Έχουμε φτάσει στου Ρέντη απομεσήμερο, μία από τις δύο φορές της μέρας που έχει κίνηση, όταν τα γύρω εργοστάσια και οι εταιρείες μεταφορών σχολάνε∙ η άλλη είναι μετά τις 8 το βράδυ, όταν φτάνουν οι θεατές για να δουν τις δύο sold-out παραστάσεις του νέου Καρτέλ, τον «Άρη», που παίζεται τέσσερα χρόνια, και το «Άνθρωποι και Ποντίκια», που μπήκε αισίως στον τρίτο χρόνο παραστάσεων.
Στο παλιό εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο, που του παραχώρησε το Ίδρυμα Ωνάση, αγνώριστο σήμερα, αλλά με όλα τα χαρακτηριστικά της βιομηχανικής του μνήμης ατόφια κρατημένα, ο θόρυβος δεν σταματά ποτέ. Μια μικρότερη υποομάδα της ομάδας του Καρτέλ καρφώνει, μεταφέρει καρέκλες, δοκιμάζει ρούχα πριν από την πρόβα του επόμενου έργου, που θα ξεκινήσει σε λίγο.
Με τον Βασίλη Μπισμπίκη κάνουμε μια βόλτα γύρω από τον χώρο. Ο Βασίλης είναι ένας άνθρωπος χρυσοχέρης, πολυτεχνίτης, που πλέει μόνος του στο ελληνικό θέατρο, μια περίπτωση που θυμίζει τους «Εφήμερους» της Μνουσκίν, έναν κόσμο που έχει κατασκευαστεί από το περίσσευμα και το άχρηστο των άλλων και αυτή είναι η πιο γοητευτική εκδοχή συνδυασμών, αντικειμένων και ιδεών που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι αυτό το μοντέλο θεάτρου θαυμάζει και οραματίζεται, ένα θέατρο πολιτικό και λαϊκό για το οποίο μιλάει με πάθος, ενώ δεν εγκαταλείπει τις συνήθειές του ‒ ακόμα και την ώρα που περπατάμε σκύβει και μαζεύει ένα ωραίο κομμάτι ξύλο και με αυτό επιστρέφουμε στον χώρο. «Κάπου θα χρειαστεί», μου λέει.
Όταν ήρθα στην Αθήνα ζορίστηκα, ήμουν άφραγκος και ένας χαρακτήρας των άκρων και των καταχρήσεων και αυτό το κομμάτι της ζωής μου έχει μεγάλη σχέση με τα «Κόκκινα Φανάρια» που ετοιμάζουμε, γιατί έζησα μέσα στο περιθώριο. Και μέσα στις μεγάλες ταλαιπωρίες που πέρναγα με μάζευαν κυριολεκτικά οι πουτάνες και οι τραβεστί και με φρόντιζαν.
— Όταν ήρθατε εδώ ζορίστηκες με αυτόν τον τόσο μεγάλο χώρο;
Ήταν ένας τεράστιος χώρος, 1.500 τετραγωνικά, αλάνα, αλλά μέσα μου είχα χαρά, έφευγα από το άγχος του ενοικίου, του ρεύματος. Είχα χαρά γιατί αυτός ο χώρος μού δίνει τη δυνατότητα να κάνω πράγματα πιο δημιουργικά, να φέρουμε φορτηγά π.χ., γενικά να τον κάνουμε όπως θέλουμε ‒ εμείς, εδώ, έχουμε αποκτήσει πια αυτή την κουλτούρα, να δημιουργούμε τον χώρο από την αρχή.
— Από ένα άγνωστο μέρος μετακομίζεις σε ένα άλλο άγνωστο μέρος, που ούτε σήμανση έχει. Ήρθες με δύο επιτυχίες, δεν σε ανησύχησε αυτό;
Κοίταξε, το παλιό Καρτέλ ήταν πραγματικά στο περανάθεμα ‒ εμείς τότε θέλαμε να έχουμε ένα δικό μας χώρο. Εκεί το νοίκι ήταν ελάχιστο, μπορούσαμε να τα βγάλουμε πέρα και φτιάξαμε το θέατρο κυριολεκτικά από το μηδέν, με «σκουπίδια», υλικά ανακύκλωσης, γιατί είχαμε μεγάλο πάθος να τοποθετηθούμε με τις παραστάσεις μας κοινωνικοπολιτικά απέναντι σε μια συγκεχυμένη πραγματικότητα και να αντικατοπτρίσουμε με τα έργα μας τις αγωνίες των ημερών μας. Περάσαμε επτά χρόνια και ζοριστήκαμε, δεν είχαμε δει επιτυχία.
Κάποια στιγμή έφυγε ο ένας από τους τρεις μας, ο Παναγιώτης Σούλης, μείναμε με τη Φαίη Τζήμα και είπα «όχι, δεν θα τα παρατήσουμε». Και όταν ανεβάσαμε τον «Άρη» φοβόμουνα. Πώς θα πήγαινε ένα έργο για μια προσωπικότητα αχαρτογράφητη και αμφιλεγόμενη, τον Άρη Βελουχιώτη; Αλλά το κάναμε. Και ήταν ο «Άρης» που έφερε λεφτά στο ταμείο ‒ πρώτη φορά βγάλαμε λεφτά.
Το ίδιο σκέφτηκα όταν ανεβάσαμε το «Άνθρωποι και Ποντίκια», ότι θα φάμε ντομάτες, όχι ότι ο ξεχασμένος Στάινμπεκ θα γινόταν επιτυχία στην Αθήνα του εικοστού πρώτου αιώνα. Αλλά η επιτυχία έφερε και προβλήματα με το ακίνητο που νοικιάζαμε∙ έπρεπε να το αφήσουμε. Πέρασα μεγάλο ζόρι με αυτό.
— Με τη Στέγη πώς έγινε, εσύ τους βρήκες;
Τυχαία, εγώ δεν θα σκεφτόμουν ποτέ να πάω να το ζητήσω από άλλον, γιατί είναι έτσι ο χαρακτήρας μου. Ήρθαν ο Αντώνης (σ.σ. Παπαδημητρίου) με την Αφροδίτη (σ.σ. Παναγιωτάκου) να δουν την παράσταση λίγο πριν από την πρώτη καραντίνα και μετά έκατσαν και τα είπαμε. Και εκεί που πίναμε ένα ουίσκι ‒εγώ είχα αλλού το μυαλό μου‒ τους είπα ότι έπρεπε να τον αφήσω τον χώρο.
Και ο Αντώνης μου είπε: «Έχουμε εμείς έναν χώρο στου Ρέντη, που ανήκει στο Ίδρυμα Ωνάση. Θες να τον δεις;». Και έμεινε εκεί η κουβέντα. Όταν έγινε το πρώτο lockdown τους πήρα τηλέφωνο και τους ρώτησα αν ίσχυε η πρόταση και μου είπαν «ναι» με τη μία. Τους ευχαριστώ γι’ αυτό και το λέω κάθε φορά δημοσίως.
Ήρθα, είδα τον χώρο, τον ερωτεύτηκα, το Ίδρυμα ανέλαβε την οργάνωση και την κατασκευή της υποδομής ‒ και με βοηθάνε ακόμα. Έχουμε πια μια σχέση σοβαρή που θέλουμε να γίνει σχέση ζωής.
— Εδώ, όπως έχει γίνει ο χώρος, γίνονται τρεις παραγωγές, πολύ μεγάλα σκηνικά…
Ξέρω τι λες. Εμείς κάνουμε παραγωγές μεγάλες με ελάχιστο κόστος. Έχω μια ολιστική αντίληψη για το θέατρο, θέλω να το σκέφτομαι ως μια ομάδα που τα φτιάχνει όλα. Φαντάζομαι ότι παλιότερα υπήρχαν αυτές οι ομάδες, στο Θέατρο Τέχνης για παράδειγμα, και το πιστεύω ότι η ερμηνεία έρχεται μέσα από αυτά που μαθαίνουμε, κάνοντας δουλειές του θεάτρου. Εμείς εδώ ξέρουμε όλοι τροχό, να βάζουμε πρίζες, να κόβουμε σίδερο, τσακωνόμαστε ποιος θα κάνει ηλεκτροκόλληση. Και όταν έρθουν τα κείμενα, ενώ έχουν προηγηθεί όλα αυτά, υπάρχει σύμπνοια, ισότητα, δεν παραπονιέται κανείς γιατί είναι συνδημιουργός και το έχει νιώσει αυτό.
Εμείς εδώ κάνουμε σκηνικά πολύ πλούσια, τέτοια σκηνικά μεγάλα δεν μπορεί να τα κάνει άλλο θέατρο, γιατί πρέπει να τα αγοράσει και είναι πανάκριβα. Εμείς πάμε σε μάντρες ανακύκλωσης και φτιάχνουμε ολόκληρο σπίτι με τον εξοπλισμό του σε χρόνο μηδέν ‒ και ρούχα θα βρούμε παλιά. Με αυτόν τον τρόπο έχουμε κάνει φιλίες, έτσι δουλεύουμε.
— Δηλαδή πόση ελευθερία δίνεις στους ηθοποιούς σου όταν λες ότι φτιάχνουν μόνοι τους και τον ρόλο και το σκηνικό τους;
Εκατό τοις εκατό. Υπάρχει η δική μου καθοδήγηση, αλλά μόνοι τους θα κάνουν το κείμενο, το σκηνικό τους, τα ρούχα τους, τη σκηνοθεσία τους, αν μπορούν. Φυσικά υπάρχει και ενδυματολόγος και σκηνογράφος, αλλά για να εξυπηρετήσει τον ηθοποιό, όχι για να κάνει το δικό του.
Είμαι τυχερός γιατί έχω τον Κένι ΜακΛέλαν που θέλει να είναι με τον ηθοποιό μαζί, δίπλα. Δεν θέλει να κάνει μια ωραία σκηνογραφία ανεξάρτητα από τον ηθοποιό αλλά να εξυπηρετεί και το δικό του όραμα και το δικό μου. Εδώ τρώμε, ζούμε, ένας ύπνος μάς χωρίζει από τον χώρο, δεν έχουμε τεχνικούς, γι’ αυτό και δεν έχουμε σχέση με ένα θέατρο συμβατικό.
— Αυτό σημαίνει «δεν έχω κανέναν πάνω από το κεφάλι μου»;
Δεν θέλω να έχω κανέναν πάνω από το κεφάλι μου, θέλω να μπορώ να κάνω και έξι μήνες πρόβα. Θέλω να μπορώ να ανεβάζω ένα έργο όταν θεωρήσω ότι είναι έτοιμο. Ποιος θα σε αφήσει να το κάνεις αυτό; Κανένας.
Για τα «Ποντίκια» κάναμε πέντε μήνες πρόβα. Βάζουμε ένα όριο, βέβαια, αλλά δεν ξεκινάμε αν δεν είμαστε έτοιμοι. Αυτό ισχύει για όλα τα έργα, και με τον «Πατέρα» του Στρίντμπεργκ παλιότερα και με τον Στάινμπεκ και με τα «Κόκκινα Φανάρια» που ετοιμάζουμε τώρα. Αποφάσισα ότι όλα τα κλασικά έργα θα τα κάνω όπως θέλω, θα τα φέρω στο τώρα, θα τα ξεσκουριάσω. Δεν θέλω να έρχεται ο θεατής και να λέει «α, αυτό συνέβαινε το ’30, δεν συμβαίνει τώρα».
Ο πυρήνας αυτών των έργων είναι ωραίος, κρατάω και κάποιες θεματικές, τα άλλα, οι αντιστοιχίες που δεν αφορούν το σήμερα και δεν υπάρχουν πια νομίζω ότι πρέπει να αφαιρούνται. Εγώ δεν είμαι συγγραφέας, αλλά μπορώ να πάρω ένα έργο μαζί με τα παιδιά, να το μεταγράψουμε και να βρούμε ένα πάτημα, να το χρησιμοποιήσουμε ως όχημα για να μιλήσουμε για το τώρα, αυτό με ενδιαφέρει. Και αυτό είναι που έχει και αποτέλεσμα.
— Ότι σε βρίσκουν, δηλαδή, όπου και αν είσαι, γιατί τους αφορά αυτό που κάνεις;
Ναι, γι’ αυτό ούτε η περιοχή με φόβισε ποτέ, ούτε το κέντρο, ούτε η μαρκίζα. Αν κάνεις κάτι που αφορά τον κόσμο, θα έρθουν να σε δουν και στο βουνό. Εδώ, που δεν έχει ούτε σήμανση, δεν υπάρχει γκρίνια, όλοι οι θεατές έρχονται στην ώρα τους, μας ψάχνουν και μας βρίσκουν κι αυτό έχει τη σημασία του.
Εμείς δεν θέλουμε να ταλαιπωρείται ο κόσμος μέχρι να καταλάβει, εμείς κάνουμε λαϊκό πολιτικό θέατρο με γραμμική αφήγηση, ούτε μεταμοντέρνο ούτε τίποτα και έχει την αξία του το να έρθει στη μεριά μας. Και με αφορά να έρθουν και άνθρωποι που δεν έχουν επαφή με τον κόσμο εδώ γύρω, δεν ξέρουν καν ότι υπάρχει.
— Έχεις κάνει σερί επιτυχίες. Σου δημιουργεί αγωνία αυτό;
Η αγωνία η δική μου δεν έχει να κάνει ούτε με την επίδραση ούτε με την αποδοχή αλλά με το αν είμαστε ευτυχισμένοι με αυτό που κάνουμε ή όχι. Είναι θέση πολιτική αυτό που κάνουμε, αυτό είναι πιο σημαντικό και από τις παραστάσεις, ακόμα και από το πόσοι θα τις δουν. Σημασία έχει να υπάρχει σύμπνοια, να είμαστε μια κολεκτίβα. Δεν μένει τίποτε άλλο.
Δηλαδή μπορεί να παίζεις τον «Άμλετ» και σε έναν μήνα να τον βαρεθείς. Τι θα σου μείνει; Οι άνθρωποι που ήσασταν μαζί, οι παρέες που έκανες, τα μπαρ. Είναι μια συνεχόμενη ευτυχία για μένα το να δουλεύω με αυτόν τον τρόπο, σαν να είμαι σε ένα λούνα-παρκ, γι’ αυτό επιμένω.
— Βασίλη, από μικρός ήθελες να κάνεις θέατρο;
Δεν ξέρω αν ήθελα να κάνω θέατρο με την έννοια που το λέει σήμερα ένας δεκαοχτάρης. Προφανώς ήταν μια διέξοδος που δεν την καταλάβαινα. Μεγάλωσα στο Λουτράκι, από μικρό παιδί έκανα Καραγκιόζη, έφτιαχνα τσίρκο, σκηνοθετούσα, έβαζα εισιτήριο, ήθελα πάντα να κάνω αυτό που είχα στο μυαλό μου.
Όταν ήμουν ακόμα σχολείο μπήκα σε έναν ερασιτεχνικό σύλλογο και κάναμε την «Ελένη» του Ευριπίδη. Πήραμε το βραβείο αρχαίου δράματος και παίξαμε στην Επίδαυρο τιμητικά σε μια βραδιά αφιερωμένη στον Ροντήρη. Εκεί με είδε ο Τάσος Ρούσσος, τότε διευθυντής στο Εθνικό, και μου είπε: «Αγόρι μου, εσύ θα έρθεις στο Εθνικό». Και πήγα ‒ αλλά πώς να με πάρουν;
Εγώ δεν είχα τελειώσει το λύκειο, ένα γυμνάσιο με το ζόρι, με είχαν διώξει από παντού. Αλλά ήρθα στην Αθήνα, είπα «θα πάω να βρω την πιο φτηνή σχολή» και τη βρήκα, τη σχολή της Μαίρης Βογιατζή-Τράγκα. Εκεί πήγα και δεν το μετάνιωσα γιατί βρήκα έναν δάσκαλο, τον Βασίλη Ρίτσο, που ήταν ο μέντοράς μου τέσσερα χρόνια.
— Ζορίστηκες στην Αθήνα;
Φυσικά ζορίστηκα, ήμουν άφραγκος και ένας χαρακτήρας των άκρων και των καταχρήσεων και αυτό το κομμάτι της ζωής μου έχει μεγάλη σχέση με τα «Κόκκινα Φανάρια» που ετοιμάζουμε, γιατί έζησα μέσα στο περιθώριο. Και μέσα στις μεγάλες ταλαιπωρίες που πέρναγα με μάζευαν κυριολεκτικά οι πουτάνες και οι τρανς και με φρόντιζαν. Ζούσα στην Ομόνοια, σε ένα ξενοδοχείο, και ήμουνα συγκάτοικός τους. Όταν είχε κρύο με βοηθούσαν πάρα πολύ, μου άνοιγαν τα μπουρδέλα και καθόμουνα στις σόμπες με τις τσατσάδες. Είναι σαν φόρος τιμής σε αυτά τα πρόσωπα η παράσταση, αλλά εμείς εδώ το πάμε ένα βήμα παραπέρα.
— Έχετε φτιάξει ένα κλαμπ, σωστά καταλαβαίνω το σκηνικό;
Από τα «Κόκκινα Φανάρια» όπως τα ξέρουμε δεν έχω κρατήσει τίποτα, μόνο την ατμόσφαιρα. Θέλω να μιλήσω γι’ αυτόν τον κόσμο και την κοινωνικοπολιτική κατάσταση που υπάρχει σε σχέση με τη διαφορετικότητα. Είναι η Αθήνα μέσα από αυτό το λούμπεν τότε κομμάτι της του ’60, που ήταν και κρυφό και σαν «καταραμένο», που δεν φόραγαν γυναικεία ρούχα οι τρανς, με τις αφηγήσεις του Δημήτρη Παπάζογλου που κάνει τη λεκανατζού και λέει ιστορίες παλιές από του Κουράδα και τη Χαβάη, το υπόγειο κάτω από το Περοκέ, που ήταν το πρώτο τραβεστομάγαζο της Αθήνας ‒ αυτά τα μαγαζιά τα έχει προλάβει.
Αλλά και με τις αφηγήσεις της Μπέτυς Βακαλίδου, που μιλάει για τη Συγγρού, για το πώς φτιάχτηκε η πιάτσα, ιστορίες άγριες.
Μιλάμε, όμως, και για το άλλο κομμάτι, τις ανθρώπινες σχέσεις, που μας συγκινούν πάντα, γιατί δεν έχει σημασία το φύλο αλλά οι ίδιες οι σχέσεις. Αυτό το «γύρνα να με κοιτάξεις» που λέει ο ένας στον άλλο. Αυτή είναι η αφήγηση και θα την καταλάβει ακόμα και η γιαγιά μου, δεν χρειάζεται να σκεφτεί τίποτα. Θα δει ένα κλαμπ με τρανς που κάνουν drag show. Και κάθε Σάββατο θα έρχεται και ένας guest που θα κάνει ένα τρίλεπτο drag show.
— Το φοβάσαι το θέμα; Πιστεύεις ότι θα ενοχλήσει;
Πιστεύω ότι είμαστε πολύ συντηρητικοί και ας έχουμε κάνει μερικά βήματα ‒ κι αυτά ούτε καν σε όλη την Αθήνα. Η επαρχία είναι πολύ πίσω, μάλιστα υπάρχουν γκέι που έχουν κολλήματα με τις τρανς, βλέπεις και τέτοιους ρατσισμούς, τι να λέμε, δεν έχουμε φτάσει σε ωριμότητα τέτοια ώστε να μπορούμε να τα δούμε καθαρά αυτά.
Άρα τι σημαίνει διαφορετικότητα και πώς κάνεις ένα κείμενο που θα τους συμπεριλάβει όλους; Το επιχειρούμε γιατί πιστεύουμε ότι μπορεί το θέατρο να ενισχύσει την ορατότητα, να κάνει έναν θεατή να προχωρήσει ένα βήμα μπροστά, αλλά ο πυρήνας γύρω μας είναι σκληρός, ομοφοβικός και ζόρικος. Εμάς είναι η δουλειά μας, αυτό πρέπει να κάνουμε, χώρο για όλους.
— Μετά τα «Φανάρια» τι ακολουθεί;
Λοιπόν, τα «Φανάρια» θα ανέβουν Δεκέμβριο και θα έχουμε ρεπερτόριο, θα παίζουν και οι τρεις παραστάσεις, δηλαδή και τα «Ποντίκια» και ο «Άρης». Μόλις ανέβουν τα «Φανάρια» θα ξεκινήσουμε πρόβες για το «Έγκλημα και Τιμωρία». Θα γίνει ο χώρος όλος σαν υπόγειο πάρκινγκ.
Θυμάσαι την ιστορία του Ματθαίου Μονσελά, του κατά παραγγελία δολοφόνου; Αυτός δούλευε σε πάρκινγκ στη Χαριλάου Τρικούπη, εκεί γνώρισε την οδοντίατρο που σκότωσε, τη γυναίκα που του «όπλισε» το χέρι. Το συζητούσαμε και με τον Γιάννη Οικονομίδη, που είμαστε φίλοι και τα λέμε, ο Ρασκόλνικοφ, αντί να βγαίνει και να συναντάει τους ανθρώπους έξω, να δουλεύει σε αυτό το πάρκινγκ και να έρχονται όλοι να τον συναντήσουν, με τα αυτοκίνητά τους, εδώ, σε αυτόν τον χώρο. Το ονειρεύομαι κάθε φορά που μπαίνω μέσα σε αυτόν.
— Τι άλλο ονειρεύεσαι;
Είμαστε τρισευτυχισμένοι εδώ, αυτό σκέφτομαι. Και ότι είμαι σαράντα τεσσάρων χρονών και έχω ακόμα να ζήσω άλλα σαράντα χρόνια.
Τα Κόκκινα Φανάρια
Σκηνοθεσία: Βασίλης Μπισμπίκης
Διασκευή-Δραματουργία: Βασίλης Μπισμπίκης, Χρήστος Νικολόπουλος
Σκηνικά-Κοστούμια: Κένι ΜακΛέλαν
Επιμέλεια κίνησης: Αγγέλα Πατσέλη
Σχεδιασμός ήχου: Μάνος Πατεράκης
Φωτισμοί: Λάμπρος Παπούλιας
Ειδικά εφέ: Προκόπης Βλασσερός
Διεύθυνση παραγωγής: Φαίη Τζήμα
Παίζουν (αλφαβητικά): Ερατώ Αγγουράκη, Λευτέρης Αγουρίδας, Ελεονώρα Αντωνιάδου, Μπέττυ Βακαλίδου, Δημήτρης Γαλάνης, Γιανμάζ Ερντάλ, Μάρα Ζαλώνη, Μάνος Καζαμίας, Βασίλης Καραγιάννης, Διονύσης Κοκκοτάκης, Δημήτρης Παπάζογλου, Αγγέλα Πατσέλη, Γιώργος Σιδέρης, Τάσος Σωτηράκης, Στέλιος Τυριακίδης, Πουριά Χοσσεΐνι
Τεχνοχώρος Cartel
Onassis Renti (Λεγάκη 7, Αγ. Ιωάννης Ρέντης, 210 3713000)
Έναρξη παραστάσεων τον Δεκέμβριο