Από τι υλικά είναι φτιαγμένη η ζωή ενός χορευτή; Πώς προετοιμάζει κανείς το δικό του γκραν φινάλε; Χωράει το χιούμορ στους αποχαιρετισμούς; Αντέχει ένας σολίστ μια ζωή χωρίς θριάμβους; Κι αν, εν τέλει, κρυφοκοιτάξει κανείς στο καμαρίνι ενός χορευτή, θα νιώσει πόσο υπεράνθρωπο αγώνα κρύβει η καλαισθησία και η τεχνική αρτιότητα;
Σε μια χορογραφία της οποίας ο τίτλος σημαίνει «θαμπός», «ξεθωριασμένος» και με παρτενέρ την Αντιγόνη Φρυδά, ο διεθνής χορευτής και χορογράφος θα κριτικάρει την ασκητική προσήλωση των χορευτών, θα παίξει με την τετριμμένη συγκίνηση των αποχαιρετισμών, θα αναπαράγει και θα αστειευτεί με τα κλισέ του χορευτικού κόσμου, θα αποκαλύψει μυστικά των παρασκηνίων και εν τέλει θα επιστρέψει σε όλα αυτά που κάποτε τον απέτρεψαν από το μπαλέτο.
Ναι, ο Γιάννης Μανταφούνης είναι μία από τις χαρακτηριστικές περιπτώσεις χορευτών με κλασική παιδεία που ασφυκτιούσε στις πουέντ και δεν σταδιοδρόμησε ποτέ ως κλασικός χορευτής.
Το μπαλέτο είχε για εκείνον τα όλα τα συμπτώματα μιας πρώτης, άγουρης, μεγάλης αγάπης: ενθουσιώδη και δύσκολη αρχή, μεγάλες προσδοκίες, στιγμές επίπονης προετοιμασίας, μια σχετική επιβράβευση αλλά και την άμεση συνειδητοποίηση ότι, τελικά, ολοκληρωτικά θα δοθείς αλλού.
Με απασχολεί πάντα το πώς χορογραφείς επιτόπου ένα έργο που δεν έχει προαποφασιστεί, πώς χορεύεις με ανοιχτή καρδιά, πώς μοιράζεσαι την κάθε στιγμή του χορού σου με τον παρτενέρ σου. Δεν ξέρω ποια από αυτά μπόρεσα, τελικά, να χωρέσω και ποια όχι.
Το ταλαντούχο αγόρι που το 2004 έκανε πτήσεις στον ουρανό του ΟΑΚΑ, καθώς ο Δημήτρης Παπαϊωάννου του χάρισε τον ρόλο του ιπτάμενου Έρωτα στην τελετή έναρξης της Ολυμπιάδας της Αθήνας, πέταξε μακριά από τη χώρα και τα τελευταία χρόνια 15 χρόνια διένυσε μια θαυμαστή πορεία.
Υπήρξε δύο φορές υπότροφος του Ιδρύματος Ωνάση (μία για να σπουδάσει στο σπουδαίο και φημισμένο Conservatoire του Παρισιού και μία δεύτερη για να μαθητεύσει πλάι στον master Akira Hino, στην Ιαπωνία), ανοίχτηκε σε πειραματικές φόρμες, ερεύνησε απίθανες πτυχές του χορευτικού κώδικα, αυτοσχεδίασε, συμπορεύτηκε με ορισμένες από τις σημαντικότερες ομάδες σύγχρονου χορού στην Ευρώπη (Μπαλέτο της Όπερας του Γκέτεμποργκ, Nederlands Dans Theater II και The Forsythe Company το διάστημα 2005-2009), αξιοποίησε με τον δικό του τρόπο τη φωνή και τον λόγο τόσο στις πρώιμες όσο και στις πρόσφατες παραστάσεις του PAD (2006), Cover Up (2011), Pausing (2012), Eifo Efi (2013), Apersona (2014), One One One (2015), Sing the positions (2017).
— Όταν λέτε «τελευταία υπόκλιση», τι εννοείτε;
Εννοώ πως μετά από αυτό το έργο και εφόσον ολοκληρωθεί η περιοδεία του θα σταματήσω να χορεύω.
— Η δική σας χορευτική ζωή από τι υλικά ήταν φτιαγμένη;
Από αγάπη για την τέχνη μου αυτή και τίποτε άλλο. Πολλή δουλειά, καθημερινή αφοσίωση και εξεύρεση χαράς μέσα από τη συνειδητή προσπάθεια για πρόοδο.
Καθότι δεν χόρεψα σε ομάδες κλασικού ρεπερτορίου (δηλαδή το έκανα για πολύ λίγο), δεν μπορώ να ξέρω τι είναι αβάσταχτο, ωστόσο σίγουρα ο κλασικός χορός, τόσο σωματικά όσο και τεχνικά, καταπονεί τον ερμηνευτή στο έπακρο. Η καθημερινότητα ενός κλασικού χορευτή είναι πολύ επώδυνη, ειδικά μετά από μια ορισμένη ηλικία.
— Ετοιμάζοντας το Faded, είχατε αποφασίσει ήδη ότι θα είναι η τελευταία σας παράσταση; Πόσο επηρέασε τη δημιουργία της χορογραφίας;
Αυτό το έργο δεν είναι ενδεικτικό της χορογραφικής μου πορείας ή δημιουργίας, είναι η αποχαιρετιστήρια βραδιά μου ως ερμηνευτή. Είχα αποφασίσει πως θα είναι το τελευταίο έργο που θα ερμηνεύσω και γι' αυτό θα δείτε κάτι πολύ διαφορετικό από ό,τι έχω κάνει μέχρι σήμερα.
Είναι μια βραδιά γεμάτη χορό, με μια πολύ απλή δημιουργία η οποία δείχνει τον κόσμο του χορού στο κοινό και ζητά από εμάς τους δύο ερμηνευτές να ζήσουμε τη στιγμή χωρίς να σκεφτόμαστε τίποτα, ούτε καν το ίδιο το έργο. Σας προκαλώ να το δείτε ως μια αυτόνομη βραδιά και όχι ως ένα έργο.
— Ποια αυτοβιογραφικά στοιχεία βάλατε στο Faded;
Όχι πολλά αυτοβιογραφικά, γιατί στην καριέρα μου δεν ταυτίστηκα με το μπαλέτο. Όμως άρχισα με αυτό και το αγάπησα πολύ. Η αγάπη που τρέφω για τον χορό είναι το μόνο πραγματικά δικό μου στοιχείο σε αυτήν τη βραδιά.
Θα έλεγα ότι το έκανα επίτηδες ‒ τελειώνω με κάτι που αγαπώ, το οποίο όμως δεν αντιπροσωπεύει την πορεία μου, άρα έχει μεγαλύτερη σημασία και ενδιαφέρον. Θα έλεγα ότι με αυτόν τον τρόπο η πρόκληση πολλαπλασιάζεται.
— Είστε συμφιλιωμένος με τη νέα αυτή φάση της ζωής σας;
Δεν έχει αρχίσει ακόμη, οπότε μάλλον θα μπορώ να σας απαντήσω σε δύο χρόνια από σήμερα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι την περιμένω πώς και πώς.
— Παρά τις κλασικές σας σπουδές, δεν ακολουθήσατε τη σταδιοδρομία κλασικού χορευτή. Τι σας απέτρεψε;
Δεν ήμουν φτιαγμένος για να γίνω κλασικός χορευτής, ούτε σωματικά ούτε ψυχικά. Δεν ήμουν από αυτούς που μπορούν να κάνουν κάθε μέρα το ίδιο. Εγώ γεννήθηκα για να τα αποδομώ όλα και όχι για να αναπαράγω συνέχεια τα ίδια. Μόνο έτσι νιώθω ολοκληρωμένος.
Επίσης, πρέπει να είμαι ειλικρινής: δεν είχα την υπομονή να περιμένω στο corps de ballet για να μου δοθεί η ευκαιρία να ερμηνεύσω ενδιαφέροντες ρόλους. Όπως απέδειξε η πορεία μου, μάλλον είχα δίκιο.
Στα 38 μου έχω πια χορέψει επί περίπου 15 χρόνια για ορισμένους από τους σημαντικότερους χορογράφους, κατά την δική μου άποψη και το δικό μου γούστο. Έχω μια δεύτερη χορευτική καριέρα με δικά μου έργα και μια τρίτη ως χορογράφος.
Υπάρχει, επίσης, η ομάδα μου, που τα τελευταία 13 χρόνια μου προσφέρει ό,τι χρειάζομαι για να εκφραστώ και η οποία πλέον δίνει 100 παραστάσεις τον χρόνο σε όλο τον κόσμο. Για όλους αυτούς τους λόγους νιώθω πως ήρθε η ώρα να αφήσω τον ρόλο του χορευτή και να ευχαριστήσω τη ζωή που μου έδωσε τέτοιες πολλαπλές διαφορετικές εμπειρίες.
— Προέρχεστε από ένα καλλιτεχνικό σπίτι (γιος της χορεύτριας Ιβόν Ριμπάρ και του χορογράφου Χάρη Μανταφούνη), οπότε υποθέτω ότι η πρώτη μεγάλη έμπνευση ήρθε από κει. Αργότερα ποιος υπήρξε για σας μέντορας;
Γεννήθηκα σε ένα καλλιτεχνικό σπίτι και, πράγματι, από μικρός έζησα μέσα στον χορό, ωστόσο δεν δούλεψα ποτέ με τους γονείς μου. Δεν υπήρξαν δάσκαλοί μου και μια-δυο φορές που χόρεψα για την ομάδα του πατέρα μου δεν μπορώ να πω ότι ήταν και η καλύτερη εμπειρία...
Γενικά, αυτό που θα συμβούλευα τους νέους και τις νέες είναι να μη δουλεύουν με τους γονείς τους, απλώς να φροντίζουν να είναι αγαπημένοι.
Ας κρατάει ο καθένας τον ρόλο του: ας μείνουν εκείνοι για σας πάντα γονείς σας κι εσείς τα παιδιά τους. Μέντορά μου θεωρώ τον Γουίλιαμ Φόρσαϊθ και σίγουρα τον Akira Hino, τον περίφημο δάσκαλο πολεμικών τεχνών από την Ιαπωνία.
— Αν γυρνούσατε τον χρόνο πίσω, τι θα αποφεύγατε;
Νομίζω πως δεν θα έφευγα από το σπίτι μου στα 14 μου χρόνια. Ήταν λίγο νωρίς. Πλέον μπορώ να το παραδεχτώ.
— Ποια θέματα σας απασχολούν διαρκώς και ποια δεν έχουν χωρέσει ως τώρα στις δουλειές σας;
Με απασχολεί πάντα το πώς χορογραφείς επιτόπου ένα έργο που δεν έχει προαποφασιστεί, πώς χορεύεις με ανοιχτή καρδιά, πώς μοιράζεσαι την κάθε στιγμή του χορού σου με τον παρτενέρ σου. Δεν ξέρω ποια από αυτά μπόρεσα, τελικά, να χωρέσω και ποια όχι.
Για ένα μόνο είναι σίγουρος: δεν κατέφυγα ποτέ στην εύκολη λύση. Αυτό είναι κάτι που δεν το έχω καταφέρει. Ακόμα και τις στιγμές που ήμουν στο χείλος του γκρεμού, που ένιωθα λιώμα, πτώμα, δεν είπα «άντε, δεν πειράζει, ας καταφύγω κι εγώ μια φορά στην ευκολία».
— Όταν σας ρωτούν ποια στιγμή δεν θα ξεχάσετε ποτέ από αυτήν τη μεγάλη διαδρομή, τι σας έρχεται πρώτα στο μυαλό;
Υπάρχει στο Faded αυτή η στιγμή. Νομίζω ότι θα πρέπει να έρθετε στη Στέγη, να δείτε το έργο και θα σας αποκαλυφθεί η απάντηση.
— Τι νιώθετε όταν ακούτε την φράση «καριέρα στο εξωτερικό»;
Τίποτα το ιδιαίτερο. Έτσι ζω, αυτή ήταν η πορεία μου. Αυτή η φράση για μένα αποτυπώνει απλώς την καθημερινότητά μου. Δεν ξέρω αν μου αρέσει ή όχι, αλλά δεν το πολυσκέφτομαι κιόλας. Αυτό είναι το κάρμα μου, όπως θα λέγανε και οι Ινδοί.
Info
Faded
Στέγη Ιδρύματος Ωνάση
12-14/04/2019, 20:30
Διάρκεια: 50 λεπτά
Περισσότερες πληροφορίες εδώ
σχόλια