Το 2019 ο πίνακας του Νικολά ντε Σταλ «Parc des Princes» πουλήθηκε από τον οίκο Christie’s για 20 εκατομμύρια ευρώ. Το αριστουργηματικό έργο φιλοτεχνήθηκε το 1952, όταν μαζί με τη γυναίκα του παρακολούθησαν έναν ποδοσφαιρικό αγώνα στο γήπεδο Παρκ ντε Πρενς, έδρα της ποδοσφαιρικής ομάδας Παρί Σεν Ζερμέν. Ο ζωγράφος επηρεάστηκε τόσο πολύ από την ένταση του παιχνιδιού που πέρασε όλη τη νύχτα στο εργαστήρι του, για να εκφράσει την εμπειρία μέσα από τα χρώματα.
Όσο περνούν τα χρόνια ο κόσμος ανακαλύπτει ένα βασικό πρόσωπο της γαλλικής μεταπολεμικής σκηνής της τέχνης και επιχειρεί να κατανοήσει έναν σπουδαίο ζωγράφο, από τους πιο μυστηριώδεις του 20ού αιώνα, που η ζωή του δημιουργεί έναν ελκυστικό μύθο τόσο γύρω από το πρόσωπο όσο και γύρω από το έργο του.
«Η ζωή είναι τόσο θλιβερή χωρίς τη ζωγραφική. Όσο είμαι ακόμη ικανός, κάνω ό,τι μπορώ», έλεγε, αλλά αυτό τελικά κράτησε πολύ λίγο, μόνο 41 χρόνια, όσα έζησε πριν δώσει ο ίδιος τέλος στη ζωή του.
Η ζωή του είναι αναπόσπαστη από την κατανόηση του έργου του, ωστόσο όσοι βλέπουν τα έργα του μαγεύονται και χωρίς να γνωρίζουν τίποτα για τον ζωγράφο, μια απόδειξη ότι η τέχνη του είναι σπουδαία, τέχνη ενός ταξιδευτή του κόσμου που τον μεταφέρει όλο μέσα στα έργα του, μέσα στη σιωπή του στούντιο στο οποίο δουλεύει.
Το Παρίσι το 2003 τον είχε τιμήσει με μια αναδρομική έκθεση, είκοσι χρόνια αργότερα το Musée d'Art Moderne του αφιέρωσε μια σημαντική αναδρομική έκθεση, επιχειρώντας να αναδείξει ορισμένες ελάχιστα γνωστές πτυχές της καριέρας του, και η ίδια έκθεση θα φιλοξενείται στο Fondation de l'Hermitage στη Λωζάνη μέχρι τις 9 Ιουνίου 2024.
Η αναδρομική έκθεση συγκεντρώνει μια επιλογή από περίπου 200 πίνακες, σχέδια, εκτυπώσεις και σημειωματάρια από πολλές δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Δίπλα σε εμβληματικά αριστουργήματα όπως το «Parc des Princes» παρουσιάζεται μια σημαντική ομάδα έργων που σπάνια εκτίθενται, αλλά και περίπου πενήντα έργα που παρουσιάζονται για πρώτη φορά. Η έκθεση παρακολουθεί τις διαδοχικές φάσεις της εξέλιξης του καλλιτέχνη, από τα πρώτα του βήματα και τους σκοτεινούς καμβάδες της δεκαετίας του 1940, μέχρι τους πίνακες που δημιούργησε την παραμονή του πρόωρου θανάτου του το 1955.
Πέρα από τις μόδες και τις διαμάχες της εποχής του
Στα έργα του Σταλ δεν υπάρχει a priori αισθητική, βαδίζει ανεπηρέαστος από τις μόδες και τις διαμάχες της εποχής του, διαλύει τα πάντα και ξεκινά από την αρχή, όταν το έργο του μοιάζει να γίνεται «κανονικό», αλλιώς ανούσιο. Ανικανοποίητος και ανατρεπτικός, επιδιώκει να κάνει μια τέχνη με πυκνό νόημα, πέρα από την αφαίρεση ή την παραστατικότητα.
Το σύνολο των έργων του, από τα νεανικά του ταξίδια και τα πρώτα του χρόνια στο Παρίσι μέχρι τη μετακόμισή του στο Vaucluse, στο περίφημο ταξίδι του στη Σικελία το 1953 και, τέλος, στους τελευταίους μήνες του στην Αντίμπ, σε ένα στούντιο με θέα τη θάλασσα, δείχνει ένα πρόσωπο ταραγμένο με την ιδέα της ζωγραφικής, την ιδέα της μεταφοράς και της απεικόνισης, την ιδέα των νοημάτων και της έντασης που τον αναστατώνουν και τον συγκλονίζουν.
Σε κάθε έργο του υπάρχει η επιθυμία της ανανέωσης και της εξερεύνησης, μια πυκνότητα στο χρώμα και στην ιδέα του σχήματος.
Η ζωή του είναι αναπόσπαστη από την κατανόηση του έργου του, ωστόσο όσοι βλέπουν τα έργα του μαγεύονται και χωρίς να γνωρίζουν τίποτα για τον ζωγράφο, μια απόδειξη ότι η τέχνη του είναι σπουδαία, τέχνη ενός ταξιδευτή του κόσμου που τον μεταφέρει όλο μέσα στα έργα του, μέσα στη σιωπή του στούντιο που δουλεύει. Εκεί μεταβάλλει συνεχώς τα εργαλεία, τις τεχνικές και τα σχήματα – από τον πίνακα μέχρι τη μνημειακή σύνθεση. Του αρέσει να δουλεύει σε πολλούς καμβάδες παράλληλα, τοποθετώντας στρώματα μπογιάς και αλλάζοντάς τους διαδοχικά. Το σχέδιο παίζει σημαντικό ρόλο σε αυτή την εξερεύνηση, τα σχέδια που έχουν σωθεί δείχνουν τον πειραματικό χαρακτήρα της αναζήτησής του. Αυτό το παχύ στρώμα χρώματος έχει μια φανταστική διαφάνεια, αιωρούμενο ανάμεσα στην αναπαράσταση και την αφηρημένη ιδέα που μαρτυρά το βαθιά προσωπικό και εκφραστικό του έργο.
Μια ζωή μυθικών διαστάσεων
Η περιπλάνησή του στον ταραγμένο κόσμο των αρχών του 20ού αιώνα αρχίζει πολύ νωρίς. Ο γεννημένος ως Νικολάι Βλαντιμίροβιτς Σταλ φον Χολστάιν στην Αγία Πετρούπολη, παιδί ενός Ρώσου βαρόνου, ήταν πέντε ετών όταν η αριστοκρατική οικογένειά του πήρε τον δρόμο της εξορίας, δυο χρόνια μετά τη Ρωσική Επανάσταση, με προορισμό την Πολωνία. Μετά τον θάνατο των γονιών του το 1922, πήγε μαζί με τις αδελφές του να ζήσει με μια ρωσική οικογένεια στις Βρυξέλλες. Εκεί άρχισε να σπουδάζει εσωτερική διακόσμηση στην Académie Royale des Beaux-Arts το 1933 και αρχιτεκτονική στην Académie de Saint-Gilles.
Ο Σταλ σπούδασε με έναν δάσκαλο τέχνης που τον πήγαινε εκδρομές με ποδήλατο στη δυτική Ευρώπη. Ανακάλυψε τον Μέμλινγκ, τον Ρούμπενς και τον Βαν Ντάικ στις Βρυξέλλες. Τον Βερμέερ, τον Ρέμπραντ και τον Σέγκερς στο Άμστερνταμ. Τον Σεζάν, τον Ματίς και τον Μπρακ στη νότια Γαλλία. Ένα ταξίδι με ποδήλατο στην Ισπανία τον οδήγησε φυσικά στο Πράδο, όπου ανακάλυψε τον Βελάσκεθ και τον Γκόγια. Αντέγραψε τον Σαρντέν και τον Ντελακρουά στο Λούβρο. Όλη την ώρα σχεδίαζε, αντέγραφε και ζωγράφιζε τα δικά του έργα, αναπτύσσοντας έτσι μια καριέρα που θα μπορούσε να θεωρηθεί μια συνειδητή αλλά ευχάριστη διαμάχη με τους καλλιτεχνικούς-ιστορικούς προκατόχους του. Όταν εγκαταστάθηκε στο Παρίσι το 1938 και άρχισε να εργάζεται στο ατελιέ του Φερνάν Λεζέ, είχε βυθιστεί στην ιστορία της τέχνης.
Ταξίδεψε στο Μαρόκο το 1936. Η παραμονή του εκεί, σύμφωνα με τις επιστολές του, τον οδήγησε στο δικό του στυλ, αν και ελάχιστα από τα έργα που ζωγραφίστηκαν εκεί σώζονται. Εκεί γνώρισε τη ζωγράφο Ζανίν Γκιλού, η οποία έγινε σύντροφός του, και ταξίδεψαν μαζί στην Αλγερία και την Ιταλία. Την ίδια χρονιά έκανε την πρώτη του έκθεση με εικόνες και ακουαρέλες βυζαντινού ρυθμού στην Galerie Dietrich et Cie των Βρυξελλών.
Το 1939 μπαίνει στη Λεγεώνα των Ξένων. Αποστρατεύεται το 1941 και μετακομίζει στη Νίκαια. Εκεί γνωρίζει μια κοινότητα καλλιτεχνών, τον Ζαν Αρπ, τη Σόνια και τον Ρομπέρ Ντελονέ, τον Αλμπέρτο Μανιέλι και τον Χένρι Γκετζ, οι οποίοι θα τον επηρεάσουν και θα εμπνεύσουν τους πρώτους του αφηρημένους πίνακες.
Μέσα στη ναζιστική Κατοχή αποφάσισε να επιστρέψει στο Παρίσι. Είχε ήδη μια κόρη και η Ζανίν έναν γιο από προηγούμενο γάμο. Η οικογένεια πέρασε πολύ δύσκολα στη γαλλική πρωτεύουσα, αν και ο Σταλ είχε γνωρίσει την γκαλερίστα Αν Μπουσέ και πήρε μέρος σε πολλές ομαδικές εκθέσεις, ενώ το 1944 έκανε την πρώτη του ατομική έκθεση στη Galerie l'Esquisse. Την ίδια χρονιά έγινε φίλος με τον ζωγράφο Ζορζ Μπρακ που τον στήριζε και οι πίνακές του συμπεριλήφθηκαν στο πρώτο Salon de Mai και στο Salon d'Automne της ίδιας χρονιάς.
Το 1946 η γυναίκα του πεθαίνει από υποσιτισμό. Η φήμη του Σταλ, που έχει ήδη επιτυχία, αρχίζει λίγο αργότερα να εδραιώνεται και βελτιώνεται η οικονομική του κατάσταση. Τα έργα του αλλάζουν, οι υφές και οι υλικές επιφάνειες γίνονται πιο φωτεινές και γαλήνιες και καταφέρνει να δουλέψει σε πιο μεγάλο στούντιο. Έχει μεσολαβήσει η φιλία του με τον καλλιτέχνη Αντρέ Λάνσκοϊ και η γνωριμία του με τον Λουί Καρέ, ο οποίος συμφώνησε να αγοράσει όλους του τους πίνακες.
Έχει αλλάξει και η προσωπική του κατάσταση. Λίγο μετά τον θάνατο της Ζανίν, καταφτάνει στο σπίτι του μια συγγενής της, η Φρανσουάζ Σαπουτόν. Η νεαρή γυναίκα φροντίζει τα δύο παιδιά, ενώ ο Σταλ είναι τρελός από θλίψη για τον θάνατο της συντρόφου του. Ο Σταλ στο πρόσωπό της βλέπει μια ανάσα ζωής και την παντρεύεται. Εκείνη δεν τρέφει αυταπάτες για την ψυχική κατάσταση του ζωγράφου. Πολλά χρόνια μετά τον θάνατο του Σταλ θα πει ότι ήταν για πάντα απαρηγόρητος. Η Φρανσουάζ θα του χαρίσει τρία παιδιά, αλλά θα μάθει πολύ γρήγορα ότι δεν μετράει πολύ σε σύγκριση με τη Ζανίν.
Γύρω στο 1950 οι πίνακές του άρχισαν να τραβούν την προσοχή του κόσμου της τέχνης και έγινε γνωστός παγκοσμίως. Εκθέτει στο Παρίσι και τη Νέα Υόρκη, τον παρουσιάζει ο περίφημος γκαλερίστας Λίο Καστέλι και η γκαλερί Νόντλερ (μετέπειτα «διάσημη» για το σκάνδαλο με τους πλαστούς Ρόθκο), κάνει ατομικές εκθέσεις στο Λονδίνο, στο Μοντεβιδέο και παίρνει εξαιρετικές κριτικές.
Από το 1953 και μετά ο Σταλ επέστρεψε στη μη ρεαλιστική παραστατική ζωγραφική. Η παραγωγή του αφορά σειρές τοπίων, ποδοσφαιριστών και νεκρών φύσεων, και παρόλο που επικρίθηκε από ορισμένους, ποτέ δεν θεώρησε την αφαίρεση και την παραστατική ζωγραφική αντίθετες έννοιες. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του επιτάχυνε τους ρυθμούς της παραγωγής του. Άφησε πίσω του 1.100 πίνακες και άλλα τόσα σχέδια. Πολλοί ισχυρίζονται ότι η πίεση που ένιωθε από την αυξανόμενη ζήτηση για τους πίνακές του μπορεί να ήταν η αιτία της αυτοκτονίας του το 1955, στο απόγειο της καλλιτεχνικής του καριέρας. Το 1954, όταν γεννιέται το τέταρτο παιδί του, αν και νέος, αισθάνεται πολύ κουρασμένος, έχοντας ζωγραφίσει 700 καμβάδες τα προηγούμενα τρία χρόνια.
Ένας θάνατος τυλιγμένος σε μυστήριο
Στις 16 Μαρτίου 1955, σε ηλικία 41 ετών, πέφτει από τη βεράντα του διαμερίσματός του στην Αντίμπ. Η εξάντληση που ισχυρίζονται πολλοί ότι τον οδήγησε στην αυτοκτονία δεν μοιάζει επαρκής εξήγηση. Ο θάνατός του μέχρι σήμερα θεωρείται αινιγματικός. Εμφανώς καταθλιπτικός, σκεφτόταν συχνά την αυτοκτονία.
Το 1936 έγραψε ένα γράμμα στην ανάδοχη μητέρα του, λέγοντάς της τι έπρεπε να ξέρει για τη ζωγραφική. Υπήρχαν, ισχυρίστηκε, μόνο λίγα πράγματα – συγκεκριμένα γιατί ο Βαν Γκογκ αυτοκτόνησε, γιατί ο Ντελακρουά πέθανε έξαλλος με τον εαυτό του και γιατί ο Φραντς Χαλς έγινε απελπισμένος αλκοολικός.
Όταν αυτοκτόνησε, ήταν μόνος στην Αντίμπ, ζούσε χώρια από τη γυναίκα και την οικογένειά του. Έγραψε στον θετό του γιο, Αντουάν Τιντάλ, σε μια επιστολή: «Δεν ξέρω τι θα κάνω. Ίσως έχω ζωγραφίσει αρκετά. Έχω πετύχει αυτό που ήθελα. Τα παιδιά έχουν αυτό που χρειάζονται». Μερικοί μελετητές βρίσκουν ίσως κάποιο κρυφό μήνυμα στα τελευταία έργα του, άλλοι διαφωνούν σθεναρά. Πίνακες όπως ο «Les Mouettes» (Οι γλάροι), αναλύονται και συζητούνται ξανά και ξανά. Σκεφτόταν τη φυγή όταν τους ζωγράφιζε;
Ο Σταλ υπέφερε από εξάντληση, αϋπνία και κατάθλιψη. Πήδηξε από το μπαλκόνι μετά από μια απογοητευτική συνάντηση με τον απαξιωτικό κριτικό τέχνης Ντάγκλας Κούπερ. Έδωσε τέλος στη ζωή του αφού μια γυναίκα με την οποία είχε εμμονή τον απέρριψε. Υποθέσεις.
Ο Γκιστάβ ντε Σταλ, το νεότερο από τα τέσσερα παιδιά του καλλιτέχνη, που γεννήθηκε έναν χρόνο πριν από τον θάνατό του, έχει δηλώσει ότι η αυτοκτονία του Σταλ ήταν «πράξη της στιγμής» και ότι η μητέρα του πάντα έλεγε πως αν ήταν κάποιος μαζί του εκείνη την εποχή, δεν θα είχε βάλει τέλος στη ζωή του. «Αν κοιτάξεις τα τελευταία του έργα, είναι γεμάτα ζωή. Δεν βλέπω λύπη ή μελαγχολία σε αυτά» λέει. «Είχε περάσει το καλοκαίρι και τον χειμώνα μόνος στο ατελιέ του στην Αντίμπ, ήταν εξουθενωμένος και νομίζω ότι είχε χορτάσει από αυτό το μοναχικό πρόσωπο, τον εαυτό του. Δεν είχε χόμπι ή άλλα ενδιαφέροντα. Δούλευε πάντα και αναζητούσε τη μοναξιά για να μπορεί να δίνει το μέγιστο από τον εαυτό του στους πίνακές του. Ίσως ένιωθε ότι είχε στριμώξει τον εαυτό του όσον αφορά τη ζωγραφική και δεν είχε τίποτα άλλο να δώσει. Πιστεύω ότι θα μπορούσε να συνεχίσει να μας δείχνει πολύ περισσότερα, αλλά δεν έγινε έτσι».
«Το πάθος μου», έλεγε ο Σταλ, «είναι να συλλάβω ένα υπέροχο πράγμα που περνάει σε κλάσματα δευτερολέπτου». Αυτές οι παρατηρήσεις του είναι που οδήγησαν τους Γάλλους σύγχρονούς του να του επιτεθούν όταν γύρισε οριστικά την πλάτη του στην αφαίρεση στα μέσα της δεκαετίας του 1950, επικρίνοντάς τον ότι έκανε όμορφα τοπία. Ζωγράφισε τα περισσότερα από τα τοπία του στο ατελιέ του, αναπολώντας το συναίσθημα αυτού που έβλεπε εν ηρεμία και για να εκφράσει αυτά τα συναισθήματα και τις μορφές που φανταζόταν με τη ζωγραφική.
Ο Σταλ, ένας ζωγράφος βουτηγμένος στην ιστορία της τέχνης, επιδίωκε, όπως οι παλαιοί δάσκαλοι που αγαπούσε περισσότερο, να τροποποιεί αδιάκοπα το ύφος του με έναν τρόπο που να μοιάζει πιο ανοιχτός και πιο ελεύθερος από αυτόν των προκατόχων του. Ήταν ποτισμένος με αυτό το πνεύμα, ένας ζωγράφος ελεύθερος που μπορούσε να αξιοποιήσει τις γνώσεις του γύρω από την τέχνη και να μην «κολλήσει» στα ρεύματα της εποχής του.
Μπορεί το τέλος του, αυτή η πτήση προς τον θάνατο, να δημιούργησε ένα μέρος του μύθου του, αλλά αυτό είναι και το μεγαλύτερο εμπόδιο για να δούμε καθαρά μια φρενήρη καριέρα 15 ετών και το αποτύπωμά της. Στο επίκεντρο της ιστορίας του βρίσκονται τα έργα ενός μεγάλου ζωγράφου και όσο απομακρυνόμαστε από την προσωπική του μυθολογία μπορούμε να εκτιμήσουμε καθαρά τη δύναμη του χρωστήρα του.
Με πληροφορίες από: Beaux Arts magazine, Guardian, Centre Georges Pompidou, Musée d’ art modern, Thyssen-Bornemisza National Museum