Είναι έτοιμη εδώ και μερικές βδομάδες. Αλλά, όπως είναι φυσιολογικό, υπό τις συνθήκες που ζούμε, περιμένει την άρση των υγειονομικών περιορισμών για να ανοίξει στο κοινό.
Έχει για τίτλο την ονομασία ενός θεαματικού ατμοσφαιρικού φαινομένου, τη «φωτιά του Αγίου Έλμου», που εκδηλώνεται ως μια λάμψη μοβ χρώματος, η οποία σε μερικές περιπτώσεις μοιάζει σαν να παράγεται από φλόγες γύρω από ένα αιχμηρό αντικείμενο, όπως ήταν, στα παλιά χρόνια, οι απολήξεις των καταρτιών των ιστιοφόρων πλοίων, ή όπως είναι τα σημερινά αλεξικέραυνα, ή ακόμα οι άκρες των φτερών ενός αεροπλάνου, οι οξύληκτες κατασκευές σε σκεπές και καμινάδες ή τα κλαδιά ψηλών δέντρων, ακόμα και τα κέρατα ζώων. Για όσους έχουν πρόχειρες και ανά πάσα στιγμή διαθέσιμες τις γνώσεις τους στη Φυσική, οι πληροφορίες που θα ακολουθήσουν είναι μάλλον άχρηστες ή και υπερβολικά απλοϊκές.
Ας σημειωθεί, ωστόσο, για όλους τους υπόλοιπους ότι η «φωτιά του Σαν Έλμο» εμφανίζεται όταν δημιουργείται ένα πολύ ισχυρό ηλεκτρικό πεδίο, το οποίο παράγεται εξαιτίας μιας δυνατής καταιγίδας με κεραυνούς, για παράδειγμα, ή όταν κάποια άλλη ισχυρή αιτία προκαλέσει το φαινόμενο «εκφόρτισης κορώνας», στο οποίο αποδίδεται ένας έντονος ιονισμός των μορίων του αέρα μέχρι του σημείου πυράκτωσής τους, εξαιτίας της οποίας πυράκτωσης γίνονται ορατές οι «φωτιές του Σαν Έλμο».
Στην ελληνική ναυτική παράδοση οι «φωτιές του Σαν Έλμο» λέγονταν «Άγιοι Νικολήδες», επειδή θεωρούνταν εμφανίσεις δαιμονικών στοιχείων, και όσοι τις αντίκριζαν έσπευδαν να κάνουν προσευχούλες στον Άγιο Νικόλαο για να γλιτώσουν. Αντίθετα, στη δυτική ναυτική παράδοση το φαινόμενο δεν συσχετιζόταν με δαίμονες, αλλά, λόγω του φωτός που παραγόταν στο σκοτάδι, αποδιδόταν στην παρουσία του Αγίου Έλμου, ο οποίος είναι προστάτης των ναυτικών. Οι αρχαίοι Έλληνες ναυτικοί ονόμαζαν τις φωτιές του Σαν Έλμο «φώτα των Διόσκουρων», δηλαδή του Κάστορα και του Πολυδεύκη, και θεωρούνταν καλοί οιωνοί, επειδή έδειχναν ότι μια καταιγίδα οδεύει προς το τέλος της.
Ο επισκέπτης, όταν ανοίξουν οι γκαλερί στο κοινό, θα διαπιστώσει επίσης πως ούτε ένα από τα είκοσι ένα έργα που παρουσιάζονται δεν θα τον αφήσει αδιάφορο – και αυτό το κριτήριο είναι πάντα πολύ χρήσιμος οδηγός για την αξιολόγηση μιας ομαδικής έκθεσης.
Από τα παραπάνω αξίζει να συγκρατήσει κάποιος τον όρο «εκφόρτιση κορώνας», ο οποίος, παρότι ουδεμία σχέση έχει με τον θλιβερό κορωνοϊό, αντηχεί ευπρόσδεκτος, ανακουφιστικός και αισιόδοξος, μια και βρισκόμαστε όλοι στη φάση που προσδοκούμε την «εκφόρτιση» αυτής της φρικτής πανδημίας και την επιστροφή σε κάτι που θα το αναγνωρίζαμε ως «κανονικό». Αξίζει να συγκρατήσει, επίσης, τους Διόσκουρους, υπό την έννοια ότι η γκαλερί Rodeo βρίσκεται επί της οδού Πολυδεύκους στον Πειραιά, η οποία είναι παράλληλη με την πασίγνωστη κεντρική οδό Αγίου Διονυσίου και μεταξύ τους παρεμβάλλεται η οδός Κάστορος.
«Η ιδέα να κάνουμε αυτή την έκθεση ξεκίνησε αρχικά σαν ένα αστείο» λέει η ιδιοκτήτρια της γκαλερί Σύλβια Κούβαλη, αναφερόμενη στους συσχετισμούς της «φωτιάς του Σαν Έλμο» με τα ονόματα των οδών και την πολυπόθητη «εκφόρτιση» της πανδημίας.
Και συνεχίζει: «Όμως, αμέσως μετά, η ιδέα μιας τέτοιας έκθεσης συνδέθηκε και με τη δική μας ανάγκη να ξεκαθαρίσουμε την επαφή μας με τη γειτονιά και τον Πειραιά. Να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση μας με την περιοχή και τη σχέση μας με τη δουλειά μας, όπως διαμορφώθηκε από την εμπειρία του lockdown και της πανδημίας. Επίσης, θέλαμε η έκθεση να έχει σχέση με το υγρό στοιχείο και ειδικότερα με τη θάλασσα. Κι αυτό που τελικά ετοιμάσαμε μου φαίνεται ότι λειτουργεί σαν “κρυφό σχολειό”. Επίσης, μοιάζει κάπως και με “καθαρισμό” απ’ όλα αυτά που έχουμε περάσει ως τώρα και μας προσφέρει μια ώθηση να κοιτάξουμε λίγο πιο μακριά, με περισσότερη αισιοδοξία».
Με άλλα λόγια, η έκθεση αυτή είναι σαν η γκαλερί να εκπέμπει –εκ νέου και κατά κάποιον τρόπο ανακεφαλαιωτικά– το αισθητικό στίγμα της «καλογυαλισμένο και δυνατό». Όχι μόνο για να υπογραμμίσει την παρουσία της εκεί αλλά και για να ξεκαθαρίσει τις αποστάσεις που τη χωρίζουν από τον περίγυρό της.
Βέβαια, είναι πάντα δύσκολο να αναφέρεται κάποιος σε ομαδικές εκθέσεις, ειδικά όταν η συνάντηση ετερόκλητων έργων διαφόρων καλλιτεχνών σχετίζεται με ένα σχήμα μεταφοράς, όπως είναι εν προκειμένω το ατμοσφαιρικό φαινόμενο που γίνεται τίτλος της έκθεσης και το οποίο εισάγει τρυφερά και διακριτικά ένα μήνυμα αποφασιστικότητας, αυτοπροσδιορισμού και αισιοδοξίας.
Κατά κάποιον τρόπο, τα έργα αυτής της έκθεσης μοιάζουν με θησαυρό που περισώθηκε μετά από σφοδρή θεομηνία ή κάποια άλλη μεγάλη καταστροφή. Και ο θησαυρός αυτός φαντάζει αρκετά λαμπερός στα μάτια εκείνου στον οποίο ανήκει. Και έχει την ικανότητα να τον ενθαρρύνει, επιβεβαιώνοντάς του ότι διατηρεί δυνάμεις και ψυχική συνοχή. Και αυτή είναι μια αίσθηση που μεταφέρεται στον θεατή. Ο επισκέπτης, όταν ανοίξουν οι γκαλερί στο κοινό, θα διαπιστώσει επίσης πως ούτε ένα από τα είκοσι ένα έργα που παρουσιάζονται δεν θα τον αφήσει αδιάφορο – και αυτό το κριτήριο είναι πάντα πολύ χρήσιμος οδηγός για την αξιολόγηση μιας ομαδικής έκθεσης.
Μεταξύ των έργων, ωστόσο, υπάρχουν και μερικά που ξεχωρίζουν και μόνο λόγω των επιβλητικών διαστάσεών τους, όπως είναι εκείνα της Αιγύπτιας καλλιτέχνιδας Anna Boghiguian και του Αμερικανού ζωγράφου Leidy Churchman. Το έργο της Boghiguian είναι ένα αυθεντικό πανί φελούκας του Νείλου, ηλικίας 100 ετών και συνολικού μήκους είκοσι μέτρων, το οποίο στηρίζεται από το ταβάνι στον μπροστινό εκθεσιακό χώρο και εντυπωσιάζει τον θεατή κατά την είσοδό του στην γκαλερί.
Ο τίτλος του είναι «Εμπόριο και Πουλιά» και έχει ραμμένα επάνω του κομμάτια ζωγραφισμένου καμβά που περιλαμβάνουν σύμβολα και κείμενα, τα οποία αποτελούν σημαντικά εκφραστικά στοιχεία σε ολόκληρο το έργο της Anna Boghiguian. Το έργο συμπληρώνεται με τα «πουλιά» του τίτλου, που είναι κατασκευασμένα από ύφασμα επίσης και κρέμονται κι αυτά από το ταβάνι. Η Boghiguian ενθέτει πάντα μια πολιτική θέση στα έργα της, η οποία συνήθως αναφέρεται στον συσχετισμό δυνάμεων εντός ενός σύμπαντος ανισοτήτων.
Το έργο του Leidy Churchman είναι ξαπλωμένο στον δεύτερο εκθεσιακό χώρο και είναι κι αυτό γιγάντιο (3,5 x 6,5 μέτρα). Πρόκειται για ζωγραφική πάνω σε πλαστικό δάπεδο, από το κοινό, του είδους που χρησιμοποιείται στα σπίτια για την κάλυψη πατωμάτων. Παρουσιάστηκε πρώτη φορά στο New Museum της Νέας Υόρκης και σχετίζεται με ζητήματα γένους και φύλου.
Είναι μια παράξενη εικόνα «μεταμόρφωσης», όπου ένα χταπόδι και κάποια ευδιάκριτα αντικείμενα συμμετέχουν σε μια σύνθεση που καταλήγει σε κάτι πολύ πιο αμφίβολο και τρικυμιώδες, στο οποίο θάλασσα, ουράνιο στερέωμα και επίγεια φύση συναντιούνται.
Μεταξύ των άλλων έργων της έκθεσης, εκείνα του ιρανικής καταγωγής Hadi Fallahpisheh θα μπορούσαν να περιγραφούν ως ζωγραφική μεν, η οποία όμως γίνεται με φακό πάνω σε φωτοευαίσθητο χαρτί. Περιλαμβάνουν καρτουνίστικες φιγούρες, οι οποίες εμπλέκονται σε μια «διαστροφή» του συσχετισμού δυνάμεων που θα αναπτυσσόταν σε μια συνθήκη «κανονικότητας». Για παράδειγμα, γάτες-γονδολιέρηδες πηγαίνουν βόλτα με τη γόνδολά τους χαρούμενα ποντίκια-τουρίστες.
Ένα ζήτημα που απασχολεί συχνά τον Fallahpisheh στο έργο του είναι η παγίδευση του ατόμου σε μια κατάσταση περιορισμένης ελευθερίας, κάτι που καθρεφτίζει το γεγονός ότι τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια είναι υποχρεωμένος να ζει μακριά από την πατρίδα του, αλλά προφανώς καθρεφτίζει και τη συνθήκη του lockdown που βιώνουμε όλοι.
Εξαιρετικής λεπτότητας και ομορφιάς είναι τα τρία γλυπτά του Βενετσιάνου καλλιτέχνη Giorgio Andreotta Calό. Ενώ έκπληξη αποτελεί το έργο με τίτλο «Τέρατα και Φαντάσματα» (1972) του Γιάννη Μανιατάκου, που έφυγε από τη ζωή το 2017, σε ηλικία 82 ετών, και ο οποίος διετέλεσε καθηγητής αλλά και διευθυντής της Σχολής Μαρμαροτεχνίας της Τήνου κατά την περίοδο 1973-2001. Η κύρια καλλιτεχνική παραγωγή του ήταν γλυπτική, σε μάρμαρο, όμως στον ελεύθερο χρόνο του ο Μανιατάκος βουτούσε στη θάλασσα και ζωγράφιζε υποβρυχίως.
Ο βυθός και η συνθήκη τού να τον ζωγραφίζει σε βάθος μέχρι και δέκα μέτρων κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, όπου παρέμενε επί πολλές ώρες (με σκάφανδρο αρχικά και με πιο σύγχρονο καταδυτικό εξοπλισμό τα κατοπινά χρόνια), κατέληγε σε μια εντελώς προσωπική του και κάπως μυστικιστική διαδικασία. Το αποτέλεσμά της υπερέβαινε την απλή απεικόνιση μιας υποθαλάσσιας τοπιογραφίας. Και αυτό ο θεατής το αντιλαμβάνεται πολύ γρήγορα, κοιτάζοντας το εκτιθέμενο έργο, στο οποίο ανακαλύπτει μορφές που νιώθει ότι δικαιολογούν τον τίτλο του και το οποίο είναι αντιπροσωπευτικό όλων των υπόλοιπων τέτοιων έργων του.
Η γκαλερί Rodeo έχει αναλάβει, σε συνεργασία με την οικογένεια του καλλιτέχνη, την πλήρη καταγραφή του ζωγραφικού έργου του Γιάννη Μανιατάκου, το οποίο είναι στην πραγματικότητα άγνωστο στο κοινό, μια και, σε αντίθεση με τη γλυπτική του, έχει εκτεθεί μόνο μία φορά.
Ωστόσο, τα έργα-σταρ της έκθεσης είναι εκείνα του Χριστόδουλου Παναγιώτου. Ο Ελληνοκύπριος καλλιτέχνης, που γεννήθηκε το 1978 στη Λεμεσό και το 2005 του απονεμήθηκε το βραβείο ΔΕΣΤΕ, πέντε χρόνια αργότερα το βραβείο «The Future of Europe», ενώ το 2019 οι «ΝΥ Times» τον συμπεριέλαβαν μεταξύ των καλλιτεχνών με το πιο αξιόλογο έργο της χρονιάς εκείνης, παρουσιάζει μια σειρά από έργα, στα οποία ακολουθεί μια απροσδόκητη επεξεργασία φύλλου ασημιού –ενός υλικού πολύ κοινού στην αγιογραφία–, τοποθετώντας επάνω του, εντελώς σποραδικά, αλλά με μια αυστηρότητα, διακοσμητικά μοτίβα που είναι επίσης συνηθισμένα στην αγιογραφία.
Δημιουργεί, έτσι, εξαιρετικά λιτές και κυρίως γεωμετρικές συνθέσεις (εντελώς ασυνήθιστες στην αγιογραφία). Σ’ αυτές πρωτοστατεί η παρουσία ενός υλικού (του φύλλου από ασήμι ή χρυσό σε άλλα έργα) που χρησιμοποιείται κατά κανόνα ως φόντο. Το εντυπωσιακό σε αυτή την αφαιρετική προσέγγιση του Χριστόδουλου Παναγιώτου στην ελληνορθόδοξη θρησκευτική τέχνη είναι ότι καταφέρνει να συγκρατεί κάτι από την πολύ ισχυρή συνδήλωση του θεϊκού, που στις εικόνες είναι αναπόφευκτο λόγω της χρήσης τους ως αντικειμένων λατρευτικών διαδικασιών.
Τα έργα του μοιάζουν σαν να οδηγούν από μια άλλη, λοξή οδό –από έναν παράδρομο ή ένα μυστικό μονοπάτι– προς το άγιο και θείο. Μόνο που αυτές οι κυρίως στιλπνές, ασημένιες επιφάνειες είναι μοιραία και κατοπτρικές, και, όπως είναι αναμενόμενο, στη θέση που κανονικά θα βρισκόταν η φιγούρα ενός αγίου, εμφανίζεται αμυδρά ο θεατής που τις κοιτάζει. Κι έτσι, τα έργα αυτά στέκονται ως ένα πολύ καίριο σχόλιο στην «αυτο-αγιοποίηση» που ο καθένας μας χαρίζει στον εαυτό του, χωρίς να νοιάζεται αν επί της ουσίας των πραγμάτων παραμένει αδρανής εν μέσω της ταραγμένης πραγματικότητας που μας περιβάλλει και θα απαιτούσε την όποια κάποια ενεργοποίησή μας προκειμένου να τιθασευτεί.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.