Αυτή είναι η πρώτη συνέντευξη που έδωσε ποτέ η Λούλα Αναγνωστάκη- στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο Facebook Twitter
Εικονoγράφηση: Stupid Greg/ LIFO

Αυτή είναι η πρώτη συνέντευξη που έδωσε ποτέ η Λούλα Αναγνωστάκη- στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο

0

«Τι σημαίνει ψυχανώμαλος, ξέρετε;» με ρωτάει η Λούλα Αναγνωστάκη.

 

«Ναι» της απαντάω.

 

«Τι;» επιμένει με μια ξαφνική ένταση στη φωνή.

 

«Αυτός που έχει ανώμαλη ψυχή».

 

«Όχι. Ψυχανώμαλος είναι αυτός που δεν μπορεί να ξεχωρίσει το καλό από το κακό. Και κάνει το κακό χωρίς καμία τύψη. Και δεν διανοείται καν ότι σ' έκανε κουρέλι. Έτσι είναι η Μαύρη Τρύπα στην Ελευθεροτυπία!»

 

Σκύβει και πίνει την πορτοκαλάδα της. Δεν θυμάμαι αν είχε κόκκινα νύχια. Θα ταίριαζαν πάντως στη σκηνή. Τα μαύρα γυαλιά της σκύβουν κι αυτά πάνω απ' το ποτήρι της σαν αρχαίοι ιεροπτέρυγες. Γυρίνοι από πορτοκάλι κολυμπάνε στον χυμό της. Πίνω ένα ουίσκι σκέτο στο διαμέρισμά της, Καψάλη 1, τέταρτος όροφος, πάνω ακριβώς στην πλατεία Κολωνακίου. Υπέροχο διαμέρισμα με χαμηλά, ζεστά φώτα, σκούρο ξύλο, βιβλία και παλιά περιοδικά στο πάτωμα. 

Η τηλεόραση σβηστή. 

 

Δεν δίνω συνεντεύξεις. Πρώτον, το κάνω από σνομπισμό. Δεύτερον, περιφρονώ τα φύλλα. Και τρίτον, ντρέπομαι».

 

«Δεν βλέπετε πια;» τη ρωτάω.

 

«Την ανοίγω για να μην είναι ένα άδειο έπιπλο, αλλά δεν τη βλέπω, τις περισσότερες φορές παίζει μόνη». 

 

Στο σπίτι αυτό μένει με τον Γιώργο Χειμωνά, οι κρεβατοκάμαρές τους βλέπουν στο Da Capo και στο Βρετανικό Συμβούλιο. Το ένα δωμάτιο ήθελε να το σκάψει και να το κάνει πισίνα. «Έτσι κι αλλιώς, το σαλόνι είναι άχρηστο, Γιώργο» είπε στον άντρα της. «Να 'μαστε όλη μέρα στα νερά, θα 'ναι υπέροχα».

 

Όταν της τηλεφώνησα για το ραντεβού, μου είπε: «Η είσοδος είναι ανοιχτή. Υπάρχει guard. Άνοιξε ένα αδαμαντοπωλείο στην πολυκατοικία μας – το είδατε; Η είσοδος είναι ανοιχτή για τους πελάτες». 

 

«Και πουλάει μόνο διαμάντια;» 

 

«Πουλάει απ' όλα. Και ακριβά ρολόγια. Αλλά εγώ το λέω αδαμαντοπωλείο».

 

Πάνω απ' το αδαμαντοπωλείο, στον πρώτο όροφο, μένει μια γριούλα ογδόντα ετών.

 

«Την ξέρετε;» της λέω. «Να μπούμε στο διαμέρισμά της να κάνουμε το τέλειο ριφιφί».

 

Χαμογελάει. Προσποιείται την αμήχανη – από φιλαρέσκεια. Το χιούμορ της είναι αθόρυβο – σαν βουβή ταινία. 

 

Σκέφτομαι, λοιπόν, ότι στο ισόγειο είναι τα διαμάντια και στον τέταρτο όροφο τα μπλουζ. «Διαμάντια και μπλουζ», όπως εκείνο το παλιό της έργο, όπου η ηρωίδα άκουγε τους φίλους της να τη φωνάζουν από τον δρόμο. 

 

Μπλουζ, γιατί η κυρία Αναγνωστάκη έχει μελαγχολίες αυτό τον καιρό. 

 

«Δεν ξέρω, δεν αισθάνομαι περίφημα» μου λέει και προσθέτει με μια ξαφνική ορμή: «Αλλά δεν θα λέμε τέτοια. Δεν θα λέμε καθόλου τέτοια!».

 

«Τότε ας πούμε κάτι φλέγον, κυρία Αναγνωστάκη: Ψάχνω λεφτά! Είναι χαζό να δουλεύουμε. Θέλω έναν πλούσιο να μου κάνει ένα σπόνσορινγκ ζωής».

 

«Κι εγώ το 'χα σκεφτεί. Να πάω στον Κοσκωτά, να του ζητήσω να μου πάρει ένα διαμαντένιο δαχτυλίδι. Θα το 'κανε, νομίζω. Αλλά μόλις είχα προετοιμαστεί να πάω, τον πιάσανε».

 

Διαμαντένιο δαχτυλίδι;! Ποτέ δεν είδα τη Λούλα Αναγνωστάκη να φοράει κοσμήματα. Μαύρο βελούδο, αδιάβροχα Burberry- και αποξηραμένα τριαντάφυλλα. Καμία πολυτέλεια ποτέ –ούτε ακριβό αμάξι, ούτε φίρμες, ούτε καν ένα ρολογάκι Cartier, που θα της πήγαινε. Το στιλ της είναι το ακριβώς αντίθετο του νεοπλουτισμού που γδέρνει τις πόρτες της Καψάλη.

 

«Θυμάστε ένα βράδυ πριν από πολλά χρόνια που με πήρατε μεθυσμένος και μου είπατε ότι σας άρεσε πολύ o "Ήχος του όπλου";»

  

«Κάτι θυμάμαι, ναι».

 

«Κι είχα χαρεί τρομερά τότε γιατί ήσαστε συγκινημένος και ειλικρινής».

 

«Ναι…»

 

«Αλλά με πήρατε την άλλη μέρα και μου ζητήσατε συγγνώμη που τηλεφωνήσατε μεθυσμένος κι εγώ σας ρώτησα: "Δηλαδή, παίρνετε πίσω και τα λόγια που είπατε για το έργο;"»

 

Γελάει.

 

«Κι ένα άλλο βράδυ που με πήρατε και θέλατε σώνει και καλά να πάμε να πιούμε ένα ουίσκι στο Galaxy, κι επιμένατε πολύ, αλλά εγώ δεν ήθελα να σας πω τον αληθινό λόγο που αρνούμαι;»

 

«Ποιον λόγο;»

 

«Με είχατε τρομάξει τότε – είχατε μέσα σας πολλή βία, πολύ θυμό…»

 

«Δεν θυμάμαι». 

 

«Δεν θυμάστε; Μα, δεν θυμάστε;!» 

 

Της διηγούμαι τα ταξίδια μου.

 

«Λοιπόν, θα με θεωρήσετε συντηρητική;» με ρωτάει. «Αλλά εγώ ποτέ δεν θα μπορέσω να κάνω αυτά τα ταξίδια. Φοβάμαι. Αλλά ένας πολύ στενός μου άνθρωπος, ένα παιδί τριάντα ετών, έπαθε σκλήρυνση κατά πλάκας και είναι τώρα σε μια φυλή του Αμαζονίου. Πας εκεί με πιρόγες, δεν έχει άλλο τρόπο. Μένει σ’ ένα μέρος, σαν σανατόριο, έστειλε στους δικούς του μια κασέτα και λέει απλώς: "Είμαι καλά"».

 

«Και θέλετε να πάτε να τον δείτε;»

 

« Αυτό το ταξίδι θα μπορούσα να το κάνω! Λέω στη μάνα του: "Θα πάμε να τον βρούμε, μη στενοχωριέσαι". Αυτό το ταξίδι, ναι, μπορεί να το κάνω».

 

Προς το παρόν, η Λούλα Αναγνωστάκη είναι μια ερημίτισσα του κέντρου. Βγαίνει ελάχιστα και έχει αναγάγει το τηλέφωνο σε Υψηλή Τέχνη. Μιλάει πολύ, ώρες. Μισόλογα, παύσεις, πεζολογίες, επικοινωνιακή βουλιμία. Έχει όλα τα τικ του αγοραφοβικού, αλλά, στην πραγματικότητα, δεν είναι. Ένα βραδάκι που κάνουμε μια βόλτα στην Καψάλη, οι καταστηματάρχες τη δέχονται με τρυφερότητα, η περιπτερού σχεδόν την αγκαλιάζει: «Τι κάνετε, κυρία Χειμωνά;» της λέει με έμφαση.

 

«Είδατε πόσο με αγαπούν;» μου λέει και προχωρεί μ' ένα βήμα ασταθές. Στο φαρμακείο της κυρίας Ζηρίδη μιλάνε για τον καιρό στην Ελβετία και στο απέναντι περίπτερο για τον Ολυμπιακό, που είναι, ας πούμε, ο μεταμοντέρνος της φανατισμός. Στις 45 στροφές καθόμαστε για ένα ποτό. Τα γκαρσονάκια την αναγνωρίζουν, αυτή δεν το παρατηρεί. 

  

«Αύριο θα πάω να δω το έργο σας στο Εθνικό» της λέω.

«Μπορεί και να μη σας αρέσει» απαντά. «Αλλά δεν έχει σημασία αυτό…»

 

«Καμία απολύτως σημασία!» συμφωνώ με σαδισμό, δήθεν.

 

Το νέο έργο της Λούλας Αναγνωστάκη είναι ένα μονόπρακτο για μια αλκοολική γυναίκα στα εξήντα. Την υποδύεται η Βέρα Ζαβιτσιάνου. Φοράει βελούδινο καφέ φόρεμα και κοιτάει κόντρα στον προβολέα. Η ερμηνεία της σπουδαία∙ το έργο, ώριμο. Οι δυσκολίες του έρωτα με τον άντρα της, ο γιος της που έμπλεξε με τη ρουμάνικη μαφία, οι επισκέψεις της στη φυλακή να τον δει, η αβάσταχτη νοσταλγία της ζωής, που όλο είναι κάτι στον αόριστο.

 

Χαίρεται που αρέσει. Αλλά σχεδόν δεν διακρίνω πού σταματάει η γυναικεία της φιλαρέσκεια και πού αρχίζει η καλλιτεχνική της επιβεβαίωση. Στη Λούλα Αναγωστάκη όλα επαμφοτερίζουν. Με κοιτάζει μ' ένα είδος τισαθευμένης λαχτάρας και ρωτά:

 

«Σας άρεσαν τα σεξουαλικά του έργου;» 

 

«Ναι, μ' άρεσαν» απαντώ και την βλέπω να ξανατείνει μηχανικά το χέρι στο πακέτο με τα τσιγάρα.

 

«Πρέπει να κόψω το τσιγάρο – θα πεθάνω» λέει με έναν αμέριμνο μελοδραματισμό και είναι σαν να λέει: «Δεν είναι υπέροχο το να αυτοκαταστρέφεσαι;» 

 

Πρέπει να κόψω το τσιγάρο – θα πεθάνω» λέει με έναν αμέριμνο μελοδραματισμό και είναι σαν να λέει: «Δεν είναι υπέροχο το να αυτοκαταστρέφεσαι;

 

Καπνίζει, όντως, πολύ στο ημίφως του δωματίου της. Σηκώνομαι και βηματίζω ως το παράθυρο. Στα μπαλκόνια της δεν υπάρχει τίποτα, ούτε μια γλάστρα. Γενικά, η αίσθηση που μου αφήνει αυτή η γυναίκα είναι η αίσθηση ενός χαρακτήρα απογυμνωμένου από κάθε επιείκια που συνειδητά διακόσμησε την ερημιά του με δεκάδες κατασκευές― τα τεχνητά άνθη του Καβάφη «που δεν μαραίνονται και δεν σαπίζουν». Είναι ο θρίαμβος ενός εργαστηριακού ρομαντισμού που φτιάχτηκε από κατάθλιψη.

 

Έτσι εξηγείται γιατί αυτή αυτή η φαινομενικά εύθραυστη γυναίκα είναι κλεισμένη στο σπίτι της, ζει μια ζωή χωρίς ψευδαισθήσεις, εξακολουθεί να είναι τόσο μοντέρνα και περιφρονεί, επί της ουσίας, τα μίντια: δεν έχει δώσει ποτέ συνέντευξη και ούτε πρόκειται να δώσει.

 

«Πρώτον, το κάνω από σνομπισμό. Δεύτερον, περιφρονώ τα φύλλα. Και τρίτον, ντρέπομαι».

 

«Τι θα γράψετε για μένα;» με ρωτάει το βραδάκι που περπατάμε στην Καψάλη.

 

«Ε, γενικότητες, δικά μου πράγματα».

 

«Γράψτε ό,τι θέλετε. Μόνο ένα πράγμα μη γράψετε για μένα».

 

«Τι;»

 

«Την ηλικία μου».

 

«Μα, οι καλλιτέχνιδες δεν έχουν ηλικία!» Το σκέφτεται. Χαμογελάει.

 

Ίσως κάνω λάθος, αλλά νομίζω ότι η αληθινή ατμόσφαιρα αυτής της ιδιόρρυθμης καρδιάς δεν βρίσκεται στις μεγάλες εικόνες και στις μεγάλες δηλώσεις αλλά στα λόγια που λες όταν σκοτώνεις την ώρα σου (έχεις παρατηρήσει πόσο αληθινός είσαι τότε;), στα λόγια που λες στο τηλέφωνο όση ώρα το θερμοσίφωνο είναι αναμμένο.

 

«Εσείς δεν πίνετε;» τη ρωτάω όταν μου βάζει το ουίσκι μου. Εν μέρει γιατί θυμάμαι την αλκοολική ηρωίδα της, εν μέρει γιατί θα ταίριαζε στην περίσταση η συγγραφέας να πίνει.

 

«Λίγο. Και όχι μαζί με τσιγάρο – δεν μ' αρέσει ο συνδυασμός».

 

«Αδυνατίσατε» της λέω.

 

«Καλύτερα νεκρή παρά χοντρή!» μου απαντάει. 

Θέατρο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Ματαρόα στον ορίζοντα»: Φέρνοντας ένα θρυλικό ταξίδι στη σημερινή του διάσταση

Θέατρο / «Ματαρόα στον ορίζοντα»: Ένα θρυλικό ταξίδι στη σημερινή του διάσταση

Στην πολυεπίπεδη νέα παραγωγή της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ, λόγος, μουσική και σκηνική δράση συνυπάρχουν ισάξια και συνεισφέρουν από κοινού στην αφήγηση των επίδοξων ταξιδιωτών ενός ουτοπικού πλοίου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Το video art στο ελληνικό θέατρο

Θέατρο / Video art στο ελληνικό θέατρο: Έχει αντικαταστήσει τη σκηνογραφία;

Λειτουργεί το βίντεο ανταγωνιστικά με τη σκηνογραφία και τη σκηνική δράση ή αποτελεί προέκταση του εθισμού μας στην οθόνη των κινητών μας; Οι γιγαντοοθόνες είναι θεμιτές στην Επίδαυρο ή καταργούν τον λόγο και τον ηθοποιό; Πώς φτάσαμε από τη video art στα stage LED screens; Τρεις video artists, τρεις σκηνοθέτες και ένας σκηνογράφος καταθέτουν τις εμπειρίες τους.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Κωνσταντίνος Ρήγος

Οι Αθηναίοι / «Έχω αισθανθεί να απειλούμαι τη μέρα, όχι δουλεύοντας τη νύχτα»

Οκτάνα, Επίδαυρος, ΚΘΒΕ, Πέγκυ Ζήνα, Εθνικό, Λυρική, «Brokeback Mountain» και «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Ως χορογράφος και σκηνοθέτης, ο Κωνσταντίνος Ρήγος έχει κάνει τα πάντα. Και παρότι έχει αρκετούς haters, νιώθει ότι αυτοί που τον καταλαβαίνουν είναι πολύ περισσότεροι.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Οσιέλ Γκουνεό: «Είμαι πρώτα χορευτής και μετά μαύρος»

Χορός / «Δεν βλέπω τον εαυτό μου ως έναν μαύρο χορευτή μπαλέτου αλλά ως έναν χορευτή καταρχάς»

Λίγο πριν εμφανιστεί ως Μπαζίλιο στον «Δον Κιχώτη» της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ο κορυφαίος κουβανικής καταγωγής χορευτής Οσιέλ Γκουνεό –έχει λάβει πολλά βραβεία, έχει επίσης εμφανιστεί στο Θέατρο Μπολσόι της Μόσχας, στην Όπερα του Παρισιού, στο Λίνκολν Σέντερ της Νέας Υόρκης και στο Ελίζιουμ του Λονδίνου– μιλά για την προσωπική του πορεία στον χορό και τις εμπειρίες που αποκόμισε, ενώ δηλώνει λάτρης της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Σμαράγδα Καρύδη: «Ήθελα να είμαι η Βουγιουκλάκη και ο Ρέτσος μαζί»

Οι Αθηναίοι / Σμαράγδα Καρύδη: «Ήθελα να είμαι η Βουγιουκλάκη και ο Ρέτσος μαζί»

Ηθοποιός, σκηνοθέτις, ακατάτακτη και αγαπημένη του κοινού, η Σμαράγδα Καρύδη θυμάται πως ανέκαθεν ήθελε το σύμπαν, χωρίς να περιορίζεται. Στον απολογισμό της μέχρι τώρα πορείας της, ως η Αθηναία της εβδομάδας, καταλήγει πως, ούτως ή άλλως, «στο τέλος ανήκεις εκεί που μπορείς να φτάσεις», ενώ δηλώνει πως πάντα θα επιλέγει συνειδητά να συντάσσεται με τη χαρά.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Το ανάπηρο σώμα που αντιστέκεται

Θέατρο / Το ανάπηρο σώμα που αντιστέκεται

Πώς διαβάζουμε σήμερα τον «Γυάλινο Κόσμο» του Τενεσί Oυίλιαμς; Στην παράσταση του Θεάτρου Τέχνης ο Antonio Latella προσφέρει μια «άλλη» Λόρα που ορθώνει το ανάστημά της ενάντια στο κυρίαρχο αφήγημα περί επαγγελματικής ανέλιξης, πλουτισμού και γαμήλιας ευτυχίας.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Παραστάσεις για κάθε γούστο που θα συγκινήσουν, θα διασκεδάσουν και θα προβληματίσουν

Θέατρο / Πού οφείλεται τόση δίψα για το θέατρο;

Το θέατρο εξακολουθεί να προκαλεί debates και ζωηρές συζητήσεις, παρά τις κρίσεις και τις οικονομικές περικοπές που έχει υποστεί, και φέτος ανεβαίνουν στην Αθήνα παραστάσεις για κάθε γούστο που θα συγκινήσουν, θα διασκεδάσουν και θα προβληματίσουν.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ανδρέας Κωνσταντίνου

Θέατρο / Ανδρέας Κωνσταντίνου: «Δεν μ' ενδιαφέρει τι υποστηρίζεις στο facebook, αλλά το πώς μιλάς σε έναν σερβιτόρο»

Ο ηθοποιός που έχει υποδυθεί τους πιο ετερόκλητους ήρωες και θα πρωταγωνιστήσει στην τηλεοπτική μεταφορά της «Μεγάλης Χίμαιρας» αισθάνεται ότι επιλέγει την τηλεόραση για να ικανοποιήσει την επιθυμία του για κάτι πιο «χειροποίητο» στο θέατρο.
ΜΑΤΟΥΛΑ ΚΟΥΣΤΕΝΗ