Έχουν μείνει λιγότερες από σαράντα μέρες για την πρεμιέρα στην Επίδαυρο της πολυαναμενόμενης παράστασης των Περσών του Δημήτρη Καραντζά. Κυριακή μεσημέρι, σε μια Αθήνα που έβραζε από τη ζέστη, βρέθηκα σε πρόβα της στη σκηνή κεντρικού θεάτρου για να δω την προετοιμασία της και να συζητήσω με τον σκηνοθέτη τους στόχους και το όραμά του. Αν και θεωρώ ανεπίτρεπτη τη συνήθεια των τελευταίων χρόνων να αναφέρουμε μια παράσταση κλασικού έργου ή αρχαίου δράματος ως πόνημα του σκηνοθέτη και όχι του ποιητή, εδώ, όπως διαπίστωσα παρακολουθώντας την προετοιμασία της σπουδαίας τραγωδίας του Αισχύλου, πρόκειται για μια διασκευή και μια σκηνοθετική απόδοση που φέρει απολύτως την υπογραφή του ευρηματικού σκηνοθέτη.
Το ζέσταμα των ηθοποιών από τον ηθοποιό και χορογράφο Τάσο Καραχάλιο είχε ξεκινήσει όταν μπήκα στην αίθουσα και ανάμεσα στους γέροντες του Χορού, που νόμιζα ότι απαρτιζόταν μόνο από άντρες, αναγνώρισα τις ηθοποιούς Αλεξία Καλτσίκη και Θεοδώρα Τζήμου. Αυτό αναπόφευκτα μου προξένησε το ενδιαφέρον, ιδίως όταν άρχισαν να κινούνται και να λένε τα λόγια τους. Σύντομα πήρε τη θέση της και η Ρένη Πιττακή, η οποία ερμηνεύει την Άτοσσα, βασίλισσα και μητέρα του Ξέρξη που έχει εκστρατεύσει εναντίον της Ελλάδας.
Το κείμενο νιώθω ότι μιλάει πολύ ωμά για το τι συμβαίνει όταν διασαλεύεται η κοινωνική συνοχή, όταν μια κοινωνία που προσπαθεί να στηριχτεί σε μια πίστη, είτε λέγεται θεός είτε εξουσία, τη χάνει και δεν ξέρει πώς να υπάρξει.
Η σπουδαία ηθοποιός και παλιά πρωταγωνίστρια του Θεάτρου Τέχνης έχει παίξει τον ίδιο ρόλο στην αναβίωση του 1987 της θρυλικής παράστασης του Κουν. Μάλιστα ο Καραντζάς χρησιμοποιεί την ίδια ιστορική μετάφραση του Παναγιώτη Μουλλά. Στην πρόβα που παρακολουθώ εγώ περιγράφει στον λαό της το κακό όνειρο που είδε και θεωρεί κακό οιωνό, μέχρι που εισβάλλει στη σκηνή ο αγγελιαφόρος, τον οποίο υποδύεται ο Χρήστος Λούλης, που, έχοντας επιστρέψει από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, επιβεβαιώνει το κακό προαίσθημά της. Παράλληλα, ο Χορός τον ρωτάει για την τύχη των συμπολιτών τους, βομβαρδίζοντάς τον με ονόματα. Ήταν απόλαυση να παρακολουθείς ηθοποιούς που έχεις συνδέσει με αγαπημένες παραστάσεις και κυρίως σπουδαίες ερμηνείες να χτίζουν μια νέα παράσταση. Πήρα στα χέρια μου το κείμενο για να κατανοήσω καλύτερα όσα έβλεπα στη σκηνή. Γνωρίζοντας ότι στην παράσταση θα συμμετέχουν και εθελοντές και προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσω την πρόβα, συνειδητοποίησα ότι οι τολμηρές επιλογές του Καραντζά ξεκινάνε ήδη από τη σύνθεση του έργου.
Η ηθοποιός που θα ανοίξει την αυλαία, η Αλεξία Καλτσίκη, θα βρίσκεται μόνη επί σκηνής, απαγγέλλοντας ένα ποίημα της Ιρανής ποιήτριας Forugh Farrokhzad, ενώ το τρίτο στάσιμο έχει αντικατασταθεί –με τη συνεργασία της Γκέλυς Καλαμπάκα στη δραματουργία‒ με στίχους σημαντικών ποιητών όπως ο Καβάφης, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος, ο Έλιοτ, ο Βαβούρης, η Καρέλλη, ο Πέρσι Σέλεϊ κ.ά. Ήδη απ’ όσα παρακολουθώ καταλαβαίνω ότι η παράσταση επ’ ουδενί δεν θα ακολουθήσει μια συμβατική σκηνοθετική γραμμή. Ο χορός δεν αποτελείται από γέροντες και συμμετέχουν σε αυτόν και γυναίκες. Το ιρανικό ποίημα αναφέρεται σε μια στιγμή απόλυτου σκοταδιού και στην παντελή έλλειψη επικοινωνίας, με αφορμή τις γυναίκες στο Ιράν που ζουν ανελεύθερα. Θα μπορούσε να αφορά έναν πόλεμο και όχι μόνο, οποιαδήποτε κατάσταση ενός ανθρώπου που του λείπει ένα αγαπημένο πρόσωπο και αγωνιά γι’ αυτό. Δένει απόλυτα με τη φάση στην οποία βρίσκονται οι πολίτες στα Σούσα, την πρωτεύουσας της αρχαίας Περσίας, στην αρχή του έργου, δηλαδή σε πλήρη άγνοια, στο πιο σκοτεινό σημείο μιας πολεμικής εκστρατείας, χωρίς καμία ενημέρωση σχετικά με την έκβασή της. Λίγο μετά, με την ευκαιρία ενός διαλείμματος, ο Δημήτρης Καραντζάς φωτίζει τις προθέσεις του: «Στην αρχή σού δείχνει τον λόγο της συντριβής και πώς συνεχίζεις να ζεις μετά από αυτήν τη συντριβή. Οπότε το χορικό της παρόδου ξεκινάει με έναν άνθρωπο στη σκηνή και η πάροδος χτίζεται σταδιακά. Έρχεται ένας δεύτερος, ένας τρίτος, και σταδιακά γίνονται πολλοί. Ακολουθούν κι άλλοι πολίτες, γιατί για μένα είναι ένας δημόσιο; χώρος, μια πλατεία, μια εκκλησία του δήμου. Οι άνθρωποι βρίσκονται εκεί για να συζητήσουν την επικείμενη καταστροφή που όλοι φοβούνται».
Οι πολίτες θα αποτελούνται από εθελοντές. Τον ρωτάω αν θα βγαίνουν μέσα από το κοινό. «Από το κοινό και πίσω από τα δέντρα. Όπως ο αγγελιαφόρος, που ξεκινάει επίσης πίσω από τα δέντρα. Μέχρι το τέλος της παράστασης θα ανεβαίνουν στη σκηνή άνθρωποι και από το κοινό και από τα δέντρα. Το κομμάτι συζήτησης γι’ αυτή την επικείμενη καταστροφή πρέπει να είναι ανοιχτό. Οι πολίτες, όπως και ο Χορός, θα είναι ντυμένοι με σύγχρονα ρούχα. Μόνο η όψη των τριών ατόμων που είναι στην εξουσία, η Άτοσσα, ο Δαρείος και ο Ξέρξης, θα παραπέμπουν σε κάποια ιστορική περίοδο. Οι υπόλοιποι, άντρες και γυναίκες από δεκαπέντε ετών έως εβδομήντα πέντε ετών, είναι εκείνοι που έμειναν πίσω και έρχονται να μάθουν τις εξελίξεις».
— Αυτή είναι μία από τις βασικές επεμβάσεις που έχεις κάνει, αλλά η πιο επίφοβη μοιάζει να είναι το ότι αντικατέστησες το τρίτο στάσιμο με στίχους σύγχρονων ποιητών. Δεν φοβάσαι ότι αυτές οι επιλογές αλλοιώνουν τον λόγο του Αισχύλου;
«Έχω δηλώσει ότι πρόκειται για διασκευή. Θεωρώ ότι αυτά τα κείμενα ανοίγουν πολλά θέματα. Οι μελέτες γι’ αυτό το έργο είναι αντιφατικές, έχει ειπωθεί από το ότι είναι ένα έργο για τη δόξα της Ελλάδας και αντιπολεμικό μέχρι ότι επισημαίνει τους κινδύνους που εγκυμονεί η αλαζονεία που τότε είχε φτάσει σε πολύ μεγάλο βαθμό. Η διασκευή στο τρίτο στάσιμο έγινε επειδή έχει τεθεί ήδη ένα ζήτημα, όταν ο λαός ρίχνει όλες τις ευθύνες στον Ξέρξη, και όχι στον θεό, όπως οι φορείς της εξουσίας. Ο λαός αντιθέτως λέει –δηλαδή ο Αισχύλος‒ ότι φταίνε η αλαζονεία και η μεγαλομανία του Ξέρξη. Εμείς θέλαμε να τονίσουμε αυτό το κομμάτι της εξέγερσης του λαού, ο οποίος πια δεν μπορεί να ζει υποτελής. Ο Αισχύλος λέει ότι λίγο ακόμα και οι Πέρσες δεν θα υποτάσσονται στη βία και τις προσταγές του βασιλιά, θα μιλούν ελεύθερα στο εξής. Έχοντας βασιστεί σε αυτό, δεν κάνουμε το πισωγύρισμα που υπάρχει στο τρίτο στάσιμο, που λέει ότι ο Δαρείος είναι πολύ καλός μονάρχης, τον αγαπούσαμε και θα συνεχίσουμε να αγαπάμε τους μονάρχες. Αντιθέτως, θέτουμε το ζήτημα ενός λάου που διερωτάται πώς γίνεται να συνεχίσει να υπακούει, όταν έχει καταστραφεί από την έπαρση και την αλαζονεία ενός μονάρχη».
— Προφανώς ο Αισχύλος εκθειάζει τη δημοκρατία. Εφόσον αποκαθιστά την εμπιστοσύνη τους, δεν νιώθεις ότι αλλοιώνεις την υπόθεση του έργου;
«Γι’ αυτό δηλώνω ότι είναι διασκευή. Θεωρώ ότι όλοι έχουμε δικαίωμα να κάνουμε διασκευές. Ο Αισχύλος δίνει τόσα επιχειρήματα, που αν θες να διαβάσεις το έργο μέσα από τον δικό του τρόπο, μπορείς. Ακολουθεί η συζήτηση ενός λαού που προσπαθεί να παραμείνει πιστός στην εξουσία, ενώ έχει χάσει τους δικούς του. Χάνει και την πίστη του στον Ξέρξη αλλά και στον Δαρείο, ωστόσο τον αποζητάει, γιατί θέλει να τον ακούσει μιλάει ως ο ιδανικός μονάρχης που υπήρξε. Είναι εκείνος που δικαιολογεί τον Ξέρξη, λέγοντας ότι είναι νέος και άμυαλος, του λείπει η φρόνηση. Ζητάει να του δώσουν συμβουλές, κι αυτό το θεωρώ ανεπαρκές επιχείρημα, όταν έχει σκοτωθεί ένας ολόκληρος λαός».
Του υπενθυμίζω ότι μιλάμε για τον αρχαίο κόσμο. Μου απαντάει: «Βεβαίως, αλλά αυτόν τον αρχαίο κόσμο τον διαπραγματεύομαι με σημερινούς όρους, όχι επειδή θέλω να κάνω τον καινοτόμο αλλά γιατί το κείμενο μού δίνει το έρεισμα για κάτι τέτοιο και πρέπει να αναδείξω αυτό το κομμάτι. Αλλιώς οι τραγωδίες θα είχαν τελειώσει, θα τις βλέπαμε μουσειακά. Μπορούμε να τις δούμε και μουσειακά βέβαια, αλλά μπορούμε να κάνουμε και κάτι διαφορετικό. Όταν μπαίνει ο Ξέρξης, έχει να αντιμετωπίσει τις καταιγιστικές ερωτήσεις ενός λαού, έτσι προσπαθεί να τους πείσει ότι έφταιξε το ότι ο Άρης ήταν με τους Έλληνες. Ο λαός ρωτάει πώς είναι δυνατό ο θεός να άφησε ένα σωρό ανθρώπους να χαθούν και ακολουθεί ένας κατάλογος ονομάτων. Τα ονόματα εδώ έχουν τρεις λειτουργίες. Δημιουργούν ανησυχία, μετά πένθος και στη συνέχεια οδηγούν στην επίθεση, το φταίξιμο καταλογίζεται στον μονάρχη. Οπότε, ενώ ο Ξέρξης τους ζητάει να κλάψουν γι’ αυτόν, ο λαός λέει ότι θα κλάψει για τη χώρα και τη φυλή. Και εκεί που ο Ξέρξης θέλει να επανεκκινήσει ένα σύστημα υπέρ του, γίνεται μια άτακτη φυγή. Ο Χορός φεύγει σαν πλήθος που δεν μπορεί να συνυπάρξει, σαν μια κοινωνία που ούτε μπορεί να υπακούσει ούτε μπορεί να αντιδράσει. Μέσα σε αυτό το αδιανόητο και το σάλεμα του νου, σχεδόν επιτίθενται στον εαυτό τους και στον Ξέρξη. Το ανέφικτο της κοινωνικής συνύπαρξης μετά από ένα απόλυτα καταστροφικό γεγονός».
Φυσικά, αν είχε κατακτήσει την Ελλάδα και την Ευρώπη, ο λαός δεν θα τα έλεγε αυτά. «Ακριβώς! Μα το λέει και στην αρχή αυτό. Λέει στην Άτοσσα “θα είσαι μάνα Θεού, φτάνει η παλιά μας τύχη τον στρατό να μην τον εγκατέλειψε. Φτάνει να συνεχίσουμε να είμαστε όπως ήμασταν”. Κι αυτό καταργείται και γίνεται κάτι σχεδόν κανιβαλιστικό. Γιατί φαίνεται ότι αυτοί που ξεκινάνε ως πιστοί μπορούν να γίνουν ακόμα και κτήνη. Από εκεί τίθεται το ερώτημα».
Παρατήρησα, ακούγοντας την πρόβα, ότι η Άτοσσα λέει κάτι εκπληκτικό: «Αν το παιδί μου νικήσει, θα είναι άντρας θαυμαστός, αν δεν νικήσει, δεν έχει στην πατρίδα λόγο να δώσει. Κι αν σωθεί, θα είναι πάλι βασιλιάς στη χώρα αυτή». Το λέει με τη βεβαιότητα μιας μοναρχίας που έχει τρομερή εξουσία εκείνη τη στιγμή. Ο Καραντζάς συμφωνεί: «Ωστόσο είναι μια σοκαριστική φράση, γιατί μόλις έχει δει το όνειρο και της το έχει επιβεβαιώσει και ο οιωνός με τα πουλιά που φαγώθηκαν. Επειδή φοβάται πως αυτά που είδε θα γίνουν, θέλει να πείσει τον λαό να δεσμευτεί ότι, αν ο στρατός όντως χάσει, θα παραμείνουν πιστοί στον μονάρχη. Εμένα με ενδιαφέρει πολύ σε αυτήν την παράσταση το ότι μεταξύ ενός φορέα πολιτικού λόγου και ενός λαού γίνεται προσπάθεια να βρεθεί κοινός τόπος».
Παρατηρώ ότι αν συμφωνήσουμε ότι είναι ένα έργο γραμμένο για την ανδρεία των Ελλήνων, επιβεβαιώνει την υπεροχή της δημοκρατίας έναντι της μοναρχίας. «Το ότι η δημοκρατία υπερέχει έναντι της μοναρχίας είναι απόλυτα σωστό, απλώς η μορφή που έχει πάρει η δημοκρατία αυτήν τη στιγμή είναι σχετική και υποκειμενική. Κι εμείς, μέσα από τη θεατρική πράξη, ανοίγουμε μια συζήτηση. Γι’ αυτό θέλω να είναι ένα ανοιχτό τοπίο, κι αυτό έχει ένα ρίσκο βέβαια, γιατί όταν έχεις αναμμένα τα φώτα του κοινού και ο κόσμος βγαίνει από αυτό, μπορεί να υπάρξει μια ανταλλαγή πραγματική, εννοώ μια συνομιλία. Είμαι ανοιχτός σε ό,τι κι να γίνει».
— Περισσότερο σε κοινωνικό και όχι καλλιτεχνικό επίπεδο; Δεν θα συμβεί μια μεγάλη ρήξη φόρμας και περιεχομένου σε αυτή την περίπτωση;
«Ναι, γιατί διαβάζοντας αυτό το κείμενο, πριν φτάσω στις μελέτες του, και έχοντας δει πολύ παλιά παράστασή του από τη Λυδία Κονιόρδου, πάντα με συγκινούσε. Νιώθω ότι μιλάει πολύ ωμά για το τι συμβαίνει όταν διασαλεύεται η κοινωνική συνοχή, όταν μια κοινωνία που προσπαθεί να στηριχτεί σε μια πίστη, είτε λέγεται θεός είτε εξουσία, τη χάνει και δεν ξέρει πώς να υπάρξει. Πάντα έτσι το διάβαζα το έργο κι αυτήν τη συζήτηση θέλω να ανοίξω μέσα από την παράσταση. Δεν έχω απάντηση, ούτε είναι προβοκατόρικη η παράσταση. Όμως εμφανίζει την πορεία του ανθρώπου από την πίστη μέχρι να γίνει κανίβαλος. Σαν να μιλάμε για το ανέφικτο του κοινωνικού συμβολαίου. Γιατί αυτό που χαρακτηρίζει το έργο είναι η ωμότητα».
Καθώς στην αμέσως επόμενη σκηνή δεν έπαιζε η κ. Πιττακή, θέλησα να αποσπάσω και από εκείνη λίγα λόγια. Η ίδια πρωτοέπαιξε στους Πέρσες ως μαθήτρια στο Θέατρο Τέχνης το 1966, ήταν μία από τις ακολούθους της Άτοσσας που ερμήνευε η Νέλλη Αγγελίδου. Είκοσι χρόνια μετά την τελευταία της εμφάνιση στην Επίδαυρο, τι αισθήματα τρέφει για μια τόσο πρωτοποριακή νέα προσέγγιση, όπως αυτή στην οποία ετοιμάζεται να πρωταγωνιστήσει;
«Από τη στιγμή που δηλώνεται ξεκάθαρα ότι πρόκειται για διασκευή, νομίζω ότι δεν υπάρχει πρόβλημα. Άλλωστε δεν γίνεται να επαναλάβουμε τις θεατρικές συμβάσεις του παρελθόντος, είμαστε σε έναν άλλο αιώνα. Έχουμε μια Άτοσσα που δεν είναι εκείνη η ευσεβής, σεβαστική, συμπάσχουσα με τον λαό βασίλισσα. Σε εκείνη που έπαιξα παλιότερα είχαμε, βέβαια, και γέροντες, οι οποίοι είχαν τις σκέψεις τους και έτρεφαν έναν σεβασμό, αποτελούσαν το στήριγμα της μοναρχίας. Εδώ έχουμε έναν Χορό που αμφισβητεί, χάνει την πίστη του και την προσήλωσή του, που αρχίζουν να διασαλεύονται. Αυτό είναι που προσπαθεί να κρατήσει αυτή η Άτοσσα, κύρια έγνοια της είναι πώς θα διατηρήσει την εξουσία, τον πλούτο, τη μοναρχία και τον γιο της στο θρόνο του. Βεβαίως ο Δαρείος ήταν πάντα θριαμβευτής και χρησιμοποιεί λίγο την ιστορία του για να κρατήσει τον κόσμο κάτω από τα γκέμια της εξουσίας της. Τόσο εκείνη όσο και ο Δαρείος αναφέρονται στον Ξέρξη ως νεανικό μυαλό, κάνουν τα πάντα για να κρατηθεί στην εξουσία. Είναι ένα στοίχημα αυτή η παράσταση. Σκέφτομαι ότι θα ξενίσει ένα μέρος του κοινού της Επιδαύρου που είναι προσκολλημένο σε πιο κλασικές παραστάσεις. Αλλά αυτή η ήττα μάς αφορά όλους, τον κόσμο μας σήμερα. Μέσα από αυτήν τη φοβερή καταστροφή μπαίνει το ερώτημα “έτσι πρέπει να συνεχίσουμε;”. Είναι ένα θέμα αυτό. Σήμερα έχουμε μια παγκοσμιοποίηση με πολλά αδιέξοδα. Δεν έχουμε ένα new deal για να νοιαστεί η κρατούσα τάξη. Η Άτοσσα είναι πολιτικός και διπλωμάτισσα, πότε έχει πυγμή και κατευθύνει τα πράγματα εκεί όπου θέλει και πότε είναι πιο ευπροσήγορη. Όμως δεν παύει να είναι μάνα, παρ’ όλα τα ελαττώματα και τις αστοχίες του Ξέρξη. Δεν τα βλέπουμε όμως αυτά με τους γόνους των ισχυρών οικογενειών, είτε σε δημοκρατίες είτε σε άλλα καθεστώτα; Ο Ξέρξης είναι ο γιος που δεν πρέπει να χάσει την εξουσία». Επιστρέψαμε στον χώρο της πρόβας. Η Ρένη Πιττακή επέστρεψε στη σκηνή, ώστε μετά την επίκληση του Δαρείου να συνομιλήσει με τον πεθαμένο άντρα της και αυτοκράτορα, τον οποίο ερμηνεύει ο Γιώργος Γάλλος.
Μετά την εμπειρία μου ομολογώ ότι αναμένω μια πολλή ενδιαφέρουσα παράσταση, βαθιά πολιτική και εντελώς ρηξικέλευθη σε σχέση με όσα έχουμε δει μέχρι σήμερα ακόμα και από πρωτοποριακούς και νεωτεριστές σκηνοθέτες. Ο Δημήτρης Καραντζάς φέτος προχωράει με επιλογές που ξεπερνάνε την αισθητική αναθεώρηση της αναπαράστασης του αρχαίου δράματος, προτείνοντας μια εντελώς αναθεωρημένη προσέγγιση των Περσών, με κίνδυνο να ενοχλήσει όχι μόνο τους συντηρητικούς θεατές της Επιδαύρου αλλά και την εξουσία και όσους επιμένουν να συντηρούν τις αξίες εποχών που έχουν πλέον παρέλθει.
«Πέρσες» του Αισχύλου
Μετάφραση: Παναγιώτης Μουλλάς
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς
Συνεργάτις στη δραματουργία: Γκέλυ Καλαμπάκα
Σκηνικό: Κλειώ Μπομπότη
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Κίνηση: Τάσος Καραχάλιος
Μουσική σύνθεση – Ζωντανή εκτέλεση: Γιώργος Πούλιος
Φωνητική προετοιμασία - σύνθεση: Ανρί Κεργκομάρ
Φωτισμοί: Δημήτρης Κασιμάτης
Βοηθός σκηνοθέτη: Μαρίσσα Φαρμάκη
Βοηθός σκηνογράφου: Φιλάνθη Μπουγάτσου
Βοηθός ενδυματολόγου: Ιφιγένεια Νταουντάκη
Παίζουν: Ρένη Πιττακή, Χρήστος Λούλης, Γιώργος Γάλλος, Μιχάλης Οικονόμου, Γιάννης Κλίνης, Αλεξία Καλτσίκη, Θεοδώρα Τζήμου, Αινείας Τσαμάτης, Ηλίας Μουλάς, Μάνος Πετράκης, Τάσος Καραχάλιος, Βασίλης Παναγιωτόπουλος, Γιώργος Πούλιος
Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
15 & 16 / 7
aefestival.gr