Ο Μικρός Έγιολφ υπήρ ξε ίσ ως ο μεγαλύτερος θρίαμβος του Ερρίκου Ίψεν (1828-1906) όσο ζούσε. Το πρωί της κυκλοφορίας του, στις 11 Δεκεμβρίου του 1894, ουρές αναγνωστών περίμεναν μες στην ομίχλη και το κρύο έξω από τον εκδοτικό οίκο να τον αγοράσουν, καθώς είχαν ήδη διαρρεύσει αποσπάσματά του σε εφημερίδα της Χριστιανίας (παλιά ονομασία του Όσλο). Ο πρόσφατα επαναπατρισθείς -μετά από 27 χρόνια στην Ιταλία- συμπατριώτης τους, ο διάσημος Νορβηγός συγγραφέας, θεωρούνταν ήδη ο μέγας ανανεωτής του ευρωπαϊκού θεάτρου. Και όσον αφορά το συγκεκριμένο έργο, οι κριτικοί μιλούσαν ήδη σαν να επρόκειτο για το αριστούργημά του.
Ανέβηκε μόλις μερικές εβδομάδες αργότερα στο Deutsches Theater του Βερολίνου και αμέσως μετά στη Χριστιανία, κάνοντας τα περισσότερα εισιτήρια απ’ όλα τα προηγούμενα έργα του. Ακολούθησαν παραστάσεις του και σε άλλες πόλεις της Νορβηγίας και σύντομα σε Ιταλία, Σουηδία, Δανία.
Στο ελληνικό θέατρο το έργο παίχτηκε από το θέατρο Εμπρός το 1992 σε σκηνοθεσία Τάσου Μπαντή. Ένας μαθητής του Εμπρός, ο μόλις εικοσιτετράχρονος Δημήτρης Καρατζάς, μέλος της εταιρείας θεάτρου Grasshopper, που με τον τσεχωφικό του Ιβάνοφ όχι μόνο απέδειξε τη σκηνοθετική του δεινότητα αλλά κι ένα προσωπικό στυλ, την αναζήτηση μιας σύγχρονης φόρμας που να μην προδίδει τον συγγραφέα, προχωρά στο μεγάλο εγχείρημα ν’ ανεβάσει ξανά το κορυφαίο αυτό δράμα του Ίψεν, είκοσι χρόνια μετά την ιστορική εκείνη παράσταση.
Ο εννιάχρονος Έγιολφ είναι ένα πανέξυπνο παιδί που έμεινε παράλυτο εξαιτίας των γονιών του και μεγαλώνει σ’ ένα σπίτι όπου υπάρχει μεγάλη ένταση λόγω της ρήξης ανάμεσα στα μέλη της. Ο πατέρας του Άλφρεντ, ένας αποτυχημένος φιλόσοφος που ποτέ δεν ολοκλήρωσε ένα έργο ζωής, ένα βιβλίο για την «ανθρώπινη ευθύνη», αφοσιώνεται στο μικρό αγόρι και κάνει σκοπό της ζωής του να τον αναγάγει σε διάνοια. Η μητέρα του, η Ρίτα, αφοσιωμένη και τυφλά ερωτευμένη με τον άντρα της, απορρίπτει τον γιο και ίσως κρυφά να ελπίζει τον θάνατό του. Ο Έγιολφ, αντιδρώντας και μη θέλοντας να συνεχίσει να ζει μες στην ασφυκτική κατάσταση του σπιτιού, επιλέγει ν’ ακολουθήσει μια «ποντικοκυρά», ένα πρόσωπο λίγο βγαλμένο από τα παραμύθια, η οποία τον πνίγει σαν ποντίκι στη θάλασσα. Ένα είδος αυτοκτονίας. Ο σκηνοθέτης εξηγεί:
«Στην πρώτη πράξη η μητέρα εκφράζει την επιθυμίας της να πεθάνει ο Έγιολφ, αλλά στη δεύτερη πράξη το μετανιώνει. Η παράσταση αντιμετωπίζει τον θάνατό του σαν κάτι που όλοι εύχονται. Σαν όλοι να θέλουν να φύγει από τη μέση ώστε να λύσουν τα μεταξύ τους θέματα, που μέχρι εκείνη τη στιγμή κρύβουν κάτω από το χαλί. Παρ’ όλα αυτά, όταν τελικά φεύγει, καταρρέουν εντελώς. Δεν έχουν ιδέα πώς να χειριστούν ο ένας τον άλλον».
Η μετάφραση της Μαρίας Αδάμ, που είχε χρησιμοποιηθεί για την παλιότερη παράσταση του Εμπρός, αποκαλύπτει τις αρετές του σπουδαίου Νορβηγού συγγραφέα που εισήγαγε τον ρεαλισμό στον 19ο αιώνα, πάντα εμφανείς και στέρεες. Ο Καραντζάς λέει: «Πρόκειται για ένα σταθερό υλικό, μια πλήρη δραματουργία που προσφέρει όλες τις πληροφορίες, οπότε πρόθεσή μας δεν είναι να πάμε κόντρα στο ύφος του Ίψεν. Ο υπεραναλυτικός του νατουραλισμός πάει μέχρι το μεδούλι.
Δεν είναι απλώς ένα έργο καταγγελίας για την υποκρισία, αλλά ξεσκεπάζει τον εσωτερικό κόσμο των ηρώων, ένα έργο κατεξοχήν φροϋδικό. Ο Ίψεν στον Έγιολφ ειρωνεύεται όλους τους χαρακτήρες του σε πολύ μεγάλο βαθμό, αλλά συγχρόνως συμπάσχει με την παθολογία και τη μοναξιά τους. Είναι σαν να πονάει το ανθρώπινο είδος».
Κοινωνός ενός θεάτρου συνόλου, ο νεαρός σκηνοθέτης κινεί τους χαρακτήρες συντονισμένα, σαν μια μεγάλη χορογραφία. Με τη συνεργάτιδά του στην κίνηση Ζωή Χατζηαντωνίου, τα έξι πρόσωπα του έργου είναι σαν να συνδέονται μεταξύ τους με μία κλωστή. «Μια κλωστή αόρατη, όμως. Δεν υπάρχει ρεαλιστική κίνηση. Από τις εκατοντάδες σκηνικές οδηγίες του Ίψεν, βρήκαμε μοτίβα που ο κάθε ήρωας του έργου ακολουθεί σύμφωνα με τον χαρακτήρα του. Όλοι μαζί όμως είναι υποχρεωμένοι να κινούνται ή να ακινητοποιούνται συγχρόνως. Να συνυπάρχουν, να συγκρούονται παρουσία και των άλλων, σαν να μην υπάρχει ιδιωτικός χώρος, σαν να μη μένει τίποτα κρυφό. Η σύγκρουση, όμως, υπάρχει». Σαν όλοι μαζί να μαθαίνουν να αποδέχονται ή να ανέχονται τον άλλον, αντιμετωπίζοντας τα πάθη τους και τις ανομολόγητες επιθυμίες και φόβους τους.
σχόλια