«Ξέρω από πόλεμο, γιατί ήμουν σε πόλεμο με την πεθερά μου»: έτσι, αιφνιδιαστικά, ανοίγει το Γράμμα σε έναν Άντρα. Ποιος θα σκεφτόταν ποτέ να προτάξει κάτι τόσο μπανάλ _ τσακωμούς και πεθερές _ αρχίζοντας να μιλά για τον θρυλικό Νιζίνσκι;
Όσοι, βέβαια, έχουν διαβάσει Το ημερολόγιο του Νιζίνσκι θα καταλάβουν το χιούμορ του Γουίλσον. Στο παραληρηματικό αυτό κείμενο, το διαταραγμένο μυαλό του γράφοντος καταφεύγει συχνά στις πιο παράδοξες διατυπώσεις. «Διστάζω καμιά φορά να μπω σ' ένα καφέ ή σε κάποιο διαμέρισμα, με την ιδέα πως αυτό μπορεί να μην αρέσει στον θεό» μας εξομολογείται σα να είναι το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Οι μεσσιανικές παραισθήσεις δεν έχουν τέλος: «Ήρθα προς τους ανθρώπους για να τους βοηθήσω, και με την ελπίδα να τους προσφέρω τον Παράδεισο επί της Γης». Ή αλλού «Δεν είμαι ούτε φακίρης, ούτε μάγος _ είμαι ο θεός ενσαρκωμένος» κ.ο.κ.
Γραμμένο το 1919 στο Σαιν Μόριτς, όπου ο κορυφαίος χορευτής είχε αποσυρθεί για να ανακτήσει την ψυχική υγεία του, το Ημερολόγιο καταγράφει μια ασίγαστη ροή σκέψεων, αναμνήσεων, ελπίδων και φόβων.
Mπορεί το Γράμμα να μη διεκδικεί μια θέση ανάμεσα στις σημαντικότερες δουλειές του Ρόμπερτ Γουίλσον, δεν παύει παρόλα αυτά να διαθέτει την αύρα ενός σκηνικού ποιήματος.
Τίποτε δεν μένει κρυφό, από το πιο ασήμαντο ως το πιο επώδυνο: ο τσακωμός με τη γυναίκα του για το θέμα της κρεατοφαγίας · η περιφρόνηση για τα χρήματα, αλλά και η συνεχής αγωνία για την οικονομική εξασφάλιση της μητέρας του, της γυναίκας και της κόρης του · ο πανικός για την επερχόμενη τρέλα και την πιθανότητα εγκλεισμού στο άσυλο · τα παιδικά χρόνια στη Ρωσία, μέσα στη φτώχεια, και η αμφιλεγόμενη ζωή με τον Ντιαγκίλεφ: «Τον μίσησα από την πρώτη μέρα που τον είδα. Μου επεβλήθη εκμεταλλευόμενος τη φτώχεια μου...» · η φοβία για το σεξ αλλά και η διακαής, ανεξάντλητη έκκληση για αγάπη και στοργή: «είμαι ο Νιζίνσκι, αυτός που πεθαίνει αν δεν αγαπιέται» · το κρύο που παγώνει τα δάχτυλα, η άρνηση του ύπνου και η φλεγόμενη λαχτάρα για επιστροφή στη σκηνή: «επιθυμώ να χορέψω περισσότερο από ποτέ» · η προοπτική του θανάτου, η ανημπόρια των γιατρών, ο σπαρακτικός ναρκισισμός του ασθενή: «είμαι ένας αθεράπευτος – ένας φτωχός με παράλυτη ψυχή, ένας άθλιος, ένας δυστυχής... ένας άνθρωπος που έχει υποφέρει πολύ – πιο πολύ νομίζω κι από τον ίδιο τον Χριστό».
Η πρώτη εικόνα της παράστασης αποδεικνύεται και η πιο δυνατή: ένα παραλληλόγραμμο υπέρλευκου φωτός τρυπάει το σκοτάδι της σκηνής. Μέσα του, ένας άνδρας με ζουρλομανδύα κάθεται σε μια καρέκλα, η οποία τον κάνει να φαίνεται δυσανάλογος, σα να έχει πολύ κοντά πόδια. Το λευκό, σαν μάσκα, πρόσωπό του Μπαρίσνικοφ μοιάζει να χαμογελά, παρά την δεσμευτική ακινησία του σώματος. Στόμα και μάτια τεντώνονται χορεύοντας τον δικό τους εκφραστικό χορό. Μικρά λαμπιόνια σχηματίζουν μια φωτεινή κίτρινη γραμμή στην άκρη της σκηνής, όπως στα θεάτρα vaudeville του περασμένου αιώνα. Μια φωνή ακούγεται να μιλά στα αγγλικά: «Αγαπώ τους τρελούς · ξέρω πώς να τους μιλήσω. [...] Ο αδελφός μου πέθανε μέσα σ' ένα άσυλο τρελών, όπου νοσηλευόταν από τότε που ήμουν δεκαοκτώ χρονών». Οι ίδιες φράσεις ακούγονται έπειτα στα ρωσικά – τακτική που ακολουθείται καθ' όλη τη διάρκεια της παράστασης.
Μετά από λίγο ο άνδρας απελευθερώνεται. Αρχίζει να χορεύει σαν τον Φρεντ Αστέρ, στυλ αέρινο, φινέτσα απαράμιλλη, συνεχείς εναλλαγές φωτισμού και μουσικής. Το κλίμα δεν είναι καθόλου πένθιμο, κάθε άλλο. Η καρτουνίστικη διάθεση αναδύεται ανενδοίαστα: οι ανάλαφρες φιγούρες κι οι ανέμελοι στροβιλισμοί του Μπαρίσνικοφ, τα πράσινα, κίτρινα, μπλε φώτα, ο Ντιαγκίλεφ-μαριονέτα, το παπάκι που τσουλάει, συνθέτουν την ποπ διάσταση του θεάματος, πάντοτε φιλτραρισμένη μέσα από την Μπάουχάουζ αισθητική, την κοφτερή ακρίβεια της γεωμετρίας, των διαγωνίων και των καθέτων, τόσο προσφιλών στον Γουίλσον.
Δεν μένει, όμως, η διάθεση σταθερή · μεταβάλλεται διαρκώς, σα να προσπαθεί να αντικατοπτρίσει τις βίαιες μεταπτώσεις ενός ασταθούς μυαλού που ξεχειλίζει από οράματα.
Η πορεία από τη στυλιζαρισμένη ευδιαθεσία στην μελαγχολία οδηγεί τον ήρωα σ' έναν χώρο σκοτεινό, όπου στέκεται κοιτάζοντας, με την πλάτη προς εμάς, έξω από ένα τεράστιο παράθυρο. Σ' αυτό το δωμάτιο που θυμίζει κελί μοναστηριού, οι κινήσεις γίνονται αργές και οι σκέψεις σκοτεινές: «είμαι ένας διάβολος, ένας εγωιστής, ένα κτήνος... θα πλαγιάσω με την πεθερά μου και με τα παιδιά μου... θα επιδίδομαι στον πνευματισμό και τον μυστικισμό... θα τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα ...». Ο άνδρας καταλήγει στο μακρόστενο παγκάκι να συνομιλεί βωβά με το μανίκι του σακακιού του.
Ένα ερειπωμένο κάστρο με ψεύτικο φεγγάρι, μια κόκκινη παλιομοδίτικη αυλαία με δύο κύκνους, μια φωτογραφία με νεκρούς στρατιώτες, ένας κύκλος φωτιάς, o άνδρας του Μαγκρίτ με το μαύρο καπέλο, το «Let's Misbehave» του Κόουλ Πόρτερ, αίμα πάνω στο χιόνι, ήχοι πολυβόλου, η φωνή του Μπομπ Γουίλσον και της Λουσίντα Τσάιλντς (που συνεργάστηκε στην κίνηση), ένας άνδρας εγκλωβισμένος σε λευκό τάφο, αιωρούμενος, να φαντάζεται πως είναι περιστέρι, η καρδιά του θεού, ο ίδιος ο θεός, τραγούδια και μουσικές (των Άρβο Παρτ, Τομ Γουέιτς, Χένρι Μαντσίνι, Αλεξάντερ Μοσόλοφ), λέξεις που γίνονται ήχοι και ήχοι που γίνονται εικόνες, πρεσβεύοντας την άναρχη δόμηση του Νταντά, το πέταγμα από τη μια ασυναρτησία στην άλλη, πάντα με στόχο την αδάμαστη αγριάδα ενός ονείρου, τόσο περισσότερο συναρπαστικού όσο πιο ελεύθερου και βυθισμένου στο ασυνείδητο.
Οι θεατές εξοικειωμένοι με το έργο του Μπομπ Γουίλσον δεν θα εντυπωσιαστούν από το Γράμμα σε έναν άντρα (που δεν είναι άλλος από τον Ντιαγκίλεφ): θα τους φανεί «μικρό», επιπόλαιο, στερούμενο σπουδαίων αρετών. Και όμως: μπορεί το Γράμμα να μη διεκδικεί μια θέση ανάμεσα στις σημαντικότερες δουλειές του, δεν παύει παρόλα αυτά να διαθέτει την αύρα ενός σκηνικού ποιήματος. Που διδάσκει πως πάντα υπάρχει χιούμορ μέσα στον ζόφο και πως το πορτρέτο ενός κορυφαίου καλλιτέχνη που βασανίστηκε τόσο πολύ και βρήκε τόσο άδοξο τέλος μπορεί να ζωντανεύει ξανά και ξανά μέσα από τη αβίαστη λάμψη και την απροσμέτρητη χάρη ενός θρύλου της δικής μας εποχής: του Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ, του ανθρώπου που βαπτίζει το εγχείρημα στην πηγή της δικής του μοναδικής ευαισθησίας.
σχόλια