Δύσκολο να μιλήσει κανείς για τη χρονιά που τέλειωσε και έπληξε βαθιά την ανθρωπότητα με τρόπους που ακόμα δεν έχουν μετρηθεί. Ο κόσμος του θεάτρου ήταν σίγουρα από τα μεγαλύτερα θύματα: παραστάσεις που κατέβηκαν απότομα, χωρίς ούτε ένα φιλί ζωής, ματαιωμένα σχέδια, χαμένες επενδύσεις, στασιμότητα, ανασφάλεια, περιορισμένες ή ανύπαρκτες επιλογές, ανεργία, αγώνας για επιβίωση.
Ας ευχηθούμε να τελειώσει σύντομα ο εφιάλτης, να ξανανοίξουν οι αίθουσες, να μπορέσουμε πάλι να δούμε, να ακούσουμε, να αισθανθούμε την ενέργεια των ηθοποιών και όλων των δημιουργών του θέατρου που κρατούν τη φαντασία και την ευαισθησία μας δυνατή και υγιή. Οι τρεις παραστάσεις που παραθέτουμε εδώ απέδειξαν περίτρανα τη ζωτική και αδιαμφισβήτητη προσφορά του θεάτρου στην πνευματική και ψυχολογική μας ωρίμανση, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο.
Οι τρεις αδελφές
Σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά
Θέατρο Βεάκη
Οι «Τρεις Αδελφές» του Καραντζά είναι γερασμένες από το πρώτο λεπτό. Βρίσκονται στο μέλλον και θυμούνται τα παλιά; Βιώνουν ξανά και ξανά το τραύμα τους, βυθισμένες στο άχρονο σύμπαν του ασυνείδητου; Δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα, αλλά αυτή η αμφισημία μάς γοητεύει. Νιώθουμε πως ο χρόνος έχει συμπτυχθεί ή, αντιστρόφως, έχει απλωθεί στο διηνεκές. Σε κάθε περίπτωση, η επιθυμία των ηρωίδων μοιάζει ανεξάντλητη – ίσως γι' αυτό αναπαριστούν εμμονικά το δράμα τους. Όσο κι αν πληγωθούν, όσο κι αν ματαιωθούν, όσο κι αν συμβιβαστούν με μια άχαρη δουλειά ή έναν μικρόνοο σύζυγο, εκείνες θα συνεχίσουν να επιθυμούν μέχρι τελικής πτώσης.
Πρόκειται για ένα σπουδαίο σκηνοθετικό επίτευγμα, το πώς κατάφερε ο Καραντζάς να τοποθετήσει το ανθρώπινο στο σημείο τομής των τριών διαστάσεων του χρόνου, εκεί όπου συναντιούνται ο παλιός, ο τωρινός και ο μελλοντικός εαυτός μας. Κι αυτοί οι ατέρμονοι κύκλοι του Εγώ διαγράφηκαν με ανατριχιαστική και συγχρόνως συγκινητική διαύγεια στη διάρκεια της παράστασης. Να θυμίσω εδώ την απόλυτη εναρμόνιση του σκηνοθετικού οράματος με εκείνα των υπόλοιπων συντελεστών: τη μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού, τη σκηνογραφία της Μαρίας Πανουργιά και τον φωτισμό του Αλέκου Αναστασίου.
Γιον Γκάμπριελ Μπόρκμαν
Σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά
Υποσκήνιο του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών
Ένα έργο αινιγματικό, με μελοδραματική υπόθεση, που όμως διαθέτει κοινωνική διάσταση και ταυτόχρονα εκτυλίσσεται ως υπαρξιακό θρίλερ, διαποτισμένο με την αχλύ των σκανδιναβικών μύθων: αυτό το ασυνήθιστο όσο και γοητευτικό μείγμα μετέφερε επί σκηνής με τόλμη και φαντασία ο Γιάννης Χουβαρδάς. Ο σκηνοθέτης απέρριψε τα μεγαλοαστικά σαλόνια, όπου συνήθως τοποθετούνται τα ιψενικά αριστουργήματα, και κατευθύνθηκε προς τοπία μεσαιωνικά, εκεί όπου συχνάζουν άρχοντες του σκότους, βασίλισσες του χιονιού και απειλητικοί δαίμονες.
Προχωρώντας ακόμη περισσότερο συνέλαβε (με την πολύτιμη συνδρομή της σκηνογράφου Εύας Μανιδάκη και της ενδυματολόγου Ιωάννας Τσάμη) το γοτθικό αυτό σύμπαν στα έγκατα του Μεγάρου Μουσικής ως μια εκλεκτική σύνθεση αναφορών που έχουν αιχμαλωτίσει τη φαντασία μας διαμέσου της ποπ κουλτούρας. Παρά τις όποιες αδυναμίες, έχουμε να κάνουμε με μια γόνιμη, αναγκαία και εξαιρετικά ευπρόσδεκτη ανάγνωση του Ίψεν, που ενδέχεται να ανοίξει νέα μονοπάτια προσέγγισης του σπουδαίου συγγραφέα.
Ερωτικές καρτ-ποστάλ από την Ελλάδα
Των Ανέστη Αζά και Λένας Κιτσοπούλου
Στέγη Ιδρύματος Ωνάση
Μια σπονδυλωτή, άκρως απολαυστική μουσική σάτιρα, οι «Ερωτικές καρτ-ποστάλ από την Ελλάδα» κατάφεραν κάτι πραγματικά δύσκολο: να μιλήσουν για το ζοφερό παρόν μας με τρόπο καυστικό και χιουμοριστικό συνάμα. Μια ομάδα με οίστρο, ταλέντο και εκρηκτικό ταμπεραμέντο έστησε μια παράσταση αφοπλιστικά άμεση, θαρραλέα και ζωντανή.
Υπήρχε θλίψη σε αυτές τις «Καρτ-ποστάλ», κι ας ήταν ξεκαρδιστικές. Θλίψη για την εποχή της αθωότητας, ατομικής και συλλογικής, που τέλειωσε ανεπιστρεπτί, αλλά προπαντός θλίψη για τη νεότητά μας που έριξε άγκυρα στα χαμένα, και κάποτε τόσο ειδυλλιακά, καλοκαίρια, για να βουλιάξει αμετάκλητα μαζί τους. Τίποτε δεν είναι όπως ήταν – κι εμείς ούτε νέοι ούτε ανέμελοι πια. Τι απέμεινε από όλα αυτά άραγε; Τι απέμεινε μετά από τόσα χτυπήματα, τόσες απογοητεύσεις, τόσες βίαιες αφυπνίσεις, τόση καθολική απώλεια ελέγχου των καταστάσεων;
Απέμεινε προφανώς η ικανότητά μας να αυτοσαρκαζόμαστε: να κοροϊδεύουμε τη νοσταλγική μανία, την περισσή φιληδονία και την τσουρουφλισμένη αφέλειά μας. Το γέλιο δεν θα μας σώσει, αλλά σίγουρα θα μας ανακουφίσει μαγικά. Εξαιρετικά δυνατός ο μονόλογος της Κιτσοπούλου, μια κωμική όσο και οδυνηρή ωδή στην απώλεια, εντυπωσιακή και αιφνιδιαστική η ερμηνεία του Κώστα Κουτσολέλου.
σχόλια