Οι «Εργάτες», μια ξυλογραφία σε χαρτί του 1932 του χαράκτη Τάσσου, συναντιούνται με τον «Εργάτη» του 1938 του Γιώργου Σικελιώτη. Τα «Ψαρά», έργο του 1948 του Τάσσου, συναντιούνται με τη λιθογραφία του Σικελιώτη «Ο χορός του Ζαλόγγου», έργο του 1940-1945. Αυτές είναι δυο από τις πολλές αναπάντεχες συναντήσεις μέσω των έργων τους δυο καλλιτεχνών που άφησαν το δικό τους ισχυρό αποτύπωμα στη σύγχρονη ελληνική τέχνη.
Αυτές οι συναντήσεις και η φιλία μεταξύ των δυο καλλιτεχνών γέννησαν την έκθεση «Σικελιώτης - Τάσσος. Μια φιλία με κοινές ρίζες» που θα παρουσιαστεί στο Τελλόγλειο Ίδρυμα από τις 27 Οκτωβρίου 2024 ως τις 15 Ιανουαρίου 2025, με τη γενική ευθύνη της Αλεξάνδρας Βουτυρά και την επιμέλεια του Μιγκέλ Μπελμόντε, σε συνδιοργάνωση με την Εθνική Πινακοθήκη και το Ίδρυμα Αντωνίου Κομνηνού.
Παρουσιάζονται περισσότερα από 160 έργα (ζωγραφική, χαρακτικά, αφίσες κ.ά.) με δάνεια από την Εθνική Πινακοθήκη, το Ίδρυμα Αντώνιος Ε. Κομνηνός, την οικογένεια Σικελιώτη, τον Τάκη Μαυρωτά, το μουσείο Βορρέ, συλλέκτες και φορείς ιδίως από τη Θεσσαλονίκη (Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης, Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο, Αρχείο Ντίνου Χριστιανόπουλου-Βιβλιοθήκη ΑΠΘ, ΚΘΒΕ, ΚΩΘ, ΤΜΣ-ΑΠΘ) κ.ά. Η έκθεση εντάσσεται στο 59ο Φεστιβάλ Δημητρίων.
Είναι δύο ξεχωριστές μορφές της νεοελληνικής τέχνης που πέρασαν από τα βιώματα της αστυφιλίας και της προσφυγιάς, από την Κατοχή και τον Εμφύλιο, από τη Χούντα και τη Μεταπολίτευση και έζησαν έως τα μέσα της δεκαετίας του ’80.
Η συμπόρευση του Γιώργου Σικελιώτη και του Τάσσου (Αναστάσιος Αλεβίζος), η φιλία ζωής που αναδύεται από τα ντοκουμέντα και το έργο τους, αποκαλύπτει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα διαδρομή, κυριολεκτικά και μεταφορικά χέρι-χέρι σε ομόκεντρους κύκλους, η οποία διασταυρωνόταν πολλές φορές στη Θεσσαλονίκη, όταν η πόλη, τις δεκαετίες ‘60-’80, βρισκόταν σε τροχιά πολιτισμικής ανάπτυξης. Καλλιτεχνική Μακεδονική Εταιρεία «Τέχνη», πανεπιστήμιο, Γ.Π. Σαββίδης, Ντίνος Χριστιανόπουλος, «Διαγώνιος», «Κοχλίας» και πολλά άλλα σημεία επαφής.
«Το έργο τους αναγνωρίζεται ως ολοκληρωμένη και αυθεντική δημιουργική πρόταση και αποκτάει ιδιαίτερη σημασία, ενώ πλέον η Ελλάδα γιορτάζει τα 50 χρόνια Δημοκρατίας από το τέλος της Χούντας και η απόστασή μας από τον 20ό αιώνα είναι όλο και μεγαλύτερη, ως κοινό αγαθό και μνήμη και ως υπενθύμιση ότι η σύγχρονη τέχνη είναι δικαίωμα και πολύτιμη, ζωντανή κληρονομιά όλων μας.
Πρόκειται για καλλιτέχνες που ήταν στρατευμένοι, όπως σημείωσε ο Τάσσος για την περίπτωσή του, ακόμα πριν ευρεθεί ο όρος (Τάσσος, ΕΡΤ, 1985) και, όπως δήλωσε ο Σικελιώτης, στρατευμένοι “... στα ιδανικά των λαϊκών αγώνων και στην ποιότητα για την τέχνη” (Σικελιώτης, ΕΡΤ, 1975). Κομβικό και για τους δύο ήταν το ζήτημα, από τη μεριά της παραστατικής τέχνης και με τη χρήση παραδοσιακών μέσων, της κοινωνικής λειτουργίας της τέχνης, καθώς και η υπεράσπιση του δημιουργικού τους πιστεύω.
Είναι δύο ξεχωριστές μορφές της νεοελληνικής τέχνης που πέρασαν από τα βιώματα της αστυφιλίας και της προσφυγιάς, από την Κατοχή και τον Εμφύλιο, από τη Χούντα και τη Μεταπολίτευση και έζησαν έως τα μέσα της δεκαετίας του ’80. Αυτή είναι μια παράλληλη πορεία την οποία, με διαφοροποιήσεις σε κάθε περίπτωση, διέτρεξαν και άλλοι δημιουργοί και χαρακτηρίζεται από ορισμένα “σημεία συνάντησης”: η Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, το ΕΑΜ καλλιτεχνών, οι καλλιτεχνικές ομάδες μετά τον εμφύλιο πόλεμο, οι αναδρομικές εκθέσεις της Εθνικής Πινακοθήκης μετά τη Χούντα και πολιτισμικές δράσεις όπως η Πανελλήνια Πολιτιστική Κίνηση», σημειώνει ο επιμελητής της έκθεσης, Μιγκέλ Μπελμόντε.
Γνωρίζοντας τον Σικελιώτη και τον Τάσσο
Η ιδέα της έκθεσης σχετίζεται με την πρόταση που έγινε στη διευθύντρια του Τελλογλείου, Αλεξάνδρα Βουτυρά, να γράψει ένα κείμενο στον κατάλογο της έκθεσης Σικελιώτη στη Σύρο. Γοητευμένη από το έργο του εξαιρετικού αυτού καλλιτέχνη, άρχισε να ανακαλύπτει σε παλιές εφημερίδες, περιοδικά και τεκμήρια στο Αρχείο Σπητέρη τον ίδιο, την εποχή του, μια ταραγμένη, ταλαιπωρημένη αλλά και σπουδαία Ελλάδα.
Με ολοφάνερο θαυμασμό και αγάπη, ο Σπητέρης τον περιγράφει παραστατικά: «Μια πληθωρική φύση, γεμάτος ζωντάνια, με μάτια που λάμπανε και με πλατιές κινήσεις σαν να ’θελε ν’ αγκαλιάσει το σύμπαν, έμοιαζε εξωτερικά του Μπαλζάκ, σε αντίθεση με το γαλήνιο κλίμα που αναδίνανε οι πίνακές του.
Τέκνο της Μικρασίας, έφερνε μέσα του όλο το δράμα της προσφυγιάς που σφράγισε μια ολόκληρη γενιά. Συνεπής με την ιωνική του κληρονομιά, την ερμηνεύει μ’ ένα δικό του τρόπο, που προσδίνει στην τέχνη του μια ξεχωριστή μορφολογική οντότητα, έναν ιερατικό χαρακτήρα που συνδέεται άμεσα με την αρχαία μεσογειακή παράδοση».
«Ο Σικελιώτης, παρόλη την έντονη επαφή και επικοινωνία με το ευρύτερο κοινό στη διάρκεια της ζωής του, με μια ιδιόμορφη θέση ανάμεσα στους καλλιτέχνες της ελληνοκεντρικής θεώρησης της τέχνης, έμεινε κάπως στη σκιά μετά τον θάνατό του. Σήμερα, κοιτάζοντας το έργο του αποστασιοποιημένα, με πιο ψύχραιμη ματιά που χαρίζει πλέον η χρονική απόσταση, φαίνεται πόσο πολύ ιδιαίτερα το έργο του είναι συνδεδεμένο με τη δραματική διαδρομή της νεοελληνικής ιστορίας και τέχνης στον 20ό αι.: προσφυγιά, Κατοχή, αντίσταση, Εμφύλιος, δικτατορία, Μεταπολίτευση. Μια εποχή με προβληματισμούς και ζητήματα ακόμη ανοιχτά απέναντι στο παρελθόν μας αλλά και στο διεθνές γίγνεσθαι», λέει η κ. Βουτυρά.
Γνωρίζοντας τον Σικελιώτη από πιο κοντά μέσα από τεκμήρια και μαρτυρίες, έπεφτε συχνά στην παράλληλη ιστορία του σπουδαίου χαράκτη Τάσσου. Ιδεολογία, δραστηριότητες −όχι μόνον εκθεσιακές−, επαφή με τα δραματικά γεγονότα της εποχής τους, επαφή με το κοινό, προβληματισμοί για τον προορισμό της τέχνης, τελικά της ύπαρξής τους, είναι ό,τι τους ένωσε στη διάρκεια της ζωής τους.
Το έργο τους είναι συνδεδεμένο με τη δραματική διαδρομή της νεοελληνικής ιστορίας και τέχνης στον 20ό αι., με τις ανάλογες πολιτικές αναφορές και προεκτάσεις, κι επιπλέον αποδεικνύεται επετειακά επίκαιρο για τα 50 χρόνια της Mεταπολίτευσης.
«Η διείσδυση στην εποχή τους και παράλληλα η προβολή της στο σήμερα, κυρίως ως διάλογος παρελθόντος - παρόντος, ζωντανεύει από τη διαδραστική τους σχέση, μέσα από τις ομοιότητες και διαφορές τους», σημειώνει η κ. Βουτυρά.
«Τελικά, είναι ενδιαφέρον το πώς οι δύο καλλιτέχνες −ο καθένας με τον τρόπο του− αντιλαμβάνονται την ελληνικότητα ως πρόβλημα πολιτισμικής αυθυπαρξίας του νεοελληνισμού σε σχέση με το πλούσιο παρελθόν του, αλλά και σε σχέση με το πολιτισμικό στίγμα της Ευρώπης, μια ελληνικότητα όχι ικέτιδα στον υποτιθέμενο προοδευτισμό της Δύσης (Κ. Τσάτσος) αλλά μια συναινετική προσφορά στον σύγχρονο πολιτισμό.
Γι’ αυτό και οι αντιστάσεις των δύο καλλιτεχνών στον προβληματισμό για τη θέση της Ελλάδας στην καλλιτεχνική δημιουργία της Δύσης διατηρούν σήμερα την ιδιαίτερη σημασία τους ως προς τη θέση του νεοέλληνα δημιουργού σε ένα παγκόσμιο σύμπαν».
Μια ξεχωριστή φιλία
Η ξεχωριστή φιλία Σικελιώτη - Τάσσου, και της συζύγου του Τάσσου, της Λουκίας Μαγγιώρου, έχει βαθιές ρίζες: η παράλληλη διαδρομή τους, με ιδιαίτερους σταθμούς στη Θεσσαλονίκη, αρχίζει από πολύ νωρίς και συνεχίζεται αδιάλειπτα έως το τέλος της ζωής τους. Αποτυπώνεται εύγλωττα σε ένα δημοσίευμα την επομένη του θανάτου του Σικελιώτη στον «Ριζοσπάστη» (Τετάρτη, 5 Σεπτέμβρη 1984) με τίτλο, «Οριακή αξία ο άνθρωπος στο έργο του Σικελιώτη»:
«Με τον Γιώργο Σικελιώτη συνδεόμαστε με μια φιλία 35 χρόνων. Αυτός, η Λουκία Μαγγιώρου κι εγώ από κοινού μαζί με πολλούς άλλους καλλιτέχνες δώσαμε αντιφασιστικές μάχες. Εκείνος κι εγώ επιπλέον ανήκαμε στις Εαμικές οργανώσεις των ανατολικών συνοικιών της Αθήνας. Ανήκαμε ακόμα και στην τέχνη, στην ίδια άποψη για την αξία του ουμανισμού. Πραγματικά στην τέχνη του Σικελιώτη ο άνθρωπος έπαιρνε μια οριακή αξία σαν πλαστικό φαινόμενο.
Ο αγώνας του για την ποιότητα ήτανε δεδομένος. Τα χοντρά περιγράμματά του έκλειναν φόρμες στέρεες, γεμάτες ευαισθησία και ζεστασιά. Ήταν ακαταπόνητος και πληθωρικός. Δινόταν με φανατισμό στις φιλίες του και στις άκρως προοδευτικές ιδέες του. Η ελληνική παράδοση τον βοήθησε αφάνταστα στις έρευνές του και είχε απορρίψει εντελώς όλα τα ύποπτα ξένα στοιχεία που επίμονα πολιορκούσαν τις εικαστικές τέχνες στην Ελλάδα τα τελευταία είκοσι χρόνια [‘64-‘84]».
Συνομήλικοι περίπου (ο Σικελιώτης γεννήθηκε το 1917, ο Τάσσος το 1914) πέθαναν με έναν χρόνο διαφορά (Σικελιώτης 1984, Τάσσος 1985). Μεγάλωσαν προπολεμικά σε μια Ελλάδα που έβγαινε από καταστροφές, ο πρώτος σε περιβάλλον προσφυγιάς στην Καισαριανή, ο δεύτερος στην προσφυγική γειτονιά του Νέου Κόσμου (Δουργούτι).
Εκεί πρέπει να αναζητηθεί η αγάπη τους για τον καθημερινό άνθρωπο, για τα ρεμπέτικα και το μπουζούκι. Λατέρνα, ντέφι, λαϊκό πάλκο, οι μουσικοί του Σικελιώτη θα συναντήσουν στην έκθεση τις τέσσερις εντυπωσιακές ψηλόλιγνες «Αρχόντισσες του ρεμπέτικου» του Τάσσου με τα πιο «σύνθετα παιχνίδια λεπτομέρειας» στα ενδύματα, δίνοντας αφορμή να θυμηθούμε τη μουσική και εικαστική διαδρομή του είδους (ρεμπέτικο, αρχοντορεμπέτικο, έντεχνο), που άγγιξε μεταπολεμικά σπουδαίους δημιουργούς και ερμηνευτές (Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, πρβλ. «Όμορφη Πόλη», «Οδός Ονείρων» 1962).
Και οι δύο σπούδασαν στην ΑΣΚΤ και είχαν δάσκαλο τον Παρθένη. Ο Τάσσος αναφέρεται ιδιαίτερα στον Κεφαλληνό, κορυφαίο δάσκαλο χαρακτικής, που δεν μπορεί να άφησε αδιάφορο τον Σικελιώτη. Στα χρόνια της Σχολής συναντήθηκαν με σημαντικούς μετέπειτα συναδέλφους, όπως τους Χρήστο Καπράλο, Βάσω Κατράκη, Γιάννη Μόραλη, Γιάννη Τσαρούχη, Νίκο Εγγονόπουλο· με κάποιους από αυτούς έγιναν πιο στενοί φίλοι (Μέμος Μακρής, Αγήνωρ Αστεριάδης κ.ά.). Έδειξαν έργα τους λίγο πριν τον πόλεμο. Η Κατοχή αποτυπώνεται στα έργα τους, είτε από τη μεριά της πείνας, των εκτελέσεων, της κακουχίας, είτε ως κάλεσμα αντίστασης.
Μετά την αντίσταση και τον Εμφύλιο, εκθέτουν και οι δύο μαζί με την ομάδα «Στάθμη» (1949-1953) σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Στη συνέχεια εκθέτουν σχεδόν παράλληλα στους ίδιους χώρους και χρόνους. Το 1953 γίνεται η πρώτη μεγάλη παρουσίαση των χαρακτικών του Τάσσου στην αίθουσα του «Βήματος» στην Αθήνα. Στην ίδια αίθουσα την επόμενη χρονιά (1954) πρωτοεμφανίζεται ο Σικελιώτης με τους πρώτους του Καραγκιόζηδες και δέχεται ενδιαφέρουσα κριτική από τους Βακαλό, Πετρή, αλλά και Πεντζίκη.
Το 1959 ο Σικελιώτης αναλαμβάνει ένα ασυνήθιστο έργο, τη διακόσμηση εσωτερικών χώρων του Νέου Θεάτρου (Στουρνάρα 53): μια σειρά από θαυμάσιες, ξεχασμένες σήμερα τοιχογραφίες, όπου αρχαϊκοί διονυσιακοί χοροί, σάτυροι, σειρήνες, γοργόνες μετατρέπονται σταδιακά σε σύγχρονους λαϊκούς χορευτές. Η Βακαλό διακρίνει στο έργο αυτό την «αναβίωση της τέχνης της τοιχογραφίας, ως σύνδεση της τέχνης με το μεγάλο κοινό… Πήρε αρχαίες μορφές και τις συνέδεσε με σύγχρονες λαϊκές».
Αντίστοιχα, αρχές τοιχογραφίας ακολουθεί το μεγάλο έργο «Η καλλιέργεια του καπνού» (12,40 μ.) για το καπνεργοστάσιο Παπαστράτου στη Θεσσαλονίκη, ένας ύμνος στους εργάτες, στον μόχθο τους, που δουλεύουν το 1960 μαζί ο Τάσσος και η Μαγγιώρου. Μια θεματική που απηχεί αντίστοιχα έργα των καλλιτεχνών της ομάδας «Στάθμη».
Αυτά τα χρόνια συντελείται η στενότερη επαφή του Τάσσου με τη βυζαντινή ζωγραφική στο Άγιο Όρος, ιδιαίτερα με το έργο του Πανσέληνου. Ο Σικελιώτης βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη τα ίδια χρόνια και εκθέτει ατομικά στην «Τέχνη» (1961, 1966), σε αυτό τον σημαντικό πυρήνα πολιτισμού στην πόλη, συμμετέχοντας στην ίδια αίθουσα με έργα του σε ομαδικές εκθέσεις για να ενισχύσει τα θύματα των τουρκικών βομβαρδισμών του Αυγούστου 1964 στην Κύπρο. Τάσσος και Σικελιώτης θα παρουσιάσουν το έργο τους και εκτός Ελλάδος.
Η δικτατορία σημαίνει σιωπή δημόσια και των δύο. Ο Τάσσος αποσύρεται στο εξοχικό του στο Πεταλίδι Μεσσηνίας, όπου συνεχίζει να δουλεύει χωρίς να δείχνει τη δουλειά του. Ο Σικελιώτης παύει επίσης τις εμφανίσεις και θα προτιμήσει το ταξίδι στην Αγγλία, που θα αποδώσει στη σειρά των χαρακτικών «Παλιά Αγγλία» με τον δικό του τρόπο να συναντά υποδόρια τις προσφυγικές παράγκες και τα σκηνικά του Καραγκιόζη.
Τον Σεπτέμβρη του 1975 οργανώνεται η μεγάλη αναδρομική του Σικελιώτη με 186 έργα στην Εθνική Πινακοθήκη, όλη η πορεία του από το 1935 έως το 1975. Τον Νοέμβρη της ίδιας χρονιάς ακολουθεί η μεγάλη έκθεση με 70 έργα χαρακτικής του Τάσσου, προσκύνημα στη ζωφόρο της «17 Νοέμβρη» και ξεδίπλωμα ολόκληρου του χαρακτικού έργου του. Και οι δύο θα λάβουν μέρος σε ομαδικές εκθέσεις για την ενίσχυση της Κύπρου (1974) και θα στηρίξουν με έργα τους την επέτειο εισβολής στην Κύπρο το 1984. Οι παράλληλες διαδρομές των Σικελιώτη και Τάσσου μεταδικτατορικά συνεχίζονται εντονότερα. Η συνάντησή τους σε όλες αυτές τις διαδρομές μαρτυρεί τη διαρκή αγωνία τους για γνήσια έκφραση της δικής τους αλήθειας, στον ιστορικό χώρο που τους έλαχε να υποστηρίζουν.
«Είναι φυσικό μια τέτοια συμπόρευση να έχει συνέπειες και σε επίπεδα μορφολογικά ή θεματικά στο έργο τους: κοινά θέματα στην αντίσταση, αγάπη κι απεικόνιση της λαϊκής μουσικής, άγγελοι πολεμιστές στη δικτατορία, έμμεση επίδραση αγιογραφίας από το Άγιο Όρος και στους δύο, κοινές αναζητήσεις στην τοπιογραφία, εφαρμογές ευρύτατες για τη διάδοση της τέχνης σε πλατιά στρώματα (χαρακτική, ασημοτυπίες, κάρτες, έργα-δώρα σε προσιτές τιμές, γραμματόσημα, εικονογραφήσεις βιβλίων, δωρεές σε φορείς της περιφέρειας κ.λπ.)», υπογραμμίζει η κ. Βουτυρά.
«Δύο “στρατευμένοι” καλλιτέχνες, που ο καθένας με τον τρόπο του προσπαθεί, ακολουθώντας τις αρχές της αντιστασιακής τέχνης, να δώσει τη δική του πλαστική έκφραση στα πάθη και τις δυστυχίες του λαού του με “ουμανιστική ματιά απέναντι στον άνθρωπο”. Στο έργο του Τάσσου αποτυπώνεται η ανθρώπινη οδύνη και μαζί η αποφασιστικότητα για τελική επιβίωση, “μορφές αλύγιστες, όρθιες ως το τέλος – ακόμη κι όταν πέφτουν”, όπως λέει ο ίδιος. Στον Σικελιώτη η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, το ήθος, η αγάπη για τον καθημερινό άνθρωπο, μορφές σχεδόν τελετουργικές, με διάρκεια και μέγεθος στον χρόνο. Πιο βαθιά όμως και στους δύο αναγνωρίζεται ο προβληματισμός του καλλιτέχνη −απόλυτα σύγχρονα κατανοητός− απέναντι στα καίρια ζητήματα της εποχής του, η ισορροπία ανάμεσα στα εσωτερικά υπαρξιακά του διλήμματα, στις αρχές του, στη σχέση του με τις ρίζες και στην επιβίωσή του στο χάος απέραντων προκλήσεων που καθορίζουν τις επιλογές του».
Η εικαστική έκθεση «Σικελιώτης - Τάσσος. Μια φιλία με κοινές ρίζες» θα παρουσιαστεί στο Τελλόγλειο Ίδρυμα από τις 27 Οκτωβρίου 2024 ως τις 15 Ιανουαρίου 2025.