Ο Οράτιος λέει για την Τέκμησσα, την αφοσιωμένη σύζυγο του αυτόχειρα πρωταγωνιστή της τραγωδίας του Σοφοκλή Αίας, ότι αυτός «αιχμαλωτίστηκε» από την ομορφιά της. Σύζυγος του θυμωμένου και αδικημένου, κατά την άποψή του, ήρωα του Τρωϊκού Πολέμου, προσπαθεί ολόψυχα να τον μεταπείσει, να τον κρατήσει στη ζωή, να τον αποτρέψει από έναν θάνατο που για εκείνη θα «είναι πικρός, γι’ αυτόν ευφροσύνη».
Την αφοσιωμένη αυτή σύζυγο που συμπονά τον ταραγμένο και με σκοτισμένο νου ήρωα υποδύεται η Εύη Σαουλίδου, μία από τις πιο αξιόλογες ηθοποιούς του ελληνικού θεάτρου, η οποία φτάνει με το ποδήλατο στη συνάντησή μας αυτό το ζεστό μεσημέρι, λίγο πριν πάει στην πρόβα της.
«Αίμα, ιδρώτας, βιαιοπραγίες, ηρωισμοί και βιασμοί, αυτός ήταν ο κόσμος και ο Τρωικός Πόλεμος. Από μια άποψη είναι και τυχερή αυτή η γυναίκα που την ερωτεύθηκε ο Αίαντας και έκανε ένα παιδί μαζί της, τον Ευρυσάκη, μετέπειτα βασιλιά της Κύπρου, και γλίτωσε από άλλα δεινά. Κανένας δεν μπορεί να καταλάβει ακριβώς τον λόγο που η Τέκμησσα δεν θέλει να πεθάνει ο Αίαντας, αν είναι ερωτευμένη ή αν αναλογίζεται ποια θα είναι η μοίρα της μετά τον θάνατό του ‒ προφανώς αβέβαιη και πολύ προβληματική.
Έτσι, στην προσπάθειά της να εισακουστεί, του παραθέτει όλα τα επιχειρήματα που μπορεί να σκεφτεί, τις επιπτώσεις που θα έχει η πράξη του στους γονείς του, στο παιδί τους. Του μιλάει ακόμα και για τη μεταξύ τους, την αγάπη και την ηδονή. Δεν μπορείς εύκολα να κάνεις καταλάβεις αυτές τις γυναίκες, γιατί τοποθετούνται σε πλαίσια που φανερά εμείς δεν γνωρίζουμε.
Το προηγούμενο διάστημα χάθηκαν λίγο η ταυτότητα και η ιδιότητά μας, ζήσαμε την πλήρη απαξίωση με έναν τρόπο που μας έδωσε να καταλάβουμε ότι δεν έχουμε λόγο ύπαρξης. Σίγουρα όταν διακυβεύεται η υγεία προσδιορίζονται αλλιώς οι ρόλοι, ωστόσο εγώ βίωσα ένα σοκ
Σε άλλα μέρη του κόσμου υπάρχουν γυναίκες που δεν έχουν το δικαίωμα επιλογής, δεν μπορούν να ξεφύγουν από τη μοίρα τους, οπότε θα πρέπει αν ανατρέξεις και σε τέτοιους κόσμους για να βρεις αναφορές. Βέβαια, υπάρχει και το συναισθηματικό κομμάτι, το ότι κάποιος μπροστά σου επιλέγει τον θάνατο αντί για εσένα ‒ «πετάγεσαι από την παλιά του αγάπη», λέει. Ο Αργύρης Ξάφης έχει επιλέξει το κομμάτι του θρήνου που έβαλε στην αρχή της παράστασης να είναι πιο στωικό, «σχεδόν σαν να καταλαβαίνεις την επιλογή αυτού του ανθρώπου και αυτό που συνέβη».
Δεν είναι η πρώτη φορά που η Εύη παίζει στην Επίδαυρο, αλλά αυτό δεν της δημιουργεί άγχος. Όπως λέει «θα μπορούσαμε να κάνουμε πρόβες περισσότερο καιρό, όπως και για κάθε παράσταση. Εδώ υπάρχει μια έξτρα τεχνική δυσκολία επειδή πρέπει να ανοίξεις την αντίληψή σου για να αντιληφθείς το νόημα όσων λέγονται. Πώς θα γίνει αυτή η φωνή να μεταφέρει το νόημα χωρίς να γίνει σκληρή και ξύλινη, να βάλουμε ένα γκάζι στη φωνή; Είναι σαν να τρέχεις μαραθώνιο σε πολύ περιορισμένο χρόνο».
Μιλώντας για το βιβλίο που κρατά στα χέρια της, τη Γνώση του πόνου του Carlo Gadda, η συζήτηση πηγαίνει στη μελέτη. Η Εύη θεωρεί τον εαυτό της τυχερό ‒ οι γονείς της ήταν άνθρωποι λαϊκοί, ωστόσο η μητέρα της ρώτησε τη φιλόλογο ξαδέλφη της και έφτιαξε βιβλιοθήκη στο σπίτι τους, για να υπάρχει για τα παιδιά της κάτι άλλο από αυτό που έμαθε εκείνη ως παιδί, κάτι καλύτερο. Έτσι ξεκίνησε να διαβάζει από την εγκυκλοπαίδεια του Χάρη Πάτση μέχρι Λουντέμη και Ζωρζ Σαρή ‒ στα εννιά της, σε ένα πανηγύρι, έπεσε στα χέρια της το πρώτο βιβλίο φανταστικής λογοτεχνίας του Λάβκραφτ.
«Έχω ανάγκη να μελετάω, να παίρνω τον χρόνο μου. Όταν τρώμε χρειαζόμαστε περίπου τρεις ώρες για να χωνέψουμε, έτσι και για να μελετήσουμε ουσιαστικά χρειαζόμαστε χρόνο. Ο βαθμός κατανόησης αυτού που διαβάζουμε είναι ανάλογος του χρόνου που του αφιερώνουμε. Αυτή η διαδικασία συνεχίζεται όσο διαρκούν οι παραστάσεις έτσι κι αλλιώς, ξυπνάω μερικές φορές και σκέφτομαι μια λέξη που δεν την καταλαβαίνω και τότε μπορεί να στείλω ένα μήνυμα στον Νίκο Παναγιωτόπουλο, τον ποιητή και μεταφραστή του Αίαντα, να του πω αυτό που με προβληματίζει. Δεν είμαι μανιακή αλλά μου αρέσει να καταφεύγω σε αυτού του είδους τις σκέψεις, να παιδεύω το μυαλό μου με μια διαδικασία πιο δημιουργική, αντί να σκέφτομαι όσα δυσάρεστα συμβαίνουν».
Η καραντίνα την επηρέασε πολύ, δεν βγαίνει πια όσο παλιότερα μετά τις παραστάσεις, όπως συνήθιζε. Τα θέατρα ήταν κλειστά, υπήρχε οικονομική δυσπραγία, αλλά όπως λέει, «μου άρεσε να μένω σπίτι, εξοικειώθηκα με αυτό, είχα άλλη συγκέντρωση, άλλη ησυχία, ήταν εποικοδομητικός ο χρόνος που περνούσα στη βόλτα με τον σκύλο μου, ξεριζώνοντας αγριόχορτα από τις γλάστρες ‒ προσπαθώ να το διατηρήσω αυτό.
Δουλεύω λιγότερο κι αυτό έχει μια επίπτωση στα οικονομικά μου, αλλά είναι κάτι κάνω συνειδητά πια, κατάλαβα τι σημαίνει να λες μια λέξη και να έχεις άπλετο χρόνο να εμβαθύνεις. Η εντύπωση ότι το σώμα σου έχει ασχοληθεί με αυτό που πάει να κάνει σου δίνει μια άλλη πίστη στα πράγματα. Το ξεχνάμε το σώμα μας αναγκαστικά όταν πρέπει να είμαστε σε πολλά μέρη ταυτόχρονα και να φέρουμε σε πέρας διαφορετικές καταστάσεις και ρόλους. Αυτό βέβαια το πληρώνεις».
Μετά την καραντίνα παρατήρησε πως κάτι έχει αλλάξει εμφανώς στον τρόπο που επιλέγει με διαφορετικό τρόπο τις δουλειές στις οποίες θα συμμετέχει.
«Μέχρι τώρα πίστευα ότι είμαστε ‒και ίσως ένα κομμάτι μου ακόμα το πιστεύει‒ κάτι άλλο. Ότι η ενασχόληση με αυτά τα κείμενα, με διαδικασίες που προϋποθέτουν την επαφή και την κατανόηση, που έχουν βάθος και σε πάνε σε άλλα επίπεδα αναγκαστικά μας έφερναν σε μια προνομιακή θέση σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο. Ταυτόχρονα, βέβαια, βλέπω ότι είμαστε μια μικροκοινωνία που έχει τις αδυναμίες της, τον ανταγωνισμό της.
Το προηγούμενο διάστημα χάθηκαν λίγο η ταυτότητα και η ιδιότητά μας, ζήσαμε την πλήρη απαξίωση με έναν τρόπο που μας έδωσε να καταλάβουμε ότι δεν έχουμε λόγο ύπαρξης. Σίγουρα όταν διακυβεύεται η υγεία προσδιορίζονται αλλιώς οι ρόλοι, ωστόσο εγώ βίωσα ένα σοκ. Συνειδητοποίησα ότι οι κοινωνίες μπορούν να ζήσουν και χωρίς εμάς, ότι όχι μόνο δεν είμαστε η πρώτη τους επιλογή αλλά ότι δεν φαίνεται να είμαστε και αναγκαίοι.
Το θέατρο με το οποίο κατά κύριο λόγο ασχολούμαι εγώ έχει έναν λόγο ύπαρξης με την έννοια της κοινωνικής λειτουργίας: θα πας, θα δεις, θα κοινωνικοποιηθείς, θα μιλήσεις γι’ αυτό που είδες. Υπάρχει όμως και μια άλλη διάσταση, του το σημαίνει αυτό που βλέπω, και αυτό βάλλεται, πιστεύω. Είναι λίγο δύσκολο να το ξαναβρούμε αυτό, την ικανότητα να μας αγγίξει ένα έργο τέχνης, είτε κινηματογραφικό, είτε εικαστικό. Υπάρχει μια αγκύλωση εκατέρωθεν, δεν μπορεί να βρεθεί εύκολα ο στόχος, να μοιραστείς το συναίσθημα που νιώθεις με τον θεατή που διψά να το ακουμπήσει ‒ εννοώ αυτό που απασχολεί τον άνθρωπο εδώ και χιλιάδες χρόνια, τη μοναξιά, τη δικαιοσύνη, τη αγάπη, συναισθήματα και αναπηρίες και αδιέξοδα. Δεν μπορεί να πεις "είμαστε μαζί σε αυτό", δεν υπάρχει το "κοίτα εγώ τι νιώθω"».
Μιλάμε για το θέατρο στην εποχή μας και συμφωνούμε ότι βρισκόμαστε στον αιώνα των δημιουργών, «αυτό καμιά φορά μπορεί να μας ρίξει σε βαριά σκοτούρα, σε μεγάλη λακκούβα, γιατί έτσι μπορεί να λείψει αυτό το μοίρασμα που λέγαμε», εξηγεί.
Φαίνεται σχεδόν απίστευτο ότι η Εύη κάνει θέατρο σχεδόν είκοσι πέντε χρόνια. Γεννήθηκε στην Καβάλα, εκεί μεγάλωσε, έφτιαχνε ιστορίες με εγκλήματα από τρεισήμισι χρονών, έριχνε κέτσαπ στο πάτωμα σαν αίμα. Φοίτησε στο Πολυκλαδικό, που ακόμα και σήμερα θεωρεί σπουδαίο θεσμό, κάτι ωραίο και σημαντικό. Εκεί έκανε θέατρο, εκεί ανακάλυψε την πλευρά του χαρακτήρα της που θέλει να τα κοροϊδεύει όλα, ότι κάθε πράγμα, την ώρα που συμβαίνει, έχει άπειρες πλευρές, μεταξύ αυτών και μια κωμικοτραγική.
Αν και δεν είχε δει ποτέ θέατρο, ήρθαν οι Μαθητικοί Αγώνες Θεάτρου που της πήραν τα μυαλά. Έδωσε κρυφά από τους γονείς της εξετάσεις στη δραματική του Εθνικού, κόπηκε, έδωσε στο ΚΘΒΕ και εκεί φοίτησε σε μια περίοδο που η σχολή ζούσε μια αναγέννηση.
Τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους μετά τις Νύφες του Παντελή Βούλγαρη ‒ εκεί πήγε τυχαία, συνοδεύοντας έναν φίλο της, και την είδε ο Παντελής Βούλγαρης. Στη συνέχεια, ο Λευτέρης Βογιατζής την είδε στην ταινία και την πήρε στην παράσταση Μπέλλα Βενέτσια. Από κει και μετά, το ένα έφερε το άλλο.
«Αισθάνομαι σαν ένα παιδάκι που του έχουν κάνει τη χάρη και ασχολείται με την τρέλα του, με το σπασμένο του ποδήλατο», λέει. «Φροντίζω να ασχολούμαι μέσα μου πολύ σοβαρά με κάτι που μου δίνει μεγάλη χαρά. Αν δεν υπάρχει αυτή η χαρά, δεν γεμίζω, θέλω να παίζω πολύ σοβαρά το παιχνίδι μου, όπως τα παιδιά. Έχω μεγάλη περιέργεια για τα πράγματα, για τα πάντα, δεν μπορώ να σταματήσω να αναρωτιέμαι, είναι ένα από τα πράγματα που με χαρακτηρίζουν.
Ωστόσο πολύ πρόσφατα άρχισα να ανακαλύπτω ότι υπάρχει ένα πλεονέκτημα όταν αφήνεις τα πράγματα να περνάνε από δίπλα σου χωρίς να τα σταματάς, να τα ερευνάς και να αναλώνεσαι σε ερωτήσεις. Αυτό το πλεονέκτημα δεν πρέπει να το συγχέουμε με την απάθεια η με έναν μικροαστισμό, αλλά με την ελευθερία που μας παρέχει το να μην πρέπει να ελέγχουμε τα πάντα».
Αυτή η στάση είναι και ένας λόγος ύπαρξης, «αδύνατο να ζήσουμε χωρίς αγάπη, είναι τόσο δύσκολο να συμβεί αλλά και τόσο απάνθρωπο όταν συμβαίνει, δεν βγαίνει η ζωή σε αυτή την κοινωνία αλλιώς».
Όταν μιλά για τους παιδικούς της φίλους το πρόσωπό της φωτίζεται, σε αυτούς μπορεί να μιλήσει και για την πιο κρυφή της σκέψη, μεγαλώνοντας έβαλε και ένα έξτρα φίλτρο στη σχέση τους για να μην τους πληγώνει, να μην τους επιβαρύνει επικαλούμενη την ειλικρίνεια που κάποτε θεωρούσε προσόν της, αλλά σήμερα τη νοθεύει με χαρά και μια γενναία δόση έγνοιας και τρυφερότητας.
Όπως μιλάει για τις σχέσεις που μοιάζουν με έναν ανοιχτό ορίζοντα, μου περιγράφει ένα μοτίβο των παιδικών της χρόνων: με τον πατέρα της, που είχε φορτηγό, κάθε Σαββατοκύριακο ταξίδευαν, γύριζαν τα χωριά κι εκείνη έβλεπε την άσφαλτο να φεύγει, τα δέντρα, τα λιβάδια, την αλληλουχία του τοπίου και μια ομορφιά αιώνια, διαρκή και ποθητή, μια ομορφιά απροσποίητη και φυσική, που η ανάμνησή της ξεπλένει τα μάτια της.
Αίας του Σοφοκλή
Μετάφραση: Νίκος Παναγιωτόπουλος
Σκηνοθεσία: Αργύρης Ξάφης
Παίζουν (αλφαβητικά): Δημήτρης Ήμελλος, Δέσποινα Κούρτη, Τάσος Μικέλης, Γιάννης Νταλιάνης, Εύη Σαουλίδου, Στάθης Σταμουλακάτος, Χρίστος Στυλιανού, Νίκος Χατζόπουλος
Εδώ η περιοδεία της παράστασης
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.