Είναι μοναδικό το επίτευγμα του Αισχύλου.
Σταγόνα ζεστού αίματος δεν κυλάει επί σκηνής, κι όμως κολυμπάμε σε μια κόκκινη θάλασσα στρωμένη με λαβωμένους μαχητές κι ερείπια πλοίων. Ένας λαός με τριακόσια καράβια κατατροπώνει τον εισβολέα που διαθέτει τετραπλάσια. «Ω παίδες Ελλήνων, ίτε» ακούγεται η ορμητική κραυγή ενός στόλου ενωμένου στο όνομα της ελευθερίας.
Μακριά, πολύ μακριά από το υγρό πεδίο θανάτου, σε μια πόλη χρυσαφένια της Ανατολής, οι συγγενείς των στρατιωτών κι οι γέροντες του τόπου λαχταρούν να μάθουν τι απέγινε το «άνθος Περσίδος» που κίνησε αστραφτερό και σύσσωμο να υποτάξει τους Έλληνες.
Ο Αισχύλος δραματοποιεί ένα ιστορικό γεγονός μείζονος σημασίας τοποθετώντας τη δράση όχι επί ελληνικού εδάφους αλλά στην καρδιά της ηττημένης αυτοκρατορίας, στα Σούσα. «Ύβρις γαρ εξανθούσ' εκάρπωσεν στάχυν / άτης, όθεν πάγκλαυτον εξαμά θέρος» λέει το φάντασμα του Δαρείου, που τοποθετεί την τραγωδία στη θεολογική της βάση. Όσοι προσβάλλουν τον άγραφο θεϊκό νόμο και παραβιάζουν την ηθική τάξη, προκαλούν την οργή των θεών: οδηγούνται στην πνευματική τύφλωση, την πτώση και την τιμωρία. Ο άμυαλος, παρορμητικός Ξέρξης συντρίβεται ολοκληρωτικά παίρνοντας μαζί του αναρίθμητες ζωές αλλά και τη δύναμη των Περσών, που με τόσο κόπο συγκεντρώθηκε από τους πρόγόνους του. Ο Αισχύλος το τονίζει επανειλημμένα: δεν ήταν μόνο η ανδρεία των Ελλήνων αλλά και «δαίμων τις», η θεϊκή παρέμβαση που επέφερε μια τόσο ολοκληρωτική καταστροφή.
Θλίψη, μόνο θλίψη για την επιπολαιότητα ορισμένων νέων καλλιτεχνών που βουτάνε αψήφιστα στα βαθιά χωρίς να γνωρίζουν καν κολύμπι. Δεν είναι όλα τα είδη ίσα κι όμοια. Δεν μπορείς από τον Σκαρίμπα να μεταπηδάς στον Αισχύλο και από το Bios στην Επίδαυρο εφαρμόζοντας την ίδια συνταγή. Η τραγωδία δεν είναι το αλογάκι των φιλοδοξιών μας.
Στους Πέρσες, βρισκόμαστε προ τετελεσμένου: το αδυσώπητο χέρι της μοίρας έχει ήδη χτυπήσει και έχει ήδη συντρίψει τον υβριστή. Ο ισόθεος άνδρας, γέννημα χρυσής γενιάς, όπως αποκαλεί ο Χορός τον βασιλιά του, βρίσκεται τώρα στον δρόμο της επιστροφής. Όσο τον περιμένουμε, το μέγεθος της τραγωδίας ξεδιπλώνεται αριστοτεχνικά μπροστά μας. Η έννοια της «δράσης» παίρνει μια άλλη διάσταση: αντικαθίσταται από όνειρα, φαντάσματα και άπειρες αποχρώσεις φόβου. Η συγκλονιστική περιγραφή της ναυμαχίας αλλά και όλων των επακόλουθων, αλυσιδωτών συμφορών του περσικού στρατεύματος ζωντανεύει με απαράμιλλη οξύτητα και οδύνη μέσα από την αγγελική ρήση. Ακολουθεί η εμφάνιση του Δαρείου: ερχόμενος από τον Άδη, φορέας μιας μεταφυσικής γνώσης, εξηγεί στους απελπισμένους υπηκόους του γιου του τους λόγους για τους οποίους επήλθε η θεία τιμωρία στον αλαζόνα στρατηλάτη Ξέρξη. Τέλος, η εμφάνιση του ίδιου του ρακένδυτου βασιλιά, «γυμνού προπομπών», θα σταθεί η υπέρτατη οπτική επιβεβαίωση των τρομερών δεινών που τσάκισαν τη χώρα.
Είναι πολύ σημαντικό να «ακούσουμε» το κείμενο αυτό. Ο λόγος του είναι ο κόσμος όλος. Δεν υπάρχει δράση, όπως προείπα, αλλά ένα υπέροχο, σπαρακτικό και συναρπαστικό ποιητικό σύμπαν που αδημονεί να πάρει σάρκα και οστά ενώπιόν μας. Δυσκολευόμαστε δυστυχώς οικτρά να το ακούσουμε ή έστω να το αντιληφθούμε το σύμπαν αυτό στην παράσταση των Περσών του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου. Η ομάδα νεαρών ανδρών που συνθέτει τον Χορό καταφεύγει σε μια πρωτόλεια εκφορά του λόγου, τον «συνθηματοποιεί» σε στυλ οπαδικό, χοντροκομμένο, δήθεν άγριο: «Μίσος, μίσος, μίσος, μίσος» ωρύονται με βροντερή φωνή, όταν μαθαίνουν τα φριχτά νέα της ήττας, ενώ ταυτόχρονα οι κινήσεις τους παραπέμπουν στον κινησιολογικό κώδικα χέβι μέταλ φανατικών, που χτυπιούνται ενώ παίζει το αγαπημένο τους συγκρότημα.
Είναι ποτέ δυνατόν να θεωρούμε ότι η ρυθμική εκφορά του λόγου (η «τοποθέτηση» των φράσεων σε μια ρυθμική αγωγή) συνεπάγεται την «μουσικότητα [που] φτάνει στον πυρήνα του αρχαίου δράματος», όπως διαβάζουμε στο δελτίο Τύπου; Η μουσικότητα είναι κατ' αρχήν αρετή του αρχαίου κειμένου και κατ' επέκταση, στις ευτυχείς περιπτώσεις, της μετάφρασης. Από εκεί και πέρα, χρειάζεται μεγάλη επεξεργασία σε επίπεδο υποκριτικής διδασκαλίας και κίνησης, ώστε η εν λόγω μουσικότητα να διαποτίσει το σύνολο της παράστασης: να δημιουργηθεί ένα ολοκληρωμένο όλον που να διακρίνεται από συνέπεια, συνοχή, υποβλητικότητα και στοχευμένη συναισθηματική ένταση. Αντ' αυτού, εδώ έχουμε μια αμυδρή αντίληψη, ένα ενστικτώδες πασπάτεμα, που εξωτερικεύεται άτεχνα, με πενιχρά εκφραστικά μέσα, χοντροκομμένο συναίσθημα, αφελή και άγαρμπο τονισμό πιασάρικων λέξεων ή φράσεων, ψευδο-παγανιστικές τελετές _ μια εφηβικού τύπου μονότονη βαβούρα που κυριαρχεί στη σκηνή και θολώνει το μυαλό του θεατή.
Μα δεν είναι μόνον ο Χορός: κραυγαλέος και ο Άγγελος (Χάρης Χαραλάμπους), αναλώνεται σε εντυπωσιασμούς και βεβιασμένες εξάρσεις, έτσι ώστε ουδέποτε φτάνουν ως εμάς τα ανατριχιαστικά γεγονότα της περσικής πανωλεθρίας. Ο Δαρείος του Νίκου Ψαρρά κάνει μια σοβαρή έναρξη, στην πορεία όμως υποκύπτει και αυτός σε ανορθόδοξους, επίπλαστους τονισμούς. Όσο για τον Ξέρξη του Αντώνη Μυριαγκού, ο ηθοποιός ενσάρκωσε την έννοια της κατάρρευσης με τον πιο προφανή, υπερβολικό τρόπο, φωνή και κινησιολογία τόσο επιτηδευμένα σκόρπιες και ασυνάρτητες, ώστε σκορπίσαμε κι εμείς ξεχνώντας ότι έχουμε μπροστά μας έναν τσακισμένο βασιλιά.
Άξια θαυμασμού στάθηκε μονάχα η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, όχι τόσο για την αξιοπρεπή ερμηνεία της, όσο για την ευσυνειδησία, την αφοσίωση και το δόσιμό της στην τέχνη της.
Θλίψη, μόνο θλίψη για την επιπολαιότητα ορισμένων νέων καλλιτεχνών που βουτάνε αψήφιστα στα βαθιά χωρίς να γνωρίζουν καν κολύμπι. Δεν είναι όλα τα είδη ίσα κι όμοια. Δεν μπορείς από τον Σκαρίμπα να μεταπηδάς στον Αισχύλο και από το Bios στην Επίδαυρο εφαρμόζοντας την ίδια συνταγή. Η τραγωδία δεν είναι το αλογάκι των φιλοδοξιών μας. Αν θέλουμε να μιλάμε για «νέα ανάγνωση του αρχαίου δράματος» δεν αρκεί η νεότητα: απαιτείται μόχθος, μόρφωση, έρευνα, άσκηση, τριβή, προσπάθεια. Μια νέα ανάγνωση της τραγωδίας ενδέχεται να γεννηθεί από καλλιτέχνες που μελετούν κοπιαστικά το παρελθόν και το παρόν.
Την πρωταρχική ευθύνη, βέβαια, όσον αφορά την επιλογή προσώπων, τη φέρουν οι ιθύνοντες, οι οποίοι, προκειμένου να οικοδομήσουν ένα δήθεν προοδευτικό προφίλ, εμπιστεύονται ενίοτε την Επίδαυρο σε απαίδευτα χέρια, αδιαφορώντας για τα ουσιαστικά προσόντα και την εμπειρία των συντελεστών, μόνο και μόνο για να φανούν πως στηρίζουν τη «νέα γενιά». Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής τα είδαμε με τις ανυπόστατες «Βάκχες» του Λυγίζου και τώρα ξανά με τους μονολιθικούς «Πέρσες» του Μπινιάρη. Κι όσο δεν θεραπεύουμε το πρόβλημα στη ρίζα του, σε επίπεδο θεσμικό και εκπαιδευτικό, τόσο θα ξεφυτρώνουν αντίστοιχες περιπτώσεις.