Όταν ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου ανέβασε τον «Ιππόλυτο» του Ευριπίδη στο αρχαίο θέατρο της Σαλαμίνας (ο «Αγαμέμνονας» του Αισχύλου υπήρξε η πρώτη παράσταση που παρουσίασε εκεί το 1972), βόρεια της εγκαταλελειμμένης και κατεχόμενης Αμμοχώστου το καλοκαίρι του 2015, οι αντιδράσεις ήταν έντονες απ' όλες τις πλευρές. Το ίδιο και τον επόμενο χρόνο, όταν επέστρεψε, σε συνεργασία με το Εθνικό Θέατρο της Ελλάδας και το ΚΘΒΕ, ανεβάζοντας την «Αντιγόνη».
Τα γνωστά: διαδηλώσεις έξω από την ελληνική πρεσβεία, πλακάτ, έντονη αντιπαράθεση, απειλές. Όταν έκανε περιοδεία τη μεγάλη του επιτυχία «Cock» του Μάικ Μπάρτλετ, ο δήμος Σωτήρας αρνήθηκε να επιτρέψει την παρουσίαση του έργου λόγω της γκέι θεματικής του. Πάλι η Κύπρος χωρίστηκε στα δύο.
Όταν τη θεατρική περίοδο 2016-17 φιλοξένησε το «Σπίτι» της Τουρκοκύπριας Αλιγέ Ουμανέλ με ελληνικούς υπέρτιτλους δεν έγιναν διαδηλώσεις −άλλωστε η Κύπρος παραμένει ενιαία για τους Κύπριους− αλλά δεν ήταν λίγοι εκείνοι που ενοχλήθηκαν. Κι όμως, ο ΘΟΚ παραμένει συνεπής σε αυτό που υπήρξε ανέκαθεν από την ίδρυσή του το 1971: στέγη προοδευτικών καλλιτεχνών, πνευματικών και πολιτικοποιημένων ανθρώπων, φυτώριο σημαντικών ηθοποιών και σκηνοθετών, ιδεών και δημιουργικότητας.
Όταν τη θεατρική περίοδο 2016-17 φιλοξένησε το «Σπίτι» της Τουρκοκύπριας Αλιγέ Ουμανέλ με ελληνικούς υπέρτιτλους δεν έγιναν διαδηλώσεις −άλλωστε η Κύπρος παραμένει ενιαία για τους Κύπριους− αλλά δεν ήταν λίγοι εκείνοι που ενοχλήθηκαν. Κι όμως, ο ΘΟΚ παραμένει συνεπής σε αυτό που υπήρξε ανέκαθεν από την ίδρυσή του το 1971: στέγη προοδευτικών καλλιτεχνών, πνευματικών και πολιτικοποιημένων ανθρώπων, φυτώριο σημαντικών ηθοποιών και σκηνοθετών, ιδεών και δημιουργικότητας.
Ανέκαθεν αποτελούσε χώρο ψυχαγωγίας ενός απομονωμένου τόπου, ενώ ως φορέας πολιτισμού πρόσφερε κοινωνική αφύπνιση και ταυτότητα στην απροστάτευτη και μικρή χώρα. Αυτά μια εποχή μακρινή, που οι στόχοι της ως κοινωνίας και κράτους ήταν άλλοι.
Σήμερα, η Κύπρος αποτελεί έναν οικονομικό παράδεισο για κοσμοπολίτες, τουριστικό θέρετρο για πολλούς, ένα απέραντο campus για σπουδαστές από τη Μέση Ανατολή και όχι μόνο. Η ευμάρεια, ακόμα και μετά τη σοβαρή οικονομική κρίση που πέρασε, είναι το κυρίαρχο χαρακτηριστικό σε ολόκληρη την ακτογραμμή του Νότου, ενώ ο Βορράς επιβιώνει υπό συνθήκες κατοχής με τους δικούς του όρους.
Από πολιτισμό, όμως, πού βρίσκεται; Δεν έχει αυτόνομο υπουργείο Πολιτισμού και μια εξήγηση γι' αυτό θα μπορούσε να είναι ότι απλούστατα ποτέ δεν υπήρξε η ανάγκη για κάτι τέτοιο.
Θέατρο, πάντως, έχει κι ενώ οι παλιές δυνάμεις που έβαλαν τα θεμέλια για τη δημιουργία του ΘΟΚ −όσοι ακόμα ζουν τουλάχιστον− έχουν διασκορπιστεί σε άλλες σκηνές και άλλες δραστηριότητες, αυτή η ιστορική και επιχορηγούμενη σκηνή, ουσιαστικά το εθνικό θέατρο της Κύπρου, διαθέτει νέες και εξαιρετικές εγκαταστάσεις, γενναίο κρατικό προϋπολογισμό και νέους ανθρώπους στη διοίκηση, προσπαθεί να στηρίξει τη νέα εποχή που έχει ανατείλει εδώ και μερικά χρόνια. Είναι και ο φορέας που αποφασίζει για τις επιχορηγήσεις και για τα περισσότερα θεατρικά θέματα της χώρας γενικότερα.
Προσκλήθηκα στη Λευκωσία για να παρακολουθήσω τις τρέχουσες παραγωγές του ΘΟΚ υπό τη νέα καλλιτεχνική διεύθυνση του Σάββα Κυριακίδη, μια θητεία που ξεκίνησε μόλις πριν από ενάμιση χρόνο, βάζοντας τέλος σε μια μακρά περίοδο κατά την οποία τις αποφάσεις έπαιρνε το διοικητικό συμβούλιο με πρόεδρο τον Γιάννη Τουμαζή.
Μπορώ με βεβαιότητα να πω ότι όποιος θεατρόφιλος από την Αθήνα και την υπόλοιπη Ελλάδα πρόκειται να ταξιδέψει το προσεχές διάστημα στην Κύπρο, θα μπορούσε να επιλέξει ως μέρος της διασκέδασής του κάποια από τις παραστάσεις του ΘΟΚ.
Ιδιαίτερα όλοι όσοι παλιότερα παρακολουθούσαν τις παραστάσεις αρχαίου δράματος που έφερνε στην Επίδαυρο και διατηρούν μια κάποια ρομαντική εικόνα δεν θα απογοητευτούν.
Γιατί, παρόλο που δεν θα δουν θρυλικές παραστάσεις, όπως οι «Ικέτιδες» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία του Νίκου Χαραλάμπους ή η «Σαμία» του Μενάνδρου σε σκηνοθεσία Εύη Γαβριηλίδη, θα αναγνωρίσουν τη δυναμική μιας νέας γενιάς ηθοποιών και σκηνοθετών που, έχοντας τοποθετήσει ψηλά τον πήχη, προσπαθούν να φέρουν νέο αέρα στο κυπριακό θέατρο και να προσελκύσουν το νεανικό κοινό, πράγμα όντως δύσκολο, αλλά όχι ακατόρθωτο.
Η μεγάλη επιτυχία των «Περσών» σε σκηνοθεσία Άρη Μπινιάρη, άλλωστε, μόλις δύο χρόνια πριν, το αποδεικνύει.
Κυριακή βράδυ βρέθηκα στο θέατρο «Αποθήκες», έναν χώρο που όντως στεγάζει το βεστιάριο και τα εργαστήρια σκηνικών και κοστουμιών του θεάτρου στη βιομηχανική περιοχή Στρόβολος. Παλιότερα στέγαζε την Πειραματική Σκηνή.
Τώρα, αν και η ονομασία δεν υπάρχει, εξακολουθεί να είναι χώρος πειραματισμού νέων. Αφορμή ήταν η έναρξη της παράστασης «Δρόμοι Κροκοδείλων». Πρόκειται για έργο βασισμένο στη ζωή και το έργο του Πολωνοεβραίου Μπρούνο Σουλτς.
Η πολύ ενδιαφέρουσα αισθητικά αλλά και δραματουργικά δουλειά, που θα μπορούσες να τη χαρακτηρίσεις και περφόρμανς λόγω του αποσπασματικού χαρακτήρα του κειμένου και της δράσης, ήταν μια σύνθεση της εικαστικού Μελίτας Κούτα και του σκηνογράφου Χάρη Καυκαρίδη και των συνεργατών τους, του χορογράφου Παναγιώτη Τόφη, του συνθέτη Αντώνη Αντωνίου, της κινηματογραφίστριας Άννας Φωτιάδου και του φωτιστή Σταύρου Ευλαμπίου.
Το έργο προέκυψε από μια σειρά δράσεων του πρώτου τριμήνου. Αυτό σημαίνει ότι κάποιοι από τους θεατές παρακολούθησαν όλη τη διαδικασία του χτισίματος της τελικής εκδοχής. Το κοινό που παρευρέθηκε στην πρεμιέρα εκείνη τη βροχερή βραδιά ήταν σαφώς νεότερο ηλικιακά και καλλιτεχνικά πιο ευαισθητοποιημένο από εκείνο της επίσημης και ως εκ τούτου κοσμικής πρεμιέρας του «Σιρανό ντε Μπερζεράκ» του Εντμόν Ροστάν την προηγούμενη βραδιά στην Κεντρική Σκηνή.
Μια συμβατική, θα έλεγα, παράσταση σε μετάφραση της Λουίζας Μητσάκου και σκηνοθεσία του μόνιμα εγκαταστημένου στην Κύπρο Θεσσαλονικιού ηθοποιού και σκηνοθέτη Αχιλλέα Γραμματικόπουλου.
Παρ' όλα αυτά, διαθέτοντας τη δυνατότητα της μεγάλης διανομής, των πολλαπλών σκηνικών και της αλλαγής κοστουμιών, η παράσταση όχι μόνο ήταν εντυπωσιακή αλλά ξεπερνούσε το αναμενόμενο αποτέλεσμα, ιδίως σε επίπεδο υποκριτικής. Θα ήταν άδικο να μην αναφερθώ στους εξαιρετικούς της ηθοποιούς, καθώς αποτελούν το δυνατό χαρτί της παράστασης.
Οι ερμηνείες των νεότατων ηθοποιών, της Αντωνίας Χαραλάμπους (Ρωξάνη), του Νεκτάριου Θεοδώρου (Ντε Γκις) και του Γιώργου Ευαγόρου (Κριστιάν), ήταν απολαυστικές. Φυσικά, αδικώ όσους δεν αναφέρω, αλλά, ας με συγχωρήσουν, είναι πολλοί.
Δεν θα μπορούσα, όμως, να μην αναφερθώ σε κάποιον του οποίου την ύπαρξη αγνοούσα μέχρι πρότινος, τον πρωταγωνιστή Λώρη Λοϊζίδη στον ρόλο του Σιρανό, που ήταν εξαιρετικός.
Η έκπληξή μου ήταν μεγάλη όταν έμαθα ότι ο ιδιαίτερα γνωστός στην Κύπρο ηθοποιός, που συνήθως γράφει και ερμηνεύει ο ίδιος τα έργα του, εξού και είναι από τους πιο δημοφιλείς ηθοποιούς και μέσω της τηλεόρασης, δεν έχει καμία προϋπηρεσία στο κλασικό ρεπερτόριο!
Κι όμως, η εσωτερικότητα και η αμεσότητα με την οποία ερμήνευσε τον Σιρανό θα μου μείνουν αξέχαστες.
Δεν θα έλεγα το ίδιο για την παράσταση «Ο ήχος του όπλου» της Λούλας Αναγνωστάκη που ανεβαίνει σε έναν ακόμα υπέροχο, μικρών διαστάσεων χώρο, στη Νέα Σκηνή. Παρόλες τις φιλόδοξες προσπάθειες των ηθοποιών (Γιώργος Αναγιώτου, Βικτώρια Φώτα, Ανδρέας Κουτσόφτας, Ράνια Σχίζα, Μαρία Μιχαήλ και Λουκάς Ζήκος), η παράσταση δεν σε κερδίζει απόλυτα. Η σκηνοθεσία του Άδωνη Φλωρίδη θα μπορούσε να είναι πιο τολμηρή και να πάρει ελευθερίες, δεδομένου ότι πρόκειται για ένα έργο γραμμένο πριν από 32 χρόνια, που δεν έχει πια τη σημασία που είχε κάποτε.
Βέβαια, αξίζει να το δουν οι νεότεροι, να έρθουν σε επαφή με τη δραματουργία της Αναγνωστάκη − δεν είναι λίγο, ακόμα και ως μαρτυρία της ζωής στην Αθήνα της Μεταπολίτευσης.
Άφησα τελευταία την παιδική παράσταση του πρωινού της Κυριακής. Ο ΘΟΚ έχει μεγάλη παράδοση στο καλό παιδικό θέατρο και η επιλογή ενός έργου όπως ο «Τυχερός Στρατιώτης» της Ξένιας Καλογεροπούλου και του Θωμά Μοσχόπουλου σε σκηνοθεσία της Γεωργίας Μαυραγάνη αποδείχτηκε ιδιαίτερα τολμηρή, απ' ό, τι έμαθα.
Καθώς το έργο πραγματεύεται στο φινάλε του τον θάνατο, το υπουργείο Παιδείας της Κύπρου έκρινε ότι η παρακολούθησή του πρέπει να επιτραπεί σε παιδιά της Δ' Δημοτικού και πάνω.
Ακόμα κι έτσι, πάντως, όσα παιδάκια ήταν εκείνο το πρωί στην Κεντρική Σκηνή είδαν με απόλυτη προσήλωση μια πολύ ωραία δουλειά της Μαυραγάνη και των συνεργατών της και, όποτε τους ζητήθηκε, συμμετείχαν στο διαδραστικό κομμάτι της παράστασης, αποδεικνύοντας, κατά περίπτωση, μεγαλύτερη ευφυΐα από τους ενήλικες − άλλωστε, η επόμενη γενιά πάντα αποδεικνύεται εξυπνότερη από την προηγούμενη.
Ο ΘΟΚ, λοιπόν, μπορεί να ελπίζει σε ένα μελλοντικό υπέροχο κοινό και −ποιος ξέρει;− στους επόμενους καλλιτέχνες του, ειδικά όταν προσφέρει τέτοιου επιπέδου παιδικό θέαμα.
Κλείνοντας, να σημειώσω ότι το 2019 ο ΘΟΚ ετοιμάζει τον «Ριχάρδο Γ'» του Σαίξπηρ, την «Αρρώστια της νιότης» του Μπρούκνερ και ένα πρότζεκτ με τίτλο «Δύο... Πέντε... Ένα», βασισμένο στο «Λαχταρώ» της Σάρα Κέιν και στο «Amen» του Φώτη Νικολάου, σε σκηνοθετική επιμέλεια του ίδιου και του Θανάση Γεωργίου.
Όσο για το καλοκαίρι, αναμένεται η καίρια συμβολή του στην παράσταση «Ικέτιδες» του Εθνικού Θεάτρου.