έχει μεγάλη αδυναμία.
Σε ένα άλλο έργο η Ντιμάς ζωγραφίζει τη Ντόρα Μάαρ αναπαριστώντας το εμβληματικό της πορτρέτο από τον Μαν Ρέι, περικόπτοντας το πρόσωπό της και εστιάζοντας στο βλέμμα της και τα διεισδυτικά μάτια της που μεταδίδουν εγγύτητα και οικειότητα. Η Ντιμάς θέλει να αντιστρέψουμε την εικόνα, να μη σκεφτούμε τη Μάαρ ως μια συναισθηματικά καταρρακωμένη γυναίκα που εγκαταλείφθηκε από τον Πικάσο, όπως τόσες άλλες πριν από αυτήν, αλλά να φανταστούμε τον Πικάσο να κλαίει μπροστά στην όμορφη, δυνατή, νεαρή γυναίκα.
Σε ένα άλλο της έργο εμπνέεται από ένα στιγμιότυπο της γαλλο-ιαπωνικής ταινίας του 1976 «Η αυτοκρατορία των αισθήσεων» του Όσιμα, μιας ερωτικής, αμφιλεγόμενης ταινίας για τη σεξουαλική εμμονή με μοιραίο τέλος, και σε έναν μικρό, εύθραυστο και μελαγχολικό πίνακα απαθανατίζει μια γυναίκα που βρίσκεται πάνω από τον άντρα. Δεν είναι σαφές αν προσπαθεί να τον σώσει ή να τον βλάψει, ωστόσο είναι σαφές ότι έχει το πάνω χέρι. Γενικά οι γυναίκες της Ντιμάς αναλαμβάνουν την ευθύνη για τις πράξεις τους και συχνά φαίνεται να επιλέγουν το ενδεχόμενο της απόρριψης αντί της κακοποίησης. «Τοποθετώ την τέχνη όχι στην πραγματικότητα αλλά σε σχέση με την επιθυμία», έχει πει.
Η Μαρλέν Ντιμάς γεννήθηκε το 1953 στο Κέιπ Τάουν της Νότιας Αφρικής. Μεγάλωσε σε μια αγροτική φάρμα και φοίτησε μέσα στο σκληρό καθεστώς του απαρτχάιντ στο Πανεπιστήμιο του Κέιπ Τάουν, από όπου πήρε πτυχίο Καλών Τεχνών (B.A. Fine Arts) και Φιλοσοφίας της Ηθικής. Αγόρασε μια πολαρόιντ και άρχισε να τη χρησιμοποιεί. Πήγε στις Κάτω Χώρες για να σπουδάσει τέχνη στο Ateliers '63 στο Χάαρλεμ.
Τα πρώτα χρόνια στην Ολλανδία ήταν δύσκολα. Παρόλο που απολάμβανε ελευθερίες που δεν είχε γνωρίσει ποτέ στην πατρίδα της –«Ως γυναίκα, το γεγονός ότι μπορούσες να περπατάς εδώ αργά το βράδυ και να μη φοβάσαι ήταν καταπληκτικό»–, ήταν εκτοπισμένη, μόνη και συχνά την κατέκριναν επειδή ήταν λευκή Νοτιοαφρικανή. «Οι άνθρωποι στα μπαρ μου έλεγαν ότι θα έπρεπε να με πυροβολήσουν», θυμάται. «Κι εγώ έλεγα: "Δεν μπορώ να κάνω κάτι για την καταγωγή μου"».
Πριν μετακομίσει στην Ευρώπη, είχε φανταστεί ότι θα έβρισκε μια πληθωρική αντικουλτούρα και ότι θα συναναστρεφόταν με δημιουργικούς τύπους που θα έμοιαζαν με τον ήρωά της, τον Παζολίνι. «Αλλά η δεκαετία του '60 είχε τελειώσει και απογοητεύτηκα πολύ. Η τέχνη που γινόταν εδώ, ή τουλάχιστον η ζωγραφική, δεν ήταν καθόλου συναρπαστική, και δεν καταλάβαινα πραγματικά το ολλανδικό χιούμορ. Μου πήρε καιρό, αλλά έχω δεθεί πολύ με το Άμστερνταμ και το βρίσκω όμορφο».
Μετά την πρώτη φορά που πήρε μέρος σε ομαδική έκθεση, αν και δεν έκανε εντύπωση στους κριτικούς, πούλησε στο Stedelijk Museum το πρώτο της έργο «Don't Talk to Strangers». Η Ντιμάς ερωτεύτηκε όταν είδε για πρώτη φορά το έργο του Έντβαρντ Μουνκ και σπούδασε ψυχολογία για έναν χρόνο στο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ. Ο Rudi Fuchs την προσκαλεί να συμμετάσχει στην Documenta 7, στην οποία ήταν από τους νεότερους καλλιτέχνες.
Έναν χρόνο αργότερα κάνει την πρώτη της ατομική έκθεση «Ons land licht lager dan de zee» στο Centraal Museum της Ουτρέχτης και παρουσιάζει κυρίως έργα κολάζ σε χαρτί.
Στην επόμενή της έκθεση παρουσιάζει πορτρέτα μεγάλης κλίμακας, «καταστάσεις», που σχετίζονται με τα κοντινά πλάνα που θαυμάζει σε ταινίες όπως τα «Πάθη της Ζαν ντ'Αρκ» του Ντράγερ.
Το σημείο καμπής στην καριέρα της ήρθε το 1984, όταν προσκλήθηκε να συμμετάσχει στην Μπιενάλε του Σίδνεϊ – το έργο της εκτέθηκε μαζί με εκείνο του Mike Kelley από το Λος Άντζελες και του Anselm Kiefer. Αυτή η έκθεση την έκανε να συνειδητοποιήσει ότι ήθελε να ζωγραφίζει πορτρέτα με λάδι, αναζητώντας τη φωνή της ως καλλιτέχνιδας. «Πάντα με ενδιέφερε η ανθρώπινη μορφή, αλλά δεν πίστευα ότι είχα έναν νέο τρόπο να την εκφράσω», λέει. «Για να αποκαλείς τον εαυτό σου καλλιτέχνη, πίστευα ότι έπρεπε να συνεισφέρεις κάτι νέο, όπως ένας επιστήμονας που πρέπει να ανακαλύψει κάτι».
Τα 11 πορτρέτα μεγάλης κλίμακας στην πρώτη της έκθεση στο Άμστερνταμ περιλάμβαναν απεικονίσεις της συζύγου του Σίγκμουντ Φρόιντ, Μάρθας Μπερνέζ, της γιαγιάς της Ντιμάς και της Αμερικανίδας ποιήτριας Έμιλι Ντίκινσον. Στις επόμενες δεκαετίες ζωγράφισε πειραματιζόμενη με παραδοσιακές μορφές από την ιστορία της τέχνης, όπως το γυμνό και το νεκρικό πορτρέτο, και διερευνώντας πάντα το ερώτημα τι μπορεί να κάνει η ζωγραφική σε μια εποχή διάχυτων εικόνων. Έχει ζωγραφίσει συχνά τον Χριστό, όχι ως μια απόκοσμη θεότητα αλλά ως έναν ετοιμοθάνατο άνδρα, εγκαταλελειμμένο και μόνο. «Οι εφημερίδες είναι γεμάτες από νεκρούς», λέει για τη συχνή επιστροφή της στη θνητότητα. «Και θέλω η ζωγραφική να είναι μέρος της πραγματικής ζωής. Δεν είμαι ο Ντεγκά, που ζωγραφίζει όμορφες μπαλαρίνες. Κάθε φορά που κοιτάμε τις ειδήσεις, υπάρχουν πολύ πιο φρικτά πράγματα από αυτά που ζωγραφίζω, όπως τα παιδιά στρατιώτες στην Αφρική. Η ζωγραφική έχει να κάνει με την εξερεύνηση των φόβων του ατόμου, αλλά επίσης νιώθω ότι μπορεί να είναι κάπως όμορφη».
Πολλοί από τους καμβάδες της Ντιμάς έχουν τη δύναμη να εκνευρίζουν τους θεατές τους, όπως ένας πίνακας της κόρης της από μια φωτογραφία που τραβήχτηκε όταν ήταν 3 ή 4 ετών. Ήταν στον κήπο και ζωγράφιζε με τα δάχτυλα, που είναι κόκκινα σαν βουτηγμένα σε αίμα. Είναι γυμνή, καλυμμένη με τα διάφορα χρώματα που έχει χρησιμοποιήσει, με σκυθρωπή έκφραση στο πρόσωπό της. Η κοιλιά και ο κορμός της είναι μπλε, θυμίζοντας τον αποχρωματισμό που μπορεί να εμφανιστεί στο δέρμα μετά τον θάνατο και υποδηλώνοντας έτσι την αμείλικτη απεικόνιση της θνητότητας από μια μητέρα.
Το ΜοΜΑ αποφάσισε να μη χρησιμοποιήσει την πλήρη εικόνα αυτού του πίνακα, όσο εμβληματικός και αν είναι, στις αφίσες της ατομικής της έκθεσης εκεί, το 2008. «Θα ήθελα να μάθω πώς ένας πίνακας που φαίνεται να απεικονίζει ένα τόσο απλό πράγμα μπορεί να ενοχλεί τους ανθρώπους σε τέτοιο βαθμό», λέει η Ντιμάς.
Το 2010, για την πρώτη της ατομική έκθεση στην γκαλερί Zwirner, η Ντιμάς ζωγράφισε μια σειρά έργων με βάση το τείχος που έχτισε το Ισραήλ για να διαχωριστεί από τα παλαιστινιακά εδάφη. Με την εστίασή της σε έναν συγκεκριμένο χρόνο και τόπο, αναγνωρίσιμα αρχιτεκτονικά στοιχεία και μητέρες να θρηνούν τους γιους τους, η σειρά αποτέλεσε μια σημαντική απόκλιση για την Ντιμάς. «Θα μπορούσε να φτιάχνει πορτρέτα για το υπόλοιπο της ζωής της και να τα καταφέρνει πολύ καλά», λέει ο εικαστικός και σκηνοθέτης Στιβ ΜακΚουίν. «Αλλά πάντα την ενδιέφερε η αναζήτηση. Όταν απαντάς σε ένα ερώτημα ως καλλιτέχνης, προκύπτει ένα άλλο. Το έργο της εξελίσσεται, η τέχνη της δεν μένει ποτέ ακίνητη. Αυτή είναι η Μαρλέν».
Μια άλλη σειρά έργων της τιτλοφορείται «Great Men». Πρόκειται για πορτρέτα με μελάνι και κείμενα διάσημων ομοφυλόφιλων ανδρών που κυνηγήθηκαν για τη σεξουαλικότητά τους. Στο έργο «Dead Marilyn» που βασίστηκε σε μια φωτογραφία της αστυνομίας η οποία δημοσιεύτηκε σε μια ολλανδική εφημερίδα το 1985, ζωγράφισε τη Μέριλιν Μονρόε νεκρή. «Ποτέ δεν ήθελα να ζωγραφίσω τη Μέριλιν στο παρελθόν, αν και το Χόλιγουντ πάντα με γοήτευε. Ο Άντι Γουόρχολ έκανε τα καλύτερα πορτρέτα της ως σταρ: διαχρονικά και υπέροχα. Αλλά κοιτάζοντας τις θλιβερές, μοναχικές εικόνες μετά τον θάνατό της, είδα το τέλος του αμερικανικού ονείρου» λέει.
Στο κείμενό της «A Gothic Story. The Final Tale» γράφει για τη ζωγραφική: «….η ζωγραφική δεν μπορεί να πεθάνει, επειδή ανήκει στο βασίλειο των μη νεκρών. Η ζωγραφική είναι πολύ αρχαία, πολύ πρωτόγονη και πολύ ευχάριστη για να εξαφανιστεί. Ο προστάτης της είναι ο κόμης Δράκουλας, το είδωλο του οποίου δεν εμφανίζεται σε καθρέφτη, ούτε η εικόνα του σε φωτογραφία. Έμεινε μόνο για λίγο και έφυγε πριν ξημερώσει.
Δεν είμαι εδώ για να υπερασπιστώ τη ζωγραφική. Αυτό το κάνει κάθε πίνακας που αντέχει στον χρόνο και κάθε νέα γενιά καλλιτεχνών. Στον φορτωμένο με εικόνες πολιτισμό μας, η ζωγραφική έχει συνηθίσει να μην είναι ο πρωταγωνιστής της παράστασης, αλλά παίρνει τη θέση της σε έναν πολύ μεγαλύτερο αστερισμό οπτικής λαμπρότητας και σκουπιδιών. Σε όσους υποστηρίζουν ότι η τέχνη είναι ελιτίστικη, θα έλεγα ότι κάθε παιχνίδι έχει τους δικούς του κανόνες. Πάρτε το ποδόσφαιρο, αν θέλετε. Καταρχάς, μπορεί να παίξει οποιοσδήποτε. Αλλά δεν γίνονται όλοι Ιμπραήμ Αφελάι. Κάθε κλάδος έχει τις ιδιαίτερες προκλήσεις του.
Ξέρω ότι οι άνθρωποι απογοητεύονται επειδή η τέχνη προσπαθεί συνεχώς να αλλάξει τους κανόνες της ή να διευρύνει τον ορίζοντά της. Αυτό ακριβώς είναι που την κάνει δύσκολη και ξεχωριστή, και που την κάνει να διαφέρει από ένα χόμπι. Αν μπορούμε να μάθουμε κάτι από την τέχνη, είναι ότι δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι υποστηρίζουμε την ελευθερία της έκφρασης αν δεν μπορούμε να ανεχτούμε τις διαφορές, όσο ενοχλητικές και αν είναι».
Marlene Dumas. open-end, Palazzo Grassi