Η Ευρώπη μόλις είχε βγει από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και η Ελλάδα χωριζόταν σε βασιλόφρονες και βενιζελικούς. Ο αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού και επιφανής θεατρικός συγγραφέας Παντελής Χορν, μετά από αρκετές εισπρακτικές αποτυχίες, ανέβαζε το «Φιντανάκι» με τον θίασο της Κυβέλης, με πρωταγωνιστές τον Αιμίλιο Βεάκη και τη Σαπφώ Αλκαίου. Είναι η πρώτη ηθογραφία που διαδραματιζόταν σε πλακιώτικη αυλή, εκεί όπου συνήθως κατοικούσαν άνθρωποι λαϊκοί, στα όρια της απόλυτης φτώχειας, με ελάχιστες πηγές εισοδήματος, συχνά μόνες, ανεξάρτητες γυναίκες που εκείνα τα χρόνια θεωρούνταν «ελαφρών ηθών», και κάποιοι επαρχιώτες που είχαν εγκαταλείψει το χωριό τους για να επιβιώσουν στη μεγάλη πόλη.
Από το έργο του Χορν, το οποίο έμελλε να γίνει τεράστια επιτυχία την εποχή του και χάρη στον ζωντανό του λόγο και την ιδιαίτερα ρεαλιστική του φόρμα να καθιερωθεί ως ένα από τα πλέον κλασικά έργα του νεοελληνικού ρεπερτορίου, δεν λείπουν όλοι εκείνοι οι τύποι της Αθήνας του πρώτου μισού του 20ού αι. που το καθιστούν μεν ηθογραφία αλλά χωρίς την ηθικοπλαστική διδακτική άλλων έργων της σύγχρονής του θεατρικής παραγωγής. Γιατί τι πραγματεύεται το «Φιντανάκι»; Την ηθική κατάπτωση μια κοπέλας, της Τούλας, ο άδολος έρωτας της οποίας για τον Γιάγκο ακυρώνεται λόγω των άθλιων οικονομικών συνθηκών και των δύο, όταν εκείνος καταλήγει σε έναν γάμο από συμφέρον κι εκείνη, ουσιαστικά, στην εκπόρνευση. Τραγικό πρόσωπο ο πατέρας της, ο Αντώνης, ταχυδρομικός υπάλληλος, που για να σώσει την τιμή της −μένει έγκυος από τον Γιάγκο αλλά πρέπει να κάνει έκτρωση− καταχράται λεφτά της υπηρεσίας του. Καταλυτικό πρόσωπο στο δράμα η Κατίνα, μια καπάτσα γειτόνισσα που οδηγεί την Τούλα στην αγκαλιά ενός ευκατάστατου κυρίου. Άλλωστε ποια άλλη τύχη θα είχε μια μοδιστρούλα με μάνα πλύστρα το 1921; Ποια τύχη θα είχε σήμερα μια νέα γυναίκα με ανάλογα οικονομικά αδιέξοδα;
Αυτό που κάνει ο Χορν και έχει ενδιαφέρον είναι ότι δεν ωραιοποιεί την κατάσταση. Ναι μεν γράφει με έναν συγκεκριμένο κώδικα, γιατί προφανώς έτσι ήταν το θέατρο της εποχής του, αλλά δεν καταλήγει σε χάπι εντ. Παρουσιάζει το αδιέξοδο μιας συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης.
Αυτό το ερώτημα βάλθηκε να απαντήσει ο σκηνοθέτης Ανέστης Αζάς, συν-διευθυντής της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου, γνωστός για παραστάσεις documentary theater, ανεβάζοντάς το σε μια εκδοχή που περιέχει καλλιτεχνικούς πειραματισμούς και μεταθέτει το ηθικό στίγμα της ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης στις οικονομικές παραμέτρους που το προκαλούν, ενώ στο έργο του Χορν αυτές οι συνθήκες αποτελούν το φόντο της ιστορίας. Τον συνάντησα στη Σκηνή Κατίνα Παξινού, στο υπόγειο του Ρεξ, εν μέσω πρόβας, και μου εξήγησε τι τον έκανε να το επιλέξει εν έτει 2017.
Μου είπε: «Όταν διάβασα το "Φιντανάκι" είδα αμέσως το πρόβλημα του χρέους ως κινητήρια δύναμη που οδηγεί αυτούς τους ήρωες σε αποφάσεις αντίθετες από τις επιθυμίες τους. Αυτό προσπαθώ να δείξω με τη σκηνοθεσία μου, τη διάσταση του οικονομικού χρέους στις επιλογές των ανθρώπων. Θεωρώ ότι είναι ένα σύγχρονο πρόβλημα. Προσπαθώ να απεγκλωβίσω το έργο από την επιφάνεια της ηθογραφίας και να επικεντρωθώ στις συγκρούσεις των χαρακτήρων. Ξεκίνησε από μια δική μου ανάγκη να ξαναδουλέψω με ηθοποιούς και να δοκιμαστώ σε μια πιο κλασική αφήγηση. Θεωρώ ότι η βασική σύγκρουση που περιγράφεται στο έργο του Χορν, ιδωμένη υπό το πρίσμα της σημερινής ελληνικής πραγματικότητας, μας αφορά εξίσου, γι' αυτό αποπειρώμαι να το ανεβάσω».
Παρ' όλα αυτά, στο έργο, που μετράει σχεδόν έναν αιώνα, ο κώδικας αξιών του πατέρα είναι αυτός που καθορίζει το δράμα καθώς και η κυρίαρχη ηθική της εποχής, σύμφωνα με την οποία ήταν αδιανόητο για μια ανύπαντρη γυναίκα να μείνει έγκυος. Φυσικά, μια τέτοια προσέγγιση δεν αφορά καθόλου τη σημερινή πραγματικότητα. Οπότε, στην παράστασή του αυτό το στοιχείο παραγκωνίζεται;
Μου απαντάει: «Όχι, δεν θα έλεγα ότι παραγκωνίζεται. Το μεγάλο πρόβλημα του πατέρα είναι ότι κάποια στιγμή αναγκάζεται να χρεωθεί για να σώσει την κόρη. Αυτό προσπαθώ να αναδείξω εγώ και δευτερευόντως το θέμα της έκτρωσης. Δεν είναι αυτό το πρόβλημά του. Θέλω να δείξω ότι αναγκάζεται να κλέψει χρήματα για να απεγκλωβίσει την κόρη του από αυτή την κατάσταση, γεγονός που οδηγεί εκείνον σε νέο χρέος και την Τούλα σε μια νέα απόφαση. Παράλληλα, υπάρχει και το χρέος του Γιάγκου, του αγαπημένου της, που προέκυψε από χαρτοπαιξία και τον αναγκάζει να παντρευτεί μια άλλη κοπέλα, την Εύα, για να συγκαλυφθεί ένα άλλο σκάνδαλο. Έτσι, προσπαθούμε να δείξουμε τον φαύλο κύκλο αυτής της κατάστασης».
Ο φαύλος κύκλος στο «Φιντανάκι» είναι πράγματι ατέρμονος. Η «ελαφρών ηθών» Εύα τα έχει με έναν πλούσιο άντρα, έναν «θείο», ο οποίος έχει σχέση με την πολιτική και δεν θέλει με τίποτα να αποκαλυφθεί ο δεσμός τους. Με αντάλλαγμα τον διορισμό του, ο Γιάγκος παντρεύεται την Εύα, ενώ στην πραγματικότητα αγαπάει την Τούλα. Αυτό αναγκάζει την Τούλα να κάνει έκτρωση, αλλά καθώς δεν έχει λεφτά για κάτι τέτοιο, χρεώνεται ο πατέρας της, γεγονός που τον οδηγεί στην κλοπή. Ακριβώς επειδή ο πατέρας τελικά δεν μπορεί να ξεχρεώσει, η Τούλα αλλάζει στάση. Γιατί μας αφορά όλο αυτό σήμερα; Οπωσδήποτε ο φαύλος κύκλος έχει ενδιαφέρον, τόσο δραματικό όσο και κοινωνικό, αλλά στη σύγχρονη εποχή μια σχέση, ακόμα και με μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, δεν θα δημιουργούσε τέτοιο μπέρδεμα. Τι κάνει, λοιπόν, έναν νέο σκηνοθέτη να αποφασίσει να το ανεβάσει σήμερα;
Ο Αζάς εξηγεί: «Εμένα δεν με ενδιέφερε να υπογραμμίσω τόσο το ηθικίστικο κομμάτι, δηλαδή το μεγάλο πρόβλημα της σεξουαλικότητας ή της αντρικής τιμής, γιατί όντως δεν θεωρώ ότι μας αφορά,. Στο τέλος έχουμε δύο συμβάντα: η Τούλα μεταστρέφεται και φεύγει με έναν πλούσιο, ενώ ο πατέρας της ο Αντώνης πεθαίνει. Προσαρμόζεται σε μια σκληρή πραγματικότητα. Μια άλλη σκέψη που θέλω να δείξω είναι ότι το "Φιντανάκι", που είναι το νέο άνθος, ως έργο μιλάει για τα προβλήματα κάποιων νέων ανθρώπων ή μιας νέας γενιάς, η οποία εκ των πραγμάτων θα ζήσει τη ζωή της με έναν πολύ πιο σκληρό τρόπο απ' ό,τι η προηγούμενη. Βέβαια, αυτή είναι μια ανάγνωση βάσει των σημερινών δεδομένων, αλλά αυτός περίπου είναι ο στόχος μου».
«Πώς φρεσκάρεται ένα έργο του Μεσοπολέμου;» αναρωτιέμαι. Ρωτάω τον Αζά αν καταφεύγει σε πολυμέσα, όπως σε παλιότερες παραστάσεις του. Υπάρχει οθόνη και μικρόφωνο, ένα εργαλείο που μας έχει ταλαιπωρήσει αρκετά στο ελληνικό θέατρο τα τελευταία χρόνια; Μου απαντάει: «Οθόνη όχι, μικρόφωνο ναι. Γενικά, είναι μια αρκετά unplugged παράσταση. Στο πρώτο μέρος η Κατίνα, ένας βασικός ρόλος που κινεί τα νήματα στο έργο, είναι Χορός, συνεκφώνηση. Η Κατίνα είναι εκείνη που θέτει κατά κάποιον τρόπο τις επιταγές της οικονομίας, και της κοινωνίας. Το κίνητρό της είναι κυρίως οικονομικό. Έτσι επιτυγχάνεται μια περισσότερο μουσική προσέγγιση του λόγου στο συγκεκριμένο έργο».
— Αισθητικά πού το τοποθετείς; Θα περίμενα μια τέτοια παράσταση να μη διαδραματίζεται την εποχή που γράφτηκε.
Το τοποθετώ στο σήμερα, αλλά κρατάω τη γλώσσα του έργου. Έχω αφαιρέσει κάποια στοιχεία που είναι πάρα πολύ ηθογραφικά. Αντιμετωπίζουμε το κείμενο ως παρτιτούρα, επικεντρώνοντας στα βασικά συμβάντα, στις βασικές του συγκρούσεις. Έχω αφαιρέσει περιγραφές του τύπου «έλα κάτσε να σου ψήσω καφέ» ή προσπαθώ να τις δείξω μόνο ως λεκτικές δράσεις, ως συγκρούσεις, π.χ. ότι κάποιος προτείνει έναν καφέ, αλλά ο άλλος αρνείται. Δεν υπάρχει καφές, ούτε φλιτζανάκια, ούτε τραπεζάκια που να δημιουργούν την εικόνα της αυλής. Αυτό δεν μας ενδιέφερε καθόλου σ' αυτή την παράσταση. Υπάρχει ο χώρος της σκηνής γυμνός, με κάποιες καρέκλες –αναφορά στο παλιό σινεμά και στις παλιές ελληνικές ταινίες–, εκείνες του θερινού κινηματογράφου, ελληνικής κατασκευής, που μόνο εδώ τις βρίσκεις».
— Όμως ο απογευματινός καφές μεταξύ γυναικών που κουτσομπόλευαν, που έλεγαν τα προσωπικά τους, τον πόνο τους, όσο και αν τον βρίσκει κανείς ηθογραφικό, αποτελεί μια συνθήκη πάνω στην οποία βασίστηκε και ο Χορν. Με τι τον αντικαθιστά ένας σκηνοθέτης σήμερα;
Η συνθήκη της αυλής είναι ότι δεν υπάρχει απόλυτη ιδιωτικότητα. Ότι υπάρχει ένας διαρκής αλληλοέλεγχος. Στη δική μας παράσταση αυτό γίνεται μέσω του Χορού. Η βασική ιδέα είναι ότι η ομάδα των ηθοποιών, σαν μια παρέα φίλων, μας αφηγείται αυτό το παλιό έργο. Υπάρχει ένας πρόλογος μέσω του οποίου μπαίνουμε στο κείμενο. Με ενδιέφερε να απεγκλωβίσω το κείμενο αυτό από την επιφάνεια της ηθογραφίας και να δείξω αρχικά τη σύγκρουση των επιθυμιών των ανθρώπων αυτών με την οικονομική ανάγκη που τους εξωθεί να κάνουν πράγματα αντίθετα απ' αυτά που θέλουν. Υπάρχει επίσης και η μάχη που διεξάγεται κατά τη διάρκεια της πλοκής, μια διαρκής, μεγάλη σύγκρουση των Εγώ. Ο καθένας προσπαθεί να κάνει αυτό που τον συμφέρει κι αυτό που τον εξυπηρετεί, αδιαφορώντας λίγο-πολύ για τις συνέπειες των πράξεων του και τον αντίκτυπό τους στους άλλους. Αυτό είναι το στοιχείο του κοινωνικού πολέμου.
Οπότε, το φόντο έχει φύγει τελείως. Παρακινδυνευμένο και κάπως παράτολμο, αλλά έχει φύγει, όπως παρατηρώ. Ο Αζάς μου απαντάει: «Το φόντο δεν με ενδιέφερε ποτέ. Δεν με ενδιέφερε να δείξω αυτό το έργο ως έργο εποχής. Προσπαθώ να το δείξω ως μια ιστορία που μπορεί να συμβεί και σήμερα. Γι' αυτό έχω βγάλει πολλά θέματα, όπως η σεξουαλικότητα και το πώς προσβάλλεται η τιμή του ενός και του άλλου. Το πρόβλημα ενός πατέρα σήμερα δεν είναι ότι η κόρη του μπορεί να έχει πάει με έναν άντρα και να έχει κάνει και μια έκτρωση. Τουλάχιστον όχι στον αστικό χώρο όπου ζούμε εμείς. Το θέμα, εν προκειμένω, είναι ότι η κόρη του είναι χρεωμένη και δεν μπορεί να απεγκλωβιστεί από μια κατάσταση. Αυτό είναι ένα σύγχρονο πρόβλημα και εκεί προσπαθώ να επικεντρώσω, στην οικονομία και δευτερευόντως στην ηθική. Την κλασική πατριαρχική ηθική, την οποία προσεγγίζουμε με κριτική διάθεση, προσπαθούμε να τη δείξουμε ως πρόβλημα, όχι ως δεδομένο».
Αυτό το έργο όμως δεν το έγραψε ο Χορν, πατώντας στην ηθική της εποχής του; «Είναι θέμα ερμηνείας. Μπορείς π.χ. να ερμηνεύσεις τον Αντώνη ως έναν αφελή γεράκο που ξαφνικά ανακαλύπτει ότι όσα έκαναν οι γυναίκες πίσω από την πλάτη του θίγουν την τιμή του. Ή μπορείς να κατανοήσεις ότι το πρόβλημα δεν είναι τόσο σεξουαλικό όσο οικονομικό − τουλάχιστον αυτό προσπαθώ να κάνω εγώ».
Λαμβάνοντας υπόψη ότι το 1921 ένας μορφωμένος συγγραφέας έγραψε για τον κόσμο των λαϊκών στρωμάτων, αυτό το στοιχείο της ένδειας δεν σε πήγε καθόλου προς τα κει, σε λούμπεν καταστάσεις; «Δεν με ενδιέφερε να δείξω τα προβλήματα των φτωχών. Κατά τη γνώμη μου, το έργο περιγράφει περισσότερο την πτώση της μεσαίας τάξης, πιο πολύ μικροαστοί είναι αυτοί παρά απολύτως φτωχοί. Για παράδειγμα, ο Αντώνης είναι ταχυδρόμος, που για τα δεδομένα της εποχής κάτι σήμαινε. Είναι εξαρτημένοι από την εργασία τους, δεν εξαρτώνται από την ελεημοσύνη των άλλων. Έχει περισσότερο νατουραλιστική διάθεση το έργο, με την ιδεολογική έννοια του όρου. Αυτό που κάνει ο Χορν και έχει ενδιαφέρον είναι ότι δεν ωραιοποιεί την κατάσταση. Ναι μεν γράφει με έναν συγκεκριμένο κώδικα, γιατί προφανώς έτσι ήταν το θέατρο της εποχής του, αλλά δεν καταλήγει σε χάπι εντ. Παρουσιάζει το αδιέξοδο μιας συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης. Ένας συγγραφέας που με εμπνέει ως προς το πώς πρέπει να παρουσιαστεί αυτό το έργο είναι ο Χόρβατ, ο οποίος γράφει περίπου την ίδια περίοδο, λίγο μετά για την ακρίβεια, σε παρόμοιο πλαίσιο. Απλώς παρουσιάζει τις καταστάσεις που πραγματεύεται προβληματικές με πιο συνειδητό τρόπο. Κι αυτός είναι ένας οδηγός για να αποφύγουμε τους τύπους των παλιών ταινιών και του παλιού θεάτρου.
Ο Χόρβατ έγραψε στην προναζιστική Γερμανία. Έκανες ανάλογη έρευνα όταν έψαχνες έργο σε μια ανάλογη εποχή για την Ελλάδα, την προ-μεταξική; Έτσι κατέληξες στο «Φιντανάκι»; «Μάλλον από το θέμα ξεκίνησα. Διάβαζα έργα που είχαν να κάνουν με το ζήτημα του χρέους, με το ότι πρακτικά η Ελλάδα σήμερα βρίσκεται σε καθεστώς χρεοκοπημένης χώρας ή μιας αποικία χρέους. Δεν είναι η μοναδική χώρα όπου συμβαίνει αυτό, αλλά σ' εμάς έτυχε να το ζήσουμε τώρα. Το τέλος μιας ευημερίας illusion. Αυτή η κατάσταση της πτώσης ήταν που με ενδιέφερε. Στο "Φιντανάκι" είχε ενδιαφέρον το στοιχείο του λαϊκού παραμυθιού. Υπάρχουν κάποια δεδομένα που δημιουργούν τη βάση. Αναρωτήθηκα πώς μπορείς να μιλήσεις γι' αυτά τα θέματα σήμερα, για τον έρωτα και το χρέος. Γιατί κατά βάση είναι ένα ερωτικό έργο, για έναν έρωτα που δεν μπορεί να ευοδωθεί λόγω κάποιων προβλημάτων και συνθηκών. Έτσι είδα και το έργο, σαν μια παρτιτούρα. Το πρώτο μέρος, όπως σου είπα, αποδίδεται με τη μορφή Χορού τον οποίο απαρτίζουν όλοι οι χαρακτήρες όταν δεν παίζουν τον ρόλο τους. Πράγμα που σημαίνει πολλή δουλειά στη συνεκφορά και στη μουσικότητα που συνιστά αυτό το στοιχείο. Στο δεύτερο μέρος γυρίζουμε σε έναν πιο ρεαλιστικό τρόπο απόδοσης, όπου βλέπουμε τα πρόσωπα, και στο τρίτο μέρος αυτή η "μηχανή της οικονομίας" κατά κάποιον τρόπο ξαναπαίρνει μπρος. Το χορικό στοιχείο επανέρχεται».
Πριν περάσω στη σκηνή να παρακολουθήσω πρόβα απομονώνω την Ηρώ Μπέζου, η οποία υποδύεται την Τούλα. Αφού μου φώτισε κάποιες πτυχές του έργου, κατέληξε: «Θεωρώ τη σχέση της Τούλας με τον πατέρα της σημαντική γιατί στο τέλος αναγκάζεται να τον αποχωριστεί. Είναι ο πιο βαθύς αποχωρισμός που βιώνει και δεν είναι καθόλου αμελητέο αυτό. Μπορεί να μην είναι εμφανές στην πρώτη ανάγνωση, όπου το έργο σε παραπέμπει σε κάτι μελοδραματικό, όπως είναι και η πρόθεση του συγγραφέα, αλλά το γεγονός ότι λέει στον πατέρα της, έναν άνθρωπο που ήταν η άγκυρα και το πρότυπό της, που φοβόταν μήπως τον απογοητεύσει, "φεύγω, ξέχασέ με", είναι ένα πολύ μεγάλο άλμα. Συνειδητοποιεί ότι μπορεί να πάρει την ευθύνη να φύγει, να κάνει κάτι κατακριτέο, ανήθικο, επειδή την ανάγκασαν αλλά και επειδή θέλει να επιβιώσει, και αυτή είναι μια σημαντική διάσταση του έργου».
Η πρόβα που παρακολούθησα μου αποκάλυψε αρκετά από αυτά που περιέγραψε ο σκηνοθέτης. Με φόντο το σκηνικό της παράστασης της Λένας Κιτσοπούλου και με την ελληνική σημαία από πάνω, σαν μια πινελιά ειρωνείας να καραδοκεί στην κριτική ματιά του Αζά και των συνεργατών του, οι ηθοποιοί, άντρες - γυναίκες, ένα μικροπλήθος, στριμωγμένοι στο πλαίσιο μιας πόρτας, έλεγαν εν χορώ τα λόγια της Κατίνας απευθυνόμενοι στη Φρόσω, τη μάνα της Τούλας. Μετά μπούκαραν όλοι μαζί στο σπίτι, μέχρι να πάρει ο Αντώνης τον λόγο. Οι υπόλοιποι κάθισαν στις κλασικές καρέκλες με τα πολύχρωμα καλώδια (που μια ελληνική βιοτεχνία κατασκευάζει ανελλιπώς από το 1930, όπως έμαθα) και η πλοκή συνεχίστηκε με μια βίαια σύγκρουση μεταξύ της Φρόσως και του Αντώνη. Μάλιστα, όταν ο Αζάς σηκώθηκε να δώσει οδηγίες στους ηθοποιούς του, τον άκουσα να αλλάζει τα λόγια της Φρόσως από «εγώ πήγα να τα διορθώσω κι εσύ τα θαλάσσωσες;» σε «πήγα να τα διορθώσω κι εσύ τα γάμησες». Αυθόρμητα σκέφτηκα ότι ιδανικά αυτό θα θέλαμε να ακούσουμε κι εμείς ως κοινό, όπως συμβαίνει με τους ηθοποιούς που αποτολμούν κάτι ανάλογο με ένα ακόμα παλιότερο έργο, του Ξενόπουλου, σε μια άλλη σκηνή του Εθνικού αυτήν τη στιγμή.
Info:
Το φιντανάκι
του Παντελή Χορν
Πειραματική Σκηνή
Θέατρο Rex - Σκηνή «Κατίνα Παξινού»
Ημέρες και ώρες παραστάσεων
Από 18/11 έως και 26/11 Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή 21:00
Από 29/11 έως και 14/1 Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή 21:00
Γενική είσοδος: 10€, 6€ για ανέργους