Λίγες ημέρες πριν συναντηθούμε, ο Αινείας Τσαμάτης μου έστειλε τη Διάβαση. Η ταινία μικρού μήκους που δημιούργησαν με την Κατερίνα Μαυρογεώργη και πρωταγωνιστές τους Γιάννη Τσορτέκη, Καραφίλ Σένα και Αγγελική Παπαθεμελή απέσπασε Βραβείο Πρωτότυπης Μουσικής, Βραβείο Σκηνογραφίας στο Διαγωνιστικό Τμήμα του Φεστιβάλ Δράμας, το Βραβείο Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) και ένα βραβείο πρώτου αντρικού ρόλου στις Νύχτες Πρεμιέρας για τον Σένα. Καθώς έβλεπα την ταινία αναγνώριζα αυτά που θα συζητούσαμε αργότερα, τη σύνδεση με το παρελθόν, την έμπνευση από μια σκηνή της καθημερινότητας, την αντιστροφή των πραγμάτων, την αναγωγή στην ποίηση.
Δεν είναι τυχαίο ότι λατρεύει τον Καουρισμάκι για τη λιτή ανθρωπιά και το υποδόριο χιούμορ του, ότι στην ταινία παίζει η πρώτη του μπάντα, οι The Aqua Barons, ότι η ιστορία που περιγράφει την πολύμορφη σχέση δύο προσώπων που είναι φύλακες μιας σιδηροδρομικής γραμμής ξεκίνησε από τα Σεπόλια, από το σπίτι του φίλου του Δήμου, που μένει δίπλα στη σιδηροδρομική διάβαση των Σεπολίων, τη μόνη χειροκίνητη που υπάρχει στην Ελλάδα σήμερα.
«Εκεί, στη μέση των γραμμών, υπήρχε μια σφουγγαρίστρα κι ένας κουβάς. Τα έβλεπα κι έλεγα “αυτό είναι ταινία”. Σκεφτόμουν ότι η μόνη στιγμή που δεν συναντιούνται τα βλέμματα των δυο ανθρώπων που φυλάνε τη διάβαση είναι όταν περνάει το τρένο, το οποίο είναι σαν παραβάν, πίσω από το οποίο πλέκονται κρυφές ιστορίες. Το άλλο που ήθελα να δείξω είναι πώς ένας άνθρωπος που βρίσκεται σε μια ηλικία που νιώθει ντροπή να ερωτευθεί, ενώ πιστεύουμε ότι έχει χάσει κάθε ελπίδα να βρει τον έρωτα, τον συναντά σε έναν μη τόπο, απροσδόκητα, και δεν μπορεί καν να αρθρώσει αυτό που αισθάνεται. Αυτός που βρίσκεται στην άλλη πλευρά της σιδηροδρομικής γραμμής πίνει όταν περνά το τρένο, κρύβεται. Με λίγα λόγια, αυτή είναι η σχέση που διακλαδίζεται σε άλλα συναισθήματα που έχουν αφήσει το σημάδι τους στο παρελθόν και εξακολουθούν να ισχύουν στο παρόν».
Αυτό που με τρομάζει περισσότερο απ’ όλα είναι ότι ξεχνάμε εύκολα τα χειρότερα, κάθε μέρα διαλυόμαστε και μέσα στη λήθη γινόμαστε τόσο απάνθρωποι που ενώ γίνεται πόλεμος δίπλα μας, σφυρίζουμε αδιάφορα.
Ο Αινείας γράφει μια ιστορία για την επόμενη ταινία που θέλει να κάνει. Ο τίτλος εργασίας είναι Το ταξίδι του ελέφαντα, το ταξίδι ενός άντρα με Αλτσχάιμερ προς αναζήτηση της τελευταίας του κατοικίας σε έναν τόπο όμορφο, παρέα με το φτυάρι του, προτού τον προδώσει εντελώς η μνήμη του. Του ζητάω να κάνουμε κι εμείς ένα ταξίδι στις πρώτες του εικόνες από την Ελλάδα, όταν έφτασε από την Αλβανία, από το Ελμπασάν συγκεκριμένα, σε ηλικία πέντε ετών με την οικογένειά του.
«Ο πατέρας μου είναι από την Κακαβιά, κοντά στα σύνορα, η μητέρα μου από το Χάσκοβο. Ήρθε το 1990 ο πατέρας μου, με το πρώτο κύμα των μεταναστών, αλλά ήξερε τη γλώσσα, είχε πάει ελληνικό σχολείο, οπότε του ήταν λίγο πιο εύκολο. Εγκατασταθήκαμε στο Βραχάτι Κορινθίας· οι γονείς μου ζουν ακόμα εκεί, εγώ ήρθα στην Αθήνα το 2004. Ήμασταν το πρώτο κύμα μετανάστευσης, κάτι άγνωστο για όλους μας, και για μένα που ήρθα και γι’ αυτούς που με δέχτηκαν. Υπήρχε ρατσισμός και στο σχολείο, στην αρχή ήμουν “αυτός”, αλλά επειδή πήγα στο ίδιο από την Α Δημοτικού μέχρι το τέλος, η κοινωνική μου προσαρμογή δεν ήταν πολύ δύσκολη τελικά. Βοήθησε το ότι ξέραμε όλοι ελληνικά· όταν ξέρεις τη γλώσσα δεν αργεί να έρθει η επικοινωνία».
Είχα δει το όνομά του σε μια διανομή παλιότερα και είχα αναρωτηθεί «ποιος βγάζει το παιδί του Αινεία και γιατί». Λοιπόν, ο πατέρας του διάβαζε στον στρατό την Ιλιάδα και έδωσε στον γιο του το όνομα ενός από τους ήρωες του έπους, παιδιού της Αφροδίτης, που σήκωσε στους ώμους του τον γέροντα και ανήμπορο πατέρα του, τον Αγχίση, και τον μετέφερε έξω από την πόλη, δείχνοντας τον σεβασμό του προς τους γονείς και τους θεούς.
Αλάνες, μουσικές, καλοκαίρια έξω στην ύπαιθρο. Έτσι πέρασαν τα εφηβικά χρόνια του Αινεία. Θυμάται την πρώτη του μπάντα, τους Rock4 –γιατί ήταν τέσσερις και φυσικά έπαιζαν ροκ–, τους Paysans, τα Σκάγια. Εκεί κάπου σταμάτησε η καριέρα του, γιατί μπήκε στο θέατρο.
Θυμάται επίσης την τηλεόραση της δεκαετίας του ’90 και τις κασέτες που οι γονείς του τον άφηναν να παίρνει κάθε Σάββατο από το βιντεοκλάμπ, ό,τι ήθελε. Τι ήθελε; Τις κωμωδίες του Τζιμ Κάρεϊ. Σε φιλικά σπίτια έβλεπε τα πιο σινεφίλ, αλλά το μικρόβιο του κινηματογράφου ή του θεάτρου δεν υπήρχε ούτε κατά διάνοια μέσα του, για να πάει, δε, στον κινηματογράφο έπρεπε να πάρει το λεωφορείο και να φτάσει μέχρι την Κόρινθο. Ήταν η εποχή που προτιμούσε να παίζει τύμπανα.
Δεν είχε δει θέατρο μέχρι που έφτασε στην Αθήνα και προέκυψε στη ζωή του «γιατί δεν ήξερα τι να με κάνω», λέει. Όταν δεν του έφτανε η μουσική θέλησε να κάνει χορό, και πού θα τα έβρισκε όλα αυτά μαζί; Σε μια δραματική σχολή. «Από το Εθνικό δεν τόλμησα να περάσω ούτε απέξω, από συστολή και άγχος, έτσι γράφτηκα στη σχολή της Νέλλης Καρρά, που όπως μου έδειξε το χάος της δημιουργίας, τι σημαίνει μια ιδέα και πώς μεταφράζεται σε κίνηση, σε λόγο, σε ένα γλυπτό ή σε χορό. Είναι ωραίο το χάος, οι άλλοι καθηγητές μού έδειχναν τον δρόμο. Όλα αυτά ήρθαν κι έδεσαν, ήταν όλα όσα έψαχνα – σκάψε μέσα στο σκοτάδι και βρες ένα διαμάντι. Ο τρίτος χρόνος δεν πέρασε εύκολα, σκεφτόμουν ότι έπρεπε να βγω την αγορά, ξεκρέμαστος, δυσκολεύτηκα. Ωστόσο τα χρόνια της σχολής ήταν καλά. Τελικά, όλα τα μαθαίνεις από τη δουλειά, όχι από τη σχολή, όσο καλή κι αν είναι».
Ο Αινείας δούλευε σε μπαρ μέχρι το 2010, για να είναι οικονομικά ανεξάρτητος. Η πρώτη του επαφή με το σινεμά ήταν στο δεύτερο έτος, στα Κωλόπαιδα του Στέλιου Καμμίτση, «είπα τι ωραία είναι! Και με τον Γιάννη Σκουρλέτη στο Στέλλα Travel. Μετά ήρθε η Λένα Κιτσοπούλου με τον Ματωμένο Γάμο και έπειτα δούλεψα με τον Δημήτρη Καραντζά στο Σλάντεκ του Χόρβατ, πριν από οκτώ χρόνια».
Αυτή είναι η έβδομη φορά που συνεργάζονται. Θα υποδυθεί τον νέο συγγραφέα Τρέπλιεφ στον Γλάρο του Τσέχοφ στο θέατρο Προσκήνιο. Έχει μείνει ένας μήνας μέχρι την πρεμιέρα και ο Αινείας ομολογεί ότι έχει χάσει τον ύπνο του. «Έχω εφιάλτες, είναι ένας πολύ δύσκολος ρόλος, ένα πολύ δύσκολο έργο. Δε θα μπορούσε να είναι ωραίο και να μην είναι δύσκολο», λέει.
«Αν δεν συνδεθείς με τον Τρέπλιεφ προσωπικά, αν δεν ψάξεις μέσα σου, σε πετάει έξω στη στιγμή, γιατί σου επιφυλάσσει μια διαρκή ανατροπή. Αυτή είναι η δυσκολία, το κυνηγητό να τον πιάσεις, να συνδεθείς με προσωπικά σου τραύματα, με περιοχές έστω, γιατί την αυτοχειρία δεν μπορείς να την πλησιάσεις. Πώς να ξέρεις ότι είναι ένας άνθρωπος πριν από το τέλος; Αλλά όταν εκλιπαρεί για βοήθεια, ώστε να μην προβεί σε αυτή την πράξη, μπορείς να βάλεις τον εαυτό σου στη θέση του: για ποιο πράγμα θα ζητούσες βοήθεια και από ποιον; Είναι ρόλος που συνδέεται βαθιά με την έννοια της τέχνης. Η τέχνη του δεν αναγνωρίζεται, η μάνα του δεν τον αποδέχεται, ο Τριγκόριν του κλέβει και τις δυο αγάπες της ζωής του, ο ίδιος καταστρέφει το έργο του, μιλάει με σύμβολα, έχει μεγαλώσει μέσα στην τέχνη, άρα κι εκείνος μέσα από την τέχνη πρέπει να μιλήσει, μέσω της τέχνης του να γίνει αποδεκτός και ο ίδιος. Προτείνει κάτι σε μια κοινωνία που δεν είναι έτοιμη να το δεχτεί. Με αφορά αυτός ο ρόλος, αυτή η κατάσταση, γιατί κι εμένα ως καλλιτέχνη με ενδιαφέρει να σκάβω μέσα μου, να βρίσκω πράγματα. Αυτό μου προσφέρει η τέχνη, το να γίνομαι καλύτερος σαν άνθρωπος, το να δίνω σε αυτόν που θα δει ένα έργο μια πιθανότητα να σκεφτεί διαφορετικά. Αυτό που συμβαίνει και σε μένα δηλαδή, να σκέφτομαι, να αμφιβάλλω και να αλλάζω τρόπο σκέψης. Αυτό μου το προσφέρει το θέατρο, εκεί μπορώ να επενδύσω, στην ποιητική προσέγγιση. Αυτό είναι και το πιο προκλητικό κομμάτι μιας προετοιμασίας», λέει.
Ο Αινείας, αν και θέλει χρόνο με τους ανθρώπους και ακόμα παλεύει με τις συστολές του, δεν αγαπά τη μοναξιά, η ανθρώπινη παρουσία τον βοηθά να συγκεντρώνεται. Αφιερώνει πολύ χρόνο στη μελέτη του ρόλου, συστηματικά. «Μου έχουν δοθεί ευκαιρίες», λέει, «και όσο μεγαλύτερος είναι ο όγκος των πραγμάτων που έχεις να διαχειριστείς τόσο μεγαλύτερες διαδρομές μπορείς να κάνεις μέσα στον χαρακτήρα, να ερευνήσεις περισσότερο, να γίνεις πιο πυρηνικός. Ο Δημήτρης, όταν σκηνοθετεί, επιμένει πολύ σε αυτό, δεν το αφήνει λεπτό, πρέπει να έχεις έναν κασμά και να σκάβεις, να βρεις το ακατέργαστο διαμάντι με την ομορφιά και την ασχήμια του. Με τα χρόνια αφήνεσαι περισσότερο στην ευτυχία της ανακάλυψης».
Θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρες για τον Γλάρο και τον Τσέχοφ και πώς τον εκτιμάμε σήμερα. «Είναι μεγάλος συγγραφέας γιατί τον διαβάζεις στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών του, είναι και ο Τρέπλιεφ και ο Τριγκόριν και ο Ντορν, προτείνει την καινούργια φόρμα και την αναιρεί, σκοτώνει τον ήρωά του, κάνει ψυχανάλυση πριν από τον Φρόιντ, κάνει την αυτοκριτική του. Είναι και πολιτικός, μιλάει για τη χώρα του, για το τι μένει πίσω αλλά και γι’ αυτό που έρχεται, για έναν κόσμο που έχει διαλυθεί, για το κενό που έρχεται», λέει ο Αινείας.
«Ανατριχιάζω όταν τον διαβάζω, σκέφτομαι ότι στην κοινωνία που ζούμε πρέπει να επιστρέψουμε στην Α’ Δημοτικού για να μάθουμε τι είναι ο άνθρωπος, από τι αποτελείται, τα βασικά συστατικά του. Αυτό που με τρομάζει περισσότερο απ’ όλα είναι ότι ξεχνάμε εύκολα τα χειρότερα, κάθε μέρα διαλυόμαστε και μέσα στη λήθη γινόμαστε τόσο απάνθρωποι που ενώ γίνεται πόλεμος δίπλα μας, σφυρίζουμε αδιάφορα. Εμένα μου είναι αδύνατο να συμβιβαστώ με το ότι πέταξαν τον Αντώνη από το καράβι, με το ότι έχουμε ξεφτιλιστεί τόσο ως κοινωνία που δεν μιλάμε καν για τους αμάχους. Είναι αδύνατο να μη με σοκάρουν όλα αυτά. Διαφορετικά ας πέσει ένας κομήτης και ας καταστραφούμε όλοι. Αυτό με τρομάζει λιγότερο».
Βρείτε πληροφορίες για την παράσταση «Γλάρος» εδώ
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.