Δεν είναι τόσο γνωστή η ιστορία που θα σας διηγηθούμε στη συνέχεια, και όσον αφορά στο σύνολό της, αλλά κυρίως όσον αφορά στις λεπτομέρειές της (γιατί εκεί βρίσκεται η ουσία). Το λέμε, επειδή οι ανακρίβειες που έχουν περάσει στο διαδίκτυο είναι πάρα πολλές, με αποτέλεσμα όποιος ενδιαφερθεί να μάθει γύρω από τι είχε συμβεί μ' ένα πολύ ωραίο ελληνικό τραγούδι, που το είχαν πει δύο κοσμαγάπητοι καλλιτέχνες, και περαιτέρω πώς εκείνο το τραγούδι είχε συνδεθεί με τα «πολιτικά ήθη» μιας εποχής (1973), να πέφτει πάνω σε τοίχο. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν...
Το 1972 το άστρο του Ντέμη Ρούσσου δεν είχε ακόμη μεσουρανήσει στην Ευρώπη και παγκοσμίως. Βεβαίως είχε κάνει την μεγάλη επιτυχία με τους Aphrodite's Child, ως μπασίστας και κυρίως ως τραγουδιστής τους, αλλά ακόμη η προσωπική καριέρα του, μετά την διάλυση του συγκροτήματος, δεν είχε μπει σε τροχιά απογείωσης.
Είχε γράψει βεβαίως το πρώτο προσωπικό άλμπουμ του ο Ρούσσος, το "Fire and Ice" [Philips, 1971], που έγινε γνωστό και ως "On the Greek Side of my Mind", έκανε και κάποιες επιτυχίες στην κεντρική Ευρώπη, καθώς το "We shall dance" έφθασε μέχρι τη θέση 4 στο ολλανδικό τσαρτ και μέχρι τη θέση 9 στο βελγικό, το 1971, αλλά τίποτα ακόμη δεν έδειχνε τον πανζουρλισμό που θα επικρατούσε, με τις εμφανίσεις και τα τραγούδια τού... αγριάνθρωπου με την κελεμπία (χαρακτηρισμός που, χάριν αστειότητος, είχε αποδώσει ο ίδιος στον εαυτό του), πρώτα στην Ευρώπη και μετά σε όλο τον κόσμο (ας αφήσουμε τις ΗΠΑ κατά μέρος, γιατί εκεί η «επιτυχία» είναι κάτι τελείως διαφορετικό, που εξαρτάται από πάμπολλους, διαφορετικούς, παράγοντες).
Φαίνεται πως η χούντα την είχε «πέσει» στον Ντέμη Ρούσσο, για να το πούμε έτσι απλά, όταν είχε έλθει στην Ελλάδα, λόγω του «Πού πάνε κείνα τα παιδιά», που είχε κυκλοφορήσει επτά μήνες νωρίτερα (με τους ελληνικούς στίχους του οποίου, ο Ρούσσος, δεν είχε καμία σχέση), με αποτέλεσμα στις συνεντεύξεις που έδινε, τότε, ο τραγουδιστής να βγάζει προς τα έξω μιαν απολίτικη διάθεση.
Μία πολύ σημαντική κίνηση για την εξέλιξη της καριέρας τού Ντέμη Ρούσσου ήταν η παρουσία του σ' ένα πολύ δημοφιλές φεστιβάλ ποπ-ροκ και ελαφράς, γενικότερα, μουσικής, της εποχής, που διεξαγόταν από το 1966 στο Ρίο ντε Τζανέιρο.
Λέμε για το VII Festival da Canção Popular, την έβδομη διοργάνωσή του δηλαδή, που θα στηνόταν στην βραζιλιάνικη μεγαλούπολη στο διάστημα 16 Σεπτεμβρίου-1 Οκτωβρίου 1972. Το φεστιβάλ, που ήταν διαγωνιστικό, είχε δύο μέρη, ένα τοπικό με βραζιλιάνικα τραγούδια, κι ένα διεθνές με τραγούδια απ' όλο τον κόσμο.
Την Ελλάδα σ' εκείνη την διοργάνωση είχε εκπροσωπήσει ο Ντέμης Ρούσσος (ο Νίκος Μαστοράκης ήταν στην κριτική επιτροπή), με το τραγούδι των Λάκη Βλαβιανού (S. Vlavianos) και Alec R. Costandinos "Velvet mornings" (το γνωστό σε όλους μας «Ντρίγκι, ντρίγκι, μάνα μου»), το οποίο τελικά θα κατατασσόταν τρίτο. Πρώτο ήταν ένα αμερικάνικο τραγούδι που είχε πει ο σπουδαίος David Clayton-Thomas (τραγουδιστής των Blood, Sweat & Tears), ενώ δεύτερο ήταν το ισπανικό άσμα με τον Nino Bravo.
Τότε, το φθινόπωρο του 1972, το βραβευμένο "Velvet mornings" θα κυκλοφορούσε κατά πρώτον σε δίσκο 45 στροφών στη Βραζιλία (σε ετικέτα Philips), έχοντας για δεύτερη πλευρά το τραγούδι "My reason", γραμμένο από τους Λάκη Βλαβιανό-Χάρη Χαλκίτη (μουσική) και Helen Banks (στίχοι).
Demis Roussos - My Reason, 1972
ΤA ΔΥΟ αυτά κομμάτια, που ήταν πολύ ωραία –και πολύ πριν ακουστούν στην Ευρώπη και σ' όλο τον κόσμο– προτάθηκε να τα πει η Μαρινέλλα (με ελληνικούς στίχους φυσικά). Και κάπως έτσι τα "Velvet mornings" και "My reason" μεταφέρονται στα ελληνικά από τον Πυθαγόρα και κυκλοφορούν σ' ένα δισκάκι 45 στροφών, στις 17 Ιανουαρίου 1973. Λέμε για το single: «Ντρίγκι ντρίγκι μάνα μου (Velvet mornings) / Πού πάνε κείνα τα παιδιά (My reason)» [Philips 6060 157].
Όπως συνέβαινε με κάθε ελληνικό τραγούδι εκείνη την εποχή (και για πολλά χρόνια πριν και μετά), νωρίτερα από την ηχογράφηση και την κυκλοφορία του, θα έπρεπε (το τραγούδι) να περάσει από την λογοκρισία.
Θα μπορούσε η λογοκρισία, σε μια πρώτη φάση, να δημιουργούσε πρόβλημα σε κάποιο από τα δύο αυτά τραγούδια; Σίγουρα, παρότι δεν δημιούργησε (σε πρώτη φάση). Για να θυμηθούμε, εδώ, τους στίχους τού Πυθαγόρα από το «Πού πάνε κείνα τα παιδιά», ακούγοντας και το πολύ ωραίο αυτό τραγούδι με την Μαρινέλλα...
Πού πάνε εκείνα τα παιδιά / της θύελλας και του βοριά / που πέθαιναν για λευτεριά / πού πάνε;
Τα πήρανε οι συννεφιές / οι θάλασσες και οι στεριές / τ' αστροπελέκια κι οι φωτιές / πού πάνε;
Πού πάνε οι σταυραετοί / που πολεμούσαν γελαστοί / φονιά, φασίστα και ληστή / πού πάνε;
Γίναν τραγούδι και μυρτιές / λιβάνι μες στις εκκλησιές / και χιόνι στις βουνοπλαγιές / πού πάνε;
Μάνα, βγάλε το μαύρο σου μαντήλι / και θα ξαναγυρίσουν τα παιδιά / κι αν έσβησε ο χρόνος το καντήλι / μες στην καρδιά μας καίει η λευτεριά
Πού πάνε εκείνα τα παιδιά / της θύελλας και του βοριά / που πέθαιναν για λευτεριά / πού πάνε;
Είναι λαχτάρα στις ματιές / ελπίδα στις φτωχολογιές / χαμόγελο στις Παναγιές / πού πάνε;
Πού πάνε οι λεβεντογιοί / που δίκιο σπείρανε στη γη / και δεν προφτάσανε να βγει / πού πάνε;
Είν' ο γιαλός μας ο πλατύς / που δε θα πάρει όσο ζεις / φονιάς, φασίστας και ληστής / πού πάνε;
Μαρινέλλα - Που πάνε εκείνα τα παιδιά (My Reason)
Είναι προφανές πως ο Πυθαγόρας δεν είχε στο νου του τους φοιτητές στο Πολυτεχνείο, δέκα μήνες αργότερα –ούτε έγραφε για τη λευτεριά που έκαιγε στην καρδιά τους και για την οποία (λευτεριά) ήταν αποφασισμένοι να πεθάνουν, πολεμώντας τον φασίστα–, αλλά κάποιους άλλους από το παρελθόν, που είχαν κάνει κάτι ανάλογο.
Εκείνα τα παιδιά (του τραγουδιού), που πέθαιναν για την λευτεριά, έχοντας πολεμήσει φονιά, φασίστα και ληστή (ο φασίστας ήταν ο Μουσολίνι προφανώς), κάπου πήγαιναν. Μάλλον... κάπου ξαναπήγαιναν. Πού, όμως; Μήπως ανέβαιναν ξανά στα βουνά, συνεχίζοντας να πολεμούν για μια ελεύθερη και πιο δίκαιη πατρίδα;
Δεν ξέρω αν ο Πυθαγόρας έγραψε μέσα στην χούντα ένα τραγούδι για τους αντάρτες, για να το πει η Μαρινέλλα! – όμως στα στιχάκια του ήταν απολύτως προφητικός και όσον αφορά στα γεγονότα του Πολυτεχνείου.
Το τραγούδι λοιπόν με την Μαρινέλλα θα περνούσε από την λογοκρισία και θα κυκλοφορούσε κανονικά στη χώρα, τουλάχιστον μέχρι τον Μάρτιο του 1973, για δυο μήνες δηλαδή, δίχως κάποιο εμφανές πρόβλημα. Μήπως, όμως, είχε προηγηθεί κάτι, πριν από το «πρόβλημα»;
Βεβαίως, κάτι πολύ σημαντικό, που θα οδηγούσε την λογοκρισία να επέμβει εκ των υστερών στο «Πού πάνε κείνα τα παιδιά».
Ήταν τα γεγονότα της Νομικής, η κατάληψη της νομικής σχολής δηλαδή, από χιλιάδες φοιτητές όλων των σχολών, στις 21 Φεβρουαρίου 1973, που πέραν των φοιτητικών διεκδικήσεων, βάλλουν γενικότερα κατά της χούντας, προβάλλοντας αιτήματα που αφορούσαν στον συνολικότερο εκδημοκρατισμό της χώρας.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ, κατά έναν τρόπο, έπρεπε να φύγει από το προσκήνιο. Η ταύτιση των «παιδιών» του Πυθαγόρα με τους εξεγερμένους φοιτητές θα μπορούσε να γίνει εν ριπή οφθαλμού, με το τραγούδι να φτάνει σε πάρα πολλά στόματα (η Μαρινέλλα το τραγουδούσε εξάλλου – μια τραγουδίστρια με ασύλληπτη απήχηση εκείνη την εποχή).
Συνέβη. Το δισκάκι παρακάμπτεται και κυκλοφορεί ξανά, στις 5 Μαρτίου 1973, με άλλο τραγούδι στην πίσω πλευρά του. Λέμε για το single: «Ντρίγκι ντρίγκι μάνα μου (Velvet mornings) / Θαρθής» [Philips 6060 168]. Το «Θαρθής» ήταν ένα τραγούδι του Νάκη Πετρίδη (σε στίχους Πυθαγόρα), που δεν είχε βεβαίως καμία σχέση με τα...παιδιά της θύελλας και του βοριά, που πολεμούσαν τους φασίστες κ.λπ.
Αποσύρθηκε, τελικά, το πρώτο δισκάκι; Όχι. Και το λέμε τούτο, επειδή ακόμη και σήμερα το βρίσκεις εύκολα στην αγορά και μάλιστα πολύ φτηνά. Αν είχε αποσυρθεί, μαζευτεί και καταστραφεί θα ήταν σήμερα πολύ σπάνιο – κάτι που δεν συμβαίνει. Απλώς στις κρατικές δισκοθήκες μπορείς να υποθέσεις, με μεγάλη βεβαιότητα να πέσεις μέσα, πως αντικαταστάθηκε, και πως κατά πάσα πιθανότητα είχε δοθεί η εντολή να μην μεταδίδεται το πρώτο 45άρι (με το «Πού πάνε κείνα τα παιδιά») από το ραδιόφωνο. Υπήρξε δηλαδή μια εκ των υστέρων απαγόρευση.
Επίσης να πούμε πως το «Πού πάνε κείνα τα παιδιά» δεν μπήκε σε κανέναν μεγάλο δίσκο (LP) της Μαρινέλλας επί δικτατορίας, για ν' ακουστεί πρώτη φορά, σ' αυτή τη φόρμα στο άλμπουμ-συλλογή «Κρυφά Μηνύματα 1969-1974» [Philips, 1974], μαζί με τραγούδια του Νίκου Ξυλούρη, της Μαρίας Δημητριάδη, του Αντώνη Καλογιάννη και άλλων (πολιτικοποιημένων γενικώς τραγουδιστών), που κυκλοφόρησε προφανώς τους πρώτους μήνες της μεταπολίτευσης.
Η ιστορία μας, όμως, έχει και συνέχεια...
Όταν ο Ντέμης Ρούσσος (1946-2015) ήταν να τραγουδήσει στο Ηρώδειο (25 Ιουνίου 2010) είχε δώσει μια συνέντευξη στο περιοδικό-εφημερίδα του Ελληνικού Φεστιβάλ εφ (#20, 3/2010), στην οποία διαβάζαμε τα ακόλουθα, καθώς είχε ερωτηθεί και για το «Ντρίγκι ντρίγκι μάνα μου»:
«Το τραγούδι που περιέχει το "ντρίγκι ντρίγκι μάνα μου" είναι το "Velvet mornings", σε μουσική δική μου και στίχους ανθρώπων από το εξωτερικό (σ.σ. το τραγούδι ήταν γραμμένο από τους Λάκη Βλαβιανό και Alec R. Costandinos). Αυτό λοιπόν το τραγούδι, όπως και το "From souvenirs to souvenirs" μου τα ζήτησε η Μαρινέλλα να τα τραγουδήσει στα ελληνικά. Της απάντησα: "κούκλα μου παρ'τα, εγώ εσένα σε θαυμάζω, είσαι καταπληκτική τραγουδίστρια, να τα πάρεις να τα τραγουδήσεις, να τα κάνεις ό,τι θέλεις". Πράγματι, η Μαρινέλλα τραγούδησε τα τραγούδια με στίχους ελληνικούς, το νόημα των οποίων ήταν τελείως διαφορετικό από αυτό των αγγλικών. Το "Velvet mornings" ήταν ένα ρομαντικό τραγούδι αγάπης, ενώ οι στίχοι που έβαλαν οι Έλληνες (σ.σ. ο Πυθαγόρας) ήταν κάπως πολιτικοί, αντιχουντικοί. Το αποτέλεσμα ήταν ότι όταν ήρθα να τραγουδήσω στη Θεσσαλονίκη, λίγο πριν το 1974, να κοντέψω να βρω τον μπελά μου από τους χουντικούς, που είχαν πιστέψει ότι τα λόγια αυτά, τα αντιχουντικά, τα είχα γράψει εγώ».
Ο αείμνηστος Ντέμης Ρούσσος, το 2010, δεν θυμόταν και τόσο καλά τα πράγματα, οπότε ας τα τοποθετήσουμε στη σωστή τους βάση.
Όπως ήδη γράψαμε, όντως η Μαρινέλλα είχε πει στα ελληνικά το "Velvet mornings", ως «Ντρίγκι ντρίγκι μάνα μου», τον Ιανουάριο του 1973, όντως είχε πει και το "From souvenirs to souvenirs", ως «Γιατί φοβάσαι» (πάλι με ελληνικούς στίχους του Πυθαγόρα), το 1975, επί μεταπολίτευσης δηλαδή (είναι το πασίγνωστο «Παρ' το φεγγάρι και καν' το βέρα μου / φίλε μου, άντρα, και αγέρα μου»), αλλά αυτά τα δύο τραγούδια δεν είχαν ούτε κατά διάνοια αντιχουντικούς στίχους.
Ο Ρούσσος δεν θυμόταν το 2010 πως το τραγούδι με τους αντιχουντικούς στίχους δεν ήταν ούτε το "Velvet mornings", ούτε το "From souvenirs from souvenirs", αλλά το "My reason", δηλαδή το «Πού πάνε κείνα τα παιδιά». Πάντως θυμόταν ότι κάτι είχε παίξει με τη χούντα (όντως) και πως είχε ταλαιπωρηθεί, ας το πούμε έτσι, δίχως να υπάρχει κάποιος λόγος. Και κάπως έτσι εκείνη την εποχή (το 1973) είχε φροντίσει να ξεκαθαρίσει τα πράγματα από τη μεριά του, μπαίνοντας σε ένα άλλο στόχαστρο όμως, στην πορεία, σ' εκείνο των αριστερών.
Ας δούμε πώς ακριβώς έχουν και αυτά τα γεγονότα...
Ο Ντέμης Ρούσσος έρχεται στην Ελλάδα, στην Θεσσαλονίκη, για να τραγουδήσει, το 1973, στο πλαίσιο της 38ης Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης. Ήταν καλεσμένος της Φ.Ε.Α.Π.Θ. (Φοιτητική Ένωση Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης), που τότε είχε διοίκηση διορισμένη από την χούντα φυσικά, για να κάνει δύο εμφανίσεις στο Αλεξάνδρειο Μέλαθρο, στις 8 και 9 Σεπτεμβρίου 1973. Ήταν η δεύτερη φορά όπου ο Ντέμης Ρούσσος θα ερχόταν, ως σόλο καλλιτέχνης, στην Ελλάδα για live, καθώς είχε έρθει και το 1972 (8 Ιουλίου), έχοντας τραγουδήσει στο Παναθηναϊκό Στάδιο, στο πλαίσιο της 5ης Ολυμπιάδος Τραγουδιού.
Φαίνεται λοιπόν πως η χούντα την είχε «πέσει» στον Ντέμη Ρούσσου, για να το πούμε έτσι απλά, όταν είχε έλθει στην Ελλάδα, λόγω του «Πού πάνε κείνα τα παιδιά», που είχε κυκλοφορήσει επτά μήνες νωρίτερα (με τους ελληνικούς στίχους του οποίου, ο Ρούσσος, δεν είχε καμία σχέση), με αποτέλεσμα στις συνεντεύξεις που έδινε, τότε, ο τραγουδιστής να βγάζει προς τα έξω μιαν απολίτικη διάθεση. Μάλιστα, τότε, έγινε και η περίφημη δήλωσή του με την... μπριζόλα (και όχι μετά την χούντα, όπως νομίζουν πολλοί), την οποία δήλωση τού την «χτυπούσαν» οι αριστεροί στη μεταπολίτευση.
Συνέντευξη στο περιοδικό Ο Ταχυδρόμος λοιπόν (#1014, 14 Σεπτεμβρίου 1973), στον Δημήτρη Γουσίδη, την περίοδο των συναυλιών στην Θεσσαλονίκη, που παρουσιάζεται με τον τίτλο... Μπριζόλες, γεμιστά και μουσική. Λέει ο 27χρονος Ντέμης Ρούσσος, στην αρχή:
«Τρώω πολύ, μ' αρέσει το καλό φαΐ. Δεν είμαι άνθρωπος των άκρων και κυνηγάω πάντα το σίγουρο στη ζωή μου. Είμαι τραγουδιστής και συγκινούμαι όταν βλέπω κόσμο –πολύ κόσμο– όπως εδώ, αλλά δεν μ' ενδιαφέρει τίποτ' άλλο. Δεν μ' ενδιαφέρει η πολιτική, δεν μ' ενδιαφέρει αν υπάρχει κομμουνισμός, φασισμός ή "βασιλειασμός". Δεν έχω πολιτική τοποθέτηση, γιατί πιστεύω ότι ο καθένας πρέπει να ασχολείται με το επάγγελμά του. Οι μουσικοί με την μουσική, ο πολιτικός με την πολιτική, ο ξενοδόχος με το ξενοδοχείο του. Δεν διαβάζω εφημερίδες, δεν ξέρω σχεδόν τίποτα για τα ελληνικά πράγματα. Στην Ελλάδα έρχομαι πάντα για δουλειές ή διακοπές.(...) Αν βρισκόμουν σ' ένα ερημικό μέρος θα ήθελα να είχα μαζί μου δίσκους, πολλούς δίσκους. Και μια παρέα, ίσως ένα πουλί. Και ένα κουτί, ένα μαγικό κουτί, που κάθε φορά που θα το άνοιγα να έβγαινε από μέσα μια ψημένη μπριζόλα».
Στη συνέχεια μάλιστα απαντά και στην κρίσιμη ερώτηση...
— Πολλοί λένε ότι το απηγορευμένο τραγούδι της Μαρινέλλας «Πού πάνε κείνα τα παιδιά της θύελλας και του βοριά» είναι δικό σου...
Όχι, όχι. Το ελληνικό τραγούδι είναι τελείως διαφορετικό. Οι δικοί μου στίχοι δεν αναφέρουν ότι πέθαναν για λευτεριά... Όχι, όχι, δεν υπάρχει πολιτική στα τραγούδια μου. Μια γωνιά στο μυαλό μου είναι ελληνική. Κι αυτή η γωνιά βλέπει διαφορετικά τα πράγματα. Το μόνο τραγούδι μου που μπορεί να παρεξηγηθεί είναι το «Ρεβέκκα». Μιλάει για τους Εβραίους που έζησαν στα χιτλερικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Τα τραγούδια μου μιλάνε για το καλοκαίρι, για την θάλασσα, ιστορίες απλές, μπανάλ, δεν φέρνουν κανένα μήνυμα, δεν έχουν ιδεολογικές ανησυχίες.
Σίγουρα κάποιοι (χουντικοί) τράβηξαν αδίκως το αυτί του τραγουδιστή, γιατί αλλιώς δεν δικαιολογείται τέτοιος... διαχωρισμός θέσης. Δεν θα ήταν, μάλιστα, λάθος αν υποθέταμε πως παράγοντες της χούντας απαίτησαν από τον ίδιο τον Ντέμη Ρούσσο να προβεί σε τέτοιου τύπου δηλώσεις. Κι αυτό το λέμε, γιατί από μόνος του ο τραγουδιστής δεν θα είχε κανένα λόγο να το πράξει. Χωρίς να υπάρχει πίεση δηλαδή. Εξάλλου, όταν ο Ρούσσος το 2010 έλεγε πως... είχε κοντέψει να βρει τον μπελά του από τους χουντικούς, αυτό εννοούσε.
Είχε δημιουργηθεί θέμα λοιπόν, και έπρεπε ο ίδιος να πάρει θέση. Και πήρε, εκείνη που πήρε. Και ο καθένας από εμάς μπορεί να σχηματίσει (σήμερα) τη δική του γνώμη, αν έπραξε καλώς ή όχι.
Να πούμε απλώς πως αν η χούντα, για τους δικούς της λόγους, τους όποιους λόγους, ακύρωνε το διαβατήριό του, τότε ο Ντέμης Ρούσσος δεν θα μπορούσε να ξαναέλθει στην Ελλάδα – και αυτό, γενικώς, το λάβαιναν υπ' όψιν τους πολλοί Έλληνες του εξωτερικού, που είχαν λόγους (οικογενειακούς ή άλλους) να πηγαινοέρχονται στη χώρα.
Στα μέσα του '73 κανείς δεν γνώριζε για πόσο ακόμη θα υπήρχε χούντα στον τόπο (ας σκεφθούμε μόνον πως το σύνταγμα εκείνης της χρονιάς εδραίωνε τον δικτάτορα Παπαδόπουλο, στην Προεδρία της Δημοκρατίας για οκτώ χρόνια, μέχρι την 1η Ιουνίου 1981) και οι περισσότεροι μετρούσαν πολύ καλά και το «τι λέγανε», και το «τι κάνανε», και τι συνέπειες θα μπορούσε να είχαν όλα εκείνα που λέγανε ή κάνανε. Ανθρώπινα είναι αυτά.
Δεν ήταν όλοι οι Έλληνες, που πηγαινοέρχονταν στην χώρα, διατεθειμένοι να βάλουν το κεφάλι τους στο ντορβά (ούτε όσοι ζούσαν εντός, βεβαίως). Δεν έκαναν όλοι αντίσταση. Και δεν μπορούμε, σώνει και καλά, να τους κατηγορήσουμε γι' αυτό. Πόσο μάλλον ένα νεαρό παιδί 27 ετών, που ετύγχανε και ποπ καλλιτέχνης – και όχι κάποιος εγνωσμένος αριστερός, με δράση, ας πούμε.
Μετά την Θεσσαλονίκη (8-9 Σεπτεμβρίου του ’73) ο Ντέμης Ρούσσος θα τραγουδούσε και στην Αθήνα, στις 10 Οκτωβρίου, στο γήπεδο του Παναθηναϊκού (με Πασχάλη, Λήδα-Σπύρο, Μαρίνα και Robert Williams ως support), αλλά όταν θα ξαναρχόταν στην Ελλάδα, τον Αύγουστο του 1975, στο απόγειο της παγκόσμιας δόξας του, για συναυλίες στο Ηράκλειο, την Αθήνα και την Θεσσαλονίκη, μα και για την παραλαβή χρυσού δίσκου για το "Forever and ever", θα έπεφταν ξανά στο τραπέζι όλα εκείνα που είχε πει το 1973 περί μπριζόλας κ.λπ., ότι δεν είχε καταδικάσει την χούντα και τα σχετικά δηλαδή, με αποτέλεσμα οι συναυλίες του, σε μια περίοδο έντονης πολιτικοποίησης στη χώρα, να πάνε σχεδόν άπατες.
Όπως είχε πει και ο προσφάτως εκλιπών οργανίστας των Idols Νότης Λαλαΐτης, που τότε έπαιζε στην μπάντα του Ντέμη Ρούσσου:
«Ενώ την προηγούμενη μέρα ο Μίκης Θεοδωράκης είχε στον ΟΦΗ (σ.σ. στη συναυλία στο Ηράκλειο) δεν ξέρω κι εγώ πόσες χιλιάδες κόσμο, εμείς είχαμε 1.300 άτομα, και οι περισσότεροι ήταν ξένοι. Ερχόμαστε στην Αθηναία (σ.σ. αθηναϊκό κλαμπ). Την πρώτη μέρα γεμάτη κατά τα τρία-τέταρτα, πάμε στο γήπεδο του Πανιωνίου, 1.000 άτομα. Ξαναπαίζουμε στην Αθηναία, λιγότερο από το μισό μαγαζί γεμάτη. Έπαιρνε τηλέφωνο ο τάδε εφοπλιστής και ακύρωνε το τραπέζι. Τα δημοσιεύματα μάς έκαναν μεγάλη ζημιά». [ogdoo.gr, 18/6/2018, συνέντευξη στον Γιάννη Αλεξίου]
Ντέμης Ρούσσος και Μαρινέλλα είχαν πολύ καλή σχέση από εκείνη ήδη την εποχή. Δεν είναι, εννοούμε, μόνον οι πολύ θερμές δηλώσεις του Ρούσσου για την Μαρινέλλα το 2010 (στο περιοδικό του Ελληνικού Φεστιβάλ).
Στο περιοδικό ΦΑΝΤΑΖΙΟ (#236, 4 Σεπτεμβρίου 1973), λίγο πριν από τις συναυλίες στην Θεσσαλονίκη, είχε δηλώσει ο Ρούσσος στην Όλγα Μπακομάρου:
Από τους Γάλλους τραγουδιστές θαυμάζω τον Ζακ Μπρελ, τον οποίο θεωρώ πραγματικά μεγάλο, και τον Ζιλμπέρ Μπεκώ. Από τους δικούς μας μου αρέσουν ο Κώστας Χατζής και η Μαρινέλλα. Έχουν ψυχή μέσα τους.
— Πολλές φορές έχει ακουστεί ότι θα συνεργασθείς με την Μαρινέλλα, είναι αλήθεια;
Ίσως συνεργαστούμε... Τίποτε όμως δεν είναι σίγουρο.
Δεν ξέρω τι νόημα έδινε τότε στην λέξη «συνεργασία» ο Ντέμης Ρούσσος, το σίγουρο είναι όμως πως το 1975, όταν είχε έρθει για συναυλίες στη χώρα μας, είχε συναντηθεί με την Μαρινέλλα (είχαν συναντηθεί και νωρίτερα, φυσικά), η οποία είχε συμπεριλάβει στο άλμπουμ της εκείνης της χρονιάς, που είχε τίτλο «Για Πάντα» [Philips], ένα από τα ωραιότερα τραγούδια που είπε ποτέ ο Ντέμης Ρούσσος –το γράψαμε και πιο πριν– το "From souvenirs to souvenirs" (Costandinos / Βλαβιανός), ως «Γιατί φοβάσαι» (με ελληνικούς στίχους ξανά από τον Πυθαγόρα).
Demis Roussos - From Souvenirs To Souvenirs, 1975
σχόλια