Γιατί καταφεύγουν τόσο πολλοί άνθρωποι στο σπίτι της Αλίκης; Προσφέρει πράγματι ένα ασφαλές καταφύγιο στους κατατρεγμένους ή μήπως τους χαρίζει απλώς μια ψευδαίσθηση θαλπωρής και ασφάλειας που κινδυνεύει να καταρρεύσει ανά πάσα στιγμή; Ποιος κρύβεται σ’ αυτό το σπίτι και γιατί παρακολουθείται από ένστολους που καραδοκούν στον κήπο;
Ποια είναι η Τζούντιθ, η γυναίκα με το παραμορφωμένο πρόσωπο που εισβάλλει ένα πρωί, διεκδικώντας δικαίωση από τον Τσάρλι; Ήταν πράγματι σύντροφοι πριν από δέκα χρόνια; «Γιατί μπήκες σ’ αυτό το σπίτι; Κανείς δεν σε ξέρει», της λέει εκείνος και απειλεί να την παραδώσει στην αστυνομία, ενώ εκείνη πασχίζει να τον συγκινήσει, επιδεικνύοντας το παραμορφωμένο της πρόσωπο.
Ποιος είναι ο Αντόνιο και ποια η σχέση του με το μήνυμα; Είναι ο αυτιστικός γιος της Αλίκης, που περνάει τον χρόνο του κλεισμένος στο σπίτι ζωγραφίζοντας ζώα ή ο διαβόητος επικεφαλής της σημαντικότερης αντιστασιακής οργάνωσης που βρίσκεται στο στόχαστρο των μυστικών υπηρεσιών της χώρας; Ζει εγκλωβισμένος στη μητρική σιαγόνα ή ροβολάει την υφήλιο, «τις μικρές πόλεις και τις μεγάλες πρωτεύουσες», μεταδίδοντας τη φλόγα της ελευθερίας στους ανθρώπους; Είναι «σχεδόν ηλίθιος» ή «ένας ήρωας»;
Η Αναγνωστάκη αφήνει όλα τα ερωτήματα αναπάντητα. Χτίζει ένα αριστοτεχνικό σύμπαν απόλυτης αμφισημίας και αρνείται πεισματικά να παραδώσει το κλειδί στους θεατές.
Σε ποια πόλη εκτυλίσσεται η δράση του έργου; Στο Λονδίνο των Συντηρητικών, στην Αθήνα της δικτατορίας (ανέβηκε στο Θεάτρο Τέχνης το 1972) ή σε κάθε μέρος του κόσμου όπου οι πολίτες διώκονται, φυλακίζονται, κακοποιούνται και σακατεύονται από ένα απολυταρχικό καθεστώς; Είναι αλήθεια ότι τα πάρκα γέμισαν σκοτωμένα παιδιά και το πλήθος στριμώχνεται, τρέμοντας από το κρύο και τον φόβο; Ή μήπως τα πάρκα είναι γεμάτα καλοθρεμμένα παιδιά, το πλήθος συνωστίζεται χαρούμενο, τρώγοντας γλυκά και ακούγοντας τους αγαπημένους του δίσκους από τα μεγάφωνα;
Η Αναγνωστάκη αφήνει όλα τα ερωτήματα αναπάντητα. Χτίζει ένα αριστοτεχνικό σύμπαν απόλυτης αμφισημίας και αρνείται πεισματικά να παραδώσει το κλειδί στους θεατές. Επιτυγχάνει έτσι διττό κατόρθωμα: παραβιάζοντας τους κανόνες της γραμμικής αφήγησης, αψηφώντας τις επιταγές της χωροχρονικής συνέπειας, συσκοτίζοντας τα κίνητρα των ηρώων, θρυμματίζοντας τις έννοιες της λογικής και της εμφανούς αιτιότητας, στοιβάζοντας ζοφερές ιστορίες τη μία πάνω στην άλλη, επινοεί έναν επιδραστικό τρόπο αποτύπωσης της παράνοιας που επικρατεί όχι μόνο στην Ελλάδα επί επταετίας αλλά και σε κάθε ιστορική περίοδο που χαρακτηρίζεται από κρατική βία, τρομοκρατία και στραγγαλισμό της δημοκρατίας.
Ταυτόχρονα, ως γνήσια και σπουδαία δημιουργός, καταφέρνει να μετατρέψει τη σκοτεινή αφετηρία της σε πηγή φωτός. Αποτινάσσει την περιρρέουσα (και τη διαχρονική) καταπίεση με μια πράξη άκρατης ελευθερίας: προτείνει ένα εναλλακτικό παράδειγμα δραματουργίας, που αφήνεται ανοιχτό στις ροές και στις αναγνώσεις, ακυρώνει τις οικείες συνισταμένες, διαβρώνει τα παγιωμένα αναγνωριστικά μοτίβα, αυξάνει την ένταση των προσδοκιών και σπάζει την παθητικότητα του θεατή. Ο τελευταίος καλείται τώρα να αναλάβει την ευθύνη της συμμετοχής του, να καταβάλει το νοητικό και συναισθηματικό τίμημα αυτής, να σκεφτεί τη λύση των προσφερόμενων αινιγμάτων, να πάρει στα χέρια του την πλοκή: ποιος είναι ο Αντόνιο και ποιο είναι το μήνυμα;
Στερημένος από τα συνήθη πατήματά του, χωρίς κανέναν να του δίνει «οδηγίες», ο θεατής θα βρεθεί αντιμέτωπος με το ίδιο το όριο των αντιληπτικών δυνατοτήτων του. Και μέσα στον λαβύρινθο των πολλαπλών πιθανοτήτων, θα χρειαστεί να πάρει, επιτέλους, μια πρωτοβουλία. «Τι ήρθαμε να κάνουμε εδώ μέσα απόψε; Σας ρωτώ. Τι κάνατε χθες; Τι κάνουμε όλον αυτόν τον καιρό; Τίποτα», θα πει το Κορίτσι Α’ που θα εισβάλει μαζί με μια παρέα νέων παιδιών στο σαλόνι της Αλίκης, στο τρίτο μέρος του έργου. Είναι σαν η συγγραφέας να απευθύνεται σε όλους εμάς, σ’ εμάς που την ακούμε –αν την ακούμε–, στέλνοντας το σημαντικότερο μήνυμα, πολιτικό, αισθητικό και υπαρξιακό ταυτόχρονα: αυτό που ενσαρκώνεται από το ίδιο το ανυπότακτο σώμα του έργου της.
Ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης των δυνάμεων εξόντωσης της ζωής, της ζωτικότητας, της σκέψης είναι η επινόηση νέων μορφών δράσης και επικοινωνίας. Πειραματιστείτε. Αλλάξτε τις φόρμες, σπάστε τις δομές: «Ίσως μας χρειάζεται κάτι άλλο. Κάτι που δεν έχει ξαναγίνει ως τώρα», παροτρύνει τους συντρόφους του το Αγόρι Β’. «Πρέπει να βρω άλλους τρόπους να συνεννοούμαι μαζί σου. Καινούργιες λέξεις. Καινούργια νοήματα», λέει η Ελένη στον Αντόνιο.
Και είναι αυτή μια κορυφαία μορφή αντίστασης, έτσι όπως αψηφά τις κραταιές αναπαραστάσεις, ανοίγει τα αδιέξοδα πάνω στις πιθανές γραμμές φυγής, τολμά να οραματιστεί νέους σημειολογικούς χάρτες, νέες ενώσεις, νέες δυνατότητες που αποδεσμεύουν την ταυτότητα και την επιθυμία προς αφανείς, απρόβλεπτες κατευθύνσεις.
Πώς μπορεί να ανταποκριθεί κανείς από σκηνής σε ένα τόσο υψηλό κάλεσμα; Το έδαφος γλιστράει επικίνδυνα. Πώς να αναδειχθεί με σαφήνεια η ασάφεια; Πώς να μείνουν τα κανάλια ανοιχτά και αλληλοτροφοδοτούμενα με μια ένταση ικανή να παρασύρει τον θεατή στην υπέρβαση της συνήθους αδράνειάς του;
Αναδεικνύοντας και ψηλαφώντας τα σύνορα μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού χρόνου, μεταξύ αντικειμενικής και υποκειμενικής πραγματικότητας, ο Χρήστος Θεοδωρίδης, σκηνοθέτης της Ορχήστρας των Μικρών Πραγμάτων, και οι συνεργάτες του συλλαμβάνουν ένα γοητευτικό σύμπαν που φωτίζει το αναγνωστάκειο αίνιγμα, χωρίς να εξαλείφει τον μαγνητισμό της κρυπτικής δύναμής του. Παρόλο που στην πορεία η μέθοδος με την οποία το εν λόγω σύμπαν υλοποιείται αποδεικνύεται ελλιπής, μπορούμε σε κάθε περίπτωση να αναγνωρίσουμε τον παλμό και την ορμή των αρχικών προθέσεων και στόχων της ομάδας.
Σαφέστατα τις εντυπώσεις κερδίζει η συναρπαστική σκηνογραφία της Ελίνας Λούκου: ανατρέποντας τα δεδομένα της τυπικής σχέσης θεατών και σκηνής, η σκηνογράφος δημιουργεί έναν χώρο που μας περιέχει και δεν μας περιέχει ταυτόχρονα. Με μια ιδιοφυή αντιστροφή, είναι η υποκειμενική/εσωτερική διάσταση των ηρώων και του έργου που καθίσταται πλήρως προσβάσιμη σε εμάς, ενώ, περιέργως, ο κόσμος της αντικειμενικής πραγματικότητας μένει μισοκρυμμένος, δυσπρόσιτος, μακρινός.
Με αυτόν τον τρόπο καλούμαστε να καταλάβουμε –μαζί με τον βουβό Αντόνιο και τους λαλίστατους νεαρούς επαναστάτες – το δωμάτιο της Επιθυμίας, εκεί όπου μπορεί κανείς να υπάρξει αυθεντικά, μόνος ή με τους άλλους, ξεδιπλώνοντας κάθε απωθημένη πτυχή του ψυχισμού του. Το «μήνυμα» –η πρόσκληση να αναδυθούμε σε έναν χώρο ελευθερίας και αλογόκριτης έκφρασης– βρίσκει εδώ, σε αυτήν τη σκηνογραφία, τον ιδανικό εκφραστή του. Αποκτώντας υλική υπόσταση, κείτεται ενώπιόν μας, κρυμμένο και φανερό ταυτόχρονα, σαν το κλεμμένο γράμμα του Πόε και του Λακάν, ορατό μονάχα από όσους μπορούν να το «δουν» και να το εισπράξουν.
Δεν παρουσιάζουν, δυστυχώς, ισάξιο ενδιαφέρον τα μέρη που βασίζονται στην υποκριτική ικανότητα των ηθοποιών ∙ οι τονικότητες μας πετούν διαρκώς «εκτός». Οι περισσότεροι κατοικούν εξωτερικά τους ρόλους τους, μένοντας προσκολλημμένοι σε σχήματα άτεγκτα, μονότονα, ψυχικά ακατοίκητα. Φωνές, τρεχαλητά, ανούσιες εντάσεις, ελάχιστη εσωτερίκευση των λεγομένων – ως αποτέλεσμα, όλες αυτές οι (φαινομενικά ασύνδετες) αφίξεις, συναντήσεις, αντιπαραθέσεις και απορρίψεις, οι ατέλειωτοι μονόλογοι και διάλογοι δεν νοηματοδοτούνται σκηνοθετικά και υποκριτικά, δεν εναρμονίζονται σε ρυθμικά μοτίβα, δεν συνυφαίνουν μια υποβλητική ατμόσφαιρα: τα «κομμάτια» του «Αντόνιο», σαν σκόρπια μέλη, μένουν να αιωρούνται, ανένταχτα και ακατέργαστα, αποτρέποντας την ουσιαστική σύνδεσή μας μαζί του.
Το κλίμα ευτυχώς θερμαίνεται με την είσοδο των νεαρών επαναστατών: μια δεκαριά αγόρια και κορίτσια εισβάλλουν στην κυρίως αίθουσα και μας σπρώχνουν αφοπλιστικά στο σήμερα. Πρόκειται για άπειρους, πρωτοεμφανιζόμενους ηθοποιούς (πιθανότατα σπουδαστές ή φρέσκους αποφοίτους δραματικών σχολών), οι οποίοι, αμήχανοι, αλλά τόσο πρόθυμοι, μας μεταδίδουν συγκινητικά την άγουρη αλήθεια τους, έτσι όπως μας υπόσχονται ότι κάθε πρωί θα τους βρίσκουμε μπροστά μας «όρθιους [...] με κατακόκκινα μάτια», και τότε, δίχως να ξέρουμε γιατί, θα τρομάζουμε.
Εξαιρετικός ο Γιώργος Κισσανδράκης, κατορθώνει να εκφράσει την εύθραυστη μοναδικότητα του Αντόνιο μέσα από το βλέμμα και το σώμα του, βωβά προσηλωμένος στον ανάπηρο «σκύλο» του, σύντροφο και δημιούργημά του, σύμβολο όλης της λαβωμένης, αλλά αστείρευτα δημιουργικής δυνατότητας που φεγγοβολά εντός του. Η σκηνή του με την Ελένη (Τατιάνα Πίττα) χαράζει στο τέλος μια ήσυχη όχθη, όπου δύο άνθρωποι, απαλλαγμένοι από το προηγηθέν πανδαιμόνιο, μπορούν επιτέλους να συνυπάρξουν αληθινά.
«Αντόνιο ή το μήνυμα» της Λούλας Αναγνωστάκη
Δραματουργική επεξεργασία: Ιζαμπέλα Κωνσταντινίδου, Κορίνα Χαρίτου, Χρήστος Θεοδωρίδης
Σκηνοθεσία: Χρήστος Θεοδωρίδης
Χορογραφία: Ξένια Θεμελή
Σκηνογραφία: Ελίνα Λούκου
Κοστούμια: Εδουάρδος Γεωργίου
Μουσική: Βασίλης Ντοκάκης
Σχεδιασμός φωτισμών: Τάσος Παλαιορούτας
Παίζουν: Γιώτα Αργυροπούλου, Γιώργος Κισσανδράκης, Ντένης Μακρής, Ελένη Άμπια Νζάγκα, Δημήτρης Παπαβασιλείου, Τατιάνα Πίττα, Πέτρος Σκαρμέας, Σεμίραμις Αμπατζόγλου, Ελένη Βλάχου, Ξένια Θεμελή, Νίκος Κούκας, Διονύσης Λάνης, Ράνια Πολυχρονάκη, Γιάννης Τσουμαράκης, Τάσος Τυρογαλάς, Χρυσάνθη Φύτιζα
Πολυχώρος String Theory (Βιομηχανικό Πάρκο ΠΛ.ΥΦ.Α.)
Κορυτσάς 39, Βοτανικός
Πέμ.-Παρ. 21:15, Σάβ.-Κυρ. 18:00 & 21:15
Έως τις 23/1
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.