Ο Κώστας Καπνίσης (1920-2007) υπήρξε ένας κορυφαίος συνθέτης του ελληνικού σάουντρακ. Ίσως ο σημαντικότερες όλων. Κι αυτό έχει να κάνει όχι μόνο με την ποσότητα των ταινιών για τις οποίες έγραψε μουσική (στη βάση IMDb αναφέρονται 115 ταινίες με δικές του μουσικές!), αλλά και με την ποιότητά τους. Υπήρξε επίσης συνθέτης τραγουδιών, λίγων σχετικά, αλλά πολύ χαρακτηριστικών, όπως επίσης και αναγνωρισμένος ενορχηστρωτής. Σίγουρα η δουλειά του στον κινηματογράφο υπήρξε η σπουδαιότερη όλων, καθώς ήταν εκείνη που του επέτρεψε να ξεδιπλώσει, μέσα σε μια δεκαπενταετία χοντρικά (1959-1974), όλα τα επιμέρους ταλέντα του.
Επειδή δεν έγραψε πολλά τραγούδια, πολλές «επιτυχίες», οι περισσότεροι από εμάς αγνοούμε το τι αληθινά προσέφερε στη μουσική ο Κώστας Καπνίσης, και αν συνυπολογίσουμε σε τούτο πως και ο ίδιος ήταν μάλλον ακριβοθώρητος και πως σπανίως μιλούσε για τον εαυτό του και το έργο του, όλοι μπορούμε να αντιληφθούμε τους λόγους αυτής της αβλεψίας.
Σκεφθείτε μόνον πως αυτός ο σημαίνων μουσικός είδε για πρώτη φορά ένα LP του μόλις το 1988 (ήταν το σάουντρακ της ταινίας Οι Γενναίοι του Βορρά από το 1971). Εντελώς κατόπιν εορτής, θέλω να πω, αφού μέχρι τότε διαθέσιμες μουσικές του υπήρχαν μόνο στις 45 και τις 78 στροφές.
Τι να πρωτοθυμηθείς και τι να πρωτοδιαλέξεις από τα σάουντρακ του Καπνίση. Τελείως ενδεικτικά να αναφέρουμε τις μουσικές του για τις ταινίες: Το Δόλωμα, Η Γυνή να Φοβήται τον Άνδρα, Τζένη Τζένη, Κοντσέρτο για Πολυβόλα, Υπολοχαγός Νατάσσα...
Ο Κώστας Καπνίσης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1920, σπουδάζοντας και μαθαίνοντας δίπλα σε τρανούς δασκάλους, όπως ήταν ο Γ. Α. Παπαϊωάννου (από τον οποίο διδάχθηκε ατονική μουσική) και ο Νίκος Σκαλκώτας (από τον οποίον έμαθε να γράφει τις παρτιτούρες), ξεκινώντας την καριέρα του πολύ νεαρός, κάτω από τα είκοσι χρόνια του. Ήταν 1938 προς '39, όταν ο Καπνίσης γράφει το πρώτο τραγούδι του, το «Γελάς», σε στίχους Γιώργου Οικονομίδη, που δισκογραφήθηκε αργότερα από τον Τώνη Μαρούδα και που σήμερα θεωρείται κλασικό (τα πιο πρόσφατα χρόνια το έχουν πει ο Γιάννης Πάριος, η Αλέξια, ο Μιχάλης Χατζηγιάννης κ.ά.).
Ο Καπνίσης αρχίζει να κάνει όνομα μέσα στην Κατοχή, το 1943, ως πιανίστας και μαέστρος, δουλεύοντας για μουσικές κωμωδίες, στο θέατρο Κοτοπούλη, γράφοντας τραγούδια, πολλά από τα οποία απέδωσε στη διαδρομή ο Τώνης Μαρούδας (ήταν συνομήλικός του), συνεργαζόμενος με το συγγραφικό δίδυμο Αλέκος Σακελλάριος-Χρήστος Γιαννακόπουλος, αργότερα με τον μαέστρο Γιώργο Μουζάκη και άλλους.
Στον κινηματογράφο θα εμφανισθεί για πρώτη φορά ως συνθέτης, το 1951, στην ταινία του Θανάση Μεριτζή Μια Νύχτα στον Παράδεισο, συνυπογράφοντας τη μουσική της μαζί με κάποιον Θ. Παπαδόπουλο (ίσως να πρόκειται για τον συνθέτη Θόδωρο Παπαδόπουλο).
Έκανε κι άλλα σάουντρακ ο Καπνίσης στη δεκαετία του '50, όπως εκείνα για τις ταινίες Χαρούμενο Ξεκίνημα (1954) του Ντίνου Δημόπουλου (συνυπόγραψε με τον Λυκούργο Μαρκέα), Μια Ιταλίδα στην Ελλάδα (1958) του Umberto Lenzi, Έγκλημα στο Κολωνάκι (1959) του Τζανή Αλιφέρη, αλλά ο ίδιος σαν ουσιαστικό ξεκίνημά του στο σάουντρακ θεωρούσε, πάντα, τη μουσική του για την βουκολική ταινία του Ανδρέα Λαμπρινού Ματωμένο Ηλιοβασίλεμμα από το 1959 (έτσι ήταν γραμμένη, με δύο «μ» στον τίτλο). Ήταν τότε η πρώτη φορά, όταν ο Καπνίσης χρησιμοποίησε μεγάλη ορχήστρα (του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας), παρουσιάζοντας μια «μουσική ευρωπαϊκή με ελληνικό στυλ», όπως ο ίδιος είχε πει στο τηλεοπτικό πορτρέτο του, στην εκπομπή Μονόγραμμα της ΕΡΤ το 1988.
Οι επιρροές από την «εθνική σχολή» (Μανώλης Καλομοίρης, Μάριος Βάρβογλης κ.ά.), όπως και από το έργο τού Νίκο Σκαλκώτα είναι εμφανείς στα βουκολικά σάουντρακ του Καπνίση, καθότι ο ίδιος πάντα λάτρευε το δημοτικό τραγούδι και αυτό ανέπτυσσε, παράλλαζε και εναρμόνιζε, και στις σχετικές ταινίες, αλλά και έξω απ' αυτές. Όπως, για παράδειγμα, στο σπάνιο 45άρι του «Ελληνικοί Λαϊκοί Ρυθμοί» [Columbia, 1961], στο οποίο μεταλλάσσονταν τσάμικα, καλαματιανά και νησιώτικα, μαζί με ζεϊμπέκικα, χασάπικα και χασαποσέρβικα.
Ένα άλλο σάουντρακ της ίδιας περιόδου, το οποίο ο Καπνίσης θεωρούσε επίσης κομβικό, καθότι αυτό δεν ήταν προσαρμοσμένο σε μεγάλη ορχήστρα, μα γραμμένο για μικρό σχήμα, ήταν εκείνο για την ταινία Οι Υπερήφανοι (1962), επίσης του Ανδρέα Λαμπρινού, που περιείχε μουσικές για φλάουτο, κόρνο, κλαρίνο, λαούτο, σαντούρι, κοντραμπάσο, άρπα και τύμπανα. Αδισκογράφητο εννοείται.
Στις αξιοσημείωτες επενδύσεις της ίδιας εποχής (πρώτο μισό των σίξτις), ανήκουν οπωσδήποτε το OST για την ταινία Κατήφορος (1961) του Γιάννη Δαλιανίδη, που βγήκε για πρώτη φορά σε δίσκο το 1991 (τριάντα χρόνια αργότερα!), μα και για την ταινία Τα Χέρια (1962) του Τζων Κόντες, που παραμένει και αυτό δίχως δισκογραφική αποτύπωση.
Στον Κατήφορο ο Καπνίσης χρησιμοποίησε τζαζ ηχοχρώματα και αρμονίες, εμβαθύνοντας στους ρυθμούς της εποχής, ενώ στα Χέρια (μια παράξενη ταινία γύρω από το τι μπορούν να κάνουν τα χέρια – από το να δημιουργήσουν κάτι όμορφο, μέχρι να προξενήσουν την καταστροφή) χρησιμοποιήθηκε, βασικά, ένα μόνο όργανο, το μπουζούκι.
Η ταινία είχε προβληθεί για πρώτη φορά στο 12ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Βερολίνου (22 Ιουνίου-3 Ιουλίου 1962) και τρεις μήνες αργότερα (17-23 Σεπτεμβρίου 1962) στην τρίτη Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου – όπως αποκαλείτο ακόμη τότε το Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη. Αρχικά, μουσική στην ταινία είχε γράψει ο Θόδωρος Αντωνίου, αλλά στο ενδιάμεσο, όλως περιέργως, αλλάχτηκε η μουσική. Κι έτσι κάπως στη Θεσσαλονίκη η ταινία θα προβληθεί με τη μουσική του Κώστα Καπνίση, η οποία και θα βραβευθεί! Ήταν το πρώτο βραβείο, που θα ελάμβανε στην καριέρα του ο Καπνίσης, για original soundtrack. Όπως είχε πει και ο ίδιος στην τελευταία συνέντευξη της ζωής του, στο περιοδικό Μουσικής Πολύτονον [τεύχος 22, Μάιος-Ιούνιος 2007]:
«Σ' αυτή την ταινία, σε κάποιο σημείο, έδειχνε τα χέρια να παίζουν σκάκι, όπου όμως τα πιόνια ήταν υπαρκτά πρόσωπα. Εκεί έγραψα το θέμα για μπουζούκι και κιθάρα, και στη συνέχεια η παρτιτούρα γέμιζε και γινόταν κατάμεστη. Σε μια άλλη σκηνή δείχνει το πίσω μέρος ενός κρεβατιού, που υποτίθεται πως έκανε έρωτα ένα ζευγάρι. Φαινόταν μόνο ένα φουστάνι και κατά τα άλλα δεν έδειχνε το παραμικρό. Εκεί η μουσική ξεκινούσε με τις κοφτές νότες ενός μπουζουκιού και στη συνέχεια έμπαινε η τζαζ. Όλα γινόντουσαν σαν μια συνέχεια... Ήταν μια εξαιρετική δουλειά, που βραβεύτηκε κιόλας».
Το θέμα από Τα Χέρια είχε γίνει και τραγούδι (στίχοι Τάσος Μαστοράκης), το οποίο είχε πει σ' ένα δισκάκι τής Fidelity η Γιοβάννα, το 1963, ενώ το είχε διασκευάσει σε bossa nova και ο Μίμης Πλέσσας, στο άλμπουμ του «Ο Μίμης Πλέσσας Παίζει Philicorda» [Philips, 1965].
Με τη Γιοβάννα ο Καπνίσης είχε μια εξαιρετική συνεργασία εκείνα τα χρόνια, που μάλιστα έπιασε κορυφή όχι εδώ, μα στη Σοβιετική Ένωση! Η Γιοβάννα είχε επισκεφθεί τη χώρα τρεις τουλάχιστον φορές εκείνη τη δεκαετία. Το 1963 συνοδευόταν και από τον Κώστα Καπνίση, ο οποίος διηύθυνε την ορχήστρα. Έπαιξαν σε διάφορες πόλεις, με τεράστια επιτυχία (Λένινγκραντ, Τιφλίδα, Συμφερόπολη κ.ά.), με τη συναυλία της Μόσχας να μαγνητοσκοπείται και να ενθουσιάζει. Φυσικά, είχαν κυκλοφορήσει και πολλοί δίσκοι της Γιοβάννας, τότε, στη Σοβιετική Ένωση, σε όλες τις στροφές (78, 45, 33 1/3), από την κρατική εταιρεία Μελόντια.
1963 - Ολόκληρη η συναυλία της Γιοβάννας στη Μόσχα
Σ' εκείνες τις συναυλίες η Γιοβάννα είχε πει τραγούδια διαφόρων (Θεοδωράκης, Μεντής, Γιάκοβλεφ, Πλέσσας...), όπως και του Κώστα Καπνίση σαν τον «Καπετάν Φαφαλιό» (στίχοι Ι. Ιωαννίδης), που είχε ακουστεί για πρώτη φορά στο Φεστιβάλ Βαρσοβίας το 1961 από την Ζωή Κουρούκλη. Ακόμη, Γιοβάννα και Καπνίσης είχαν ταξιδέψει μέχρι το Ρίο Ντε Τζανέιρο, το 1966, για να λάβουν μέρος στο I Festival Internacional Da Canção Popular Rio, με το τραγούδι (του Καπνίση) «Φωτιά».
Άλλο τραγούδι, επιτυχία, του Καπνίση, από την ίδια εποχή (1963), ήταν «Το αμαξάκι» (στίχοι Τάσος Μαστοράκης), που είχαν πει η Τζένη Βάνου με τον Γιάννη Βογιατζή, ενώ δεν θα πρέπει να λησμονηθεί και το σάουντρακ για την ταινία Τα Παληόπαιδα (1963) σε σκηνοθεσία Νέστορα Μάτσα, με την Μαίρη Χρονοπούλου να τραγουδά ξεχωριστά τις τζαζ «Ώρες πικρές» (μουσική-στίχοι Κώστας Καπνίσης).
Ώρες Πικρές - Μαίρη Χρονοπούλου από την κινηματογραφική ταινία «Τα παλιόπαιδα» (1963)
Τι να πρωτοθυμηθείς και τι να πρωτοδιαλέξεις από τα σάουντρακ του Καπνίση. Τελείως ενδεικτικά να αναφέρουμε τις μουσικές του για τις ταινίες: Το Δόλωμα (σκην. Αλέκος Σακελλάριος, 1964, εδώ ακούγεται το τραγούδι των Καπνίση-Σακελλάριου «Άστο το χεράκι σου»), Η Γυνή να Φοβήται τον Άνδρα (σκην. Γιώργος Τζαβέλλας, 1965), Τζένη Τζένη (σκην. Ντίνος Δημόπουλος, 1966), Κοντσέρτο για Πολυβόλα (σκην. Ντίνος Δημόπουλος, 1967), Πανικός (σκην. Σταύρος Τσιώλης, 1969, το δεύτερο κινηματογραφικό βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, μετά Τα Χέρια, για τον Κώστα Καπνίση – θα πάρει άλλο ένα, το 1977, για την ταινία-ντοκιμαντέρ Αλέξανδρος ο Μέγας / Ανάμεσα στην Ιστορία και τον Θρύλο του Νέστορα Μάτσα), Ο Μικρός Δραπέτης (σκην. Σταύρος Τσιώλης, 1969, με το εξαιρετικό ζεϊμπέκικο «Το δάκρυ μας σταλιά-σταλιά» σε στίχους Πυθαγόρα, που τραγουδάει ο Γιάννης Πουλόπουλος), Όταν η Πόλις Πεθαίνη (σκην. Γιάννης Δαλιανίδης, 1969), Υπολοχαγός Νατάσσα (σκην. Νίκος Φώσκολος, 1970), Η Ζούγκλα των Πόλεων (σκην. Σταύρος Τσιώλης, 1970), Η Μεγάλη Στιγμή του '21 / Παπαφλέσσας (σκην. Ερρίκος Ανδρέου, 1971), Σεξομανία (σκην. Μάριος Ρετσίλας, 1974)... είναι ατελείωτη λίστα.
Ορίστε εδώ το φοβερό σκορ από το Όταν η Πόλις Πεθαίνη...
Κώστας Καπνίσης- OST «Όταν η πόλις πεθαίνει» (1969)
Με το που έρχεται η δικτατορία ο Καπνίσης πέφτει σε δυσμένεια από το καθεστώς. Όπως είχε πει και ο ίδιος στην συνέντευξή του στο περιοδικό Μουσικής Πολύτονον (2007):
«Με κυνηγήσανε. Είχα πάει στη Ρωσία και όταν γύρισα η χούντα μου άλλαξε τα φώτα. Με διώξανε από τη Ραδιοφωνία.(...) Λέγανε ότι ήμουνα κομμουνιστής, ενώ εγώ είχα πάει επί Χρουστσόφ, που άλλαζαν τα πάντα, και επί Καραμανλή».
Επίσης ο Καπνίσης είχε συμμετάσχει στο Viña del Mar International Song Festival, στην πόλη Viña del Mar της Χιλής (7-11 Φεβρουαρίου 1974), εκεί όπου την επόμενη χρονιά (1975) το ελληνικό τραγούδι που είχε πει η Ελπίδα (δεν ανήκε στον Καπνίση) είχε λάβει πρώτο βραβείο.
«Θυμάμαι και στο φεστιβάλ της Χιλής, την τελευταία φορά που είχα πάει, ήταν και ο Πινοσέτ εκεί, ήταν γύρω-γύρω όλοι με τα όπλα (σ.σ. πέντε μήνες νωρίτερα είχε γίνει το χουντικό πραξικόπημα, που είχε ανατρέψει τον πρόεδρο Αλιέντε). Εκφοβισμός. Όπως και μετά την Κατοχή, όταν έβαλαν εκρηκτικά στο Ζάππειο. Όπως και στον γερμανικό ραδιοσταθμό Κολιμπρί (σ.σ. τα εκρηκτικά τα είχαν βάλει οι Γερμανοί λίγο πριν την αποχώρησή τους από την Αθήνα). Το είχε πει ο μετέπειτα διευθυντής ραδιοφωνίας, ο Βίχενμπαχ, ότι οι πλαφονιέρες ήταν γεμάτες εκρηκτικά».
Πέραν της παρουσίας του στα διεθνή φεστιβάλ, ο Καπνίσης θα συνεχίσει να ηχογραφεί πάμπολλα σάουντρακ, τουλάχιστον μέχρι το 1974, όταν συνέβησαν οι τελευταίες μεγάλες εμπορικές παραγωγές τού κινηματογράφου μας – πριν την αναθέρμανση της δεκαετίας του '80.
«Σταμάτησα να κάνω ταινίες, όταν δεν υπήρχανε πια ταινίες. Από τότε που σταμάτησε ο Φίνος, σταμάτησαν όλα».
Εκείνη την εποχή ο Κώστας Καπνίσης θα συγκροτήσει μιαν ορχήστρα, με την οποία θα προβεί σε μερικές δυναμικές ηχογραφήσεις ποπ / ροκ τραγουδιών, βασισμένα σε στίχους των Νέστορα Μάτσα – Γιάννη Συλλάνταβου, τα οποία ντύνει με μελωδίες επηρεασμένες από την παράδοση.
Για τα τραγούδια αυτά επιλέγει γνωστούς ερμηνευτές της εποχής, όπως ήταν οι: Πέτρος Μήλας, Φρύνη, Ξανθίππη Καραθανάση, Μάριος (Κώστογλου), Τάμμυ, Μιχάλης Βιολάρης, Βάσια Ζήλου, Κλειώ Δενάρδου, Μαστέλλος-Δημησιάνος, Γιάννης Θωμόπουλος, Ξανθή Περράκη και Ελένη Βιτάλη.
Το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικό, με τους μουσικούς (Θανάσης Αραπίδης πνευστά, Κίμων Βασιλάς hammond, Τούλης Μαγκαφάς κιθάρες, Τάσος Καλβάκης κιθάρες, Τάσος Διακογιώργης σαντούρι, Κώστας Σεϊτανίδης μπάσο, Λευτέρης Τζήμας ντραμς) να δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους, δημιουργώντας ένα σώμα σκοπών και τραγουδιών, πολύ αξιόλογο, που έμεινε για πολλά χρόνια θαμμένο. Τουλάχιστον μέχρι το 2004, όταν η εταιρεία Legend το κυκλοφόρησε τότε σε τρία CD (με 17 tracks το κάθε CD), κάτω από τους τίτλους «Δημοτικοί Αντίλαλοι Νο 1», «Νο 2» και «Νο 3».
Τώρα απ' αυτά τα 51 tracks η B-other Side Records επιλέγει τα «καλύτερα» 20, ώστε να τα παρουσιάσει σ' έναν δίσκο βινυλίου, υπό τον τίτλο «Music of Greek Folk Echoes / Παραδοσιακοί Αντίλαλοι». Και είναι αυτό το άλμπουμ που μας δίνει την αφορμή για το συγκεκριμένο κείμενο.
Το ενδιαφέρον του Κώστα Καπνίση για τους παραδοσιακούς ρυθμούς υπήρξε παντοτινό και μόνιμο. Μπορεί οι βουκολικές ταινίες, που έγιναν γνωστές και ως «φουστανέλες», να του έδωσαν την αφορμή για να ξεδιπλώσει το ταλέντο του, στο ανακάτεμα των δημοτικών σκοπών με πιο σύγχρονα θέματα, στο πλαίσιο μιας μεγάλης ορχήστρας, όμως και με τα μικρά σχήματα (όπως εν προκειμένω) ο Καπνίσης πειραματιζόταν προς αυτή την κατεύθυνση.
Επηρεασμένος από τους συνθέτες της «εθνικής σχολής» και τον Νίκο Σκαλκώτα σε πρώτη φάση, αλλά και από τα ποπ, ροκ και τζαζ ηχοχρώματα του καιρού του, στην πορεία, αρχίζει να δημιουργεί δημοτικά μοτίβα, τα οποία άλλοτε ντύνει με λόγια και άλλοτε τα επεξεργάζεται ως ορχηστρικά. Σε πρώτο χρόνο κάποια απ' αυτά δισκογραφούνται νωρίς στα σίξτις, στο EP «Ελληνικοί Λαϊκοί Ρυθμοί», όπως προαναφέραμε, ενώ και στις αρχές των σέβεντις ορισμένα βρίσκουν το δρόμο προς τη δισκογραφία.
Βασικά λέμε για τέσσερα τραγούδια, που υπάρχουν στο δεύτερο προσωπικό LP της Tammy, το «Νο 2» [Pan-Vox, 1973], τα «Μαύρα γλυκά ματάκια μου», «Φαίνω, κεντώ και τραγουδώ», «Πανώριο παλληκάρι» και «Ψες το πουρνό», όλα σε στίχους των Νέστορα Μάτσα-Γιάννη Συλλάνταβου, όπως και για τέσσερα ακόμη («Νανούρισμα», «Εγώ είμαι εκείνο το πουλί», «Μωρουδέλημ μωρουδέλημ», «Καράβι καραβάκι»), που ακούγονται στο LP της Φρύνης «Σαν Ένα Φεγγάρι» [Pan-Vox, 1973]. Μερικά απ' αυτά ανθολογούνται και στα CD της Legend, όπως και στο LP της B-Other Side, που τώρα κυκλοφορεί.
Υπάρχουν λοιπόν οι παραδοσιακού τύπου μελωδίες, που καλύπτουν μεγάλα φάσμα της παράδοσής μας (μακεδονίτικα, ηπειρώτικα, μωραΐτικα, ρουμελιώτικα, νησιώτικα...), αλλά υπάρχει ταυτοχρόνως η ανάγκη να γραφτούν νέοι στίχοι (που και αυτοί αναφέρονται στην παράδοση), όπως να γίνουν και μοντέρνες ενορχηστρώσεις, πάνω στις οποίες θα πατήσουν οι εξ ίσου μοντέρνοι τραγουδιστές.
Έτσι λοιπόν το Συγκρότημα του Κώστα Καπνίση είναι ροκ, ενώ και οι τραγουδιστές του ήταν ασκημένοι (έστω και μέσω ακουσμάτων) στην ποπ, την ανακατεμένη με παραδοσιακά στοιχεία – μιας και τέτοιες ηχητικές «απόψεις» κυκλοφορούσαν στη χώρα τουλάχιστον από το 1965.
Κώστας Καπνίσης - Χαρά μου, παλικάρι μου
Ας θυμηθούμε τους Forminx («Mandjourana's shake»), το «Greece Goes Modern» του Μίμη Πλέσσα, τον «Μενούση» των Sounds κ.λπ., για να μην πάμε στις ακόμη πιο βαριές περιπτώσεις (Διονύσης Σαββόπουλος, Μαρίζα Κωχ, Θανάσης Γκαΐφύλλιας, Socrates Drank the Conium, Μπουρμπούλια κ.λπ.), εκεί όπου ανακατευόταν το ροκ με τη δημοτική παράδοση με θαυμαστά αποτελέσματα.
Και εδώ, όμως, στο «Music of Greek Folk Echoes / Παραδοσιακοί Αντίλαλοι» υπάρχουν τέτοια θαυμαστά αποτελέσματα. Τα κομμάτια «Ηπειρώτικο» (instrumental), «Ποιος το 'πε μια, ποιος το 'πε δυο» (Συγκρότημα Κώστα Καπνίση), «Τον ήλιο αρραβωνιάζουνε» (Φρύνη), «Μικρή τριανταφυλλιά» (Μάριος), «Φάτε και πιείτε» (Πέτρος Μήλας), «Τρεις μαυρομάτες» (Μαστέλλος-Δημησιάνος), «Χαρά μου, παλικάρι μου» (Συγκρότημα Κώστα Καπνίση) είναι εξαιρετικά, χωρίς κανένα από τα υπόλοιπα να ακούγεται ως κάτι τυπικό ή αδιάφορο.
Υπήρξε πολλή δουλειά πίσω απ' αυτή την προσπάθεια του αείμνηστου Κώστα Καπνίση, πολύ ταλέντο που διοχετεύτηκε προς παραγωγική κατεύθυνση και πολλή γνώση – μια πρόταση σε κάθε περίπτωση από έναν συνθέτη-μουσικό, που εργαζόταν πάντα με πάθος, γνώστη της τέχνης του, με σπουδές δίπλα σε μεγάλους δασκάλους και με ιδέες, που πρώτος εκείνος τις υλοποίησε μέσω του κινηματογράφου αρχικά, αλλά και της δισκογραφίας στην πορεία.
Ο ατελείωτος Κώστας Καπνίσης. Το λέμε με την πεποίθηση πως το βαθύ και επισταμένο ψάξιμο στο έργο του μόλις τώρα αρχίζει...
Κώστας Καπνίσης - Τρεις μαυρομάτες
σχόλια