O ήρωας στο «Φινιστρίνι», τον μονόλογο του Βασίλη Ρίσβα που ερμηνεύει τα Δευτερότριτα στο Από Μηχανής Θέατρο ο Αντίνοος Αλμπάνης, σε σκηνοθεσία Πέτρου Φιλιππίδη, βιώνει σοβαρή υπαρξιακή κρίση στα mid-30s του και, μεταξύ άλλων, θυμάται την ημέρα που βρήκε νεκρή τη γειτόνισσά του, όταν της πήγε τα κοινόχρηστα.
Λίγο πριν ξεκινήσει η παράσταση, ανταλλάσσω μηνύματα με τη δική μου γειτόνισσα-διαχειρίστρια της πολυκατοικίας, fun fact που ανακαλώ με ελαφρύ μειδίαμα την ώρα που ο Αντίνοος αποδίδει έξοχα το σκοτεινό και χωρίς πολλές ανάσες φωτός έργο που του έχει ανατεθεί.
Κι ενώ έχει συμπληρωθεί ήδη πάνω από μια δεκαετία από το μπαμ που έκανε με τα τηλεοπτικά «Άγρια Παιδιά», μια σειρά που προβαλλόταν σε ένα MEGA που δεν υπάρχει πια και διαθέτει πλέον cult status, ο απόφοιτος του Θεάτρου Τέχνης βαδίζει έναν δρόμο με πολύ προσεχτικές επιλογές.
Το παρουσιαστικό του θα μπορούσε να του παρέχει εύκολα πολλά περισσότερα, εκείνος όμως, για παράδειγμα, μόνο φέτος ενέδωσε σε καθημερινό σίριαλ – κι αυτό για πεπερασμένο διάστημα, όπως αποδείχθηκε. Έτσι όμως μπορεί να διατηρεί σταθερά και ισχυρά πατήματα στο θέατρο.
Οτιδήποτε και να συμβαίνει, εμείς πρέπει να περιφέρουμε τη μούρη μας λες και είμαστε λοβοτομημένες νοικοκυρές σε αμερικάνικη ρεκλάμα των '60s. Δεν μπορεί να είναι έτσι. Κανένας άνθρωπος δεν είναι έτσι. Κανένας δεν ξυπνάει με την μπούκλα ρόλεϊ και τη βλεφαρίδα κάγκελο. Ούτε καν η Πατούλη.
Το επόμενο μεσημέρι η συζήτησή μας επιφυλάσσει έντονες εικόνες, ζωντανές μεταφορές (το κάνει σχεδόν κάθε φορά που θέλει να εξηγήσει κάτι σημαντικό) και μερικές πραγματικά πολύ ειλικρινείς θέσεις και ατάκες που σπάνια ακούς στην Ελλάδα από άνθρωπο δημοφιλή.
Εν τω μεταξύ, λίγο πριν βάλω το recorder να γράφει, ένα τηλεφώνημα που δέχεται από το Σωματείο Ερμηνευτών Διαφημιστικών Κειμένων Ελλάδας με κάνει να θέλω να μάθω περισσότερα γι' αυτή την πιο αθέατη του ιδιότητα. Μα, φυσικά, ο Αντίνοος είναι, εκτός των άλλων, η φωνή!
«Είμαι επαγγελματίας εκφωνητής από το 2002. Είμαι στην αγορά όλα αυτά τα χρόνια, με σταθερή παρουσία, με πολλούς πελάτες. Είμαι η φωνή του ΣΚΑΪ, έχω περάσει από διάφορα κανάλια» θα μου πει.
«Είναι ένας χώρος που μου αρέσει πολύ – ήθελα από μικρός να ασχοληθώ με τη διαφήμιση. Αν δεν έκανα τη δουλειά που κάνω, σίγουρα θα έβρισκα έναν τρόπο να παρεισφρήσω στον χώρο αυτό, κυρίως στο κομμάτι του δημιουργικού. Στο marketing θα έπληττα. Έχω βρει τις εκφωνήσεις ως υποκατάστατο για να έχω την επαφή μου με τους ρεκλαματζήδες και να περνάω ωραία».
— Κατεβάζεις ιδέες για το πώς πουλάμε κάτι;
Νομίζω ότι όλοι, από τη στιγμή που έχουμε γίνει content creators, εκ των πραγμάτων πρέπει να στύψουμε το κεφάλι μας για να βρούμε ευφυείς και ενδιαφέροντες τρόπους να επικοινωνήσουμε ό,τι θέλουμε να πουλήσουμε. Από ανάγκη όμως, όχι από επιλογή.
— Το κάνεις και στο Instagram αυτό, πολύ.
Αρκετά.
— Ας περάσουμε στα θεατρικά. Βρήκα το κείμενο του Ρίσβα στο «Φινιστρίνι» πολύ βαρύ και μηδενιστικό. Ποιες ήταν οι πρώτες αντιδράσεις σου όταν το διάβασες;
Ήταν μια περίοδος που είχα αποφασίσει ότι δεν θα κάνω καθόλου θέατρο, επειδή ασχολιόμουν με το καθημερινό σίριαλ στο Open.
Κάποια στιγμή με πήρε τηλέφωνο ο Ρίσβας για να μου προτείνει αυτό τον μονόλογο που θα έκαναν με τον Πέτρο κι ενώ του εξήγησα το θέμα με το καθημερινό, επέμενε να τον διαβάσω. Εντόπισα πράγματα που με αφορούν και με ενδιαφέρουν.
— Όπως;
Μέσα από τον μηδενισμό που εσύ εντοπίζεις, είναι μια ωραία ευκαιρία να μιλήσουμε για πράγματα που δεν ακουμπάμε εύκολα, ειδικά στο θέατρο.
Η σύγχρονη παγκόσμια δραματουργία δεν έχει να κάνει με την ελληνική πραγματικότητα κι εμείς εμπιστευόμαστε κυρίως έργα ξένων δημιουργών.
Νιώθω ότι έχουμε την ανάγκη να συζητάμε για πράγματα που μας αφορούν, μέσα στην κρίση.
— Εν προκειμένω έχουμε ένα ελληνικό έργο που έχει γραφτεί μέσα στην κρίση, για την κρίση, για μια γενιά που επηρεάστηκε απόλυτα απ' αυτή.
Δεν είναι ένα διδακτικό κείμενο. Δεν θα σου τρίψει το κεφάλι στο πρόβλημα. Θα θέσει τους προβληματισμούς και θα σου πει ότι πρέπει να επιλέξεις τι θες να κάνεις, που δεν σχετίζεται με τη ζωή και τον θάνατο, αλλά με το πώς θες να ζεις.
Ήταν μεγάλο το ρίσκο και η αγωνία βέβαια. Κακά τα ψέματα, ειδικά σε περιόδους με χιλιάδες παραστάσεις, ένας μονόλογος είναι ένας ακόμα μονόλογος. Λες, για ποιο λόγο να το κάνω; Θα έρθει κάποιος να το δει; Θα αφορά τον κόσμο;
Τελικά πηγαίνει πολύ καλά. Αλλά κι αυτό έχει ένα ενδιαφέρον. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που έρχονται τι νιώθουν ακούγοντας αυτή την ιστορία; Πόσο ταυτίζονται; Πόσο τους αφορά; Γιατί συγκινούνται; Γιατί ενοχλούνται;
Κάπου βλέπουν τον εαυτό τους σε αυτή την κατάσταση και λίγο ξεβολεύονται.
— Παίζεις επί μία ώρα και κάτι με τα μάτια. Σε παρατηρούσα και σκεφτόμουν ότι μετά θα πρέπει να βάζεις κολλύριο για να συνέλθουν τα μάτια σου. Τι σκέφτεσαι την ώρα που ανεβαίνεις στη σκηνή; Ποιες προσωπικές μνήμες και βιώματα ανασύρεις; Ή μήπως δεν το κάνεις;
Το κάνω γιατί πρέπει να μπω σε μια συγκέντρωση και να έχω μια ψυχραιμία τέτοια που να με κρατάει σε εγρήγορση. Δεν μπορώ να μπω από τη μια στιγμή στην άλλη.
Υπάρχει μια προετοιμασία απόλυτης ησυχίας για τουλάχιστον ένα μισάωρο πριν κατέβω στη σκηνή, γιατί έτσι κι αλλιώς είναι μια παράσταση που τον ήρωα τον βρίσκουμε σε μια κατάσταση συγκεκριμένη, δεν ξεκινά απ' το μηδέν, και τον αφήνουμε σε αυτή την κατάσταση. Δεν θα μπορούσα να είμαι σε μια άχρωμη ουδετερότητα.
Τα δικά μου βιώματα είναι αυτά που έχουν οι περισσότεροι άνθρωποι: οι σχέσεις μου με την οικογένεια, τους φίλους μου, οι ερωτικές μου σχέσεις, πράγματα που άφησα, που κέρδισα, που έχασα, που ξέχασα, πράγματα που μ' έχουν πληγώσει.
Είναι πολλά τα σημεία του κειμένου με τα οποία εγώ ταυτίζομαι και νιώθω πολύ κοντά στην περιγραφή. Δεν μου είναι πολύ δύσκολο να ανασύρω δικές μου μνήμες.
— Ένας βασικός άξονας του έργου είναι η αυτοχειρία, με δεδομένο το γεγονός της αύξησης των σχετικών ποσοστών στην Ελλάδα. Έχεις αντιμετωπίσει στον κύκλο σου τέτοια περίπτωση, απ' όπου λαμβάνεις συναισθήματα;
Φυσικά. Έχω γνωστούς που το επέλεξαν. Νομίζω ότι όλοι κάποιον έχουμε στον περίγυρό μας που έχει μπει σε αυτή τη διαδικασία, την τόσο άγρια και σκληρή.
Στο θέατρο πηγαίνω κανένα δίωρο πριν, για τη δική μου προετοιμασία. Γύρω στις 7 πηγαίνω πάντα και κάθομαι σε ένα καφέ και διαβάζω LiFO. Έχει πολύ ενδιαφέρον που κάθε φορά πριν από την παράσταση υπάρχουν τουλάχιστον δύο με τρία άρθρα που αφορούν την αυτοχειρία.
Για μένα το να πηγαίνω στο θέατρο έχοντας διαβάσει κάθε μέρα για τρεις αυτοκτονίες είναι κάτι παράλογο που δεν μπορεί να το χωρέσει ο νους μας.
Είναι μια κατάσταση που θυμάμαι να την περιγράφουμε όταν ήμουν στο δημοτικό για τις σκανδιναβικές χώρες. Ήταν μια πραγματικότητα για εκείνους, ενώ εμείς τα ακούγαμε και λέγαμε «αν είναι δυνατόν, πώς ζούνε έτσι, γιατί τα κάνουν αυτά».
Τώρα ξαφνικά έχει γίνει απόλυτη ρουτίνα και μάλιστα έχουμε εξοικειωθεί με την είδηση, την προσπερνάμε σχεδόν.
— Όπως και γενικότερα τη βία.
Για μένα είναι η πιο ακραία μορφή βίας το να επιλέξεις να πάρεις τη ζωή σου. Κι έχουν πολύ ενδιαφέρον αυτές οι ιστορίες, το τι κρύβουν από πίσω, και κάποιες από αυτές είναι πολύ συγκινητικές.
Θυμάμαι η τελευταία που διάβασα ήταν για έναν ηλικιωμένο στην Πελοπόννησο που κάλεσε ο ίδιος το γραφείο τελετών, είχε βάλει το καλοριφέρ για να είναι ζεστά όταν θα έρθουν να τον βρουν, είχε αφήσει τα χρήματα για να πληρώσει ο ίδιος, το σημείωμα για την κόρη του...
Αυτό το τελετουργικό είναι μια ολόκληρη ταινία. Πόση σκέψη έχει από πίσω! Έστησε μια ολόκληρη κατάσταση για να μην ταλαιπωρήσει, να μην ενοχλήσει, να μην πειράξει κανέναν και να φύγει όπως εκείνος επέλεξε και επιθυμούσε.
Μου προκαλεί τρομερό ενδιαφέρον και τεράστια θλίψη.
— Ο άλλος βασικός άξονας του κειμένου είναι το ότι μεγαλώνουμε. Ο ήρωας ηλικιακά θα μπορούσε να είσαι εσύ. Πώς μεγαλώνεις στα 36 σου;
Δεν ξέρω. Στον αυτόματο. Δεν έχω θέματα με την εικόνα μου. Το έχω απομυθοποιήσει τόσο πολύ αυτό το κομμάτι, ειδικά μέσα από τη δουλειά, με τα γυρίσματα, την κάμερα, τις φωτογραφίσεις, το «έλα να σε φτιάξουμε, να σε ντύσουμε»...
Έρχεται η στιγμή που δεν σε νοιάζει τίποτα, που λες «ας έχω και μισή μακαρονάδα πεταμένη στα μούτρα, δεν με απασχολεί».
Στο θέατρο πηγαίνω κανένα δίωρο πριν, για τη δική μου προετοιμασία. Γύρω στις 7 πηγαίνω πάντα και κάθομαι σε ένα καφέ και διαβάζω LiFO. Έχει πολύ ενδιαφέρον που κάθε φορά πριν από την παράσταση υπάρχουν τουλάχιστον δύο με τρία άρθρα που αφορούν την αυτοχειρία. Η τελευταία που διάβασα ήταν για έναν ηλικιωμένο στην Πελοπόννησο που κάλεσε ο ίδιος το γραφείο τελετών, είχε βάλει το καλοριφέρ για να είναι ζεστά όταν θα έρθουν να τον βρουν, είχε αφήσει τα χρήματα για να πληρώσει ο ίδιος, το σημείωμα για την κόρη του...
— Άρα τι είναι σημαντικό, τώρα που μεγαλώνεις;
Το να πάψω να ακολουθώ το ρεύμα της εποχής: Ότι όλοι πρέπει να είμαστε αυτάρκεις, δυνατοί, να μπορούμε να αντεπεξέλθουμε στα πάντα.
— Ναι, αλλά είσαι αυτάρκης, δείχνεις δυνατός και φαίνεται να μπορείς να αντεπεξέλθεις σε πολλά.
Δεν ισχύει τίποτε από όλα αυτά. Άλλο τι δείχνουμε και άλλο τι είμαστε. Και δεν θέλω και να ισχύει. Αν ένιωθα όλα αυτά που λες, το καλύτερο που θα είχα να κάνω θα ήταν να πάω σε μια σπηλιά και να ζήσω μόνος μου.
Εγώ δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Έχω ανάγκη τους άλλους ανθρώπους, έχω ανάγκη την αγέλη. Και όχι για να ηγηθώ αυτής, αλλά για να είμαι μέρος αυτής.
Με ενοχλεί που οι κοινωνίες το έχουν ως απαίτηση πια. Πρέπει να είμαστε απολύτως δυνατοί, να μη μας ενοχλεί, να μη μας επηρεάζει τίποτα. Οτιδήποτε και να συμβαίνει, εμείς πρέπει να περιφέρουμε τη μούρη μας λες και είμαστε λοβοτομημένες νοικοκυρές σε αμερικάνικη ρεκλάμα των '60s. Δεν μπορεί να είναι έτσι. Κανένας άνθρωπος δεν είναι έτσι. Κανένας δεν ξυπνάει με την μπούκλα ρόλεϊ και τη βλεφαρίδα κάγκελο. Ούτε καν η Πατούλη.
— Οπότε είσαι συμφιλιωμένος με τις ρωγμές σου, που λέει και ο ήρωας της παράστασης.
Προσπαθώ να λέω ότι δεν πειράζει. Και τι έγινε;
Σε σχέση με τη δουλειά, ας πούμε, καμιά φορά διαβάζω κριτικές θεάτρου –όχι μόνο για δικές μου παραστάσεις, γενικότερα– και παρατηρώ ότι αυτά που γράφονται είναι λίβελλοι. Αν ένας άνθρωπος που δεν είχε σχέση με την κοινωνία μας διάβαζε αυτές τις κριτικές, θα πίστευε ότι κάποιος μετά την παράσταση πέθανε! Λες και είναι το απόλυτα σημαντικό, λες και κρίνεται η ζωή κάποιου.
Δεν είναι ιατρική. Δεν θα πεθάνει κανένας. Το πολύ-πολύ να μη σου αρέσει μια παράσταση. Δεν πειράζει! Πάμε παρακάτω. Μην ξαναπάς να δεις μια τέτοια παράσταση, διάλεξε κάτι άλλο.
Ξαφνικά είναι όλα πάρα πολύ σημαντικά και γινόμαστε κι εμείς οι ίδιοι πάρα πολύ σημαντικοί, μέχρι να κοιταχτούμε στον καθρέφτη και να συνειδητοποιήσουμε ότι είμαστε μια μπούρδα ανάμεσα σε άλλες μπούρδες που προσπαθούμε να κάνουμε μπούρδες και να ζήσουμε.
— Και το μετά; Η παράσταση τελειώνει με μια αιώρηση. Τα 40 που πλησιάζουν; Για έναν άντρα είναι ωραία τα 40.
Ανάλογα με το πού ζει. Αν έχεις ανθρώπους γύρω σου που θα απαιτούν από σένα στα 40 σου να μπεις σε ένα καλούπι και να υπηρετήσεις τον ρόλο ενός οικογενειάρχη, ενός πατέρα, ενός συζύγου, ενός επιτυχημένου, κι εσύ δεν θες να το κάνεις ή σου φαίνεται ξένο ή δεν το επιδιώκεις, ξαφνικά αρχίζει ένας άλλος πόλεμος.
— Εσύ δεν θες να τα κάνεις αυτά;
Σαφώς και δεν θέλω. Όχι επειδή με ενοχλούν ή επειδή κατακρίνω τους άλλους που θέλουν να τα κάνουν, αλλά επειδή μου φαίνονται παντελώς περιττά.
Δεν καταλαβαίνω τι θα κερδίσω με το να βγω στην κοινωνία ως σύζυγος ή ως πατέρας. Αν εγώ δεν νιώθω έτοιμος να φέρω ένα παιδί στον κόσμο και να το μεγαλώσω όπως εγώ θεωρώ σωστά, ε, δεν θα το κάνω.
Μπορεί σε 15 χρόνια από σήμερα να μου 'ρθει και τότε θα γυρίσει η κοινωνία και θα σου πει «Μα, κι εσύ, τώρα, στα 50; Στα 55;». Ναι, ρε διάολε, στα 55, έχεις πρόβλημα;
Αν με καλέσεις σε ένα τραπέζι για φαγητό και έχεις κουκιά και μπάμιες, δεν θα φάω κάτι απ' τα δύο γιατί πρέπει να φάω κάτι. Δεν μπορώ να μπω στη διαδικασία να καλούμαι να ψηφίσω ένα κόμμα που δεν με εκφράζει, ακόμα κι αν είναι από εκείνα που λες «ε, σε ένα 40-50%».
— Πώς αποσυμπιέζεσαι από όλη την ένταση αυτού του ρόλου;
Με 1002 άλλα πράγματα. Με τους φίλους μου, με το σκυλί μου, με μια ταινία, ένα άλμπουμ, με το σεξ, με μια βόλτα.
Ξέρεις, η ζωή σου δίνει άπειρες ευκαιρίες να αποσυμπιεστείς. Θες; Τέλεια! Δεν θες; Θα μείνεις συμπιεσμένος μέχρι να σκάσεις.
— Ήταν λοιπόν για σένα η σεζόν του καθημερινού σίριαλ και του μονολόγου. Πώς ήταν η εμπειρία του καθημερινού που σε έβαλε σε άλλη ρουτίνα;
Είχα πολλά χρόνια να κάνω τηλεόραση – και δεν βάζω μέσα τα αυτοτελή του Κοκκινόπουλου γιατί είναι άλλες οι συνθήκες δουλειάς με τον Πάνο, που επιμένει στους όρους που είχαμε προ κρίσης. Κάνει 7 μέρες γύρισμα το επεισόδιο, αδιαπραγμάτευτα.
Ήξερα πάρα πολύ καλά πού πηγαίνω και τι θα μου συμβεί, και σε σχέση με τον χρόνο αλλά και με το αποτέλεσμα της δουλειάς. Το είδα σαν μια ευκαιρία να έχω ξανά επαφή με την κάμερα και την τηλεόραση.
Το καθημερινό πια είναι μια συνθήκη μόνιμη στην Ελλάδα. Πέραν του Κοκκινόπουλου, νομίζω ότι όλες οι υπόλοιπες παραγωγές γυρίζονται με όρους καθημερινού, ακόμα κι αν είναι 2 ή 3 φορές την εβδομάδα το σίριαλ: μία με μιάμιση μέρα γυρίσματος το επεισόδιο.
Αυτό δεν θα πάψει να με απογοητεύει και να με κάνει να μη θέλω να κάνω τηλεόραση. Δεν μπορείς να βάλεις μια νοικοκυρά να σου κάνει παστίτσιο σε δέκα λεπτά και να είναι νόστιμο. Κάτι θα υπάρχει προβληματικό.
Ένα παστίτσιο για να γίνει ωραίο χρειάζεται ώρα. Και όταν πια υπάρχει και το Netflix που σου έχει φέρει τη βασίλισσα των παστίτσιων στο πιάτο σου και έχεις δει τι ωραία παστίτσια φτιάχνονται σε όλο τον κόσμο, ε, ξαφνικά το δικό σου παστίτσιο, το ελληνικό, θα σου φανεί πολύ κακό φαστ φουντ.
— Ναι, αλλά ξέρεις πού απευθύνεσαι. Αυτοί που βλέπουν Netflix ως επί το πλείστον δεν βλέπουν ελληνικά καθημερινά σίριαλ ή αυτοί που βλέπουν καθημερινά δεν έχουν πρόσβαση στο Netflix ή δεν γνωρίζουν καν τι είναι το Netflix.
Πιθανότατα, όμως, αυτοί που βλέπουν καθημερινά, θα δουν κι ένα καθημερινό τούρκικο, που επειδή πουλιέται στην παγκόσμια αγορά, έχει άλλο production value και είναι άλλα τα μπάτζετ που παίζουν.
Μπορεί να μη συγκρίνουν λοιπόν το καθημερινό με το Netflix, θα το συγκρίνουν όμως με μιας άλλης χώρας.
Ο θεατής που έχει πλέον πρόσβαση στα προϊόντα της παγκόσμιας αγοράς, όποια ηλικία κι αν έχει, κατανοεί και κάποια στιγμή δεν θα μπορεί να δει το ελληνικό προϊόν. Θα του φαίνεται πάρα πολύ φτηνό.
— Fair enough.
Θα πρέπει οι παραγωγοί και τα κανάλια να βρουν μια άλλη φόρμουλα. Να αντιμετωπίζουν το προϊόν ως κάτι που θα μπορούν να το μεταπουλήσουν; Κάπως, κάτι θα πρέπει να γίνει.
Τα μπάτζετ που δίνονται είναι για γέλια. Για να γίνουν αυτές οι δουλειές πρέπει να φτύσεις το γάλα της μάνας σου κι εσύ κι ο τεχνικός κι ο σκηνοθέτης, όλοι.
— Είσαι το δεύτερο «Άγριο Παιδί» με το οποίο μιλάω, μετά τον Μιχάλη Οικονόμου. Τότε, το 2008, ήσουν 25 χρονών. Είναι από τις σειρές που άφησε στίγμα στη δική μας γενιά, παρόλο που έπεσε ακριβώς πάνω στην έκρηξη της κρίσης και κόπηκε απότομα. Η δική σου απογείωση έγινε στο χειρότερο δυνατό timing για την Ελλάδα. Τι σου έχει μείνει από τότε;
Η κρίση μόλις είχε σκάσει και ακόμα ζούσαμε στην ευημερία και την ευκολία της ζωής. Ήταν οι εποχές της Eurovision, της Παπαρίζου, της Καλομοίρας, που η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου είχε μια ροπή προς το σουξέ, το εύκολο, το ποπ, το λαϊκό.
— Και προς την εθνική τόνωση.
Βέβαια! Από την άλλη υπήρχε μια μεγάλη μερίδα Αθηναίων που είχε ανάγκη να το ψάξει. Ήμασταν εμείς, εκείνη την εποχή, που σαν τους τρελούς πήγαμε να παρουσιάσουμε στην τηλεόραση κάτι έξω από τα συνηθισμένα, με άλλη αισθητική, με σενάριο που θα μιλιέται.
— Ήταν κάπως προπομπός γι' αυτό που ερχόταν.
Πολύ πιθανό. Ενεργειακά ήταν όλα στα κόκκινα. Από την πρώτη μέρα δέσαμε με τα υπόλοιπα παιδιά και είμαστε ακόμα κολλητοί, ο ένας στη ζωή του άλλου, έχουμε γίνει οικογένεια.
Περνούσαμε άπειρες ώρες μαζί. Ξεκινούσαμε το γύρισμα στις 7 το πρωί και με το που τελείωνε, στις 12 τη νύχτα, πηγαίναμε σε κάποιου το σπίτι και ξημεροβραδιαζόμασταν. Ήταν μαγικές στιγμές, συναυλίες, στα μπαρ, βόλτες, εκδρομές.
Ήταν όλο υπέροχο, σαν μια δεύτερη εφηβεία. Η δουλειά είχε αποδοχή από μια μερίδα του κόσμου που εμάς μας ενδιέφερε.
— Όταν ταξιδεύεις, ποιους προορισμούς προτιμάς;
Έχω ταξιδέψει πολύ στην Αμερική, σε πολλά μέρη, ξανά και ξανά. Αρκετά στην Ευρώπη. Δεν έχω πάει καθόλου στην Αφρική και την Ασία. Δεν με τραβάει η Άπω Ανατολή, ας πούμε. Η κουλτούρα; Δεν ξέρω. Πιο εύκολα θα πήγαινα στη Συρία ή την Παλαιστίνη, παρά στην Κίνα ή στην Ιαπωνία.
Ο πιο ωραίος προορισμός θα είναι πάντοτε για μένα το Σαν Φρανσίσκο. Είναι δύσκολα προσβάσιμο και ξαφνικά συνειδητοποιείς ότι είναι σαν μια μικρή εντυπωσιακή ευρωπαϊκή πόλη στην Αμερική. Έχει υπέροχη μουσική σκηνή, καταπληκτικά μαγαζιά.
Τις πόλεις οι άνθρωποι τις φτιάχνουν, ας μη γελιόμαστε. Οι άνθρωποι που ζουν σε αυτή την πόλη έχουν ασύλληπτη φιλοσοφία. Είναι υπέροχοι σε όλα τους, δεν κατακρίνουν, σε δέχονται ακριβώς όπως είσαι, θα σου μιλήσουν για αστεία αφορμή, τους ενδιαφέρεις πολύ, εσύ και η ιστορία σου.
— Στην Αθήνα πώς ζεις σήμερα;
Αν με πάρεις από το κέντρο έχω αρρωστήσει. Κάποτε έκανα το λάθος να μείνω για δυο χρόνια στη Γλυφάδα και συνειδητοποίησα ότι ούτε βγαίνω, ούτε κυκλοφορώ εκεί κι απλώς τρώω τις βενζίνες μου να πηγαινοέρχομαι στο κέντρο.
Έχει πολλά στραβά, πολλές ασχήμιες, πάρα πολλούς βλαμμένους –κι εμένα μαζί–, αλλά δεν παύω να το αγαπάω και να νιώθω μέρος του προβλήματος, αλλά και μέρος της λύσης.
Μ' αρέσει όλο αυτό το πολύ διαφορετικό πράγμα που έχει μαζευτεί εδώ και συνθέτει ένα ψηφιδωτό πολύ ενδιαφέρον. Αλλάζει διαρκώς η πόλη, τα στέκια, οι δρόμοι, οι παρέες, μετατοπίζεται το ενδιαφέρον, είναι τόσο αναζωογονητικό.
Δεν έχω νιώσει ποτέ να απειλούμαι στην Αθήνα και μ' αρέσει αυτό. Μπορεί τα πράγματα να αγριεύουν, αλλά η πόλη μου για μένα θα συνεχίσει να είναι η πόλη μου. Ό,τι κι αν συμβεί, εγώ στον δρόμο θα είμαι και θα περπατάω.
— Τέλη Μαΐου θα ψηφίσεις;
Όχι.
— Γιατί;
Δεν ψηφίζω. Μπορεί και να μην έχω ψηφίσει ποτέ. Δεν θυμάμαι. Ίσως μία φορά στη ζωή μου.
— Προφανώς γίνεται συνειδητά αυτό.
Είναι τόσο απλό μες στο κεφάλι μου όσο θα σ' το πω: Αν με καλέσεις σε ένα τραπέζι για φαγητό και έχεις κουκιά και μπάμιες, δεν θα φάω κάτι απ' τα δύο γιατί πρέπει να φάω κάτι.
Δεν μπορώ να μπω στη διαδικασία να καλούμαι να ψηφίσω ένα κόμμα που δεν με εκφράζει, ακόμα κι αν είναι από εκείνα που λες «ε, σε ένα 40-50%». Αν το στηρίξω ή αν βάλω πλάτη σε αυτό, θα νιώθω ότι είμαι υπεύθυνος για κάτι για το οποίο είμαι 50% σίγουρος.
Προτιμώ να απέχω από τη διαδικασία. Δεν ξέρω αν φταίει ο κοινοβουλευτισμός ή τα κόμματα, δεν ξέρω τι με απωθεί. Θα μου πεις, δεν θες τη δημοκρατία; Μα, αυτό που ζούμε σήμερα είναι δημοκρατία;
Γι' αυτό δεν ψηφίζω, επειδή δεν μ' αρέσουν ούτε τα κουκιά ούτε οι μπάμιες. Κι άμα βάλεις και φέτα στα κουκιά, μπορεί να πάθεις δηλητηρίαση, λένε.
— Η άνοδος της ακροδεξιάς, στον δήμο, στη βουλή, σε παγκόσμιο επίπεδο, πώς σε επηρεάζει;
Είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο του καπιταλισμού. Από μόνο του γεννήθηκε; Από μόνο του στηρίχθηκε; Είναι γνωστό πλέον ότι υπάρχουν μεγιστάνες που χρηματοδοτούν ασύστολα ακροδεξιές οργανώσεις με πακτωλούς χρημάτων.
Τι να πω σε σχέση με την ακροδεξιά; Να τρίψουμε τα μούτρα του άλλου στον καθρέφτη, μπας και συνειδητοποιήσει ότι δεν είναι καλύτερος από κανέναν άλλο.
Ούτε σε κουβέντα δεν μπορώ να μπω. Πια δεν μπορώ να ανοίξω διάλογο. Με αφήνει άναυδο η όποια σαθρή επιχειρηματολογία πάει να στηθεί κι εγώ απλά επιλέγω να κατεβάσω ρολά και να φύγω.
Δεν μπορώ να συνδιαλλαγώ με έναν άνθρωπο που θεωρεί τον εαυτό του καλύτερο από κάποιον άλλο. Μια κουράδα είναι και μια κουράδα είμαι κι εγώ. Δυο κουράδες είμαστε. Τέλος.
— O ήρωας στο «Φινιστρίνι» υποστηρίζει πως όταν ένα μπαλκόνι δεν έχει φυτά, ο ένοικος έχει τάσεις φυγής. Το μπαλκόνι στο δικό σου σπίτι σου είναι γεμάτο;
Έχω πάρα πολύ πράσινο στο σπίτι, ενώ είναι το απόλυτο μίνιμαλ. Έχω πολλά φυτά, είναι μάλλον αυτή η υστερία των millennials που κάπως θέλουν να ζουν μέσα στο πράσινο.
Δεν νιώθω ότι αισθάνομαι φιλοξενούμενος στο σπίτι που ζω, ούτε έτοιμος να το εγκαταλείψω.
Info
Το Φινιστρίνι
Κείμενο: Βασίλης Ρίσβας
Σκηνοθεσία: Πέτρος Φιλιππίδης
Ερμηνεύει ο Αντίνοος Αλμπάνης
Από Μηχανής Θέατρο - Κάτω Σκηνή (Ακαδήμου 13, Μεταξουργείο, 210 5232097)
6-28/5, Δευ.-Τρ. 21:00
Θέατρο Αυλαία (Τσιμισκή 136, Θεσσαλονίκη)
17-19/5, Παρ.-Κυρ. 21:30
Ο Αντίνοος Αλμπάνης ετοιμάζεται για την παράσταση «Ο κατά φαντασίαν ασθενής» του Μολιέρου, σε σκηνοθεσία Πέτρου Φιλιππίδη, που θα περιοδεύσει το καλοκαίρι σε όλη την Ελλάδα.
Τον χειμώνα θα παίζει, μαζί με τον Γρηγόρη Βαλτινό, στον «Αρχιμάστορα Σόλνες» του Ίψεν, που ανεβαίνει στο Θέατρο Ιλίσια σε σκηνοθεσία Αθανασίας Καραγιαννοπούλου.
Συμμετέχει επίσης στην ταινία «Φαντασία» του Αλέξη Καρδαρά, δίπλα στη Σούλη Ανατολή, τον Γιάννη Στάνκογλου και τη Βίκυ Παπαδοπούλου, μια αναδρομή στη νύχτα και τα μπουζούκια της δεκαετίας του '90.
σχόλια