Έχει τρία χρόνια να ανεβάσει καινούργια παράσταση και είναι πολύ αγχωμένη. Τρία χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων δούλεψε ανελλιπώς πάνω στον Μπέρνχαρντ και στο τελευταίο του μυθιστόρημα, τον «Αφανισμό».
Δημοσιευμένος στα γερμανικά το 1986, ο «Αφανισμός» εμφανίζεται ως η αυτοβιογραφική μαρτυρία του «μαύρου προβάτου» μιας ισχυρής αυστριακής οικογένειας γαιοκτημόνων. Ζώντας εδώ και χρόνια στη Ρώμη, αυτοεξόριστος, θυμωμένος με την αυστριακή ταυτότητά του, ο αφηγητής αποφασίζει να μην επιστρέψει ποτέ στο οικογενειακό κτήμα, το περίφημο Βόλφζεγκ. Ώσπου ξαφνικά, στην αρχή του έργου, λαμβάνει ένα τηλεγράφημα που τον πληροφορεί για τον θάνατο των γονιών του και του μεγάλου του αδελφού.
Συναντώ την Άννα Κοκκίνου στη «Σφενδόνη». Με υποδέχεται με περισσή ευγένεια, μου προσφέρει τσάι και μικρά σπειροειδή κρουασάν. Καθόμαστε στο μακρόστενο τραπέζι του φουαγέ, εκείνη στη μία άκρη, εγώ στην άλλη. Στην αίθουσα ακούγονται ήχοι από μαστορέματα και εργασίες.
«Από την Ομπολένσκυ θα έπρεπε να πάρετε συνέντευξη, όχι από μένα», μου λέει. «Αυτό είναι το θηρίο. Το τι ξέρει! Το τι ξέρει! Και πώς τη φέρει αυτήν τη γνώση και αυτή την τρομερή αίσθηση που έχει κατακτήσει: σαν κάτι εξαιρετικά σπάνιο και πολύτιμο, σπάνιο, σπάνιο. Οι παρατηρήσεις της έχουν μια απίστευτη θεατρική αίσθηση και μια ταχύτητα μοναδική. Αυτό που μου προσφέρει είναι ανεκτίμητο». «Είναι τώρα μέσα;», τη ρωτώ. «Ναι, βάφει...».
«Αν βγαίνεις “άδειος”, όσο μπορείς, μέσα στο υλικό σου, απολύτως διαθέσιμος, άδειος δηλαδή έτοιμος να γεμίσεις, τότε θα σου δοθούν πολλές ευκαιρίες να ξαναδείς τα πράγματα. Όντας άδειος, τα πράγματα από μόνα τους εμφανίζονται διαφορετικά».
— O ήρωας του «Αφανισμού» δηλώνει επίμονα ότι οι γονείς του έκαναν ό,τι μπορούσαν για να σκοτώσουν το πνεύμα του ως παιδιού. Διασώθηκε από τον αφανισμό χάρη στον θείο του, που του άνοιξε όλα τα παράθυρα της γνώσης και της χειραφέτησης. Εσείς ποιους θα αναγνωρίζατε ως πνευματικούς σας γονείς;
Εγώ δυστυχώς έχασα τη μητέρα μου όταν ήμουν δέκα χρονών, γεγονός που στάθηκε καθοριστικό στη ζωή μου. Από μικρή μου άρεσε πολύ να διαβάζω και η μητέρα μου με ενθάρρυνε. Ο πατέρας μου ήταν μια εντελώς άλλη περίπτωση. Στην τελευταία τάξη του σχολείου, στο Κάιρο, είχα έναν δάσκαλο στον οποίο οφείλω πολλά, μου έμαθε τον Σολωμό, την «Αντιγόνη», τον «Φαίδωνα»... Και μετά, όταν ήρθα στην Αθήνα, έπεσα στο βαρύ πυροβολικό: Διοσκουρίδης, Παναγιωτόπουλος, Βογιατζής. Είχα αυτή την τύχη...
— Υπάρχει κάτι από την παράδοση του θεάτρου που το θεωρείτε πολύ σημαντικό; Κάτι που νιώθετε ότι πρέπει να διαφυλαχτεί, κι εσείς με τη δουλειά σας προσπαθείτε να το κρατήσετε ζωντανό;
Δεν το έχω σκεφτεί ποτέ, ότι προσπαθώ να κρατήσω ζωντανό κάτι από την παράδοση... Μακάρι! Αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, είναι παρά την πρόθεσή μου τη συνειδητή.
— Συλλαμβάνετε ποτέ τον εαυτό σας να κάνει μια χειρονομία επί σκηνής και να λέτε «Α! Αυτό το έχω πάρει από τον τάδε», τον Λευτέρη Βογιατζή, ας πούμε...
Α, ναι, με τον Λευτέρη μού συμβαίνει αυτό, αλλά και μ’ άλλους μου συμβαίνει. Τώρα, σε τούτες εδώ τις πρόβες, είδα ότι μερικές φορές μου βγαίνει πολύ φυσικά μια χροιά της μητέρας μου. Δεν ξέρω τι είναι και αν θα διατηρηθεί... Έχω αγωνία, γιατί δεν είναι κάτι που το επιδιώκω: απλώς, ξαφνικά, το «ακούω».
— Σε τι συνίσταται αυτό που αποκαλούμε «εξέλιξη του καλλιτέχνη»;
Πρώτα απ’ όλα στην προσωπική δουλειά με τον εαυτό του. Πρώτον αυτό. Η δουλειά την οποία εννοώ συνίσταται στο να θέτεις εαυτόν μετέωρο μες στη ρευστότητα του κόσμου και εκεί να τον επεξεργάζεσαι – δεν γίνεται αλλιώς. Και όταν λέω μες στον κόσμο, αυτό μπορεί να συμβαίνει ακόμη και όταν είσαι κλεισμένος στο δωμάτιό σου – αρκεί να γίνεται η δουλειά...
— Αυτή η φαινομενική απραξία, που όμως δεν είναι καθόλου απραξία όσον αφορά τον πνευματικό άνθρωπο, όπως λέει ο Μπέρνχαρντ. Αντιθέτως, είναι η στιγμή της μεγαλύτερης δραστηριότητας... Εσείς, όταν δεν ετοιμάζετε μια παράσταση, τι κάνετε;
Το έχει πει ο Φλομπέρ πολύ ωραία: «Όταν δουλεύω, κάνω διακοπές. Όταν κάνω διακοπές, δουλεύω».
— Ποιο είναι το πιο σημαντικό εργαλείο που έχει στη διάθεσή του ο ηθοποιός;
Μου έρχεται να γελάσω, καθώς θυμάμαι τον δικό μου αγώνα –και τον αγώνα τόσων άλλων ανθρώπων– μέχρι να ανακαλύψω ποια είναι τα υλικά της δουλειάς μας. Κανένας δεν σ' το μαθαίνει αυτό: δεν έχουμε μέθοδο. Κι έτσι, μέχρι να ανακαλύψεις τι είναι αυτό που έχεις να κάνεις, φεύγει η μισή ζωή.
Με αυτό το έργο, τον «Αφανισμό», ασχολούμαι ήδη τρία χρόνια. Κι όμως: δεν έχουν ακόμη μπει όλα τα κομμάτια στη θέση τους. Γιατί έχω ανάγκη την απεύθυνση. Πρέπει να βρεθώ ως είδωλο μπροστά στα είδωλα. Κάτι το οποίο η καραντίνα μού το αφαίρεσε: μου τα 'κανε όλα «πραγματικά».
H τέχνη της απεύθυνσης, λοιπόν, είναι ένα πολύ σημαντικό εργαλείο. Γιατί είμαστε όλοι εμπειρικοί – όποιος έχει μάθει κάτι, εμπειρικά το έχει μάθει, ακόμη κι ο Μινωτής το έλεγε αυτό. Η απεύθυνση είναι το πιο σπουδαίο πράγμα, γιατί μόνο απευθυνόμενος μπορείς να καταλάβεις τι είναι αυτό που λες, μόνο λέγοντάς το μπορείς να καταλάβεις την ουσία του, και αυτό που είναι τόσο σημαντικό δεν το είχα ακούσει ποτέ, ή μάλλον το είχα ακούσει αλλιώς... Ένα άλλο σημαντικό εργαλείο του ηθοποιού είναι αυτό το τόσο παρεξηγημένο πράγμα που λέγεται φωνή.
— Είναι πράγματι παρεξηγημένο;
Δεν ξέρω αν υπερβάλλω, αλλά θα διακινδυνεύσω να υπερβάλλω: δεν βλέπω παρά ελαχιστότατους ηθοποιούς να δουλεύουν με τη φωνή τους. Είναι εργαλείο του ρυθμού η φωνή. Και φυσικά είναι σώμα, δεν είναι ανεξάρτητη από το σώμα, άρα ο ρυθμός γεννιέται από όλο το σώμα και από τη φωνή.
— Πόσο μεγάλο ρόλο παίζει η καλλιέργεια του ηθοποιού πάνω στη σκηνή;
Με το που πατάει το πόδι του στη σκηνή, το πρώτο πράγμα που εμφανίζεται είναι το ήθος του. Αλλά ένα ήθος που συνδυάζεται απόλυτα με την καλλιέργεια του εαυτού και εκπέμπεται ως ενέργεια. Έχετε ακούσει που μιλάμε τα τελευταία χρόνια για την ενέργεια; Ε, αυτό είναι η ενέργεια. Με την ενέργεια παίζεις.
— Ο ηθοποιός ασκεί σαγήνη;
Η σαγήνη είναι κάτι τόσο ωραίο στον ηθοποιό... Το μεγαλύτερο έγκλημα είναι να στερήσεις τον ναρκισσισμό από έναν ηθοποιό.
— Τι ενδιαφέρουσα ανατροπή να το λέτε αυτό... επειδή συνήθως το θεωρούμε κάτι αρνητικό.
Πάντως δεν υπάρχει ένα είδος σαγήνης. Μπορείς να πεις ότι είχε σαγήνη ο Μπέρνχαρντ; Κι όμως είχε. Αλλά για να γυρίσουμε στον ηθοποιό, έχω την εντύπωση ότι η σαγήνη εμφανίζεται άμα νιώσει ότι προστατεύεται από ένα πολύ γλυκό, τρυφερό κέλυφος. Έτσι κάνει την προσπάθειά του επί σκηνής: νιώθοντας την παρουσία αυτής της προστασίας.
Νομίζω ότι με αυτόν τον τρόπο βιώνει τη σαγήνη ένας ηθοποιός... Δεν είναι ότι κάνει επί τούτου κάτι για να σαγηνεύσει. Μα, ποιος κάνει κάτι για να σαγηνεύσει και σαγηνεύει;
— Παρουσιάζει κάποια ιδιαίτερη δυσκολία για τον ηθοποιό ο λόγος του Μπέρνχαρντ;
Αυτό που κάνει ο Μπέρνχαρντ είναι ότι κινητοποιεί τη σκέψη: ξαφνικά παρατηρείς ότι κάτι κινείται διαφορετικά από άλλες φορές.
Μου είχαν κάποτε δώσει ένα σπίτι στην Ύδρα. Εκεί, όπως ξέρετε, δεν υπάρχουν μηχανήματα, και τα αυτιά μου, επειδή δεν άκουγαν θορύβους, είχαν αρχίσει να αναπτύσσουν την πραγματική δυνατότητά τους. Είχα φτάσει σε σημείο να ξυπνήσω από αναστεναγμό πουλιού μέσα στη νύχτα.
Αυτό κάνει ο Μπέρνχαρντ με τη σκέψη. Και είναι ένα πολύ μεγάλο μάθημα, μια μεγάλη δυσκολία για τον ηθοποιό που θα μεταφέρει το κείμενό του στη σκηνή. Αυτή είναι η μεγάλη πάλη του ηθοποιού με τον Μπέρνχαρντ: το πώς θα υλοποιηθεί θεατρικά η λειτουργία της σκέψης. Αλλά με θεατρικό τρόπο! Όχι περιγραφικά! Μ’ αυτό παλεύω.
— Να ακολουθήσει, δηλαδή, ο ηθοποιός την ίδια δημιουργική διαδικασία μέσα από την οποία γεννήθηκε και η σκέψη του συγγραφέα: νομίζω το λέει κάπου ο Πίτερ Μπρουκ αυτό...
Ε, ισχύει για όλα τα κείμενα, αλλά εδώ το βλέπεις στην πλήρη ομορφιά του. Πρόκειται για μια διαδικασία, η οποία θα ολοκληρωθεί με το κοινό. Έχω ρίξει πετονιές, φυσικά, αλλά με το κοινό θα αναδειχθεί πλήρως.
— Υπάρχει ο κίνδυνος του αφανισμού πάνω στη σκηνή; Ποια είναι η διαφορά του ηθοποιού που παίρνει ρίσκο από εκείνον που δεν παίρνει; Τι θα πει «παίρνω ρίσκο»;
Θα πει να μη βγαίνεις ενώπιον του κοινού με έτοιμα πράγματα. Και όταν βρεθείς επί σκηνής, να συνεχίσεις να δουλεύεις το υλικό σου. Αυτό είναι όλο το θέμα.
— Να δουλεύεις κάθε βράδυ, από τη μία παράσταση στην άλλη;
Βέβαια, γιατί όλα αλλάζουν! Είναι οι σπουδαιότερες πρόβες αυτές με τους θεατές. Οι σπουδαιότερες. Οι πιο δημιουργικές.
— Φτάνει ο ηθοποιός σε κάποιο σημείο που λέει «τώρα το ’χω»; Που «κλειδώνει» την ερμηνεία του; Ή τη δουλεύει μέχρι τέλους;
Αν βγαίνεις «άδειος», όσο μπορείς, μέσα στο υλικό σου, απολύτως διαθέσιμος, άδειος δηλαδή έτοιμος να γεμίσεις, τότε θα σου δοθούν πολλές ευκαιρίες να ξαναδείς τα πράγματα. Όντας άδειος, τα πράγματα από μόνα τους εμφανίζονται διαφορετικά.
Αυτό είναι, λοιπόν, όλο το θέμα: να αρπάξεις την ευκαιρία να τα δεις διαφορετικά, όχι να την προσπεράσεις ή να τη φοβηθείς. Γιατί από αυτό γεννιέται η ερμηνεία. Από αυτήν τη μάχη σώμα με σώμα. Δεν το καταφέρνεις πάντα, αλλά έχει τεράστια σημασία να τείνεις προς αυτό, να το «δαγκώνεις».
— Αυτό την κρατάει ζωντανή την ερμηνεία, δηλαδή...
Μόνον αυτό.
— Θα λέγαμε, ίσως, ότι πρέπει κάθε βράδυ, σε κάθε παράσταση, να μπαίνει η διαφορά μέσα στην επανάληψη και να τη «σπάει», να ενεργοποιεί εκ νέου την παραγωγική διαδικασία. Ειδαλλιώς, αν αφεθούμε να επαναλαμβάνουμε μηχανικά κάτι που έχουμε μάθει, χωρίς να το ζούμε κάθε φορά εκ νέου, θα οδηγηθούμε στον θάνατο...
Ισχύει απόλυτα για το θέατρο αυτό. Η «Πουπέ» που έπαιξα τον Μάιο είχε πάρα πολλά στοιχεία από τον Μπέρνχαρντ. Αυτή ήταν η διαφορά που εισήγαγα στην επανάληψη: λειτούργησε πολύ ο αυτοσαρκασμός του Μπέρνχαρντ και η «Πουπέ» έγινε πιο... επιθετική.
— Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο ηθοποιός επιτελεί μια πράξη αντίστασης;
Αυτό το οποίο έμαθα από τον Μπέρνχαρντ είναι να διακρίνω τον φασισμό στην καθημερινότητα – το πώς γεννιέται και το πώς διατηρείται. Ότι ο φασισμός κρύβεται στα μικροπράγματα.
Για παράδειγμα, η συμπεριφορά των δύο αδελφών προς τον αφηγητή, στη διάρκεια της παιδικής τους ηλικίας, δεν είναι τίποτε άλλο από φασισμός. «Bullying» θα το λέγαμε εμείς σήμερα, αλλά επί της ουσίας είναι φασισμός. Κι αυτό το βιώνεις στο πετσί σου, είτε σε μικρή ποσότητα είτε σε μεγαλύτερη, τα συστατικά είναι τα ίδια. Η γεύση είναι η ίδια.
Αυτό που έχει αρχίσει να μ’ ενοχλεί πολύ στον εαυτό μου είναι ότι αυτά τα συζητάω με τους δικούς μου ανθρώπους και μετά τελειώνει εκεί. Το λέμε και τελειώνει. Αυτό μ’ ενοχλεί. Και το αναφέρω επειδή μιλήσατε για πράξη αντίστασης.
— Κι εσείς, όμως, αντιστέκεστε με τον δικό σας τρόπο, που είναι η τέχνη σας...
Και; Τι τον νοιάζει;!
— Ποιον; Τον φασίστα;
(γέλια) Ναι! Τι τον νοιάζει η τέχνη μου τον φασίστα;
— Μα εσείς δεν απευθύνεστε στον φασίστα, ο φασίστας δεν θα έρθει ποτέ να σας δει. Εσείς απευθύνεστε στον άνθρωπο που θα κινητοποιηθεί η σκέψη του και θα αντλήσει δύναμη από όσα του αποκαλύπτετε από σκηνής. Αυτή είναι η δική σας συνεισφορά...
Το πρώτο πράγμα που σκέφτομαι, όταν αποφασίζω για ένα έργο –κι αυτό με κάνει να το αποφασίζω κιόλας–, είναι το τι μπορεί να σημαίνει για τον άνθρωπο που διασχίζει ολόκληρη την Αθήνα προκειμένου να φτάσει ως εδώ, σε αυτό το θέατρο. Ελπίζω κάτι να του δίνω. Ελπίζω. Γιατί καμiα φορά κανείς φαντάζεται και πράγματα...
— Έχετε κάποια σταθερή μέθοδο εργασίας; Προφανώς εξαρτάται από το έργο, αλλά, παρ' όλα αυτά, υπάρχουν κάποια κοινά στάδια προετοιμασίας;
Σαφώς υπάρχουν στάδια κοινά, αλλά κάθε έργο ζητάει και κάτι άλλο, και εκτός από αυτό, αυτός ο εμπειρικός τρόπος που πλησιάζω τα πράγματα σημαίνει κάθε φορά να τα ξανα-ανακαλύπτω. Και η κάθε παράσταση δεν συνεπάγεται ένα μικρό «ξανα-ανακαλύπτω»;
Βλέπετε, ακόμη και τώρα, λίγες μέρες πριν από την πρεμιέρα, δοκιμάζω∙ χθες αποφάσισα ν’ αλλάξω ένα κομμάτι. Γιατί το κείμενο του Μπέρνχαρντ είναι ένας ποταμός.
Να επισημάνω εδώ για τους αναγνώστες σας ότι ανεβάζω το πρώτο μισό του μυθιστορήματος, δεν το κάνω όλο. Φτάνω μέχρι το σημείο που αναχωρεί για το Βόλφζεγκ. Το πρώτο μέρος έχει τίτλο «Το τηλεγράφημα» και είναι μια ολοκληρωμένη ενότητα. Αφορά έναν άνθρωπο που επιχειρεί μια αναδρομή στη ζωή του, επιθυμώντας να δει τι έχει συμβεί. Εξετάζει τις σχέσεις του με την οικογένεια, με τον εαυτό του, με το παρελθόν, με τη χώρα του, με όλα. Εμείς μεταξύ μας στην πρόβα το λέμε «Εξέταση».
— Πόσο σας δυσκόλεψε η διασκευή αυτού του μυθιστορήματος για το θέατρο; Και μάλιστα ενός μυθιστορήματος ο ρυθμός του οποίου αναδύεται μέσα από συνειρμικές λούπες, μέσα από αδιάκοπους κύκλους εμμονών κι αναμνήσεων;
Η κάθε επανάληψη λέει κάτι άλλο. Έχει άλλη ένταση, άλλη κατεύθυνση. Εκεί είναι που νιώθω μια τεράστια ανασφάλεια με αυτό το έργο, γιατί προσπάθησα πολύ αλλά έκανα περικοπές, και συνέχεια κάνω αλλαγές. Αγωνιώ μήπως έχω προδώσει το κείμενο... έχω τεράστιο φόβο.
Αν ήταν άλλες εποχές, μπορεί να κρατούσε και τρεις ώρες η παράσταση, δεν θα είχα κανέναν ενδοιασμό. Τώρα δεν γίνεται. Ο κόσμος είναι κουρασμένος. Με τον Βιζυηνό –τελείως διαφορετικό πράγμα– είχα μπει τόσο μέσα στο κείμενο, ώστε μπορούσα επιτόπου στην παράσταση να βγάλω ένα κομμάτι και να βάλω ένα άλλο. Τώρα, εδώ, θα το κατορθώσω;
— Θα το βρείτε σίγουρα. Μέσα σε δέκα μέρες θα έχει ξεκαθαρίσει.
Τόσο θέλει....
— Αφανιζόμαστε αυτήν τη στιγμή ως κοινωνία;
«Όποιος σταματά να καλλιεργεί τον εαυτό του, παύει να ζει», λέει ο αφηγητής. Ο Μπέρνχαρντ δείχνει τη σχέση της κάθε οικογένειας με την κοινωνία. Η κοινωνία είναι πολλές οικογένειες μαζί. Πολλά Βόλφζεγκ. Όλοι έχουμε ένα Βόλφζεγκ μέσα μας και θέλουμε ν’ απαλλαγούμε απ’ αυτό για να σωθούμε. Το Βόλφζεγκ είναι το κακό.
— Και πώς απαλλάσσεται από το κακό ο αφηγητής;
Ξετυλίγοντας το κουβάρι της ζωής του, δίνει άπλετο χρόνο στον εαυτό του, ώστε να μπορεί να παρακολουθήσει την περιδίνηση του εαυτού του. Αυτό είναι το ενδιαφέρον. Αυτός ο άνθρωπος χτυπιέται, χτυπιέται, και μάλιστα μερικές φορές με κωμικό τρόπο, σχηματίζοντας σπείρες γύρω από τον εαυτό του και τις εμμονές του. Και πάει παρακάτω, και πάλι ένας λαβύρινθος.
Φτάνοντας στο τέλος του «Τηλεγραφήματος», έχοντας κάνει όλα αυτά με τον πλέον οδυνηρό τρόπο, έχοντας βάλει το μαχαίρι στο κόκκαλο και μιλήσει σε βάθος γι’ αυτά τα μεγάλα θέματα, στο τέλος, μας λέει ο Μπέρνχαρντ, είναι σαν ένας απογυμνωμένος άνθρωπος. Μένει μόνος και αυτοσαρκάζεται. Λέει «διακηρύσσω τη μοναξιά μου, αλλά μόνον ένας μουρλός μπορεί να τη διακηρύσσει, γιατί όποιος είναι μόνος είναι μουρλός κι εγώ παριστάνω τον προσωπικό φιλόσοφο του μαθητή μου, και πηγαινοέρχομαι στα δωμάτιά μου κι είναι σα να πηγαίνω πέρα δώθε σε μια φυλακή». Μόνος, μουρλός, σε μια φυλακή.
Το μεγαλειώδες είναι ότι γράφει γι' αυτά. Ότι αποφασίζει και γράφει. Μιλάει για τη δυσκολία της συγγραφής, τις αντιστάσεις που προβάλλει κανείς στον εαυτό του καλώντας δίπλα του όλους τους παρεμποδιστές του, για την αναβλητικότητα, την παθητικότητα, τον αγώνα – αυτός, όμως, το κατορθώνει, γράφει! Με τίμημα πολύ μεγάλο. Γιατί, αφανίζοντας το Βόλφζεγκ, αφανίζοντας τους γονείς του, αφανίζοντας το κράτος, αφανίζεται τελικά και ο ίδιος. Αυτο-αφανίζεται! Δεν γίνεται διαφορετικά!
— Αφού γράφει, τότε πώς αφανίζεται;
Μένει το έργο! Αφανίζεται εκείνος, αλλά μένει το έργο! Αυτό και μόνο κάνει τον «Αφανισμό» απόλυτα θετικό. Γιατί είναι θετικός ο Μπέρνχαρντ.
— Πώς θα μπορούσαμε να το ερμηνεύσουμε αυτό; Ότι αφανίζεται κάποιος για να μπορέσει να παραγάγει έργο;
Kόβει ολόκληρα κομμάτια από τον εαυτό του (όπως είναι οι γονείς του), διαμελίζεται, αλλά δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, δεν μπορεί να μην τα πει, να μην τα καταγγείλει, δεν γίνεται! Πρέπει να έρθει το καινούργιο, μας λέει, το οποίο μπορεί να μην ξέρουμε ποιο είναι, αλλά αυτό που ξέρουμε είναι ότι πρέπει να υπάρξει το καινούργιο. Και να πεθάνει το παλιό.
— Συγκλονιστικό...
Κι έτσι βλέπουμε μπροστά στα μάτια μας –κι ελπίζουμε να το δούμε και στη σκηνή– αυτήν τη διαδικασία περιδίνησης και αφανισμού. Αυτές οι τελευταίες σελίδες είναι όλη η ουσία. Αντιλαμβάνεσαι ότι δεν αντέχει. Και η ενοχή ξεχειλίζει.
— Η ενοχή που ξεμπρόστιασε τους γονείς του;
Εγώ το εκλαμβάνω ως εξής: η φράση που επαναλαμβάνεται πολλές φορές με διάφορους τρόπους, η φράση-κλειδί είναι: «Ναι, αλλά δεν μπορώ να εξαφανίσω τους δικούς μου, επειδή το θέλω».
Από εκεί ξεκινάει όλη η ιστορία. Αυτή η φράση είναι σαν να είναι το παν. Αυτή η φράση, που την είχε εκστομίσει κάποτε στο παρελθόν ενώπιον του μαθητή του, αποκτά ένα εντελώς διαφορετικό βάρος τώρα, με τον θάνατο των γονιών του – αν δεν είχαν πεθάνει οι γονείς, δεν θα υπήρχε θέμα. Κι εγώ αναρωτιόμουν: γιατί τους βάζει να πεθαίνουν;
Και μετά σκέφτηκα: «Αυτός τους σκοτώνει!». Είναι σαν, για να μπορέσει να δει καθαρά, να πρέπει να τους σκοτώσει. Για να μπορέσει να γράψει. Ν’ απελευθερωθεί. Είναι σαν, μαζί με τον θάνατο, να έρχεται κάποιος και να του αφήνει ένα πακέτο στα χέρια.
Το τηλεγράφημα είναι ένα «πακέτο». Που λέγεται «ενοχή». Και η ενοχή είναι αυτή που ξεκινά τη διαπραγμάτευση με τον εαυτό και με τα πράγματα και εκπονείται μέσω του γραψίματος. Γι’ αυτό είναι τόσο σημαντικό το γράψιμο. Γιατί είναι η πράξη αντίστασης. «Όταν είμαστε εναντίον του παλιού», λέει, «είναι σα να είμαστε εναντίον όλων». Δεν είναι υπέροχο αυτό;
Είναι κάτι που το γνωρίζω πολύ καλά αυτό το «πακέτο». Μέχρι τα δέκα μου μεγάλωσα σαν το πιο κανονικό παιδί του κόσμου – χέρια στις τσέπες, όρθια στο μπαλκόνι, ν’ ατενίζω από κάτω μου το Κάιρο.
Όταν πέθανε η μητέρα μου, όμως, μου ήρθε το πακέτο. Άλλαξα. Άλλαξα. Από τη μια μέρα στην άλλη. Την πρώτη φορά που γύρισα από το σχολείο και δεν ήταν η μητέρα μου στο σπίτι, θυμάμαι ήμουν εντελώς μόνη. Πήγα σαν αυτόματο στην κουζίνα κι έφτιαξα τέσσερα αυγά τηγανητά και τα έφαγα. Έκανα αυτό το πράγμα... Σκεφτόμουν και στην παράσταση, μετά από την εισαγωγή, να φάω ένα αυγό. Αλλά δεν είμαι σίγουρη...
Δείτε εδώ πληροφορίες για την παράσταση «Αφανισμός» που ανεβαίνει στο θέατρο Σφενδόνη.