Για περισσότερο από μισό αιώνα ταξίδεψε σε όλη την Ελλάδα έχοντας πάντα μαζί του μια φωτογραφική μηχανή. Με τον φακό του απαθανάτισε στιγμές της μεταπολεμικής ζωής, τις μετακινήσεις των νομαδικών φυλών (Βλάχων, Σαρακατσαναίων), τους ντόπιους αγρότες σε παραδοσιακές εργασίες. Κατέγραψε επαγγέλματα που έχουν χαθεί μέσα στον ιλιγγιώδη ρυθμό εκβιομηχάνισης του σύγχρονου κόσμου.
Με τη βέσπα του επισκέφθηκε αμέτρητες πόλεις και χωριά, φωτογραφίζοντας τις πιο όμορφες γωνιές μιας ξεχασμένης Ελλάδας, από τον Πηνειό και τη λίμνη Κάρλα μέχρι τη Σκόπελο, το Άγιο Όρος και την Κρήτη. H αγάπη του για τη φύση τον οδήγησε στον Όλυμπο, και φωτογράφισε ακόμη και τις πιο δύσβατες περιοχές του. Ο Όλυμπος έγινε, μάλιστα, το σημείο αφετηρίας της φωτογραφικής του πορείας, με αφορμή μια εκδρομή του ορειβατικού συλλόγου. Τότε, πάνω στο ψηλότερο βουνό, αντιλήφθηκε ότι η αποτύπωση των εικόνων θα ήταν για εκείνον μια διαχρονική και συναρπαστική αναζήτηση.
«Είναι αλήθεια ότι πολλές φορές έβλεπα πράγματα που δεν έβλεπαν οι άλλοι και που ένιωθα πως θα χαθούν. Έτσι γεννήθηκε μέσα μου η αγωνία της απαθανάτισης».
Αγαπημένα θέματά του η ζωή στον Θεσσαλικό Κάμπο και στα βουνά της Πίνδου και του Ολύμπου. Δεν τον ενδιέφερε το φευγαλέο και το εφήμερο αλλά η αρμονία και η κινησιολογία των ανθρώπων. Μετέτρεπε το στιγμιαίο σε παντοτινό και έβλεπε όλα τα θέματά του, όπως έλεγε, «κάτω από μια διαδικασία συνεχούς φθοράς». Τον γοήτευαν τα παιχνίδια με το φως, οι ομίχλες, οι αντικατοπτρισμοί και οι αντανακλάσεις. Παρατηρούσε διαρκώς και με ποιητικό τρόπο όλες τις αθέατες πτυχές του κόσμου, ενώ επιδίωκε να διασώσει όλα εκείνα που θεωρούσε ότι δεν έβλεπαν οι άλλοι.
Στεκόταν πάντα μπροστά στα ερείπια ενός γκρεμισμένου σπιτιού αλλά και σε οτιδήποτε άλλο υπονοούσε την ανθρώπινη παρουσία. Μοναδικά και σπάνια τοπία, ποταμοί, ψηλόλιγνα δέντρα, λίμνες και η απλότητα των ανθρώπων κυριάρχησαν στο φωτογραφικό σύμπαν του Τάκη Τλούπα. Δεν είναι τυχαίο ότι θεωρείται ο Θεσσαλός φωτογράφος που αποτύπωσε μοναδικά την «ασπρόμαυρη» Ελλάδα, που χάθηκε στο πέρασμα των χρόνων.
Γεννήθηκε στη Λάρισα το 1920. Από τον επιπλοποιό πατέρα του έμαθε την ξυλογλυπτική και συνέχισε να την εξασκεί μέχρι την Κατοχή. Κομβικός σταθμός στην προσωπική του διαδρομή ήταν το έτος 1945.
Λίγο μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αποφάσισε να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη φωτογραφία και να ανοίξει στον τόπο καταγωγής του το δικό του φωτογραφείο. Στην αρχή δανειζόταν μηχανές από φίλους και αργότερα αγόρασε την πρώτη του φωτογραφική μηχανή, μια Box Tengor.
Αρχικά έβγαλε κάποιες οικογενειακές φωτογραφίες, απαθανατίζοντας κυρίως τον αδελφό του και την αδελφή του, ενώ το πρώτο φιλμ που εμφάνισε ήταν σχεδόν καμένο. Έκτοτε, θα ακολουθούσε μια επιτυχημένη πορεία που θα τον κατέτασσε στους σπουδαιότερους εκπροσώπους της τέχνης της φωτογραφίας. Αιχμαλώτισε με βαθιά ευαισθησία χαρακτηριστικές απόψεις της μεταπολεμικής και νεότερης Λάρισας και εικόνες από την καθημερινή ζωή, τα ήθη και τα έθιμα των ανθρώπων του θεσσαλικού χώρου.
Ως δεινός περιπατητής, φρόντιζε να απεικονίζει όλες τις εκφάνσεις του αστικού τοπίου αλλά και της ελληνικής υπαίθρου. Απ’ τη σιωπή των μοναστηριών, τις αγροτικές εργασίες και τις συνθήκες της καθημερινότητας ως το περιβάλλον, την κοινωνική ζωή και τον δομημένο χώρο. Φωτογραφίες ζωντανές που όταν τις βλέπεις σε συγκινούν και ανασύρουν μνήμες του χθες ταυτισμένες με δύσκολες συγκυρίες.
«Την πρώτη επαφή με τη φωτογραφία την είχα όταν διάβασα σε ένα περιοδικό, τον "Θεατή", ένα άρθρο που έλεγε: "Πώς να φωτογραφίζετε καλαίσθητα"», είχε πει. Έτσι, ως αυτοδίδακτος, μας μύησε στον τρόπο με τον οποίο εκείνος έβλεπε ανθρώπους και τόπους. Παρέμεινε ένα πνεύμα ελεύθερο, ανήσυχο και ζωηρό. Ήταν προοδευτικός και πρωτοπόρος, ενώ έβλεπε μπροστά από την εποχή του. Οι κόρες του έχουν πει για τον πατέρα τους ότι «αντιπαθούσε τις βαθυστόχαστες αναλύσεις, ήταν απλός αλλά όχι απλοϊκός, ολιγαρκής αλλά και γενναιόδωρος σε αγάπη και ευαισθησία».
Παράλληλα, τον σκιαγραφούν ως εξής: «Λιγομίλητος, "κλειστός" άνθρωπος, σπάνια εκδηλωνόταν. Όμως ένα βλέμμα, μια κίνηση, ένα νεύμα του ήταν το παν. Μάθαμε πράγματα που δεν διδάσκονται στα σχολεία. Να παρατηρούμε τα πάντα γύρω μας με μοναδική ευαισθησία, τις πρώτες ακτίνες του ήλιου, τα σύννεφα στη δύση, τα χρώματα του δάσους το φθινόπωρο, τα μανιτάρια, μα πιο πολύ τον άνθρωπο».
Ο Τάκης Τλούπας βραβεύτηκε για το έργο του, ενώ έκανε πολλές ατομικές εκθέσεις και συμμετείχε σε πολλές ομαδικές, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Όταν πέθανε, στις 8 Μαΐου του 2003, άφησε χιλιάδες αρνητικά όπου αποτυπωνόταν ένας ολόκληρος κόσμος που είχε οριστικά χαθεί. Το πολύτιμο αυτό υλικό του Τάκη Τλούπα υπάρχει αρχειοθετημένο και είναι στη διάθεση κάθε ενδιαφερόμενου, στο studio φωτογραφίας που διατηρεί πλέον η κόρη του, Βάνια Τλούπα, η οποία συνεχίζει την παράδοση στην τέχνη της φωτογραφίας.
Σε επικοινωνία που είχα μαζί της αφηγείται: «Ο μπαμπάς μου ήταν ένας άνθρωπος απλός, ολιγαρκής και πάντα γενναιόδωρος σε αγάπη και ευαισθησία με ανθρώπους που πραγματικά εκτιμούσε. Αν και είχαμε μεγάλη διαφορά ηλικίας, το πνεύμα του και ο ενθουσιασμός του για τη ζωή κάποιες φορές μπορεί και να υπερτερούσαν του δικού μου.
Θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό που έχω δουλέψει μαζί του αρκετά χρόνια μέσα στον σκοτεινό θάλαμο, εκεί που όλα αποκτούν μια επιπλέον μαγεία και η σπουδή είναι πολύτιμη. Όταν άρχισα να ασχολούμαι με τη φωτογραφία, ήταν δίπλα μου και σίγουρα ευχαριστημένος. Μου έμαθε να βλέπω το φως, το οποίο, θεωρώ, είναι ό,τι πιο σημαντικό σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία. Πιο μικρή σκεφτόμουν ότι αν ήταν ίσως λίγο πιο ομιλητικός μπορεί να µε βοηθούσε περισσότερο. Βέβαια, αυτά που ήταν να μάθω τα έμαθα πολύ καλά.
Η επιδοκιμασία του ή η αποδοχή του εκφράζονταν με λίγες λέξεις ή και µόνο µε ένα νεύμα. Το τρίπτυχό του ήταν: "βλέπεις, νιώθεις, δημιουργείς". Όταν ξεκίνησα να δραστηριοποιούμαι επαγγελματικά στη φωτογραφία κατάλαβα ότι θα επικοινωνούμε έτσι. Ένα νεύμα λοιπόν ήταν αρκετό για να νιώσω ότι είμαι σε καλό δρόμο! Προφανώς βλέποντας τη φωτογραφική ματιά μου καταλάβαινε ότι αντιλαμβάνομαι αρκετά πράγματα. Μεγαλώνοντας πλέον κατάλαβα ότι δεν χρειάζεται να τα εξηγείς όλα… Μέλημά μου όλα τα χρόνια είναι να διαφυλάττω και να προβάλλω όσο γίνεται καλύτερα το πολύτιμο φωτογραφικό έργο του, συστήνοντάς το στις επόμενες γενιές».
Ξεχωριστή αξία αποκτά το λεύκωμα με τίτλο «Η Ελλάδα του Τάκη Τλούπα», το οποίο περιλαμβάνει αντιπροσωπευτικές φωτογραφίες από όλες τις ενότητες που συνθέτουν το έργο του και συνοδεύεται από κείμενα του Αντώνη Καρκαγιάννη και του Γιώργου Χουρμουζιάδη. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καπόν και, όπως διαβάζουμε και στο οπισθόφυλλο, «παρουσιάζει ένα θαυμάσιο δείγμα της δουλειάς αυτού του μοναδικού Λαρισαίου φωτογράφου, που υπηρέτησε τη φωτογραφία ως δημιουργική τέχνη, με βάση την προσωπική του αισθητική της εικόνας και τη βαθιά του πίστη στη σημασία της έρευνας.
Γι’ αυτόν το λόγο δεν είναι ένα απλό "άλμπουμ" με καλές φωτογραφίες. Προσπαθεί να δείξει με ποιο τρόπο ο καλλιτέχνης έβλεπε τη φύση και τους ανθρώπους μέσα από τον φωτογραφικό του φακό, έτσι ώστε να μας δώσει τις αλήθειες ενός κόσμου που χάθηκε».
Στη συζήτησή μας η εκδότρια Ραχήλ Μισραχή-Καπόν μού εξηγεί: «Είχαμε συζητήσει επανειλημμένα με τον Τάκη Τλούπα την προοπτική έκδοσης του βιβλίου, αλλά δεν καταφέρναμε να βρούμε χορηγό. Εγώ όμως είχα πεισμώσει και μετά από μια συνάντησή μας στη Λάρισα επέστρεψα στην Αθήνα και μέσα σε 15 ημέρες είχαμε ολοκληρώσει το δείγμα.
Δεν θα ξεχάσω όταν ξύπνησα ένα Σάββατο πρωί και είπα στον Μωυσή, τον άντρα μου, "εγώ φεύγω για Λάρισα!". "Καλά", μου λέει, "τρελάθηκες; Πού θα πας τέτοια ώρα έτσι ξαφνικά;". Του απαντώ "φεύγω για τη Λάρισα τώρα, με το δείγμα".
Πράγματι, πήρα το δείγμα και φτάνοντας στη Λάρισα πήγα κατευθείαν στον Τάκη και του το έδειξα. "Λες να προλάβουμε;", μου είπε. "Καλέ, τι λες; Φυσικά και θα προλάβουμε. Τι θα πάθουμε; Θα πεθάνουμε;" "Ε, είμαι μεγάλος". "Σιγά την ηλικία, Τάκη! Ανεβαίνεις όλα τα βουνά και συζητάς αν θα προλάβουμε να βγάλουμε το βιβλίο;" Δεν μπορώ να περιγράψω τη χαρά που είχαν τα μάτια του. Έπειτα επέστρεψα στην Αθήνα και με τον Μωυσή και τους συνεργάτες μου ασχοληθήκαμε με την επιλογή των φωτογραφιών. Το καλοκαίρι εκείνο το πέρασα στο Πήλιο με απλωμένες τις φωτογραφίες σε όλα τα τραπέζια, στους καναπέδες, παντού, τόσο με είχε συνεπάρει αυτή η έκδοση.
Παράλληλα με την επιλογή του υλικού, μίλησα με τον Καρκαγιάννη και τον Χουρμουζιάδη και τους ζήτησα να γράψουν άμεσα τα κείμενα για το βιβλίο. Και οι δυο απόρησαν με τη βιασύνη μου, αλλά εγώ τους εξήγησα ότι είχα δει τον Τάκη στενοχωρημένο και ήθελα πολύ να του δώσουμε αυτήν τη χαρά, να κρατήσει το βιβλίο του στα χέρια του.
Αυτή η φούρια βασιζόταν καθαρά στη διαίσθησή μου και όχι σε κάτι άλλο, μιας και ο Τάκης μπορεί να ήταν περίπου ογδόντα χρονών, αλλά η υγεία του ήταν καλή. Μετά από λίγο καιρό ο Γιώργος ο Χουρμουζιάδης παρέδωσε το κείμενό του, το σελιδοποιήσαμε και συνεχίσαμε να δουλεύουμε το βιβλίο με γρήγορους ρυθμούς. Τότε μου τηλεφώνησε ο Καρκαγιάννης και μου είπε ότι ο Τάκης "έφυγε".
"Και πού πήγε;", τον ρώτησα. Δεν φαντάστηκα στιγμή ότι λέγοντάς μου "έφυγε" εννοούσε ότι είχε πεθάνει. Μου κόστισε απίστευτα ο θάνατός του. Θυμάμαι ότι στην παρουσίαση του βιβλίου στο Μουσείο Μπενάκη μιλούσα και έκλαιγα, μου ήταν αδύνατο να σταματήσω και δεν μπορούσα να το πιστέψω ότι παρουσιάζαμε το βιβλίο χωρίς τον Τάκη. Θα ήθελα με όλη μου την καρδιά να είχα προλάβει να του δώσω το βιβλίο του τυπωμένο».
Όσον αφορά τη σχέση της μαζί του, περιγράφει: «Το δέσιμό μου με τον Τάκη Τλούπα ξεκινά από την παιδική μου ηλικία, καθώς η μητέρα μου, επειδή ήμουν πολύ όμορφο μωρό, με πήγαινε τα Σάββατα για να με φωτογραφίζει. Πιστεύω ότι είναι σπάνιο στη ζωή να συναντήσει κανείς ανθρώπους σαν κι αυτόν. Υπήρξε ένας ήσυχος, ήρεμος και γλυκύτατος άνθρωπος που δεν θύμωνε ποτέ. Η αύρα του ήταν πάντα θετική και ήταν καλόπιστος με τους γύρω του, ό,τι κι αν του έκαναν. Δεν θυμάμαι ποτέ να τον είδα νευριασμένο. Όλες αυτές οι ποιότητες του χαρακτήρα του αποτυπώνονταν και στο φωτογραφικό του έργο. Πώς θα μπορούσε να βγάλει αυτά τα υπέροχα πορτρέτα αν δεν αγαπούσε βαθιά τον άνθρωπο;
Διάλεγε ανθρώπους δοκιμασμένους απ’ τη ζωή, αγρότες, ψαράδες, γιαγιάδες με τα σημάδια του χρόνου στο πρόσωπό τους και διέκρινε σ’ αυτούς πράγματα που οι υπόλοιποι δεν μπορούσαν να διακρίνουν. Υπάρχει μια ιστορία με τον Κοντέλη, που εμπορευόταν τρακτέρ, και τον Τάκη Τλούπα. Ο Κοντέλης μού ζήτησε να εκδώσουμε το βιβλίο "Τα εργαλεία της παράδοσης", και όταν τον επισκέφτηκα στο γραφείο του ανακάλυψα ένα μουσειάκι με εργαλεία γεωργικά κ.ά. Μου διηγήθηκε, λοιπόν, πώς δημιουργήθηκε αυτή η συλλογή.
Όταν πρωτοπήγε στις πλατείες και στα καφενεία της Λάρισας για να γνωρίσει τους ανθρώπους των χωριών, γνώρισε και τον Τάκη Τλούπα, ο οποίος του ζήτησε να τον παίρνει μαζί του για να φωτογραφίζει τους αγρότες. Τότε ο Τάκης είχε μόνο το ποδήλατό του, με το οποίο επισκεπτόταν τα γύρω χωριά της Λάρισας. Το πρώτο πράγμα που ζήτησε ο Τάκης από τον Κοντέλη ήταν, κατά την πώληση των τρακτέρ, να ζητάει από τους αγρότες τα παλιά τους εργαλεία, γιατί ήταν σίγουρος ότι θα τα πετούσαν και ήθελε να τα περισώσει. Την τσάπα, το άροτρο, το υνί, το δρεπάνι που κόβουν τα στάρια κ.ά. Έτσι δημιουργήθηκε αυτή η συλλογή, από τη μέριμνα του Τάκη να μη χαθούν τα εργαλεία με τα οποία οι άνθρωποι δούλευαν τη γη».
Τι άνθρωπος ήταν; Η κυρία Ραχήλ Καπόν απαντά: «Είχε πολλές τέτοιες ευαισθησίες. Του άρεσαν πάρα πολύ οι εκδρομές, και πηγαίναμε και μαζί. Στην Πόρτα Παναγιά, έξω από τα Τρίκαλα, βρίσκαμε γεφύρια, εκκλησίες. Μια φορά, γυρίζοντας από μια τέτοια εκδρομή, καθόμαστε με τους γονείς μου στον καναπέ του σπιτιού του και ζήτησε να τραβήξει μια φωτογραφία. Εγώ δεν ήθελα γιατί ήμουν αχτένιστη και κουρασμένη, όμως αυτός επέμεινε και αυτή η φωτογραφία υπάρχει σήμερα στο βιβλίο.
Ήξερε πολύ καλά να δουλεύει τα χημικά κατά την εμφάνιση του φιλμ και να δίνει μοναδικά γκρίζα και μαύρα, και υπέροχες σκιές. Του άρεσε να πηγαίνει με τον Γιώργο Χουρμουζιάδη στον Πηνειό. Ο Πηνειός τότε είχε νερό και πολλές φορές πλημμύριζε. Όταν τραβιόντουσαν τα νερά, κατά μήκος της κοίτης βρίσκανε προϊστορικά ειδώλια. Είχε δημιουργήσει μια καταπληκτική συλλογή, επειδή είχε άδεια συλλέκτη και κατόχου. Την είχε τοποθετήσει σε βιτρίνες στο σπίτι του και πολύς κόσμος από την Ελλάδα και το εξωτερικό την επισκεπτόταν. Η συλλογή αυτή τώρα εκτίθεται στο Διαχρονικό Μουσείο Λάρισας».
«Είναι αλήθεια ότι πολλές φορές έβλεπα πράγματα που δεν έβλεπαν οι άλλοι και που ένιωθα πως θα χαθούν. Έτσι γεννήθηκε μέσα μου η αγωνία της απαθανάτισης. Η συνεχόμενη φθορά που παρατηρούσα γύρω μου αποτέλεσε επίσης την αιτία για να φωτογραφίσω τα έργα των ανθρώπων», έλεγε ο ίδιος. Κι είναι αλήθεια ότι με τον φωτογραφικό του φακό εξελίχθηκε συνειδητά σε έναν μάρτυρα μιας λησμονημένης εποχής, σε έναν εμβληματικό φωτογράφο που με την ξεχωριστή του ματιά δημιούργησε σπάνιο φωτογραφικό υλικό από μια Ελλάδα που πλέον δεν υπάρχει και διέσωσε τις αλήθειες ενός κόσμου που χάθηκε.