Είναι ό,τι πιο ποιητικό είδα τον χρόνο που τρέχει η παράσταση Απουσία το σώμα της ομάδας σωματικού θεάτρου Πλεύσις (του Αντώνη Κουτρουμπή και της Όλγας Γερογιαννάκη), του κουκλοθεάτρου Αγιούσαγια (του Στάθη Μαρκόπουλου) και του θεάτρου μαριονέτας Ανταμαπανταχού (του Νίκου Τόμπρου και της Ελένης Παναγιώτου). Εικαστική περφόρμανς σε επτά σκηνές την ονομάζουν οι ίδιοι, προφανώς για να δώσουν με λίγες λέξεις το στίγμα της, που δεν είναι σωματικό θέατρο ούτε κουκλοθέατρο, αλλά μια μεικτή πράξη διαφορετικών (και όμως συγγενικών) τρόπων.
Αυτό που κατορθώνουν αφορά το εξής ερεθιστικό παράδοξο, τη συνάντηση μιας αρχαίας παράδοσης, του θεάτρου της κούκλας, με πρωτοποριακές μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης του εικοστού αιώνα, που εξελισσόμενες και μεταλλασσόμενες οδηγούν στις πέρα-από-κατατάξεις περφόρμανς της εποχής μας.
Η σκηνή του θεάτρου Ροές, ένα λευκό παραλληλόγραμμο. Αριστερά και δεξιά του μόλις διακρίνονται οι τέσσερις ερμηνευτές, ντυμένοι στα μαύρα. Κατά τη διάρκεια της παράστασης άλλοτε λειτουργούν σαν σκιές, στρέφοντας την προσοχή μας στο θαύμα που είναι τα (διαφορετικού μεγέθους και χειρισμού) αρθρωτά νευρόσπαστα. Τότε, αν και άμεσα εμπλεκόμενοι ως χειριστές τους, οφείλουν να μείνουν κατά το δυνατό αόρατοι – είναι εντυπωσιακό πόσο πυκνά είναι τα νοήματα που περνά η παράσταση, χωρίς να χρειάζεται λέξεις και σύνθετες λεκτικές διατυπώσεις. Και πώς σώματα, ύλες, ηχητική δραματουργία (ηλεκτροακουστικά τοπία σε άμεση σύνδεση με τη σωματικότητα της κίνησης των περφόρμερ), μιλούν για αρχέγονες αντιφάσεις και σύγχρονες αγωνίες.
Ο σωρός από ροκανίδια της πρώτης σκηνής σε σχέση με το σώμα του πεσμένου άνδρα, για παράδειγμα, με μια νοερή προβολή στο παρελθόν, σε πρότερη φάση, ήταν κορμός δέντρου υπέροχου – κι ο πεσμένος άνδρας, κάθε άνθρωπος, νέος και γεμάτος ορμή για ζωή.
Ένα ακόμα ερεθιστικό παράδοξο που η παράσταση Απουσία το σώμα μας καλεί να αναλογιστούμε αφορά αυτήν ακριβώς την εμπόλεμη σχέση μεταξύ Λόγου και εκφραστικού σώματος: σκεφτόμαστε/προσλαμβάνουμε με λέξεις κάτι που είναι πέραν του Λόγου και των λέξεων.
Άλλοτε, πάλι, η ριζική αντίθεση λευκού και μαύρου σκηνής και κοστουμιών αντανακλά την οντολογική αντίφαση του έλλογου όντος σε σχέση με την καθόλα παράλογη συνθήκη κόσμου και ύπαρξης. Προσέξτε, π.χ., τη σχέση της γυναίκας με το λευκό ρούχο που μοιάζει τόσο πολύ με αρθρωτή κούκλα (έξοχη η Γιώτα Κοτρώνα) με τον μαυροντυμένο άνδρα που τη «χειρίζεται». Ή την άλλη υπέροχη σκηνή όπου ο Στάθης Μαρκόπουλος κινεί πάνω σε τεμνόμενες ράβδους από νέον τη μικρή αρθρωτή κούκλα – αυτό το άψυχο πλάσμα από ξύλο και σπάγγο κινείται με τόση χάρη που κανένας χορευτής δεν πετυχαίνει.
Μου ήρθε στον νου η διδασκαλία του Ζενέ προς τον νεαρό σχοινοβάτη αλλά και ο πολυεπίπεδος προβληματισμός του Χάινριχ φον Κλάιστ σ’ εκείνο το σύντομο κείμενό του για το κουκλοθέατρο (του 1810, στα ελληνικά με τον τίτλο Οι μαριονέτες, εκδ. Άγρα, 1996). Θυμίζω ότι ο Κλάιστ, με αφορμή μια λαϊκή, υπαίθρια παράσταση κουκλοθεάτρου, δεν μιλά μόνο για το παράδοξο της φυσικής χάρης της κούκλας (που επιτυγχάνεται ακριβώς επειδή δεν εμποδίζεται από τη συνείδηση, τη γνώση και την επίγνωση) αλλά και για τις κινήσεις των δακτύλων του χειριστή, που δεν γίνεται παρά να «συνδέονται καλλιτεχνικά με την κίνηση των ανδρείκελων που κρατεί».
Κι αν η περφόμανς μιλά κατεξοχήν για την αποξένωση ψυχών και σωμάτων, θίγει θαυμάσια και το οντολογικό παράδοξο της ίδιας της σκηνικής τέχνης: από το ωραίο στη φύση (ό,τι θέλγει και ευχαριστεί τις αισθήσεις μας και την ψυχή μας, το όμορφο αλλά κι αυτό που βρίσκεται στην καλή στιγμή του) λείπει η πρόθεση και η προμελέτη, τη στιγμή που το ωραίο στην τέχνη είναι πάντα προμελετημένο, κατασκευασμένο και τεχνητό. Μπορεί ποτέ το φυσικό και το τεχνητό να συναντηθούν, χωρίς το ένα να βιάζει το άλλο; Το ξύλινο πόδι της μαριονέττας τι σχέση μπορεί να έχει με το πόδι από σάρκα και αίμα του ερμηνευτή;
Οι προβολές στο παρελθόν, σε ένα καθόλα γοητευτικό μπρος-πίσω στον χρόνο που η παράσταση προκαλεί χωρίς να επιδιώκει, είναι συνεχείς και φωτίζουν τη σκηνική πράξη με πολλαπλά νοήματα. Μια τρομαγμένη γυναίκα μέσα σε έναν χάρτινο κύλινδρο, μια άλλη που βγάζει από το στήθος χάρτινες φιγούρες, ο άνθρωπος-σκιά με τις λευκές παλάμες, η συνάντηση απορίας άνδρα και ξύλινου ανδρείκελου, τα ρούχα στο δάπεδο της σκηνής (ποιοι άνθρωποι τα φορούσαν και πού βρίσκονται τώρα;), οι ξύλινες μικρές φιγούρες, καθεμία με διαφορετική, παγωμένη κίνηση, που κινούν οι περφόρμερ με μακριά ραβδιά σε ποικίλους σχηματισμούς στον χώρο (σε κύκλο ή σε ασύμμετρες συνθέσεις, άλλοτε όλες μαζί άλλοτε σε αντιπαράθεση μονάδων και συνόλων), όλες οι σκηνές της περφόρμανς κάτι έχουν να πουν, αγαπητικό και απελπισμένο.
Ανοίγω ένα ακόμη μικρό βιβλίο, το Χορός και ψυχή του Πολ Βαλερί (του 1923, στα ελληνικά από τις εκδόσεις Διάττων, σε μετάφραση της Μελισσάνθης, 1988): «Σίγουρα τίποτα πιο νοσηρό, αυτό καθαυτό, τίποτα πιο εχθρικό στη φύση από το να βλέπεις τα πράγματα όπως είναι. Μια ψυχρή και απόλυτη διαύγεια είναι ένα δηλητήριο που είναι αδύνατο να καταπολεμηθεί. Το πραγματικό στην κατάσταση του ανόθευτου σταματάει την καρδιά αυτοστιγμεί… Μια σταγόνα απ’ αυτή την παγερή λύμφη αρκεί για να χαλαρώσει μέσα σε μια ψυχή τα ελατήρια και τον παλμό της επιθυμίας, να εξοντώσει όλες τις ελπίδες, να γκρεμίσει όλους τους θεούς που υπήρχαν στο αίμα μας», γράφει. Μόνο ένα αντίδοτο υπάρχει στη φρίκη του πραγματικού, η καλλιτεχνική εκδοχή του.
Δεν είναι λίγες οι φορές που οι λέξεις που μιλούν για μια καλλιτεχνική πράξη αδυνατούν να μεταφέρουν αυτό που βιώνεται ακαριαία, εν προκειμένω τη στιγμή της παράστασης. Μάλιστα, ένα ακόμα ερεθιστικό παράδοξο που η παράσταση Απουσία το σώμα μας καλεί να αναλογιστούμε αφορά αυτήν ακριβώς την εμπόλεμη σχέση μεταξύ Λόγου και εκφραστικού σώματος: σκεφτόμαστε/προσλαμβάνουμε με λέξεις κάτι που είναι πέραν του Λόγου και των λέξεων.
Στο σημείο αυτό (στο οποίο, μεγαλώνοντας, φτάνω όλο και πιο συχνά, αλλά, πάντως, όχι τόσο συχνά, αφού δεν είναι πολλές οι παραστάσεις τελικά που προκαλούν σκέψεις και αισθήματα που ν’ αξίζει να αναλύσεις) η κριτική σιωπά και αφήνει το πεδίο ελεύθερο στους καλλιτέχνες, που με ελάχιστα μέσα (όπως σ’ αυτήν τη χειροποίητη παράσταση) μπορούν να «μιλήσουν» για τα πιο μεγάλα και σημαντικά.
Αυτή η άνοιξη δεν είναι τόσο απελπισμένη γιατί υπάρχουν καλλιτέχνες όπως ο Αντώνης Κουτρουμπής, ο Στάθης Μαρκόπουλος, η Όλγα Γερογιαννάκη και η Γιώτα Κοτρώνα που, ακολουθώντας τα παλιά, σκοτεινά μονοπάτια της ιστορίας και της τέχνης των ανθρώπων, μας οδηγούν σε καινούργια ξέφωτα.
Ομάδα Πλεύσις - «Απουσία το σώμα»
Δημιουργία-ερμηνεία: Όλγα Γερογιαννάκη, Στάθης Μαρκόπουλος, Γιώτα Κοτρώνα, Αντώνης Κουτρουμπής
Sound art-live electronics: Λουκάς Μεσσηνέζης
Live camera: Παύλος Μαυρικίδης
Σύλληψη-σκηνοθεσία: Αντώνης Κουτρουμπής
Μουσική σύνθεση: Μηνάς Εμμανουήλ
Σχεδιασμός και κατασκευή κουκλών: Στάθης Μαρκόπουλος, Ελένη Παναγιώτου, Νίκος Τόμπρος
Φωτισμοί: Ελίζα Αλεξανδροπούλου
Κοστούμια: Όλγα Γερογιαννάκη
Κατασκευή σκηνικών αντικειμένων: Στάθης Μαρκόπουλος, Θένια Κουτρουμπή, Αντώνης Κουτρουμπής
Ακούγεται η φωνή του τενόρου Λάμπρου Παπαγεωργίου
Θέατρο Ροές
Ιάκχου 16, Γκάζι
Σάβ.-Κυρ. 21:00
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.