Ιδωμένος μέσα από το βλέμμα του Σαλιέρι, ο Μότσαρτ είναι ένα εκτυφλωτικό, εξοργιστικό παράδοξο. Ο θεοσεβούμενος συνθέτης από το Λενιάγκο της Ιταλίας στέκεται αφρίζοντας μπροστά σε αυτό που αντιλαμβάνεται ως μια ακατάληπτη δυσαρμονία μορφής και περιεχομένου.
Πώς είναι δυνατόν ένα φαντασμένο παιδαρέλι από το Σάλτσμπουργκ να συνθέτει την πιο ολοκληρωμένη μουσική που γράφτηκε ποτέ; Πώς είναι δυνατόν αυτός ο νεαρός με το χυδαίο, κοπρολάγνο χιούμορ να κρύβει μέσα του όλους τους ήχους που μας συνδέουν με την απόλυτη ομορφιά; Αυτό το πρώην παιδί-θαύμα, που το έσερνε ο πατέρας του από παλάτι σε παλάτι για να διασκεδάζει τους βασιλείς, αυτή η εκπαιδευμένη μαϊμού, να εκπέμπει μια ρυθμική ενέργεια που ακτινοβολεί σε όλο το Σύμπαν;
Αυτός ο άξεστος, με τη γυναίκα που του ρίχνει χαστούκια στον πισινό, να συνομιλεί απευθείας με τον Θεό; Αυτός με τη φανταχτερή περούκα και το ηλίθιο, παιδιάστικο γέλιο να εκφράζει μια οδύνη τόσο πρωτόγνωρη, τόσο βαθιά, τόσο θεσπέσια;
Η φανταχτερή εμφάνιση, οι «κοινές» συνήθειες, η έλλειψη τακτ και οι λάγνες ορέξεις του Μότσαρτ δεν είναι οι μόνες που συγκρούονται στο έργο του Πίτερ Σάφερ με τις συντηρητικές αντιλήψεις του Σαλιέρι, και όλης της καλής κοινωνίας, στην αυτοκρατορική Βιέννη του δέκατου όγδοου αιώνα. Είναι η απόλυτα ασυμβίβαστη και επαναστατική στάση του απέναντι στα ιεραρχικά συστήματα της εποχής, η οποία προκαλεί την ταραχή και το μένος του κατεστημένου εναντίον του.
Ο Μότσαρτ όχι μόνο αψηφά κάθε υπόδειξη σχετικά με το πώς πρέπει να φέρεται ένας φιλόδοξος συνθέτης που επιθυμεί να εξασφαλίσει την εύνοια του αυτοκράτορα Ιωσήφ Β’, όχι μόνο αρνείται να παίξει το παιχνίδι των ελιγμών, των συμμαχιών, της ευπρέπειας και της κολακείας, αλλά τολμά να υπερασπίζεται τη διαφορετικότητα της πολιτικής και αισθητικής κοσμοθεωρίας του κάθε φορά που του επιτίθενται τα «σκυλιά» της Αυλής των Αψβούργων.
Δυστυχώς, το μόνο που μας υποδέχεται, όταν σβήνουν τα φώτα, είναι ένα σύννεφο από χαχανητά και σφαλιαρίτσες, κλανίτσες και πορδίτσες, μια εναλλαγή από κακοκουρδισμένα καρτούν, τα οποία ανεβοκατεβαίνουν σκαλιά και εκφωνούν ατάκες με τρόπο «πιασάρικο».
«Ναι, θέλω να γράψω ένα έργο για τον αμαξά. Για τον υπηρέτη. Και θέλω να εκτυλίσσεται σ’ ένα ζωντανό μέρος, σε μια κρεβατοκάμαρα. Γιατί για μένα αυτό είναι το πιο συναρπαστικό μέρος πάνω στη γη» απαντάει στον βαρόνο Βαν Σβίτεν, όταν ο τελευταίος τον κατηγορεί ότι σπαταλάει το ταλέντο του ασχολούμενος με χυδαίες φάρσες (εν προκειμένω τους «Γάμους του Φίγκαρο»).
«Σκοπός της όπερας είναι να μας εξευγενίζει» επιμένει ο βαρόνος, μα ο Μότσαρτ περιγελά τα «υψηλά» γούστα των συναδέλφων του, διακηρύσσοντας ότι όλες οι όπερες του δέκατου όγδοου αιώνα είναι ανιαρές και επιμένοντας στην αξία ενός ουροδοχείου που αχνίζει κάτω από το κρεβάτι. «Θέλω τη ζωή, βαρόνε, όχι τους ανιαρούς θρύλους! Γιατί βαριέμαι. Βαριέμαι τους θεούς και τους ήρωες».
Η διαχρονική γοητεία μιας τέτοιας τοποθέτησης στάθηκε, νομίζω, η πέτρα επί της οποίας βάλθηκε να ανεγερθεί η παράσταση που παρακολουθήσαμε στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Αν το πηγαίο, ανεξάντλητο, απρόβλεπτο, μεγαλειώδες ταλέντο συνδέεται με την ανυπόκριτη παιδικότητα, τον αυθορμητισμό, την παραβίαση πάσης φύσεως κανόνων, τα ανεξέλεγκτα λογοπαίγνια, τη χαρά και τους ήχους του σώματος (ακόμη και τους πιο δύσοσμους), τότε ας φτιάξουμε μια παράσταση που να τα εξυμνεί όλα αυτά, μια παράσταση που να ποδοπατά τη σοβαροφάνεια, καθετί δήθεν υψηλό, στυφό και στημένο, πίσω από το οποίο οχυρώνονται οι αντιερωτικές μετριότητες του κόσμου τούτου, κουνώντας μας το δάχτυλο και επιβάλλοντας ευνουχιστικούς κανόνες που εχθρεύονται τη θέληση για δύναμη, δημιουργία, ηδονή και παιχνίδι...
Α, θα ήταν υπέροχο αν συνέβαινε αυτό, έστω αποσπασματικά, έστω στιγμιαία. Δυστυχώς, το μόνο που μας υποδέχεται, όταν σβήνουν τα φώτα, είναι ένα σύννεφο από χαχανητά και σφαλιαρίτσες, κλανίτσες και πορδίτσες, μια εναλλαγή από κακοκουρδισμένα καρτούν (γιατί, άραγε, δεν ανέλαβε κάποιος την κίνηση σε αυτή την παράσταση;), τα οποία ανεβοκατεβαίνουν σκαλιά και εκφωνούν ατάκες με τρόπο «πιασάρικο», ένας κυκεώνας από φωνές, φαρσοειδή σπρωξίματα, κλοτσοπατινάδες σχολιαρόπαιδων, παρωχημένα λογοπαίγνια, Καβαλιέρι-Καβλιέρι, ένα ψυχικά άδειο σχήμα, ένα περίγραμμα, ένα φασαριόζικο σκετς για τον «αρχισυνθεταρά» Σαλιέρι, τον παιδαριώδη Μότσαρτ του και μια χούφτα από τους ξύλινους δορυφόρους τους.
«Έχω τρεις μαθητές, πώς θα ζήσω;» λέει όλο νάζι ο Μότσαρτ, ενώ ο Αυτοκράτορας-πεταλουδίτσα τού ζητάει ένα φιλάκι στο χεράκι και μετά κι άλλα στο παρκάκι. «Συγκλονιστικό / συγκλονίστηκα / συγκλονίζομαι» αναφωνεί ειρωνικά ο νεαρός συνθέτης, αλλά ο διευθυντής της Όπερας εξανίσταται μαθαίνοντας για τον Φίγκαρο, «μια πληροφορία χωρίς χρέωση πέρασε από δίπλα μου», λέει τσιτωμένος, και κάπως έτσι περνάνε δύο ώρες, κατά τη διάρκεια των οποίων ουδέποτε συναντιόμαστε ούτε με την ελαφρότητα ούτε με τη σοβαρότητα, αλλά μονάχα με την αβάσταχτη επιπολαιότητα.
Στριμωγμένοι μέσα σε αυτήν τη συναισθηματικά κούφια κατασκευή, οι ηθοποιοί μένουν εκτεθειμένοι και αβοήθητοι. Ο Γιάννης Νιάρρος δίνει την εντύπωση ότι δεν μπήκε καν στον κόπο να σκεφτεί τον ρόλο του Μότσαρτ, να τον ψηλαφίσει με ενδιαφέρον (αγάπη;), να του δώσει «ζωή». Αρκούμενος σε επιδερμικές επαφές μαζί του, οδηγήθηκε σε ένα άκρως ψυχρό και αδιάφορο αποτέλεσμα.
«Έλα όπως είσαι» λέει το τραγούδι των Nirvana, ξέρουμε όλοι όμως πως αυτό δεν λειτουργεί στην υποκριτική. «Η γλώσσα μου είν’ ανόητη, η καρδιά μου όχι» επιμένει ο ήρωας ενώπιον των κατηγόρων του∙ ναι, ακούμε τη γλώσσα, αλλά ουδέποτε βλέπουμε την καρδιά του, ακόμη κι όταν η βαβούρα κοπάζει και ο ηθοποιός στρέφεται προς το μέρος μας για να μας απευθύνει ανεμπόδιστα τον λόγο του.
Η Μαίρη Μηνά δεν επιβιώνει σε φωναχτά κλίματα και η προσπάθειά της να εναρμονιστεί σε αυτά (ως Κονστάνς, σύζυγος Μότσαρτ) την αφήνει δίχως έρεισμα. Ο Γιάννης Κότσιφας, ένας από τους πιο αστείους ηθοποιούς της γενιάς του, εμφανίζεται εδώ άχαρος και άγευστος ως ζαβός Αυτοκράτωρ-δραπέτης ασύλου (γενικότερα, το εύρημα που παρουσιάζει την Αυλή των Αψβούργων ως Φωλιά του Κούκου δεν αποδίδει τους αναμενόμενους κωμικούς καρπούς, έτσι ανέμπνευστα και ξεχαρβαλωμένα όπως υλοποιείται).
Ο μόνος που, αν μη τι άλλο, πασχίζει να πλησιάσει την πολυπλοκότητα των πραγμάτων και των συναισθημάτων (τον ζηλόφθονο θαυμασμό της μετριότητας για το μεγαλοφυές, τη συνειδητοποίηση ότι μεταξύ τους μεσολαβεί μια άβυσσος, τη λαχτάρα αποδοχής και αναγνώρισης εκπορευόμενη ως μίσος και επιθυμία εξόντωσης του άλλου κ.ο.κ.) είναι ο Νίκος Ψαρράς στον ρόλο του Σαλιέρι. Παρόλο που υστερεί σημαντικά στην εκφραστικότητα (η φωνή του, δυστυχώς, αποδεικνύεται κατώτερη των απαιτήσεων, πολύ αδύναμη), ο ηθοποιός δείχνει τουλάχιστον να αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει ένα υψηλότερο διακύβευμα – κι ας μην κατακτιέται ποτέ.
Από σκηνοθετικής άποψης, μάλιστα, όχι απλώς δεν κατακτιέται αλλά καταπνίγεται κιόλας.
Αν οι εχθροί του Μότσαρτ στο Αμαντέους κάνουν το παν για να φιμώσουν το άναρχο πνεύμα του, μπορούμε τουλάχιστον εμείς, οι θεατές του εικοστού πρώτου αιώνα, να βρίσκουμε ανακούφιση στη γνώση ότι τα δημιουργήματά του Αυστριακού συνθέτη ξεπέρασαν όλες τις κακουχίες και κέρδισαν την αιωνιότητα.
Ούτε καν αυτή η χαρά δεν μας επιτρέπεται εδώ: η μουσική του Μότσαρτ, αν και ερμηνεύεται ζωντανά στη διάρκεια της παράστασης, ακούγεται τόσο λίγο, τόσο αποσπασματικά και φευγαλέα, ώστε παραμένουμε διαρκώς διψασμένοι. Το μόνο θείο πράγμα στο οποίο θα είχε νόημα να δοθεί χώρος και χρόνος για ν’ αναδυθεί και να μας πλημμυρίσει, κι αυτό χάνεται μέσα σ’ ένα φασαριόζικο παιδικό πάρτι...
«Αμαντέους» του Πίτερ Σάφερ
Διασκευή - Σκηνοθεσία: Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος
Μετάφραση αρχικού κειμένου: Έλενα Καρακούλη
Σκηνικά - κοστούμια: Όλγα Μπρούμα
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Ενορχήστρωση - μεταγραφές - μουσική επιμέλεια: Δημήτρης Σιάμπος
Βοηθοί σκηνοθέτη: Αναστασία Στυλιανίδη, Δανάη Μουτσοπούλου
Βοηθός σκηνογράφου - Ενδυματολόγου: Βάσω Κακοσίμου
Μουσικοί: Κώστας Καριτζής, Αγγελική Ποτήρη, Ελευθερία Τόγια, Άρης Ζέρβας, Κώστας Πατσιώτης
Sound Design - μείξεις: Σωτήρης Ζηλιασκόπουλος
Παίζουν: Νίκος Ψαρράς, Γιάννης Νιάρρος, Μαίρη Μηνά, Γιάννης Κότσιφας, Γιώργος Τριανταφυλλίδης, Γιώργος Τζαβάρας, Βαγγέλης Δαούσης, Βασίλης Ντάρμας
Δημοτικό Θέατρο Πειραιά - Κεντρική Σκηνή
Τετ., Κυρ. 20:00, Πέμ.-Παρ. 21:00, Σάβ. 17:30 & 21:00
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.