Δεν υπάρχει Αθηναίος, φιλότεχνος, καλλιτέχνης που να μη γνώριζε τη Μέδουσα, την αίθουσα τέχνης της Μαρίας Δημητριάδη στην οδό Ξενοκράτους 7.
Όπως και κανένας από αυτούς που ήρθαν σε επαφή με την γκαλερί με οποιαδήποτε ιδιότητα δεν μπορεί να ξεχάσει την ιδρύτριά της, μια γυναίκα ελεύθερη και ασυμβίβαστη, την πιο νέα γκαλερίστα της Αθήνας όταν άνοιξε τον δικό της χώρο το 1979, που έφυγε από τη ζωή το 2017, σε ηλικία 57 ετών.
Έχοντας κάνει μια δημιουργική πρωτοποριακή διαδρομή, μέρος της οποίας είχε αποτυπωθεί ήδη σε δύο αναδρομικές εκθέσεις, τη «17+1» το 1989 για τα δέκα χρόνια της γκαλερί και μια επόμενη στη Δημοτική Πινακοθήκη, σε επιμέλεια Έφης Ανδρεάδη, για τα τριάντα πέντε χρόνια της, η γκαλερί έκλεισε μετά τον θάνατο της Δημητριάδη, έχοντας αφήσει έντονο το στίγμα της στην αθηναϊκή εικαστική σκηνή των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών.
Μια νέα έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη, που εγκαινιάζεται στις 24 Μαρτίου και θα διαρκέσει μέχρι τις 22 Μαΐου 2022, με τίτλο «Μέδουσα Αίθουσα Τέχνης 1979-2017», διατρέχει τα σχεδόν σαράντα χρόνια ζωής της Μέδουσας και προβάλλει όχι μόνο την ιστορική εξέλιξη της αίθουσας τέχνης αλλά και τον πρωτοποριακό, ακόμα και για τα σημερινά δεδομένα, χαρακτήρα των επιλογών της Μαρίας Δημητριάδη.
Ταυτόχρονα, εγείρει σκέψεις και ερωτήματα σχετικά με έναν ολόκληρο κύκλο ζωής των ελληνικών αιθουσών τέχνης από τα χρόνια της Μεταπολίτευσης μέχρι σήμερα και ιδιαίτερα από το 1979, όταν η Δημητριάδη ξεκίνησε να παρουσιάζει περιβάλλοντα, δρώμενα, βίντεο, φωτογραφίες καθώς και εκθέσεις ζωγραφικής και γλυπτικής. Παράλληλα, δημιούργησε και μία από τις πρώτες ελληνικές αίθουσες τέχνης που στήριξαν συστηματικά τους πρωτοπόρους της ελληνικής σύγχρονης τέχνης, μεγάλα ονόματα καταξιωμένων εικαστικών όπως οι Takis, Μάριος Πράσινος, Αλέξης Ακριθάκης, Harold Stevenson, Robert Matta και Κώστας Κουλεντιανός.
Ήταν εξαιρετικά επιτυχημένη, είχε μάτι, δεν έκανε ποτέ πίσω, δεν παρουσίασε ποτέ κάτι που δεν πίστευε, κάτι που της θύμιζε κάτι άλλο ή το βαριόταν. Ήθελε η τέχνη να τη συγκινεί, να την ταράζει και επίσης, όπως την έζησα, νομίζω ότι ήταν ιδιαίτερα διακριτική με τους συλλέκτες και είχε έναν τρόπο να τους κάνει να αγαπούν την τέχνη, γι' αυτό και διαμόρφωσε κοινό.
Συναντήσαμε την Ελισάβετ Πλέσσα, ιστορικό τέχνη και επιμελήτρια της έκθεσης και της έκδοσης «Μέδουσα Αίθουσα Τέχνης 1979-2017» για να μιλήσουμε για την ιστορική Μέδουσα και τη Μαρία Δημητριάδη.
— Γιατί γίνεται αυτή η έκθεση;
Ξεκινά από την αρχική επιθυμία της Μαρίας Δημητριάδη να γίνει μια έκδοση – στην περίπτωση αυτή η έκθεση συνοδεύει το βιβλίο. Μάλιστα φρόντισε να εξασφαλίσει τους πόρους τόσο για την έκδοση όσο και για την έκθεση, που είναι μια αναδρομή από το 1979, όταν άνοιξε στην οδό Αστυδάμαντος στο Παγκράτι την πρώτη γκαλερί, το Μεδουσάκι, όπως το αποκαλούσε, όπου έμεινε λιγότερο από έναν χρόνο, μέχρι να μετακομίσει στην οδό Ξενοκράτους 7 στο Κολωνάκι, όπου έμεινε μέχρι τέλους. Αυτό το μεγάλο βιβλίο για την ιστορία της Μέδουσας και τη δράση της θεωρήσαμε ότι θα ήταν ελλιπές χωρίς μια αντίστοιχη έκθεση.
Η επιθυμία της τη σύντομη περίοδο της ολιγόμηνης ασθένειάς της ήταν να τακτοποιήσει τις υποθέσεις της, να φροντίσει ώστε τα έργα της συλλογής που είχε συγκροτήσει να πάνε σε έναν φορέα που εκτιμούσε και η Εθνική Πινακοθήκη δέχτηκε με χαρά τη δωρεά της. Σύμφωνα με τη διαθήκη της, ανέθεσε αυτές τις υποθέσεις σε τρεις εκτελεστές, στον γλύπτη Νάκη Ταστσιόγλου, τον πιο προσωπικό και στενό της φίλο, τη φίλη και συνεργάτιδά της Πηνελόπη Ταράτσα και τον καλλιτέχνη Μίλτο Μιχαηλίδη. Οι τρεις τους ανέλαβαν να εκτελέσουν τους όρους της διαθήκης της, όλο αυτό το εγχείρημα και είχα την τιμή να συμπεριλαμβάνομαι κι εγώ σε αυτό ως επιμελήτρια της έκδοσης και της έκθεσης.
Για τη Μαρία όλη η ζωή ήταν μια γιορτή και με αυτή την έκδοση ήθελε να γιορτάσει αυτές τις τέσσερις δεκαετίες, έναν τόμο πλήρη στα ελληνικά και στα αγγλικά. Είχαμε την τύχη το Μουσείο Μπενάκη να αποδεχτεί αυτή την πρόταση και μας έχει παραχωρήσει όλο το ισόγειο της Πειραιώς για να παρουσιαστούν τα έργα των καλλιτεχνών που συνδέθηκαν με τη Μέδουσα.
— Τι έργα θα δούμε;
Τα έργα που θα δούμε ανήκουν στην Εθνική Πινακοθήκη σε ποσοστό 80%, είναι έργα του κληροδοτήματος. Όπου υπήρχαν κενά, για να τα καλύψουμε, φροντίσαμε να δανειστούμε ένα 20% από μουσεία, ιδρύματα και καλλιτέχνες. Η έκθεση θα έχει τη δομή τριών ομόκεντρων κύκλων.
Ο εξωτερικός κύκλος είναι η δράση της Μέδουσας και ο πιο μέσα είναι η συλλογή έργων τέχνης που η Μαρία Δημητριάδη δημιούργησε σιγά σιγά – είναι ίσως η μοναδική που αγόραζε έργα των καλλιτεχνών της και αυτή ήταν έμπρακτη απόδειξη της υποστήριξης του έργου τους, ένα πολύ ηχηρό σήμα εμπιστοσύνης στην αγορά και ένα παράδειγμα ότι «εγώ τολμώ, το έχω στο σπίτι μου».
Ζούσε με έναν τρόπο ανοιχτό, η δουλειά της ήταν συνυφασμένη με τη ζωή της και οι άνθρωποι, συλλέκτες και μη, έβλεπαν τα έργα που αγαπούσε στα σπίτια της, στην Αθήνα και στην Πάρο. Μέσα από μια τέτοια διαδικασία συναισθηματική έκανε αυτή την κίνηση που αφορούσε τους καλλιτέχνες που είχε προωθήσει και προσπαθούσε να επιβάλει και να αναδείξει. Ο τρίτος κύκλος είναι η ίδια η Μαρία, η προσωπικότητά της, ο άνθρωπος στον οποίο οφείλονται όλα αυτά.
— Θα θέλατε να μιλήσουμε για την περίπτωση της Μαρίας Δημητριάδη;
Από την έκθεση και την έκδοση θέλουμε να προκύπτει η προσωπικότητα της Μαρίας Δημητριάδη. Υπάρχει ένα τμήμα στην έκθεση που είναι συνυφασμένο με την πιο προσωπική της ζωή, που φυσικά ήταν συνδεδεμένη με την τέχνη. Οι καλλιτέχνες ήταν φίλοι της, δεν ήταν μέρος της επιχείρησής της, ήταν οι άνθρωποί της. Η ίδια έλεγε «η Μέδουσα είναι μια συμμορία».
— Πώς αποφάσισε, λοιπόν, ένα κορίτσι δεκαεννιά χρονών να κάνει μια γκαλερί σε μια πόλη όπου τα πράγματα ήταν κάπως συγκεκριμένα στον χώρο της τέχνης;
Αυτό προέκυψε πολύ φυσικά. Η Μαρία μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον όπου η κύρια επιρροή της ήταν η ζωγράφος Μαρία Σπέντζα και οι φίλοι της, ο Μόραλης, ο Μαυροΐδης, ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας. Μεγάλωσε μέσα στα πόδια τους, μάλιστα και η ίδια ήθελε να γίνει ζωγράφος, αλλά απέτυχε παταγωδώς και κάπου γράφει πως ο «μόνος άλλος τρόπος να είμαι σε επαφή με την τέχνη που αγαπώ είναι να ανοίξω μια γκαλερί». Είχε ένα πεδίο έτοιμο, ανθρώπους που την περιέβαλλαν και τη στήριξαν στις πρώτες εκθέσεις.
Είχε το προνόμιο να έχει και ανθρώπους καταξιωμένους, αλλά αυτό που της άρεσε ήταν να προβάλει καλλιτέχνες συνομηλίκους της, της γενιάς της. Ήταν μια πόρτα ανοιχτή όπου μπορούσαν να δείξουν τη δουλειά τους και να συζητήσουν για μια έκθεση. Η Μαρία ήταν η ίδια μια λαμπερή προσωπικότητα, πολύ όμορφη γυναίκα, με μια ομορφιά που πήγαζε από μέσα της, γενναιόδωρη – τη βοήθησαν και κάποιες συγκυρίες βέβαια.
Η πρώτη έκθεση που έκανε ήταν του Ακριθάκη και μέσα από αυτήν γνώρισε τον Ιόλα, που ήταν ένα τεράστιο κεφάλαιο γι' αυτήν. Έμαθε πώς να στήνει μια έκθεση, έκαναν μαζί δυο-τρεις εκθέσεις. Ο Ιόλας της έφερε και έναν ολόκληρο κόσμο, της γνώρισε τον Τάκι, άλλο ένα μεγάλο κεφάλαιο της ζωής και της καριέρας της – αυτά ήταν ιερά τέρατα στην τέχνη. Ο Μίνως Αργυράκης και ο Πάνος Ραϋμόνδος ήταν δυο καλλιτέχνες που αγάπησε πολύ και έχει πολλά έργα τους. Αυτά όλα πλέκουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται.
Η Μαρία τολμούσε και πραγματικά δεν λογάριαζε τίποτα προκειμένου να γίνει μια καλή έκθεση: να σκάψει την γκαλερί, να τη γεμίσει λάδια αυτοκινήτου, όπως έκανε με την Αιμιλία Παπαφιλίππου, να στρώσει το πάτωμα με τούβλα για τον Χρήστο Τζίβελο. Όταν άνοιξε η Μέδουσα+1, ο χώρος που είχε φτιάξει από το 1992 μέχρι το 1996, έκανε απίθανα πράγματα.
— Τι ήταν αυτό που τη χαρακτήριζε;
Η ελευθερία που έδινε στους καλλιτέχνες ήταν αυτό που τη χαρακτήριζε, μια λέξη-κλειδί για τη ζωή και τις επιλογές της. Η Μέδουσα πολύ γρήγορα έγινε συνώνυμο της ποιότητας, τη στήριζαν οι συλλέκτες, προσέλκυε φρέσκα ονόματα και όποιος έφτανε εκεί, ήξερε ότι θα έβλεπε μια πολύ καλή έκθεση. Ήταν εξαιρετικά επιτυχημένη, είχε μάτι, δεν έκανε ποτέ πίσω, δεν παρουσίασε ποτέ κάτι που δεν πίστευε, κάτι που της θύμιζε κάτι άλλο ή το βαριόταν. Ήθελε η τέχνη να τη συγκινεί, να την ταράζει. Όπως την έζησα, ήταν ιδιαίτερα διακριτική με τους συλλέκτες, είχε έναν τρόπο να τους κάνει να αγαπούν την τέχνη, γι' αυτό και διαμόρφωσε κοινό.
Κοιτάζοντας τη ζωή μέσα από αυτή την έκδοση, νομίζω ότι πρόλαβε να τα κάνει όλα μέσα σε λίγα χρόνια. Τα όνειρά της τα πραγματοποίησε, αγάπησε τη ζωή με πάθος, ταξίδεψε –είχε το καΐκι της–, σχεδίαζε σπίτια και με αυτόν τον τρόπο όχι μόνο προωθούσε τους καλλιτέχνες της αλλά είχε και ένα εισόδημα για να κάνει τις εκθέσεις που ήθελε στη Μέδουσα χωρίς εκπτώσεις. Ήταν ένα ελεύθερο, πολυτάλαντο και ανεξάρτητο άτομο που ήθελε μόνο να δίνει. Πρόλαβε, έκανε αυτά που ήθελε και έφυγε, ήταν πλήρης η ζωή της.
Ξεκίνησε νωρίς και γρήγορα, γιατί ήξερε τι ήθελε και τι δεν ήθελε, δεν είχε χρόνο για χάσιμο ή μικροσυμβιβασμούς, έβλεπε πάντα το μέλλον. Είμαι σίγουρη ότι όλο αυτό που ήθελε να κάνει, τα σαράντα χρόνια της γκαλερί, ήταν ένα σκαλοπάτι για την επόμενη φάση.