Μπαίνοντας στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, μια οικογένεια που μοιάζει με «κουφέτο», ντυμένη με ρούχα εποχής σε παστέλ χρώματα, λίγο πειραγμένα, λίγο θλιβερά και αστεία, κάθεται φαινομενικά ήρεμα, περιμένοντας να αρχίσει η πρόβα μιας σκηνής από το έργο της Λένας Κιτσοπούλου «Φράνκενσταϊν – Ο χαμένος παράδεισος».
Ο Νίκος Κυπουργός, που δημιουργεί τα ηχητικά τοπία στην παράσταση, δοκιμάζει τους ήχους. Ξαφνικά, μέσα στην ησυχία ακούγεται το «Big in Japan και όλα μοιάζουν να βουλιάζουν στη δεκαετία του ’80, όταν το μέλλον φαινόταν ότι θα είναι εκπληκτικό, ή κραυγάζουν «πηγαίνετέ με πίσω στη δεκαετία του ’80».
Η Κιτσοπούλου είναι παιδί του «Big in Japan» ‒ πρόκειται για το τραγούδι των παιδικών της χρόνων, ένα κομμάτι του εαυτού που μεταφέρει, όπως σε κάθε έργο της, επάνω στη σκηνή.
«Ο Φράνκενσταϊν είναι το γέννημα του τέρατος της σύγχρονης εποχής, το τέρας και το κανονικό που συνδέονται, το τέρας της δημιουργίας, οι προσωπικοί μου φόβοι, ο τοίχος πάνω στον οποίο πέφτω κάθε φορά που προσπαθώ να δημιουργήσω».
Η δημιουργία του «Φράνκενσταϊν» ξεκίνησε στο Onassis Ready, το πρώην εργοστάσιο πλαστικών της εταιρείας KOCH στην περιοχή του Ρέντη, όπου η Στέγη παραχώρησε στη δημιουργό ένα στούντιο-ατελιέ. H Λένα, μέσα στον αχανή αυτόν χώρο, πάλεψε κυριολεκτικά με ένα τέρας, ένα έργο επικών διαστάσεων και συμβολισμών. Ήταν μια κυοφορία δύσκολη που κράτησε περίπου εννέα μήνες.
Στη διάρκεια αυτού του χρονικού διαστήματος άρχισε να κρατάει ημερολόγιο. Ξεκίνησε με μια αποτύπωση «μέσα στο ημερολόγιο, ένα γραπτό που με ησύχαζε όσο σκεφτόμουν το έργο και ξεκίνησε να με βάζει σε μια διαδικασία που έγινε μια συνήθεια και μια ανάγκη καθημερινή, να γράφω όσα βιώνω, τις δουλειές της ημέρας, μια φιλοσοφική σκέψη πάνω στο έργο, ένα συμβάν», λέει.
Ο «Φράνκενσταϊν» άρχισε να συνδέεται με τα τέρατα της καθημερινότητας και τους μηχανισμούς που τα γεννούν, οι γέννες της εποχής συνδέθηκαν με σκέψεις πάνω στο πρωτότυπο έργο και προέκυψε ένα λογοτεχνικό κείμενο, το «Ημερολόγιο Φράνκενσταϊν», που αναμένεται να κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις του Ιδρύματος Ωνάση.
Η κόκκινη κουρτίνα χωρίζει το τραπέζι του δείπνου της οικογένειας από το υπόλοιπο σκηνικό, ενώ η Λένα δοκιμάζει τα λόγια της: «Και είμαι εδώ μόνη μου. Και πάλι δεν γίνεται τίποτα. Και δεν πειράζει που δεν γίνεται τίποτα, καμιά φορά το τίποτα μπορεί να γίνει πολύ πιο τερατικό από το τέρας το ίδιο και το τέρας το ίδιο είναι τίποτα».
Οι συνδαιτυμόνες μιλούν ακατάπαυστα. Είναι η οικογένεια Φράνκενσταϊν που δημιουργήθηκε στη φαντασία της Κιτσοπούλου όταν προσπαθούσε να βρει μια γλώσσα μέσα στην απελπισία που της δημιουργούσε αυτό το τόσο υπαρξιακό βιβλίο, το οποίο, παρά τις περιγραφές, τη φύση και τη λογοτεχνία της εποχής, είναι μια τραγωδία που γεννά έναν Προμηθέα, μια ύπαρξη που βασανίζεται. Και η οικογένειά του μιλά σε φρενίτιδα, σε σπασμένο δεκαπεντασύλλαβο, μια γλώσσα που τρελαίνεται κι αυτή ακολουθώντας τον ρυθμό του έργου, επινοημένη από επιρροές που φτάνουν από παντού.
«Δεν είναι τέρας αυτό που έπλασες. Εσύ, αγαπητή μου Μέρι Σέλεϊ, με την εφηβική σου αφέλεια, έπλασες ένα ον που δεν είναι τέρας για να τρομάξουμε», γράφει η Λένα Κιτσοπούλου. Δημιουργός και τέρας είναι, ή μπορεί να είναι, οι όψεις του ίδιου προσώπου. Αυτά που συμβαίνουν, που πράττουμε ως όντα κανονικά και όμορφα, είναι πιο τρομακτικά από αυτό το δημιούργημα.
Η Λένα Κιτσοπούλου, ως δημιουργός αυτού του σύμπαντος, εμφανίζεται επί σκηνής σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου, είναι αυτή που γεννά το έργο με ωδίνες, όπως και τον ήρωά της, ενώ το οικογενειακό τραπέζι ‒μέρος ενός σπιτιού που μέσα του υπάρχει εντοιχισμένο και το γραφείο κηδειών «Ο Μίχος»‒, όταν διαλύεται μετατρέπεται σε ένα σύμπαν μεταξύ εργοταξίου και σεληνιακού τοπίου, σε έναν χώρο που αρχίζει να χρησιμοποιείται αφότου ο Βίκτορ Φράνκενσταϊν φεύγει για να σπουδάσει τέχνη, ενώ οι σκηνές αποκτούν τον τηλεοπτικό χαρακτήρα μιας σαπουνόπερας, μιας εγκατάστασης με έργα τέχνης σε πρώτο πλάνο.
«Ο ήρωάς μου είναι ένας σύγχρονος εικοσάχρονος που δεν έχει καμία φιλοδοξία, βασανίζεται με τα υπαρξιακά του, δεν θέλει την προβολή, να γίνει κάποιος ή κάτι. Η τερατική οικογένειά του είναι αυτή που τον πιέζει να γίνει κάτι, τον τραβάει πίσω όταν τον βλέπει να θέλει να φύγει για να πάρει μια ανάσα. Είναι ένα παιδί σημερινό που δεν ξέρει τι να κάνει μέσα στην κοινωνία όπου ζει και δεν θέλει και τίποτα. Δέχεται πίεση ακόμα και για να γίνει ο ήρωας αυτού του βιβλίου. Ο Φράνκενσταϊν είναι το γέννημα του τέρατος της σύγχρονης εποχής, το τέρας και το κανονικό που συνδέονται, το τέρας της δημιουργίας, οι προσωπικοί μου φόβοι, ο τοίχος πάνω στον οποίο πέφτω κάθε φορά που προσπαθώ να δημιουργήσω», λέει η Κιτσοπούλου.
Γίνεσαι τέρας, λοιπόν, γιατί είσαι ανήμπορος ή τέρας για να μπορέσεις να επιβιώσεις; Έτσι σχολιάζει η δημιουργός μια τερατώδη κοινωνία, φαινομενικά κανονική.
«Πάλεψα πολύ με αυτό το βιβλίο και εκεί μου βγήκε κάτι βαθύ και προσωπικό που θέλω να ’χω σε κάθε δουλειά. Κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να προσωποποιήσω το τέρας όπως το περιέγραφε το βιβλίο, δεν ήθελα να δούμε ένα θρίλερ ή έναν άνθρωπο με ουλές, με ραφές. Είναι πιο τερατικά τα όντα γύρω μας, όπως και εμείς. Είναι τέρας και η καλή πλευρά μιας κοινωνίας, ένα χαμογελαστό πρόσωπο που σου φέρεται φιλικά, τέρας μπορεί να είναι και ένα πρόσωπο που σου χαμογελάει σε μια φωτογραφία με το παιδί του αγκαλιά ‒ κι αυτό είναι το πιο τρομακτικό. Οπότε, πώς να δείξεις ένα τέρας; Έτσι, προσπάθησα να το βάλω παντού· η παράσταση καταλήγει πως είμαστε τέρατα. Όλοι εμείς, ακόμα και η αγάπη είναι ένα τέρας, και όλα τα συναισθήματα».
Η Κιτσοπούλου είναι και κεραμίστρια, έχει περάσει πολλές ώρες μέσα σε εργαστήρια κεραμικής, «η κεραμική μού αρέσει γιατί ο πηλός είναι ο Αδάμ», γράφει, «γιατί ο Αδάμ έχασε τον Παράδεισο και γιατί, πέρα από τον Αδάμ, εμένα μου αρέσει η κεραμική. Όταν πήγαινα στη Σαντορίνη και έφτιαχνα κεραμικά σε ένα ωραίο εργαστήριο περνούσα τις πιο ήσυχες και ευτυχισμένες μέρες της ζωής μου.
Δημιουργία μέσα στη μοναξιά, με το ραδιοφωνάκι να παίζει ρεμπέτικα όλη μέρα κι εγώ να φτιάχνω με τα χεράκια μου πράγματα χωρίς κόσμο γύρω γύρω, χωρίς τα μάτια κανενός πάνω μου, χωρίς τα στόματα γύρω έτοιμα να εκφράσουν απόψεις, τίποτα. Μόνη μου με μικρά κουτσομπολιά και με το τίποτα, το βαρύ και βαθυστόχαστο, το σοβαρότατο αυτό τίποτα, το μόνο που αξίζει: να είσαι μόνος με το δημιούργημά σου και το τσιγάρο σου και την ησυχία σου, μακριά από γνώμες και παρατηρητικότητες και απόψεις. Τίποτα, μόνο ησυχία, εργαστήριο με λάσπες…»
Άρεσε στην Κιτσοπούλου η ιδέα να πλάθει πράγματα από πηλό και να πηγαίνει πίσω, στον παλιό αυτό τρόπο δημιουργίας, έτσι έπλασε τον «Φράνκενσταϊν, έναν ήρωα από πηλό που αποφασίζει κι εκείνος με τη σειρά του να γίνει καλλιτέχνης, κεραμίστας, ένα alter ego της ίσως αλλά και ένας παλιός τεχνίτης, alter ego κάθε δημιουργού.
Και δεν είναι τυχαίο ότι ο εικαστικός και γλύπτης Τεό Τριανταφυλλίδης φτιάχνει ένα τέτοιο περιβάλλον γύρω από το σπίτι, με γλυπτά, βίντεο και το εργαστήρι ενός εικαστικού να καταλαμβάνει μια μεριά της σκηνής, όπου υπάρχουν κεραμικά, ημιτελή και τελειωμένα έργα και το πρόσωπο του «Φράνκενσταϊν» πλασμένο από λάσπη.
Η τέχνη σχολιάζεται πολύ σε αυτή την παράσταση, η τέχνη που μπορεί να είναι τερατώδης για τον δημιουργό, σαν ένα πράγμα που μπορεί να αρέσει σε όλους, αλλά να είναι ανούσιο, ένα παιχνίδι διασημότητας, ένα παιχνίδι κέρδους. Στην ουσία η τέχνη είναι βασανιστική και τερατώδης και άλλοθι εξευγενισμού μιας αντίστοιχης κατάστασης.
Υπάρχει κάτι μετρημένο με ακρίβεια και κάτι άγριο, σχεδόν ακατέργαστο, το αυθόρμητο μετριέται με τεχνική, η αφήγηση εκρήγνυται απότομα. Η έκπληξη και η πλήξη της κοινοτοπίας και οι ανατροπές της, ο κόσμος της Κιτσοπούλου σε έναν διαρκή στροβιλισμό, με έναν πυρήνα αρτιότητας, περίβλημα σουρεαλιστικό και ρεαλιστικό βάθος, που περνάει μέσα από τοίχους στους οποίους ανοίγεις μόνος σου μια χαραμάδα για να φτάσεις στο κέντρο.
«Είμαι πολύ χαρούμενη που δουλεύω με αυτούς τους ανθρώπους εδώ, τους συναδέλφους μου, μια οικογένεια που τα δίνει όλα. Πάντα μου αρέσει να υπάρχει κάτι άφτιαχτο, αλλά όχι το πρόχειρο, και πολλές φορές, όταν ο χρόνος πιέζει, κερδίζεται ένας αυθορμητισμός και ένα “σπασμένο” πράγμα που έχει συνοχή τελικά έτσι όπως είναι η κατάσταση όλων μας σήμερα», λέει.
«Όσο περνούν τα χρόνια και βλέπω αυτά γύρω μου, θέλω να κλείνομαι όλο και λιγότερο και να ανοίγομαι σε κενά, σε χρόνους κενούς, να αφήνω τα πράγματα να γίνονται, ένα σημείο άφτιαχτο, να μην ξέρουμε πού θα πάμε μετά και πώς θα το ξαναφτιάξουμε. Είναι λυτρωτικό και βασανιστικό να οδηγούμαστε σε κάτι που σπάει λίγο τους ρυθμούς, να είμαστε σε μια ετοιμότητα, να θέλουμε να αλλάξουμε κάτι.
Αφήνω τέτοια ανοίγματα, γιατί έτσι είναι η ζωή και δεν μπορώ να κυνηγάω το σωστό, το ακριβές, το γραμμικό – όσο μεγαλώνω γίνομαι χειρότερη σε αυτό. Είναι λυτρωτικό να υπάρχει μια αναρχία που είναι όλοι έτοιμοι να ακολουθήσουν, αυτό είναι πολύ σημαντικό για μένα, το ότι είναι όλοι στο ίδιο πνεύμα, σε αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε. Αυτό είναι μια στιγμή ευτυχίας».
Φράνκενσταϊν – Ο χαμένος παράδεισος
Σύλληψη, Κείμενο & Σκηνοθεσία: Λένα Κιτσοπούλου
Σκηνικά & Σχεδιασμός Βίντεο: Τεό Τριανταφυλλίδης
Κοστούμια: Μαγδαληνή Αυγερινού
Μουσική: Νίκος Κυπουργός
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Sound Design: Κώστας Λώλος
Ηχολήπτης: Κωστής Παυλόπουλος
Ηθοποιοί (αλφαβητικά): Χριστίνα Αντωναράκη, Γιώργος Βουρδαμής, Χρήστος Καραβέβας, Νίκος Καραθάνος, Λένα Κιτσοπούλου, Έμιλυ Κολιανδρή, Γιάννης Κότσιφας, Ιωάννα Μαυρέα, Φώντας Μίχος, Ηλίας Μουλάς, Πάνος Παπαδόπουλος
Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, Κεντρική Σκηνή
18/5-5/6, 20:30
Κατάλληλο για ηλικίες 18+