Ο πρωταγωνιστής και σκηνοθέτης της πιο πετυχημένης παράστασης των τελευταίων δύο σεζόν, «Άνθρωποι και ποντίκια», για την οποία μέχρι το τέλος το κοινό έκανε αγώνα για ένα εισιτήριο στον τεχνοχώρο Cartel, ο κεντρικός ήρωας της τελευταίας ταινίας του Γιάννη Οικονομίδη «Η μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς», που γέμισε ασφυκτικά τη μία αίθουσα στην οποία παιζόταν, λίγο πριν από την πρεμιέρα της νέας του δουλειάς, μιας queer εκδοχής των θρυλικών «Κόκκινων Φαναριών», βρέθηκε έγκλειστος στο σπίτι του να αναλογίζεται όλα όσα προηγήθηκαν και όσα πρόκειται να ακολουθήσουν.
— Ζούσες σε πολύ έντονους ρυθμούς τον τελευταίο χρόνο: το «Άνθρωποι και ποντίκια» έκανε απανωτά sold-out, το χτίσιμο των «Κόκκινων Φαναριών», νέες σκηνοθεσίες, Επίδαυρος. Πώς αντιμετώπισες τα νέα για την καραντίνα;
Ήμασταν όντως sold-out μέχρι το Πάσχα και παράλληλα στην τελική ευθεία για τα «Φανάρια» όταν μάθαμε ότι κλείνουν τα θέατρα. Το βράδυ είχαμε παράσταση. Ανακοινώθηκε ότι Παρασκευή θα έκλειναν επίσημα, Πέμπτη μεσημέρι ήμασταν στην πρόβα όταν αποφασίσαμε να αναβάλουμε την παράσταση, παρότι θα μπορούσαμε να παίξουμε. Δεν υπήρχε διάθεση από κανέναν. Είπαμε: «Υπάρχει σοβαρό πρόβλημα για να κλείνουν τα θέατρα, οπότε δεν υπάρχει λόγος να παίξουμε και απόψε». Θα ήταν ρίσκο. Για μια μέρα δηλαδή; Βέβαια, εμείς μείναμε στο θέατρο, ήπιαμε, χορέψαμε, κάναμε ένα πάρτι, ένα θλιμμένο πάρτι, και έκτοτε δεν ξαναβρεθήκαμε.
— Δεν ξέρατε τις διαστάσεις που θα έπαιρνε. Το «Άνθρωποι και ποντίκια» έχει ακόμα προοπτική, σε βάθος χρόνου. Μήπως όμως ήταν καλό που ήρθε αυτό το διάλειμμα, μήπως σας κάνει καλό μια αγρανάπαυση;
Έτσι κι αλλιώς σκεφτόμασταν διάφορα πράγματα με τα παιδιά. Γι' αυτό τον λόγο φτιαχνόταν και η άλλη παράσταση, ώστε να μειωθούν και οι μέρες. Θέλουμε να υπάρχουν τα «Ποντίκια», αλλά δεν μπορούμε να το κάνουμε και «Σεσουάρ για δολοφόνους», να παίζεται για 10 χρόνια. Προφανώς, σε ένα θέατρο που χωράει 120 ανθρώπους μπορεί να παίξει πάρα πολλά χρόνια. Ειδικά με τη δυναμική που έχουν τα «Ποντίκια». Αλλά αυτό σε τι χρησιμεύει; Έχουμε σκεφτεί διάφορα και με τους ηθοποιούς, να δημιουργήσουμε ένα εναλλασσόμενο ρεπερτόριο. Σε ομάδες όπως η Σάουμπινε παίζονται έργα για χρόνια. Βλέπεις τον «Άμλετ» και είναι παράσταση δεκαετίας, σχεδόν με τους ίδιους ηθοποιούς.
Αυτό που σκέφτομαι είναι ότι ίσως, όσα δεν κερδίσαμε με την οικονομική κρίση, που αντί να επιδείξουμε περισσότερη αλληλεγγύη γίναμε πιο εγωιστές και κοιτούσαμε πώς θα επιβιώσουμε, υπήρξε ανθρωποφαγία αντί να υπάρξει αλληλεγγύη, ελπίζω τώρα, με την παρούσα κρίση, να τα κατακτήσουμε.
— Τα «Ποντίκια» είναι βιωματική παράσταση, τη ζείτε με ιδιαίτερο πάθος.
Η παράσταση είναι χτισμένη επάνω στην ιδιοσυγκρασία των ηθοποιών. Ακόμα και τα ονόματα είναι ίδια. Ο στόχος ήταν οι ηθοποιοί να μην «παίζουν», να μην καμώνονται έναν ρόλο. Το ίδιο προσπαθούσαμε να κάνουμε και στα «Φανάρια». Παρότι η συνθήκη είναι ιδιαίτερη από τη στιγμή που κάνουμε τις τρανς, κάτι που είναι αρκετά ξένο.
— Η ανταπόκριση μετά από δύο σεζόν αποδοχής και θαυμασμού των «Ποντικιών» παραμένει ίδια;
Τις τελευταίες μέρες συνέβη και κάτι που δεν έχω ξαναδεί στο θέατρο. Έχω δει να χειροκροτούν για πολλή ώρα, αλλά όχι κάτι ανάλογο. Υποκλιθήκαμε, χειροκρότησαν, εμείς ανεβήκαμε στα καμαρίνια και για 6-7 λεπτά δεν κουνιόντουσαν από τη θέση τους. Ήταν σοκαρισμένοι. Στο τέλος ξαναχειροκρότησαν, γέλασαν με την κατάστασή τους, σηκώθηκαν και φύγανε. Βλέπεις ακραίες αντιδράσεις. Είναι συγκινητικό, και το έργο και τα λόγια που περνάνε.
— Τα «Φανάρια» είναι μεταγραφή κι αυτά. Δεν είναι ότι άντρες ηθοποιοί παίζουν τους ρόλους του έργου, το διασκευάσατε με ρόλους τρανς γυναικών. Ομαδικά δουλέψατε;
Όπως και με τα «Ποντίκια». Καταρχάς, είμαστε η ίδια ομάδα, με την προσθήκη 3-4 ηθοποιών. Με τον ίδιο τρόπο έχουμε δουλέψει, έχει γίνει μια μεταγραφή μέσα από τα βιογραφικά, μέσα από την έρευνα που κάναμε.
— Μέσα από ιστορίες που ακούσατε;
Ναι, ναι. Κι έχουν περαστεί στη δομή του έργου. Οι χαρακτήρες είναι οι ίδιοι, οι στόχοι των χαρακτήρων είναι οι ίδιοι, η ιδιότητα είναι διαφορετική. Δηλαδή δεν είναι γυναίκες πόρνες αλλά τρανς πόρνες. Επίσης, έχει αλλάξει το κείμενο σύμφωνα με τις ανάγκες της εποχής. Πραγματεύεται σύγχρονα προβλήματα.
— Υπάρχει κι εδώ το φόντο μιας οικονομικής κρίσης;
Το έργο τοποθετείται την εποχή που κλείνουν τα μπουρδέλα στην Τρούμπα το 1956, κάτι που δεν παίζει σ' εμάς. Εμείς το βασίσαμε στο ρήμαγμα, στην καταστροφή ενός λούμπεν μαγαζιού με λούμπεν τρανς, που καταστρέφεται οικονομικά, κλείνει για οικονομικούς λόγους. Δεν το κλείνει η αστυνομία. Είχαμε ακόμα 15-20 μέρες. Ήμασταν σχεδόν έτοιμοι.
— Θα χρειαστήκατε μια ιδιαίτερη διεργασία για να κατανοήσετε και να μπείτε στους ρόλους.
Ήμασταν δυναμικά μέσα στους ρόλους, είχαμε μπει στην τελική ευθεία. Τώρα, όμως, Χρήστο, μπαίνει μια άλλη παράμετρος σε σχέση με αυτό το έργο. Μετά από αυτό που ζήσαμε και ζούμε μέχρι τα θέατρα να ανοίξουν, δεν μπορείς να μην αφουγκραστείς όλο αυτό το γεγονός. Δεν λέω ότι θα το κάνουμε ντοκιμαντέρ και θα δείξουμε ότι είναι έγκλειστοι και καταστρέφεται το μαγαζί από την οικονομική κρίση λόγω του κορωνοϊού. Αλλά σίγουρα το έργο πρέπει να το ξαναδουλέψουμε από την αρχή. Σκέφτομαι ότι ακόμα και η φόρμα του, αυτό το ακραία ρεαλιστικό στοιχείο, η σκληρότητα αλλά και η ευαισθησία και το χιούμορ ίσως να μη χρειάζονται.
— Ίσως να μη χρειάζεται τόσος ρεαλισμός;
Ναι. Όταν ξαναξεκινήσουμε τις πρόβες θα πρέπει να δούμε λίγο και τη γενικότερη ψυχολογία που υπάρχει. Μπορεί να χρειάζεται να γίνει πιο παραμύθι, πιο ποιητικό, πιο σκληρό. Δεν ξέρω ακόμα, το σίγουρο είναι όμως ότι εμείς, με τον τρόπο που δουλεύουμε, καθώς το Cartel σχετίζεται άμεσα με το κοινωνικο-οικονομικό κομμάτι, γι' αυτό μιλάμε για το περιθώριο, το υπογάστριο της κοινωνίας, θα πρέπει να το ξαναδούμε. Βέβαια, μπορεί και να μη χρειαστεί να αλλάξει τίποτα και να στέκει όπως είναι. Σίγουρα, όμως, πρέπει να το συζητήσουμε με τα παιδιά.
Από την άλλη, υπάρχει μέσα μου και κάτι άλλο. Όταν βγούμε απ' όλο αυτό, εφόσον οι θάνατοι περιοριστούν και επιστρέψουμε στην προηγούμενη κατάσταση, αναρωτιέμαι μήπως θα είναι πολυτέλεια να μιλάς για τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ. Μέχρι πριν από έναν μήνα αυτό ήταν στην πρώτη γραμμή, τώρα φοβάμαι μήπως είναι πολυτέλεια.
— Ναι, αλλά μπορεί να δημιουργηθούν νέες περιθωριακές ομάδες. Νέου τύπου ρατσισμοί απέναντι στους ηλικιωμένους, στους αρρώστους, στους φτωχούς, στους Ασιάτες.
Είναι πάρα πολύ σωστό αυτό που λες. Ίσως θα χρειαζόταν ένα άλλο όχημα για να μιλήσεις γι' αυτό.
— Τότε θα πρέπει να ακυρώσετε την παράσταση;
Αυτό δεν γίνεται. Δουλεύουμε σχεδόν 4 μήνες. Αλλά πρέπει να ερευνήσουμε ξανά την παράσταση. Όλα αυτά που λες πρέπει να περάσουν με έναν τρόπο. Έστω και ως σκέψη, κάτω από το κείμενο, και ας μη δηλώνεται.
— Εσένα πώς σε έχει επηρεάσει ο εγκλεισμός;
Δεν βγαίνω καθόλου εδώ και μιάμιση εβδομάδα. Στην αρχή έπεσα σε κατάθλιψη, γιατί εγώ έτρεχα με χίλια, ήμουν φουλ δημιουργικός, έξω από τον εαυτό μου, σε μια διαρκή κίνηση, με άγχος για τη δουλειά, αγωνίες και ξαφνικά με πέταξε στον πάγκο όλο αυτό βίαια, πολύ βίαια. Και η αλήθεια είναι ότι από την αρχή δεν το πήρα ως μια ευκαιρία για να ξεκουραστώ, να κάνω χαβαλέ με βιντεάκια, όπως πολλοί. Έπεσα στα τάρταρα, ήταν πολύ δύσκολο για μένα. Και βέβαια αυτό ήταν το καλό της υπόθεσης. Αφουγκράστηκα την κατάσταση, εμβάθυνα σε αυτήν κι έχω τώρα δύο εβδομάδες που βγήκα από αυτό το λούκι και αισθάνομαι πάρα πολύ καλά με τον εαυτό μου. Κάποιους ανθρώπους που συναναστρέφομαι, επειδή στην αρχή το πήραν πιο πολύ στον χαβαλέ, τώρα τους έχει πιάσει κατάθλιψη. Δηλαδή σε αυτούς συνέβη το αντίστροφο.
Βέβαια, άλλαξε η καθημερινότητα, καθώς αφιερώνω χρόνο στον γιο μου, που είναι ό,τι πιο ωραίο και σημαντικό μού συμβαίνει αυτή την περίοδο. Γνωρίζω λίγο καλύτερα το παιδί μου, που, λόγω δουλειάς, το είχα εγκαταλείψει εντελώς και είχα ενοχές γι' αυτό. Αυτό με ευχαριστεί πάρα πολύ. Είμαι με τη γυναίκα μου στο σπίτι, γνωριζόμαστε καλύτερα, ενισχύουμε τη σχέση μας, είναι ωραίο όλο αυτό. Από την άλλη, η καθημερινότητα είναι για μένα κόκκινο πανί. Δεν την αντέχω τη ρουτίνα, θέλω να ζω σε μια κατάσταση, η τέχνη και το θέατρο δεν είναι καθημερινότητα, αν και αυτή σου δίνει τα ερεθίσματα για να κάνεις τέχνη.
— Η καθημερινότητα του εγκλεισμού λες να σου δώσει ερεθίσματα για κάτι;
Ε, ναι, προφανώς.
— Συμμετέχεις και στον «Φιλοκτήτη» με σκηνοθέτη τον Τσέζαρις Γκραουζίνις, που είναι να παιχτεί στην Επίδαυρο. Ξέρεις τι θα γίνει;
Κανείς δεν ξέρει σε αυτήν τη φάση. Κάνουμε πρόβες μέσω Skype. Συναντιέμαι με τα παιδιά διαδικτυακά και ξεφεύγω ‒ δεν έχει σημασία αν θα γίνει. Είναι κάτι που περιμένω μες στη μέρα, είναι μια δημιουργική κατάσταση. Περισσότερο συζήτηση κάνουμε. Εμείς από δω, ο Τσέζαρις από την Πάτρα.
— Όλα αυτά που ζούμε σε έχουν οδηγήσει σε κάποιες σκέψεις;
Αυτό που σκέφτομαι είναι ότι ίσως, όσα δεν κερδίσαμε με την οικονομική κρίση, που αντί να επιδείξουμε περισσότερη αλληλεγγύη γίναμε πιο εγωιστές και κοιτούσαμε πώς θα επιβιώσουμε, υπήρξε ανθρωποφαγία αντί να υπάρξει αλληλεγγύη, ελπίζω τώρα, με την παρούσα κρίση, να τα κατακτήσουμε. Δεν είμαι πολύ αισιόδοξος, βέβαια, βλέπω την αντιμετώπιση που υπάρχει, δηλαδή μια κινητικότητα στα social media, αστειάκια και χαβαλές, μια τάση να υπάρξουμε ακόμα και τώρα αυτόνομα, σχεδόν εγωιστικά, μέσα από τo Ιnternet.
Και σε αυτό μπαίνει και το θέατρο, με τις παραστάσεις που ανεβάζουν όλοι. Αυτό εμένα με χαλάει, ρε Χρήστο. Με χαλάει σε πολλά επίπεδα. Το ότι ο καλλιτέχνης θέλει να υπάρξει, να φανεί, αντί να βρει άλλους τρόπους να βοηθήσει πραγματικά και πρακτικά τους ανθρώπους γύρω του, καλλιτέχνες που δεν έχουν να φάνε, αντί να κινηθούμε κάπως για εκείνους που έχουν πρόβλημα. Το άλλο που με ενοχλεί είναι ότι γίνεται κάτι σαν μόδα αυτό με τις παραστάσεις. Κάτι που ίσως έχει συνέπειες για το θέατρο όταν τελειώσει όλο αυτό. Σαν να μαθαίνουν οι άνθρωποι να κάθονται σπίτι και να βλέπουν θέατρο, από τον υπολογιστή ή από την τηλεόραση, δημιουργώντας ένα κακό προηγούμενο, που τους καθηλώνει περισσότερο στο σπίτι. Φοβάμαι ότι ακόμα κι αν ξεφύγουμε από αυτό που ζούμε, θα κάθονται μπροστά σε μια πλάσμα τηλεόραση μεγάλη όσο ο τοίχος τους να παρακολουθούν θέατρο και γενικότερα θα κάνουν τα πάντα από το σπίτι. Κατάλαβες ποιος είναι ο φόβος μου;
— Γιατί δεν το βλέπεις σαν κοινωνική προσφορά μεγάλων θεσμών;
Μα, το Κρατικό και το Εθνικό είχαν παραστάσεις δωρεάν εδώ και χρόνια. Αλλά κάποιοι έβαλαν και εισιτήριο 3,5 ευρώ. Αυτό είναι εμπόριο. Γενικώς, δεν το βλέπω τόσο ως προσφορά αλλά περισσότερο σαν να θέλουν μερικοί να υπάρξουν, αν και μπορεί να μην ισχύει για όλους. Αλλά το να βάζεις εισιτήριο είναι μπίζνα.
— Ποιο είναι το προσωπικό μάθημα που πήρες εσύ από τον ιδιότυπο αυτόν εγκλεισμό;
Αυτό που λέγαμε και στον «Πατέρα». Όσο βλέπεις τη ζωή σου μέσα από τον εγωισμό, γίνεσαι ένα γελοίο ανθρωπάκι, όταν έρχεται ο θάνατος γαληνεύεις και φεύγει ο εγωισμός. Ελπίζω ο κορωνοϊός να μας κάνει λιγότερο εγωιστές.
σχόλια