Από τα όσα λέγονται και γράφονται για τη Μαρία Χασάπη, εκείνο που μοιάζει να κεντρίζει πιο πολύ το ενδιαφέρον είναι ότι η χορογραφία της αποκτά συνήθως μια «αντάρτικη δυναμική». Ωστόσο, η ακινησία είναι το πρώτο «σκηνικό γεγονός» που παρατηρεί κάποιος στα έργα της και η πιο ανακριβής περιγραφή αυτού που συμβαίνει επί σκηνής, το οποίο είναι η χορογραφική πρόθεση της Χασάπη να διαταράξει τα απλούστερα βασικά δίπολα που γνωρίζουμε, όπως, για παράδειγμα, το κινούμενο-ακίνητο, το ζωντανό-άψυχο κ.ά..
Αυτό που πρέπει να ανακαλύψει ο θεατής είναι ότι η ακινησία στο έργο της είναι μόνο φαινομενική. Οι επί σκηνής χορευτές δεν είναι ποτέ ακίνητοι, όσο κι αν κάποιος θα επέμενε να διαβεβαιώνει ότι τους είδε να είναι εντελώς ακίνητοι. Ουσιαστικά, το λεξιλόγιό μας δεν διαθέτει λέξη για να περιγράψει αυτό που συμβαίνει επί σκηνής, που τελικά είναι μια χορογραφία κάτω από ένα ορατό πέπλο ακινησίας. Είναι σαφές ότι θα πρέπει κανείς να τα βγάλει πέρα μόνος του ενώπιον μια τέτοιας χορογραφικής σύνθεσης, χωρίς «μπρατσάκια».
Για να βοηθηθεί όμως κάποιος, θα μπορούσε ίσως να επικαλεστεί έναν τεχνικό όρο των σιδεράδων, οι οποίοι, όταν θέλουν να πουν ότι οι κατασκευές τους διαθέτουν ουσιαστική ενίσχυση στήριξης, λένε ότι είναι «νευρωμένες» επειδή κάποιο στέλεχος, το οποίο δεν δύναται να δει με τα μάτια του ο παρατηρητής, διατρέχει την κατασκευή, όπως το νεύρο που κινεί έναν μυ του σώματος. Έτσι και στην περίπτωση της Μαρίας Χασάπη θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι η εκάστοτε χορογραφία της στηρίζεται από μια «νευρωμένη ακινησία». Οι χορευτές της στέκονται ακίνητοι την περισσότερη ώρα, αλλά ταυτόχρονα η ενέργειά τους είναι ανεβασμένη στον μέγιστο βαθμό, με την ορμή της επιμερίζει το ανθρώπινο γλυπτό που σχηματίζουν κι έτσι αυτό καταλήγει να αναλύεται σε μικρότερα «σωματικά σύμπαντα», με απρόσμενους παλμούς και δονήσεις. Αυτό συνιστά ένα σύνολο ερεθισμάτων που εκπορεύονται από τη σκηνή και ο θεατής μπορεί κυρίως να τα νιώσει. Και μάλλον θα τα νιώσει, μόλις απελευθερωθεί μόνος του από την απλή, συμβατική για τις παραστατικές τέχνες απαίτηση του να θέλει επίσης να τα δει.
Κάτι που πιστεύω σταθερά εδώ και καιρό και νομίζω ότι δεν θα πάψω να το πιστεύω και το εκφράζει με γοητευτική συντομία η αγγλική ρήση «take your time» – ό,τι κι αν κάνεις, κάν' το με την ησυχία σου, αφιερώνοντάς του όλο τον χρόνο που χρειάζεται.
Η Μαρία Χασάπη είναι κυπριακής καταγωγής, αλλά ζει στην Αμερική από την ηλικία των 16 ετών. Σπούδασε στην Καλιφόρνια, αλλά τα τελευταία 27 χρόνια ζει στη Νέα Υόρκη: «Είμαι παιδί της Νέας Υόρκης τελικά. Από το 2008 έρχομαι πιο συχνά στην Ευρώπη, και φυσικά στην Ελλάδα. Η βάση μου όμως συνεχίζει να βρίσκεται εκεί όπου βρίσκονται και οι σταθεροί συνεργάτες μου».
Το έργο που θα παρουσιάσει στη Στέγη είναι μέρος ενός «διπτύχου». Όπως λέει η ίδια : «Το “Staged?” είναι το παραστάσιμο μέρος αυτού του διπτύχου. Πρόκειται για ένα κουαρτέτο. Τέσσερις άνθρωποι, τοποθετημένοι κοντά ο ένας στον άλλον, κινούνται αργά, σαν να επρόκειτο για ένα γλυπτό που σταδιακά και με πολύ ήπιο τρόπο αλλάζει φόρμα, επιδιώκοντας ταυτόχρονα να “απαλλαγεί” από το συστατικό της ανθρώπινης μορφής. Είναι μια “ζωντανή εγκατάσταση”. Αυτός είναι ένας σύνθετος όρος που έχω αναπτύξει μέσα από το έργο μου τα τελευταία χρόνια. Ο όρος “εγκατάσταση” πατά στο γνωστό νόημα που του αποδίδεται από τις εικαστικές τέχνες, ενώ ο προσδιορισμός “ζωντανή” δηλώνει ότι η εγκατάσταση αυτή σχετίζεται και με μια επιτελεστική δράση, δηλαδή μια περφόρμανς. Πρόκειται για έργα που θα μπορούσαμε να περιγράψουμε και ως χορογραφικές λούπες, σχεδιασμένες για τον χώρο που φιλοξενεί το πρότζεκτ. Η βραδύτητα και η ακινησία είναι τα εργαλεία με τα οποία διαμορφώνεται μια διαφορετική σχέση των σωμάτων των χορευτών με τον χρόνο. Οι δουλειές μου γενικότερα πηγαίνουν με τον δικό τους, αργό ρυθμό και ζητούν από τον θεατή να ακολουθήσει αυτόν το ρυθμό, διαθέτοντας την υπομονή που απαιτείται και δεν διαφέρει από την υπομονή των χορευτών στη σκηνή. Το σημαντικό είναι ότι καθώς κυλά ο χρόνος, ακόμα και σε αυτήν τη μικροδιάστασή του, που είναι η διάρκεια της παράστασης, όλα αλλάζουν. Αν, λοιπόν, ένας θεατής καταφέρει να μείνει ξύπνιος και να παρακολουθήσει την περφόρμανς, θα διαπιστώσει ότι αυτά τα δύο “εργαλεία”, η βραδύτητα και η ακινησία, αφήνουν να αναδυθούν και να φανερωθούν ορισμένες λεπτομέρειες και εκφραστικοί υπαινιγμοί που σε διαφορετική περίπτωση θα περνούσαν απαρατήρητοι».
—Πιστεύετε, δηλαδή, ότι η παράστασή σας μπορεί να υπνωτίσει το κοινό; Αυτό εννοείτε λέγοντας «αν ο θεατής καταφέρει να μείνει ξύπνιος»;
Ναι.
—Δεν το πιστεύω αυτό που μου λέτε! Για τα έργα σας γράφονται διθύραμβοι! Θα μπορούσε ποτέ να συμβαίνει κάτι τέτοιο με έργα που υπνωτίζουν το κοινό;
Μα, συμβαίνουν δύο τινά. Υπάρχουν θεατές που πράγματι κοιμούνται. Αλλά και άλλοι οι οποίοι παρακολουθούν το έργο με τεράστια ένταση και μπαίνουν εντελώς μέσα σ’ αυτό, σαν να βρίσκονται μαζί μας στη σκηνή. Τουλάχιστον αυτό παρατηρείται στους θεατρικούς χώρους όπου παρουσιάζονται τα έργα μου. Στα μουσεία και τις γκαλερί ο κόσμος προσεγγίζει το έργο μας με διαφορετικό τρόπο. Πάντως, εμείς δεν έχουμε πρόβλημα με αυτούς που κοιμούνται.
—Μήπως αυτό είναι αποτρεπτικό για τον κόσμο που προτίθεται να έρθει;
Μα, εμένα δεν με πειράζει καθόλου. Είναι κι αυτό μέρος της πρότασής μου προς το κοινό.
—Είναι πολύ ενδιαφέρον και γενναίο αυτό που λέτε.
Ας μην παρεξηγηθώ όμως! Δεν θα μου άρεσε να βρεθώ μπροστά σε ένα κοινό όπου όλοι κοιμούνται. Αντίθετα, το ότι κάποιοι «παραδίδονται» είναι ένα φαινόμενο που σχετίζεται και με τους ρυθμούς στους οποίους ζούμε. Δηλαδή αν είμαστε όλοι διαρκώς σε υψηλές ταχύτητες, δουλεύουμε υπό την πίεση του στρες και με τον φόβο ότι ο χρόνος δεν θα χωρέσει ποτέ τη λίστα με τις υποχρεώσεις που πρέπει να εκπληρωθούν, μόλις βρεθούμε σε ένα περιβάλλον όπου επικρατεί απόλυτη ηρεμία, τότε το σύστημά μας μάς προδίδει, πριν μας προδώσει το περιβάλλον στο οποίο βρεθήκαμε. Και φυσικά, μην περιμένετε ότι εμείς από σκηνής θα αναλάβουμε να ξυπνήσουμε αυτούς που θα νυστάξουν. Οι ήχοι της παράστασης γίνονται προοδευτικά όλο και χαμηλότεροι και οι φωτισμοί έχουν μάλλον ανάλογη πορεία. Αυτά από μόνα τους σε μεταφέρουν συνήθως στη «ζώνη της χαλάρωσης», ενώ συγχρόνως απαιτείται να εστιάζεις σε λεπτομέρειες που αλλάζουν κι έτσι μοιάζει πλέον φυσικό να αφεθείς. Στη συνέχεια, σε ένα δεκάλεπτο ας πούμε, μπορεί να ξυπνήσεις και να ξαναβρεθείς κοντά μας. Όλες αυτές οι πιθανότητες είναι σίγουρα μέσα στο πλαίσιο αυτής της δουλειάς.
—Αν κάναμε μια απόπειρα να ερμηνεύσουμε αυτό που συχνά αναφέρεται ως «αντικειμενοποίηση του χορευτή» στα έργα σας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι μοιάζει σαν ένα άψυχο αντικείμενο στη σκηνή, όπως θα ήταν ένα έπιπλο, ας πούμε;
Ποτέ! Το να ζητάς από τους χορευτές να παραμείνουν ακίνητοι για τόσο μεγάλη διάρκεια είναι κάτι που γεννά μια φοβερή ένταση μέσα τους και μεταξύ τους. Το να μείνουν σε κατάσταση ηρεμίας δεν είναι σαν να τους δίνεις την ευκαιρία να κοιμηθούν κι αυτοί, το αντίθετο. Εξάλλου, οι χορογραφίες που εκτελούν είναι εξαιρετικά λεπτομερείς και τεχνικά πολύ δύσκολες, κουραστικές. Τα βλέμματά τους, τα δάχτυλά τους, όλα είναι επακριβώς χορογραφημένα. Δεν υπάρχει ούτε δευτερόλεπτο γι’ αυτούς πάνω στη σκηνή που ο νους τους να μη βρίσκεται σε εγρήγορση για την επόμενη κίνηση. Μετρούν τον χρόνο και σκέφτονται τον τρόπο με τον οποίο θα μετακινήσουν το σώμα τους στη θέση και στη στάση που πρέπει να βρεθούν στο επόμενο στάδιο, χωρίς όμως να χρειαστεί να γίνει αυτό με κάποια απότομη προσαρμογή. Πρόκειται για έργα που είναι πολύ απαιτητικά για τους περφόρμερ που τα ερμηνεύουν. Όσα συμβαίνουν κατά τη διάρκεια των διαστημάτων ακινησίας και ηρεμίας οδηγούν τον κάθε χορευτή σε αυτό που ονομάζω «μετα»-κινήσεις. Πρόκειται για όλες εκείνες τις μικρές κινήσεις που προκαλεί στον χορευτή η δυσκολία του ζητούμενου από τη χορογραφία, η δυσκολία του να παραμείνουν στη θέση και στη στάση τους για τόσο χρόνο. Για παράδειγμα, μπορεί να αρχίσουν να τρέμουν ή μπορεί να κάνουν οποιαδήποτε άλλη από αυτές τις μικροκινήσεις που είναι ανεξέλεγκτες, αλλά πάντα παρούσες, πάντα εμφανείς και πάντα αιχμαλωτίζουν το μάτι. Όλες αυτές οι «μετα»-κινήσεις είναι κατ’ ουσίαν δονήσεις ενέργειας που σχετίζονται ευθέως και άμεσα με τη σωματικότητα. Το συγκεκριμένο φάσμα της σωματικότητας στα δικά μας έργα είναι χορογραφημένο. Για να κάνω όμως λίγο πιο ξεκάθαρο το ζήτημα της «μετα»-κίνησης, θα πω ότι το υλικό που χορογραφείται είναι οι φυσικές αντιδράσεις του σώματος με όλη τους την αγνότητα και σε μια συγκεκριμένη στιγμή, ενώπιον κοινού. Και τονίζω ότι οι αντιδράσεις αυτές παράγονται μόνο μπροστά στους θεατές και ποτέ στους χώρους όπου κάνουμε πρόβες.
—Σας ευχαριστεί να διαγράφετε τα όρια μεταξύ σύγχρονου χορού και εικαστικής περφόρμανς;
Μα, αυτά τα όρια δεν αντιστέκονται καθόλου. Υποχωρούν από μόνα τους και αυτό είναι απολύτως φυσικό. Αλλά και γενικότερα στον καιρό μας, αυτοί οι διαχωρισμοί είναι κάπως θολοί κι έχουν χάσει τη σημασία και τη λειτουργία τους. Η ανάμειξη των ειδών καλλιτεχνικής έκφρασης γίνονται μάλλον ο κανόνας. Εξάλλου, ζούμε σε μια εποχή κατά την οποία συνεχώς αυξάνεται η δύναμη των εικόνων γύρω μας. Είναι αδύνατον να τις αποφύγεις και να μην επηρεαστείς, ακόμη κι αν το προσπαθήσεις. Εγώ, βέβαια, είχα τεράστια επαφή με τις εικαστικές τέχνες ήδη από τα πανεπιστημιακά χρόνια. Ήταν ένα πολύ βασικό σκέλος του προγράμματος των σπουδών μου.
—Αν έπρεπε να γράψετε ένα μικρό σημείωμα –με μια μόνο φράση, σαν αυτά που αφήνουμε με μαγνητάκι στις πόρτες των ψυγείων μας– σε κάποιον που θα γεννηθεί μετά από πενήντα χρόνια, για να του αποκαλύψετε τις μυστικές σχέσεις του ανθρώπου με τον χώρο και τον χρόνο όπως τις βιώνετε μέσα από τα έργα σας, τι πιστεύετε ότι θα του λέγατε;
Ωχ, Θεέ μου… Θέλει σκέψη αυτή η ερώτηση! Τέλος πάντων, θα απαντούσα με κάτι που πιστεύω σταθερά εδώ και καιρό και νομίζω ότι δεν θα πάψω να το πιστεύω και το εκφράζει με γοητευτική συντομία η αγγλική ρήση «take your time» – ό,τι κι αν κάνεις, κάν’ το με την ησυχία σου, αφιερώνοντάς του όλο τον χρόνο που χρειάζεται. Βέβαια, δεν ξέρω ποια θα μπορούσε να είναι η αντίληψη που θα έχουν οι άνθρωποι για τον χρόνο σε πενήντα χρόνια. Όμως το να κάνεις κάτι με την ησυχία σου πιστεύω ότι θα είναι σταθερή αξία εσαεί, όσο κι αν ο κόσμος στο μέλλον ζει πολύ πιο γρήγορα ακόμα και από εμάς.
Info:
Maria Hassabi
STAGED?
7-8 ΑΠΡ 2017, 20:30
9 ΑΠΡ 2017, 17:30 & 20:30
Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, Κεντρική Σκηνή