Το μεγάλο κοινό τον γνώρισε από το τραγούδι, χάρη στις μουσικές παραστάσεις «Τα καπέλα» με τους Κώστα Ζαχαράκη και Τάσο Καρακατσάνη, αλλά κυρίως από τις «Λεωφόρους» των Βουτσινά, Κραουνάκη, Πρωτοψάλτη. Οι κινηματογραφόφιλοι από μια σειρά πετυχημένων φεστιβαλικών ταινιών, από τον «Κυνόδοντα» του Λάνθιμου και πιο πρόσφατα από το «Ενήλικοι στο δωμάτιο» του Γαβρά.
Κι όμως, ο Χρήστος Στέργιογλου έχει διανύσει μια μεγάλη πορεία στο θέατρο ρεπερτορίου, που ξεκινάει από τη Θεσσαλονίκη του '70 με εμβληματικές παραστάσεις του Θόδωρου Τερζόπουλου, έκανε ένα πέρασμα από τη Νέα Υόρκη, έφτασε στο αξιομνημόνευτο ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας της δεκαετίας του '80, στην «Όπερα της πεντάρας» του Ντασέν, μετά στο Αμόρε και από κει συνέχισε με μια σειρά σημαντικών παραστάσεων ιδιοσυγκρασιακών σκηνοθετών, όπως ο Χουβαρδάς, ο Μαστοράκης, ο Μαρμαρινός, ο Καραθάνος, ο Καραντζάς, ο Θεοδωρακόπουλος και πολλοί άλλοι.
Και ενώ η αγγλική σειρά του Channel 4, «Stath Lets Flats», στην οποία ερμηνεύει έναν από τους πρωταγωνιστικούς ρόλους, έχει κερδίσει όλες τις υποψηφιότητες των BAFTA για τις οποίες έχει προταθεί, εκείνος επιστρέφει στην Επίδαυρο με τους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Γιάννη Ρήγα, στον ρόλο του Έποπα και με δύο τραγούδια.
Ποτέ δεν είχα απωθημένο να παίξω κάτι συγκεκριμένο. Και δεν έχει καμία σημασία. Σημασία δεν έχει ούτε ο ρόλος ούτε αν είναι μεγάλος ή μικρός. Σημασία έχουν οι συνεργασίες, ο διάλογος. Μέχρι τώρα έχω κάνει καλές ανταλλαγές.
— Σε συνδέω με τη Θεσσαλονίκη. Από εκεί είσαι;
Όχι. Γεννήθηκα στο Διδυμότειχο και ήρθα στη Θεσσαλονίκη το 1970, για να σπουδάσω Οικονομικά. Πέρασα στο Οικονομικό με υποτροφία και όταν έφτασα στο τέταρτο έτος...
— ... βαρέθηκες.
Δεν βαρέθηκα, αποφάσισα ότι εγώ δεν είμαι γι' αυτά, έτσι πήγα στη Δραματική Σχολή του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης.
— Σε βοήθησαν σε κάτι οι σπουδές Οικονομικών;
Μόνο από την άποψη ότι ήμουν στο πανεπιστήμιο.
— Εν μέσω χούντας. Θυμάσαι πολιτικές ζυμώσεις, συζητήσεις, σκέψεις για ανατροπή;
Θυμάμαι τον φόβο των συγκεντρώσεων. Απαγορευόταν να μαζεύονται πάνω από 5 άτομα και έκλειναν μέσα όποιον συμμετείχε σε τέτοιες συγκεντρώσεις. Εγώ αυτό το ένιωσα πολύ έντονα όταν ήμουν στη δραματική σχολή. Έπαιζα παράλληλα στο Θεατρικό Εργαστήρι Θεσσαλονίκης έναν μικρό ρόλο στο «Ο Μπίντερμαν και οι εμπρηστές», έτσι, κατά κάποιον τρόπο, μπήκα στην αντίσταση.
Ένα βράδυ, καθώς κολλούσαμε αφίσες ‒οι αφισοκολλήσεις θεωρούνταν παράνομες‒, μας έπιασαν και πέρασα μια ολόκληρη νύχτα αξέχαστη στην Ασφάλεια. Δεν μας έδειραν, αλλά ο φόβος μου ήταν ότι όπου να 'ναι θα μας σπάσουν στο ξύλο. Η απειλή ήταν από πάνω μας. Αυτό ήταν το πιο έντονο που έζησα, γιατί ως φοιτητής δεν συμμετείχα σε οργανώσεις, φοβόμουν. Είχα έρθει από το Διδυμότειχο, δεν ήθελα να μπλέξω, αλλά θυμάμαι παιδιά που ήταν μπλεγμένα, όπως και κάποια άλλα, που ήταν στην αντίθετη πλευρά, υπέρ της χούντας.
Μια φορά, σε έναν καβγά που είχε γίνει, ευτυχώς οι δικοί μας τους έσπασαν στο ξύλο. Θυμάμαι, επίσης, ότι όταν έγινε η συγκέντρωση στο Πολυτεχνείο, στην Αθήνα, έγινε κάτι ανάλογο και στη Θεσσαλονίκη. Εγώ τότε έπαιζα κομπάρσος στον «Λουκιανό» του Γιώργου Εμιρζά, στο «Αμαλία». Βρέθηκα μέσα στο αμφιθέατρο και δεν με άφηναν να βγω μέχρι που ένα καλό παιδί με πίστεψε και πήγα κι έπαιξα.
— Το Θεατρικό Εργαστήρι ήταν κάτι ανάλογο του Ελεύθερου Θεάτρου;
Ακριβώς, κάτι παρόμοιο. Ήταν αριστερών προδιαγραφών και έμμεσα αντίσταση στη χούντα. Άρχισε από το θέατρο Αμαλία και μετά πήγαμε στο θέατρο Άνετο, το οποίο κυριολεκτικά το χτίσαμε. Ήμουν ιδρυτικό μέλος και έμεινα πολλά χρόνια. Είχε ξεκινήσει με το «Ο άντρας είναι άντρας» του Μπρεχτ. Σκηνοθετικά ήταν ομαδικές δουλειές, όπως η «Απεργία» του Σκούρτη, που κάναμε αμέσως μετά τη χούντα. Αλλά εκείνη που πρωτοστατούσε στη σκηνοθεσία ήταν η Ρούλα Πατεράκη. Ανάμεσα στα μέλη ήταν και ο Νίκος Ναουμίδης, η Αννέζα Παπαδοπούλου, ο Πάνος Χαρίτογλου, που σκηνοθέτησε το «Ο Μπίντερμαν και οι εμπρηστές». Παίξαμε πολύ στα Δημήτρια, μας στήριξαν πολύ. Μετά, για ένα διάστημα, χωρίστηκε το Εργαστήρι στους μεν, του ΚΚΕεσ., και στους δε, του ΚΚΕεξ.
— Θα ήταν μεγάλο σχολείο, με έργα ρεπερτορίου...
Έπαιξα στη «Φαύστα», στον «Κυριακάτικο περίπατο», στους «Προσκυνημένους» του Παπαπέτρου, στην «Απεργία» και στο «Ψωμάδικο» του Μπρεχτ, την πρώτη σκηνοθεσία του Θόδωρου Τερζόπουλου. Έκτοτε συνδεθήκαμε με μια φιλία που κρατάει μέχρι σήμερα.
— Ζούσες από το Θεατρικό Εργαστήρι;
Όχι βέβαια! Όλοι κάναμε δεύτερες και τρίτες δουλειές για να συντηρούμε το Θεατρικό Εργαστήρι και να βγάζουμε το ΙΚΑ μας. Έκανα πολλές δουλειές, μία από αυτές ήταν το design market της Αλίκης Μπαρτζιλάι.
— Άφησε εποχή το μαγαζί αυτό.
Βέβαια άφησε εποχή. Έχω πάει σε πάρα πολλά σπίτια και έχω βιδώσει πάρα πολλά έπιπλα.
— Πάντως, εκείνη την εποχή θεατρικά σε καθόρισε ο Τερζόπουλος.
Εγώ, ο Θόδωρος και η Αννέζα Παπαδοπούλου διατηρούσαμε στενή φιλία για 7 χρόνια. Μαζί κάναμε το «Κεκλεισμένων των θυρών» του Σαρτρ στο Υπερώο του ΚΘΒΕ, όπως και το «Μάνα κουράγιο» με τη Λίνα Λαμπράκη και τη «Γέρμα». Άλλωστε, στο Κρατικό μπήκα χάρη στον Θόδωρο, για το «Κεκλεισμένων των θυρών». Έμεινα συνολικά τέσσερα χρόνια και μετά το 1983 πήραμε των ομματιών μας με την Αννέζα και πήγαμε στην Αμερική.
— Νομίζω ότι εκεί έπαιξες στη Νέα Ελληνική Σκηνή, σωστά;
Με τον Ανδρέα Μανωλικάκη, σκηνοθέτη τον οποίο γνωρίσαμε στο Actor's Studio. Πήγαμε να παρακολουθήσουμε ως ακροατές μια σειρά μαθημάτων διάρκειας 10 εβδομάδων, όπου είδαμε ένα μελαχρινό αγόρι και το ρωτήσαμε αν ήταν Έλληνας. Μας είπε «πώς το καταλάβατε;» και γίναμε φίλοι.
— Πώς ήταν το Actor's Studio εκείνα τα χρόνια;
Εκεί, όπως ξέρεις, δεν γίνονταν μαθήματα, κάθε μέλος έπρεπε να παρουσιάσει ένα κομμάτι και μετά κοινό και ερμηνευτής συζητούσαν την εμπειρία. Μια μέρα, μια κοπέλα έπρεπε να παίξει έναν μονόλογο με τη συνθήκη ότι βρίσκεται λίγο πριν από την αυτοκτονία. Προσπαθούσε πολύ καιρό, ήταν η τρίτη ή η τέταρτη φορά που το δοκίμαζε, και το έκανε εξαιρετικά! Στη συζήτηση που ακολούθησε της έλεγαν πόσο καταπληκτικά έπαιξε τον ρόλο και τη ρωτούσαν πώς τα κατάφερε. Απάντησε: «Έπαιξα τόσο ωραία γιατί είμαι ερωτευμένη. Είμαι πάρα πολύ ευτυχισμένη, γι' αυτό έπαιξα τόσο ωραία». Μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι η ευτυχία μπορεί να σε κάνει να μπεις βαθιά σε έναν ρόλο και να έχεις σε εγρήγορση όλες σου τις αισθήσεις για να παίξεις κάτι τόσο δραματικό.
Από κει ξεκίνησε να ανατρέπεται η θεωρία μου ότι πρέπει να είσαι σε ανάλογη διάθεση με αυτό που ερμηνεύεις. Όπως είπε και η κοπέλα, τρεις φορές δοκίμασε να το παίξει, έφερνε στο μυαλό της όλα τα κακά πράγματα που της συνέβαιναν για να το πετύχει, αλλά τελικά ήταν η εγρήγορση και η διαθεσιμότητα των αισθήσεων που την έκαναν να παίξει. Μάλιστα, είχε ερωτευτεί πρόσφατα. Αυτό μου έκανε μεγάλη εντύπωση σε σχέση με την εξομολόγηση που κάνει ένας ηθοποιός σε μια κατάθεση ψυχής.
— Σε ποια έργα σας σκηνοθέτησε ο Μανωλικάκης;
Στην «Υστερία» του Σκούρτη με την Αννέζα. Συγχρόνως, στα μονόπρακτα «Το τάβλι» του Κεχαΐδη και «Αυτός και το παντελόνι του» του Καμπανέλλη. Στο φωτογραφείο του Γαλάνη, στην Αστόρια. Παίζαμε 3 φορές την εβδομάδα. Κάναμε και περιοδεία, πήγαμε σε 3-4 πόλεις, μας καλούσαν σύλλογοι.
— Ήσουν παράνομος;
Όχι, είχα βίζα σπουδών, αλλά παράλληλα δούλευα, για το οποίο δεν είχα δικαίωμα. Παρακολουθούσα μαθήματα στο ΗΒ Studio και θυμάμαι την αντίδραση ενός δασκάλου όταν αποφάσισα να κάνω με μια κοπέλα την εναρκτήρια σκηνή του «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;». Φαντάσου εμένα, που μιλάω τα αγγλικά με προφορά, να παίζω τον Τζορτζ, που είναι καθηγητής ‒ και ηλικιακά ήμουν πολύ μικρότερος. Μου είπε λοιπόν: «Αν ήθελα να σκηνοθετήσω αυτό το έργο και ήσουν ο τελευταίος ηθοποιός πάνω στη γη, δεν θα το σκηνοθετούσα, γιατί είσαι εντελώς αταίριαστος. Όταν σε είδα να παίζεις, δεν θα μπορούσα να βρω άλλον καλύτερο».
— Μεγάλο κομπλιμέντο! Αμερικανικό θέατρο είδες;
Είδα το «Chorus Line» και πολλές παραστάσεις στο La MaMa E.T.C. Είδα τον «Ύπνο» του Μπέκετ με τον ιδρυτή του Living Theater, Τζούλιαν Μπεκ, σε ένα τεράστιο κρεβάτι κάθετο κι εκείνον να μένει ανέκφραστος. Το λέω και ανατριχιάζω. Είπα: «Θεέ μου, πόσο μου αρέσει αυτός ο συγγραφέας κι αυτός ο ηθοποιός» και μετά με αξίωσε ο Θεός να παίξω στο «Τέλος του παιχνιδιού» στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Είδα και μια παράσταση του Μπάρμπα και θυμάμαι ότι κατάλαβα τα πάντα, χωρίς να ξέρω το κείμενο, που δεν ήταν στα αγγλικά.
— Τελικά, ποιο ήταν το κέρδος σου από τη Νέα Υόρκη;
Εκεί κατάλαβα τα όρια μου, μέχρι πού μπορώ να φτάσω. Αισθάνθηκα ότι οι άνθρωποι είμαστε ένα ολόκληρο σύμπαν και μέσα μας από τη μια κυκλοφορούν τα άτομα και οι πλανήτες και από την άλλη υπάρχει το απειροελάχιστο. Σαν να είμαι συγχρόνως το σύμπαν αλλά και το κύτταρο ενός ανθρώπου. Το συν άπειρο και το πλην άπειρο. Ταρακουνήθηκα λιγάκι και μετά διάβασα ότι αυτό που σκέφτηκα ισχύει.
— Είναι όντως μια πόλη που σε εκμηδενίζει αλλά και σε εκτινάσσει.
Σε κάνει να νιώθεις το απόλυτο τίποτα και το παν. Τη ζωή μου την ορίζω πριν και μετά τη Νέα Υόρκη. Γύρισα άλλος άνθρωπος, η συνειδητοποίηση του τίποτα σου δίνει δύναμη.
— Όταν επέστρεψες, η Ελλάδα ήταν διαφορετική από εκείνη που είχες αφήσει;
Μετά από απουσία δύο χρόνων δεν αισθάνεσαι καλά. Δυσκολεύτηκα να προσαρμοστώ, είχα πολλές τύψεις που γύρισα χωρίς να έχω κάνει κάτι εκεί, και δεν είχα χρήματα. Δούλεψα δύο μήνες στο Σαντέ στη Θεσσαλονίκη για να έρθω να ζήσω στην Αθήνα. Μετά ήρθε η Καλαμάτα, που μου άρεσε πολύ ‒ η απομόνωση, αν θέλεις. Εκεί ήμουν μόνο για το θέατρο. Ξεκίνησε μια νέα περίοδος. Κάναμε με τον Ανδρέα Βουτσινά τον «Δον Ζουάν» όπου έπαιξα τον Σγαναρέλο, μια σημαντική συνεργασία ‒ τον Ανδρέα τον κουβαλάω πάντα μέσα μου. Μετά, το καλύτερο πράγμα που μου συνέβη ήταν τα «Καπέλα» με τον Κώστα Ζαχαράκη και τον Τάσο Καρακατσάνη, που καθόρισε και τους τρεις μας. Ήταν κάτι που βγήκε από μια βαθιά ανάγκη να εκφραστούμε και όταν το πρωτοπαίξαμε δεν περιμέναμε να έχει τόσο μεγάλη επιτυχία. Από κει γίναμε γνωστοί στο θέατρο εγώ και ο Κώστας.
— Και μετά σας πήρε, εσένα και τον Ζαχαράκη, ο Χουβαρδάς για την έναρξη του Αμόρε.
Στον «Οθέλο», όπου έπαιξα τον Ροδερίγο, με τον Ζαχαράκη Ιάγο, τον Περικλή Μουστάκη Οθέλο και τη Λυδία Φωτοπούλου Δυσδαιμόνα.
— Πάντως, σήμερα, στην ωριμότητά σου, ανήκεις στην dream-team του ελληνικού θεάτρου. Είναι σαν όλη η καλλιτεχνική σου πορεία, αλλά και οι ενστικτώδεις επιλογές σου, να σε οδηγούν να συμμετέχεις σε σημαντικές παραστάσεις.
Συμβαίνει αυτό που λες. Δεν ξέρω αν είναι ένστικτο ή ο τρόπος ζωής μου των τελευταίων 15 χρόνων, αλλά μου συμβαίνουν πράγματα που θα ήθελα να μου συμβούν. Με πλησιάζουν άνθρωποι που θα ήθελα να με πλησιάσουν. Μέχρι στιγμής, δεν μου έχει συμβεί να κάνω μια δουλειά που να μην την επιθυμούσα, είναι συγγενικές πάντα. Αυτό, τώρα, μπορεί να συμβαίνει γιατί αυτό που εκπέμπω εμπνέει αυτούς που με πλησιάζουν κι έτσι είναι αμοιβαία τα αισθήματα. Κάπως έτσι αισθάνομαι.
— Έχεις και μη αναμενόμενες εμφανίσεις στον κινηματογράφο.
Αυτό συμβαίνει και στο θέατρο. Με είχαν πάρει για το «Μια μέρα τον Οκτώβρη» στο Αμόρε, γιατί θα γινόταν μουσική παράσταση από τον Κραουνάκη και θα τραγουδούσα. Θα έπαιζα έναν αυστηρό θείο επαρχιώτη κάποιας ηλικίας. Δεν έγινε το μουσικό κομμάτι, αλλά, αφού με είχαν κλείσει, τον έπαιξα εγώ τον ρόλο. Σε αυτό το έργο με είδε η Κατερίνα Ευαγγελάκου και με πήρε στο «Θα το μετανιώσεις». Μου συμβαίνουν συνεχώς καλά πράγματα, όπως και τώρα, που πηγαίνω στην Επίδαυρο για 13η ή 14η φορά.
— Τι θυμάσαι από τις παραστάσεις της Επιδαύρου;
Μου έχει μείνει κάτι από την «Ορέστεια» του Αισχύλου σε σκηνοθεσία του Γιάννη Κόκκου, όπου έπαιζα τον Φύλακα ‒ ο πρώτος μονόλογος του έργου, που κρατάει 4-5 λεπτά. Ε, δεν έχω ξαναπεί τόσο πυκνό κείμενο. Αυτό, ας πούμε, λόγω του μεγέθους του, είναι ίσως η μεγαλύτερη εμπειρία και ποίηση ‒ τι συνειδητοποίησα λέγοντας αυτόν τον μονόλογο, ακόμα σκέφτομαι το μέγεθός του! Πώς μπορείς να αισθανθείς έναν άνθρωπο που είναι δέκα χρόνια στην ταράτσα για να δει το φως να έρχεται, σημάδι ότι τελείωσε ο πόλεμος, και στον δέκατο χρόνο το βλέπει; Ποια είναι η συμπεριφορά του, πώς μπορείς να τον αναπαραστήσεις πειστικά; Τι γίνεται; Εκεί κατάλαβα τι πρέπει να φέρεις ώστε να μπορέσεις να μιλήσεις αυτόν τον λόγο. Βέβαια, δεν ξέρω πώς τα μιλούσαν οι αρχαίοι, αλλά εκεί κατάλαβα τη σχέση που έχουν ο ρεαλισμός και η τραγωδία με την ποίηση, την ωδή, το τραγούδι. Οπότε, ανατράπηκαν πολλά πράγματα. Έγινε ένα brainstorming. Είναι η πιο σημαντική συνειδητοποίηση σε σχέση με το αρχαίο δράμα.
— Φέτος επανέρχεσαι με το ΚΘΒΕ, παίζοντας τον Έποπα στους «Όρνιθες». Πρόλαβες να δεις την εκδοχή του Κουν όπου έπαιζε και ο σκηνοθέτης σας, ο Γιάννης Ρήγας;
Βεβαίως, στη δεύτερή της αναβίωση. Μάλιστα, στη δική μας βγαίνει και το πουλί του Τσαρούχη. Στη μουσική του Χρηστιανάκη για μια στιγμή ακούγεται το μοτίβο της μουσικής του Χατζιδάκι κι επίσης φόρος τιμής αποδίδεται και στον Ένιο Μορικόνε. Έχει πάρα πολλά χορικά κι εγώ λέω δύο τραγούδια.
— Είναι μια παράσταση μνήμης;
Είναι μια παράσταση δυνατού συναισθηματισμού από την πλευρά του Γιάννη Ρήγα γιατί την έζησε πολύ, ήθελε να την ανεβάσει πάρα πολύ και βέβαια δεν έχει τίποτα κοινό με εκείνη του Κουν. Είναι μια έντιμη δουλειά, παρότι οι δύο μήνες που διήρκεσαν οι πρόβες, λόγω κορωνοϊού, είναι πολύ σύντομο διάστημα.
— Όταν τραγουδάς, το συναίσθημα είναι διαφορετικό απ' ό,τι όταν παίζεις;
Όχι, αλλά υπάρχει μια μικρή διαφορά, που είναι σημαντική. Στο τραγούδι έχεις έναν συγκεκριμένο ρυθμό και μια συγκεκριμένη μελωδία που πρέπει οπωσδήποτε να ακολουθήσεις κι αυτό σου δίνει ελευθερία έκφρασης. Στο θέατρο πρέπει να ανακαλύψεις μόνος σου τον ρυθμό και τη μελωδία του πεζού λόγου. Οπότε, αμέσως-αμέσως, έχεις μια έξτρα δουλειά που πρέπει να κάνεις. Στο τραγούδι, άλλοι το έχουν κάνει για σένα, εσύ απλώς πρέπει να είσαι συνεπής στον ρυθμό και στη νότα. Αν η μελωδία είναι καλή, γίνεται ακόμα πιο εύκολο. Το «σ' αγαπώ» το λες ευκολότερα τραγουδώντας, παρά στον πεζό λόγο.
— Λείπει κάτι από την καριέρα σου;
Ποτέ δεν είχα απωθημένο να παίξω κάτι συγκεκριμένο. Και δεν έχει καμία σημασία. Σημασία δεν έχει ούτε ο ρόλος ούτε αν είναι μεγάλος ή μικρός. Σημασία έχουν οι συνεργασίες, ο διάλογος. Μέχρι τώρα έχω κάνει καλές ανταλλαγές.
— Διδάσκεις νέους ηθοποιούς στη σχολή του ΚΘΒΕ. Πώς είναι αυτή η εμπειρία;
Αυτό είναι το πιο σημαντικό, που διδάσκω. Μου αρέσει πάρα πολύ που επιστρέφω ως δάσκαλος στη Θεσσαλονίκη, από την οποία έχω τόσες αναμνήσεις, που είναι σαν να μην έφυγα ποτέ. Η συνάντησή μου με τα νέα παιδιά μού αρέσει πάρα πολύ. Σου ομολογώ ότι, όταν διδάσκω, είμαι 100% εκεί. Όταν παίζω ή όταν κάνω πρόβες, μπορεί να ξεφύγει το μυαλό. Όταν διδάσκω, δεν ξεφεύγει ποτέ το μυαλό.
Συντελεστές
Μετάφραση: Κ. Χ. Μύρης
Σκηνοθεσία: Γιάννης Ρήγας
Σκηνικά: Κένι Μακλέλαν
Κοστούμια: Δέσποινα Ντάνη
Μουσική: Γιώργος Χριστιανάκης
Χορογραφία: Δημήτρης Σωτηρίου
Φωτισμοί: Στέλιος Τζολόπουλος
Μουσική διδασκαλία: Χρύσα Τουμανίδου
Μάσκες: Μάρθα Φωκά
Κίνηση μάσκας: Σίμος Κακάλας
Βοηθός σκηνοθέτης: Μιχάλης Σιώνας
Βοηθός σκηνοθέτη: Αντρέας Κουτσουρέλης
Β΄ Βοηθός σκηνοθέτη: Χριστόφορος Μαριάδης
Βοηθοί σκηνογράφου- ενδυματολόγου: Ελίνα Ευταξία, Κέλλυ Εφραιμίδου
Οργάνωση παραγωγής: Αθανασία Ανδρώνη, Μαριλύ Βεντούρη
Παίζουν οι ηθοποιοί: Ελευθερία Αγγελίτσα (Τριβαλλός), Λίλα Βλαχοπούλου (Υπηρέτης του Έποπα), Ιωάννα Δεμερτζίδου (Κήρυκας, Πουλί από το Παρελθόν), Δημήτρης Διακοσάββας (Κινησίας), Αριστοτέλης Ζαχαράκης (Επιθεωρητής, Ψευδομάρτυρας), Χριστίνα Ζαχάρωφ (Ψευδομάρτυρας, Δούλος), Στεφανία Ζώρα (Β΄ Αγγελιοφόρος), Ήριννα Κεραμίδα (Ψευδομάρτυρας, Δούλος), Μαριάννα Κιμούλη (Κήρυκας), Γιώργος Κολοβός (Προμηθέας), Αναστασία-Ραφαέλα Κονίδη (Κήρυκας), Μάρα Μαλγαρινού (Κήρυκας, Πουλί Δερβίσης), Τατιάνα Μελίδου (Ψευδομάρτυρας, Βασιλεία), Χρυσή Μπαχτσεβάνη (Κήρυκας), Κλειώ-Δανάη Οθωναίου (Ίρις), Βασίλης Παπαδόπουλος (Μέτων, Ψευδομάρτυρας), Γρηγόρης Παπαδόπουλος (Ηρακλής), Θανάσης Ραφτόπουλος (Μέτων, Ψευδομάρτυρας), Θανάσης Ρέστας (Α΄ Αγγελιοφόρος, Ποσειδών), Γιάννης Σαμψαλάκης (Ευελπίδης), Περικλής Σιούντας (Συνταγματολόγος, Ψευδομάρτυρας), Κατερίνα Σισίννι (Αγγελιοφόρος), Βασίλης Σπυρόπουλος (Ιερέας), Χρήστος Στέργιογλου (Έποπας), Γιάννης Τσεμπερλίδης (Ποιητής), Ιώβη Φραγκάτου (Χρησμολόγος), Ταξιάρχης Χάνος (Πεισθέταιρος)
Χορός των πουλιών: Ελευθερία Αγγελίτσα, Λίλα Βλαχοπούλου, Ιωάννα Δεμερτζίδου, Δημήτρης Διακοσάββας, Αριστοτέλης Ζαχαράκης, Χριστίνα Ζαχάρωφ, Στεφανία Ζώρα, Ήριννα Κεραμίδα, Μαριάννα Κιμούλη, Γιώργος Κολοβός, Αναστασία-Ραφαέλα Κονίδη, Μάρα Μαλγαρινού, Τατιάνα Μελίδου, Χρυσή Μπαχτσεβάνη, Κλειώ-Δανάη Οθωναίου, Βασίλης Παπαδόπουλος, Γρηγόρης Παπαδόπουλος, Θανάσης Ραφτόπουλος, Θανάσης Ρέστας, Γιάννης Σαμψαλάκης, Περικλής Σιούντας, Κατερίνα Σισίννι, Βασίλης Σπυρόπουλος, Γιάννης Τσεμπερλίδης, Ιώβη Φραγκάτου
Όρνιθες του Αριστοφάνη
Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου 2020
Επίδαυρος, Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
Παρασκευή 7, Σάββατο 8 & Κυριακή 9/9, στις 21.00
σχόλια