Το Bernal Espacio Galería φιλοξενεί έως τις 30 Νοεμβρίου μια συλλογή από τις καλύτερες φωτογραφίες του Γερμανού καλλιτέχνη Άουγκουστ Ζάντερ, οι οποίες έχουν επιλεγεί από τον γιο του, Julian Sander, ιδρυτή και διευθυντή της γκαλερί τέχνης Galerie Julian Sander, που έχει στόχο τη διάσωση και ανάδειξη του έργου του πατέρα του.
Γεννημένος στο Χέρντορφ της Γερμανίας το 1876, ο Άουγκουστ Ζάντερ ήταν φωτογράφος που ξεκίνησε να ασχολείται με αυτή την τέχνη σε πολύ νεαρή ηλικία.
Ο πατέρας του Ζάντερ ήταν ανθρακωρύχος και αργότερα η οικογένεια είχε ένα μικρό αγροτεμάχιο. Ο Ζάντερ, που ήταν ένα από τα εννιά παιδιά της οικογένειας, ανακάλυψε για πρώτη φορά τη φωτογραφία στο τοπικό ορυχείο, ενώ βοηθούσε στη μεταφορά του εξοπλισμού ενός φωτογράφου της εταιρείας. Είχε πει ότι το να κοιτάζει μέσα από μια κάμερα «τον καθήλωσε - και όχι μόνο για εκείνη τη στιγμή».
Πέρασε τη στρατιωτική του θητεία (1897-99) ως βοηθός φωτογράφου και στη συνέχεια ίδρυσε το δικό του φωτογραφείο στην Κολωνία το 1909. Ο Ζάντερ κατάφερε να γράψει κοινωνιολογία όχι γράφοντας, αλλά δημιουργώντας φωτογραφίες – φωτογραφίες προσώπων και όχι απλών μοντέλων, που αφηγούνται μια ιστορία, την ιστορία τους.
Στο έργο του, που διήρκεσε τέσσερις δεκαετίες της ζωής του, ο Ζάντερ προσπάθησε να καταγράψει συστηματικά τη σύγχρονη γερμανική κοινωνία. Αυτό το εγκυκλοπαιδικό magnum opus αποτελεί ένα από τα πιο μνημειώδη εγχειρήματα στην ιστορία της φωτογραφίας. Το έργο του Ζάντερ έχει χρησιμεύσει ως πηγή έμπνευσης για σύγχρονους φωτογράφους, ενώ άσκησε βαθιά επιρροή στις νέες γενιές εικαστικών καλλιτεχνών σε όλα τα μέσα.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1920 ξεκίνησε το εξαιρετικά φιλόδοξο έργο του «Άνθρωποι του 20ούαιώνα». Σε αυτό, είχε στόχο να καταγράψει τη Γερμανία, τραβώντας πορτρέτα ανθρώπων από όλα τα κοινωνικά στρώματα. Στο έργο του, που διήρκεσε τέσσερις δεκαετίες της ζωής του, ο Ζάντερ προσπάθησε να καταγράψει συστηματικά τη σύγχρονη γερμανική κοινωνία. Αυτό το εγκυκλοπαιδικό magnum opus αποτελεί ένα από τα πιο μνημειώδη εγχειρήματα στην ιστορία της φωτογραφίας. Το έργο του Ζάντερ, έχει χρησιμεύσει ως πηγή έμπνευσης για σύγχρονους φωτογράφους, ενώ άσκησε βαθιά επιρροή στις νέες γενιές εικαστικών καλλιτεχνών σε όλα τα μέσα.
«Δεν μισώ τίποτα περισσότερο από τις ζαχαρωμένες φωτογραφίες με κόλπα, πόζες και εφέ. Επιτρέψτε μου λοιπόν να είμαι ειλικρινής και να πω την αλήθεια για την εποχή μας και τους ανθρώπους της», έλεγε ο Ζάντερ, ο οποίος θεωρείται πλέον ο προπάτορας της εννοιολογικής τέχνης και ένας πρωτοπόρος δημιουργός του ντοκιμαντέρ της ανθρώπινης διαφορετικότητας.
Στην Κολωνία στις αρχές της δεκαετίας του 1920 ο Ζάντερ ίδρυσε ένα φωτογραφικό στούντιο πορτρέτων. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαμορφωτικής περιόδου, συναντιόταν τακτικά με την ομάδα των Προοδευτικών της Κολωνίας, που περιλάμβανε τους σημαντικούς καλλιτέχνες Franz W. Seiwert, Jankel Adler και Heinrich Hoerle. Το 1927, μαζί με τον συγγραφέα Ludwing Matha, ταξίδεψε στη Σαρδηνία, όπου τράβηξε περίπου 500 στιγμιότυπα. Το έργο «Άνθρωποι του 20ού αιώνα», του οποίου τα ίχνη χρονολογούνται από το 1910, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά σε μια έκθεση στο Kölnische Kunstverein το 1927. Η υποδοχή του ήταν θερμή, και μάλιστα αποκάλεσαν τον Ζάντερ «Ο Μπαλζάκ του φακού». Η ουσιαστική, τεχνικά ακριβής προσέγγισή του, ενισχυμένη από την υιοθέτηση μιας απλής οπτικής γωνίας και τη χρήση του φυσικού φωτός, ήταν ο τρόπος λειτουργίας του Ζάντερ για την καταλογογράφηση της κοινωνίας – αποκαλύπτοντας μια αλήθεια για την εποχή και τους συμπολίτες του.
Αυτή η έκθεση οδήγησε στην έκδοση του πρώτου του βιβλίου «Antlitz der Zeit», το 1929. Συνολικά, οι εικόνες του Ζάντερ σχηματίζουν ένα εικονογραφικό μωσαϊκό της Γερμανίας του Μεσοπολέμου. Οι ραγδαίες κοινωνικές αλλαγές και η νέα ελευθερία συνοδεύτηκαν από οικονομική ανασφάλεια και κοινωνική και πολιτική αναταραχή. Φωτογραφίζοντας τους πολίτες της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης –από την καλλιτεχνική, μποέμ ελίτ μέχρι τους ναζί και αυτούς που καταδίωκαν– οι φωτογραφίες του Σάντερ μιλούν για ένα αβέβαιο πολιτισμικό τοπίο. Είναι ένας κόσμος που χαρακτηρίζεται από εκρήξεις δημιουργικότητας, υπερπληθωρισμό και πολιτική αναταραχή. Τα πρόσωπα όσων φωτογράφισε δείχνουν ίχνη αυτής της συλλογικής ιστορικής εμπειρίας.
Το 1936, τα απούλητα αντίτυπα του βιβλίου κατασχέθηκαν, πιθανότατα λόγω της αναπαράστασης στην έκδοση μιας ετερογενούς γερμανικής κοινωνίας. Το Κόμμα των Ναζί αποδοκίμαζε τέτοιες κοινωνικές αναπαραστάσεις.
Ανεξάρτητα από την πολιτική κατάσταση στη Γερμανία το 1933-1945, ο Ζάντερ συνέχισε να λειτουργεί το φωτογραφείο του στην Κολωνία, απεικονίζοντας διανοούμενους, Εβραίους, εθνικοσοσιαλιστές, καθώς και τους ανώνυμους ανθρώπους του δρόμου. Από το 1942 άρχισε να μεταφέρει τα πιο σημαντικά μέρη του αρχείου του στο Kuchhausen, ένα μικρό χωριό στο Westerwald, όπου συνέχισε το φωτογραφικό του επάγγελμα καθώς και το έργο του. Αν και το στούντιό του στην Κολωνία καταστράφηκε σε βομβαρδισμό του 1944, ο Ζάντερ συνέχισε να εργάζεται στο «Άνθρωποι του 20ού αιώνα» σε όλη την υπόλοιπη ζωή του.
Το 1951, ο Γερμανός συλλέκτης και επιχειρηματίας L. Fritz Gruber αφιέρωσε μια εκτενή έκθεση στον Ζάντερ στη Photokina της Κολωνίας και τον σύστησε στον Edward Steichen. Το 1953, ο Steichen επέλεξε μια σειρά από τα έργα του για να συμπεριληφθούν στην έκθεσή του «The Family of Man», στο MoMA στη Νέα Υόρκη. Ο Ζάντερ έχει έκτοτε τιμηθεί με σημαντικές ατομικές εκθέσεις και έχει συμπεριληφθεί σε σημαντικές ομαδικές εκθέσεις και δημόσιες συλλογές σε όλο τον κόσμο. Όταν εγκαταστάθηκε στην ύπαιθρο, αφοσιώθηκε στη φωτογράφηση της φύσης. Μετά τον πόλεμο συνέθεσε ένα έργο για την καταστροφή της Κολωνίας, της πόλης όπου ζούσε. Λίγο αργότερα ουσιαστικά εγκατέλειψε τη φωτογραφία. Το 1961 τιμήθηκε με το Βραβείο Πολιτισμού της Γερμανικής Φωτογραφικής Ένωσης. Πέθανε το 1964 στην Κολωνία σε ηλικία 87 ετών.
Είπε κάποτε «Το πορτρέτο είναι ο καθρέφτης σου. Είσαι εσύ». Πίστευε ότι, μέσω της φωτογραφίας, μπορούσε να αποκαλύψει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των ανθρώπων. Χρησιμοποίησε αυτές τις εικόνες για να πει την ιστορία του καθενός, το επάγγελμά τους, την πολιτική, την κοινωνική τους κατάσταση και το υπόβαθρό τους. Οι φωτογραφίες του, τραβηγμένες σε ουδέτερο υπόβαθρο και τιτλοφορούμενες τις περισσότερες φορές μόνο από το επάγγελμα, άφηναν τα πρόσωπα να μιλήσουν από μόνα τους.
Δεν χρησιμοποίησε την πρόσφατα τότε εφευρεθείσα κάμερα Leica, αλλά έμεινε αφοσιωμένος σε μια παλιομοδίτικη φωτογραφική μηχανή μεγάλου μεγέθους και τα γυάλινα αρνητικά, ακολουθώντας τη φωτογραφική διαδικασία του προηγούμενου αιώνα, τη δαγκεροτυπία, που θεωρούσε αξεπέραστης λεπτότητας και αντικειμενικότητας. Από τον Walker Evans και την Dorothea Lange μέχρι την Diane Arbus, οι μεγάλοι φωτογράφοι κάθε περιόδου του 20ού αιώνα χρωστούν πολλά σε αυτήν τη μνημειώδη μορφή της φωτογραφίας και το εμποτισμένο με ψυχολογικό βάθος και κοινωνική συνείδηση έργο του.