Το έργο του Λούτσιο Φοντάνα, ενός από τους πιο εφευρετικούς καλλιτέχνες του 20ού αιώνα, παρουσιάζεται σε μια τριλογία εκθέσεων στην γκαλερί Hauser & Wirth σε συνεργασία με το Fondazione Lucio Fontana, με επίκεντρο τις παραγωγικές ανακαλύψεις και τους πειραματισμούς του. Πάνω από 80 έργα δανεισμένα από σημαντικά ιδρύματα και μουσεία, ιδιωτικές και δημόσιες συλλογές, φωτίζουν μια κρίσιμη διάσταση της επαναστατικής πρακτικής του καλλιτέχνη.
Ο Φοντάνα είναι παγκοσμίως γνωστός για τα Tagli, τους τεμαχισμένους καμβάδες που συνόψισαν και επανερμήνευσαν δεκαετίες έρευνας γύρω από τον χώρο και την εννοιολογική αξία της χειρονομίας.
Ωστόσο το έργο του περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα καλλιτεχνικών μέσων, όπως η γλυπτική, που υπήρξε αναπόσπαστο μέρος του έργου του και καθοριστική για την εξέλιξή του και μια ευκαιρία να δοκιμάσει και να θέσει σε εφαρμογή την ανταλλαγή μεταξύ μορφής, χρώματος, ύλης και χώρου, μέσα από μια διαλεκτική σχέση μεταξύ αφηρημένου και παραστατικού, χωρικού και μπαρόκ, δουλεύοντας με τερακότα, σκυρόδεμα, πηλό, γύψο, μέταλλο, γυαλί και ξύλο.
Λίγοι καλλιτέχνες έχουν ασκήσει τόση επιρροή με μια μοναδική χειρονομία όσο ο Λούτσιο Φοντάνα που έκοψε τους καμβάδες του, κάτι που συνέβη όταν είχε ήδη διακριθεί στον χώρο της τέχνης και βρισκόταν στην έκτη δεκαετία της ζωής του.
Πέρα από αυτό, η πολιτιστική αξία και η επιρροή του φτάνει στις μέρες μας, με τον ίδιο να θεωρείται όχι μόνο καινοτόμος, αλλά και ο πρώτος Ευρωπαίος καλλιτέχνης που προώθησε με επιτυχία την έννοια της κατασκευής της τέχνης ως παράστασης, σε μια πορεία που ξεκίνησε από τη γλυπτική πριν περάσει στη ζωγραφική και τέλος στις πρωτοποριακές του εγκαταστάσεις φωτός.
Λίγοι καλλιτέχνες έχουν ασκήσει τόση επιρροή με μια μοναδική χειρονομία όσο ο Λούτσιο Φοντάνα που έκοψε τους καμβάδες του, κάτι που συνέβη όταν είχε ήδη διακριθεί στον χώρο της τέχνης και βρισκόταν στην έκτη δεκαετία της ζωής του. Πέρα από αυτό, η πολιτιστική αξία και η επιρροή του φτάνει στις μέρες μας, με τον ίδιο να θεωρείται όχι μόνο καινοτόμος, αλλά και ο πρώτος Ευρωπαίος καλλιτέχνης που προώθησε με επιτυχία την έννοια της κατασκευής της τέχνης ως παράστασης.
Ο Φοντάνα γεννήθηκε στο Rosario de Santa Fe της Αργεντινής το 1899, από Ιταλούς γονείς, και μετακόμισε στην Ιταλία το 1905 για να σπουδάσει. Όπως πολλοί από τους Ιταλούς φουτουριστές, το έργο και τις προοπτικές των οποίων θαύμαζε, κατατάχθηκε εθελοντικά στον ιταλικό στρατό κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, από το 1916 έως το 1918. Αποστρατεύτηκε αφού είχε τραυματιστεί στο χέρι.
Αν και αρχικά το εκκολαπτόμενο φασιστικό κίνημα στην Ιταλία άσκησε μια ιδιαίτερη έλξη επάνω του, η εμπειρία του από τον πόλεμο τον έκανε επιφυλακτικό στο να πάρει μέρος στις πολιτικές εντάσεις που σιγόβραζαν εκείνη την εποχή.
Ξεφεύγοντας από την πολιτική αναταραχή της Ευρώπης, ο Φοντάνα επέστρεψε στην Αργεντινή το 1921 και άρχισε να κατασκευάζει προτομές για το εργαστήριο του πατέρα του, το οποίο ειδικευόταν στην κατασκευή γλυπτών για νεκροταφεία.
Το 1927 επέστρεψε στην Ιταλία και σπούδασε μαζί με τον Fausto Melotti υπό τον γλύπτη Adolfo Wildt, στην Accademia di Brera από το 1928 έως το 1930.
Ήδη από το 1925, κέρδισε την αναγνώριση των κριτικών για τα γλυπτά του με αφηρημένες ανθρώπινες μορφές και ασυνήθιστα υλικά, όπως το «Homo nero», 1930, το οποίο επικάλυψε με πίσσα. Έκανε πολλά γλυπτικά και αρχιτεκτονικά έργα για το φασιστικό καθεστώς στην Ιταλία, συμπεριλαμβανομένης μιας χαμένης πλέον προτομής του ίδιου του Μπενίτο Μουσολίνι, πράγμα που αμαύρωσε τη φήμη του για δεκαετίες.
Παρουσίασε την πρώτη του έκθεση το 1930, η οποία διοργανώθηκε από την γκαλερί Il Milione του Μιλάνου. Κατά την επόμενη δεκαετία ταξίδεψε στην Ιταλία και τη Γαλλία, συνεργαζόμενος με αφηρημένους και εξπρεσιονιστές ζωγράφους.
Το 1935 έγινε μέλος της ένωσης Abstraction-Création στο Παρίσι και από το 1936 έως το 1949 φιλοτέχνησε εξπρεσιονιστικά γλυπτά από κεραμικό και μπρούντζο. Το 1939 εντάχθηκε στην ομάδα Corrente, μια ομάδα εξπρεσιονιστών καλλιτεχνών του Μιλάνου.
Σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ο Φοντάνα δίδασκε σε παραδοσιακές σχολές τέχνης στην Αργεντινή, συμπεριλαμβανομένης της Escuela Nacional de Bellas Artes «Manuel Belgrano» στο Μπουένος Άιρες. Το 1946 συνίδρυσε την πειραματική Σχολή Τεχνών Altamira στο Μπουένος Άιρες.
Ως καθηγητής γλυπτικής, βοήθησε στην προώθηση της φιλοσοφίας της σχολής ότι υπό το φως των πρόσφατων επιστημονικών ανακαλύψεων, μια νέα τέχνη ήταν απαραίτητη για να αντικατοπτρίζει τον σύγχρονο κόσμο. Ενθάρρυνε τους σπουδαστές του να υιοθετήσουν νέες εννοιολογικές προσεγγίσεις στη δημιουργία τέχνης, προτρέποντάς τους να εγκαταλείψουν τη ζωγραφική για να κάνουν καινοτόμα τέχνη, για παράδειγμα προβάλλοντας φως.
Υπό την καθοδήγηση του Φοντάνα, το 1946 οι καλλιτέχνες και οι σπουδαστές της Σχολής Τεχνών Altamira δημοσίευσαν το «Manifesto Blanco» («Λευκό Μανιφέστο»), ένα φυλλάδιο που έθετε τους στόχους για τη δημιουργία μιας «χωροταξικής» τέχνης. Ζητούσε η τέχνη αυτή να συνεργαστεί με την τεχνολογία της εποχής για να επιτύχει μια ριζοσπαστική νέα μορφή που θα συνδύαζε την αρχιτεκτονική, τη γλυπτική και τη ζωγραφική, καθώς και να αγκαλιάσει το υποσυνείδητο. Οι ιδέες που διατυπώθηκαν στο μανιφέστο επηρέασαν μεγάλο μέρος του ώριμου έργου του Φοντάνα.
Είχε εμμονή με την έννοια του διαστήματος και των διαστημικών ταξιδιών. Ίδρυσε το καλλιτεχνικό κίνημα Spatialismο το 1947, λίγο καιρό αφότου οι πρώτες φωτογραφίες της Γης που τραβήχτηκαν από πύραυλο εμφανίστηκαν σε περιοδικά σε όλο τον κόσμο. Άρχισε να τρυπά καμβάδες και έργα σε χαρτί με τη σειρά Buchi - Holes, 1949-68.
«Δεν είναι αλήθεια ότι έκανα τρύπες στον καμβά για να τον καταστρέψω, όχι, έκανα τρύπες για να ανακαλύψω, να βρω το σύμπαν μιας άγνωστης διάστασης», έλεγε, εξηγώντας τον τύπο της «καταστροφικής» τεχνικής του, με τα κοψίματα να γίνονται στον καμβά που ήταν ζωγραφισμένος με μονοχρωματικά υπόβαθρα. Συχνά επένδυε την πίσω πλευρά των καμβάδων του με μαύρη γάζα, ώστε το σκοτάδι να λαμπυρίζει πίσω από τις ανοιχτές τομές και να δημιουργεί μια μυστηριώδη αίσθηση βάθους.
Το 1947 δημιούργησε ένα «Μαύρο Χωρικό Περιβάλλον», ένα δωμάτιο βαμμένο μαύρο, το οποίο θεωρήθηκε ότι προμήνυε την τέχνη του Περιβάλλοντος.
Ο Φοντάνα συνέχισε αυτή την αναζήτηση με έργα όπως το «Ambiente Spaziale» (1949), ένα πρωτοποριακό παράδειγμα καλλιτεχνικής εγκατάστασης που αποτελείται από ένα αφηρημένο αντικείμενο βαμμένο με φωσφορίζουσα μπογιά και φωτισμένο με νέον, και το «La fine di Dio» (1963-64), μια σειρά από διάτρητους καμβάδες σε σχήμα αυγού, οι οποίοι, όπως εξήγησε, σήμαιναν «το άπειρο, κάτι αδιανόητο, το τέλος της παραστατικής αναπαράστασης, την αρχή του τίποτα».
Lucio Fontana Ambiente spaziale... 1948-49 recontruction 1974/2014
Γύρω στο 1960, ο Φοντάνα άρχισε να επανεφευρίσκει τις τομές και τις διατρήσεις που χαρακτήριζαν το πολύ προσωπικό του στυλ μέχρι τότε, καλύπτοντας τους καμβάδες με στρώματα παχιάς λαδομπογιάς που εφαρμοζόταν με το χέρι και το πινέλο και χρησιμοποιώντας ένα νυστέρι ή ένα μαχαίρι Stanley για να δημιουργήσει μεγάλες ρωγμές στην επιφάνειά τους.
Το 1961, μετά από πρόσκληση να συμμετάσχει μαζί με τους καλλιτέχνες Jean Dubuffet, Mark Rothko, Sam Francis και άλλους σε μια έκθεση σύγχρονης ζωγραφικής με τίτλο «Τέχνη και στοχασμός», που πραγματοποιήθηκε στο Palazzo Grassi της Βενετίας, δημιούργησε μια σειρά 22 έργων αφιερωμένη στην πόλη της λιμνοθάλασσας. Χειρίστηκε το χρώμα με τα δάχτυλά του και διάφορα εργαλεία για να δημιουργήσει αυλάκια, συμπεριλαμβάνοντας μερικές φορές διάσπαρτα θραύσματα γυαλιού Μουράνο.
Μετά την πρώτη του έκθεση στη Νέα Υόρκη το 1961 στην γκαλερί Martha Jackson, δημιούργησε μια σειρά μεταλλικών έργων, που έγιναν μεταξύ 1961 και 1965, από μεγάλα φύλλα γυαλιστερού και γρατζουνισμένου χαλκού, τρυπημένα και χαραγμένα, που διαπερνούνται από δραματικές κάθετες χειρονομίες οι οποίες θυμίζουν τη δύναμη της κατασκευής της Νέας Υόρκης, το μέταλλο και το γυαλί των κτιρίων.
Η επιθυμία του Φοντάνα να πάει «πέρα» από το έργο, επεκτείνοντας την έννοια του πίνακα πέρα από το πλαίσιο ή την επιφάνειά του, επαναπροσδιορίζοντας την ίδια την ιδέα του έργου τέχνης, τον έκανε διάσημο με πιο απλά λόγια: «Αυτός που τρυπάει τους καμβάδες».
Ως ιδρυτής του χωροταξισμού, πρότεινε τη σύνθεση ανάμεσα στο χρώμα, τον ήχο, τον χώρο, την κίνηση και τον χρόνο σε έναν νέο τύπο τέχνης και μιλούσε για μια νέα «χωρική» τέχνη, σύμφωνη με το πνεύμα της μεταπολεμικής εποχής. Αποκήρυξε τον απατηλό ή «εικονικό» χώρο της παραδοσιακής ζωγραφικής με καβαλέτα και επιδίωξε να ενώσει την τέχνη και την επιστήμη για να προβάλει το χρώμα και τη μορφή στον πραγματικό χώρο με τη χρήση σύγχρονων τεχνικών όπως ο φωτισμός νέον και η τηλεόραση.
Οι «πλαστικές συγκινήσεις και συναισθήματα χρώματος που προβάλλονται στον χώρο» για τις οποίες έγραψε στα μανιφέστα του προωθούσαν την τέχνη ως χειρονομία, παρά ως δημιουργία ενός διαρκούς φυσικού έργου.
Με τους τεμαχισμένους καμβάδες του, προσπαθεί να αναδημιουργήσει τη γλώσσα της ζωγραφικής και της γλυπτικής, την προσαρμογή τους στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο. Επιδιώκει να δημιουργήσει χωρικές επιδράσεις μέσω της «υλικής ασυνέχειας του καμβά», μια χειρονομία που τον κάνει να διαφέρει από τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό, που άνθιζε την ίδια περίοδο στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στη Νέα Υόρκη, με την αποσύνδεση από το καβαλέτο και από τον ίδιο τον πίνακα για να συλλάβει τον χρόνο και την κίνηση, τα οποία πιστεύει ότι είναι οι κύριες αρχές του έργου και θέλοντας να δημιουργήσει έργα «για τη νέα εποχή» με μια μελλοντική διάσταση στην οποία θα μπορούσε να δείξει τον «αυθεντικό χώρο του κόσμου».
Είναι μοναδική η περιγραφή της τεχνικής του. Ενώ η επιφάνεια του καμβά, μια καθαρή μονοχρωμία, ήταν ακόμη υγρή, τοποθετούσε το έργο σε ένα καβαλέτο και το έκοβε με ένα μαχαίρι Stanley με μία μόνο, ακριβή κίνηση προς τα κάτω. Δεν υπήρχε περιθώριο λάθους: αν η τομή παρέκκλινε από την επιθυμητή γραμμή του Φοντάνα, ολόκληρος ο καμβάς καταστρεφόταν. Η τομή, τόσο ανεπανάληπτη όσο και η πινελιά, δεν μπορούσε να διορθωθεί.
Στη συνέχεια άνοιγε απαλά την τομή με το χέρι του, μια χειρονομία που περιγράφεται από έναν στενό φίλο του ως «χάδι». Εγκαινίασε μια ρωγμή στην καλλιτεχνική σύμβαση που επρόκειτο να διαπεράσει την ίδια την έννοια της τέχνης και να ανοίξει έναν φιλοσοφικό διάλογο με τη δυνατότητα της τέταρτης διάστασης.
Τα τελευταία χρόνια της καριέρας του ο Φοντάνα άρχισε να ενδιαφέρεται όλο και περισσότερο για τη σκηνοθεσία του έργου του στις πολλές εκθέσεις που τον τίμησαν παγκοσμίως, καθώς και για την ιδέα της καθαρότητας που επιτυγχάνεται στους τελευταίους λευκούς καμβάδες του.
Παίρνει μέρος στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1966 με τον εμβληματικό λευκό καμβά με μια τομή, το «Concetto Spaziale», και τιμάται με το διεθνές Μεγάλο Βραβείο Ζωγραφικής, ενώ δυο χρόνια αργότερα, στην Ντοκουμέντα 4 στο Κάσελ, το 1968, έκανε μια μεγάλη χαρακιά ως το κέντρο ενός πάλλευκου λαβύρινθου, το «Ambiente spaziale bianco».
«Κάνω μια τρύπα στον καμβά για να αφήσω πίσω μου τις παλιές εικαστικές φόρμουλες, τη ζωγραφική και την παραδοσιακή άποψη για την τέχνη και δραπετεύω, συμβολικά, αλλά και υλικά, από τη φυλακή της επίπεδης επιφάνειας», λέει σε μια συνομιλία του με τον Tommaso Trini το 1968.
Οι πληγές στους καμβάδες, ο υπαινιγμός μιας αδιάκοπης σχισμής φλεγόμενης από ενέργεια, ανοίγουν ένα ψευδαισθητικό παράθυρο σε έναν άλλο κόσμο, παραπέμπουν στη δυναμική και στιγμιαία δύναμη του φωτός που ακτινοβολεί και σε έναν κόσμο καλλιτεχνικής πλάνης, το τέλειο σκηνικό ενός μόνιμου διαλόγου για τη συμβολική αξία του χρώματος και της μορφής, μια χειρουργική επέμβαση ακριβείας στα ίδια τα θεμέλια της γλυπτικής και της ζωγραφικής.
Ο Λούτσιο Φοντάνα πέθανε το 1968, στο Comabbio στην Ιταλία, απ' όπου καταγόταν η οικογένειά του.