ΚΑΤΑΦΘΑΝΟΝΤΑΣ ΤΡΙΤΗ ΒΡΑΔΥ (δηλαδή αργά το απόγευμα για την ανάγκη της έγκαιρης άφιξης λόγω κορωνοϊού) στο Βεάκειο στον Πειραιά, άθελα μου επέστρεψαν στη μνήμη μαγικές εικόνες από την πρεμιέρα της «Μήδειας», τρία χρόνια πριν, τέτοιες μέρες πάλι, στη Μικρή Επίδαυρο. Και τότε για παράσταση με τη σκηνοθετική υπογραφή του Δημήτρη Καραντζά, σε διασκευή της Θεοδώρας Καπράλου, όπως τώρα, και πάλι μια απόπειρα με τρεις ηθοποιούς. Όλοι άντρες τότε (Γάλλος, Λούλης, Σαράντης), ακόμα και στην ενσάρκωση του συγκλονιστικού ρόλου της βάρβαρης πριγκίπισσας από την Κολχίδα, σε μια εκδοχή άκρως ποιητική, σύνθεση κειμένων από το αυθεντικό έργο του Ευριπίδη και αποσπασμάτων του σεναρίου του Παζολίνι (από την ομότιτλη ταινία με πρωταγωνίστρια μια άλαλη Μαρία Κάλλας), ένα θεατρικό «παιχνίδι» με σύγχρονους κώδικες (απουσία χορού και των περισσοτέρων προσώπων του έργου) αλλά και εφέ.
Δεν μπορούσα να την ξεχάσω γιατί μου είχε αρέσει αφάνταστα πολύ, είχα εκστασιαστεί, σε σημείο μάλιστα να αποφύγω να την ξαναδώ σε κλειστό θέατρο, μη χάσω τη μαγική εκείνη ανάμνηση της πρώτης βραδιάς.
Προσωπικά –και νομίζω ισχύει για τους περισσότερους που είχαμε την τύχη να δούμε την πρεμιέρα– δεν υπήρξε στιγμή που να με χάσει, που να μην έχω στραμμένο το βλέμμα και τα αυτιά μου στα τεκταινόμενα.
Στην πρεμιέρα του «Οιδίποδα», μια σύνθεση με αποσπασματικό λόγο που ανιχνεύει την εσωτερική διαδρομή και συνειδητοποίηση της τραγικής αλήθειας του αρχαίου βασιλιά, με αφετηρία το έργο του Σοφοκλή, «παντρεμένο» κι εδώ με περιγραφές και λόγια από το σενάριο του Παζολίνι, τα πράγματα ήταν κάπως διαφορετικά. Δεν βρισκόμασταν σε ένα αρχαίο θέατρο, αλλά σε μια μοντέρνα και όχι ιδιαίτερα καλαίσθητη κατασκευή, (αν και πάλι κοντά σε θάλασσα ή έστω με τη θέα ενός εντυπωσιακού λιμανιού), σε μια από τις πρώτες θεατρικές παραστάσεις στη μετά-Covid εποχή.
Για μένα προσωπικά ήταν η πρώτη φορά από τον περασμένο Μάρτη, φαντάζομαι και για πολλούς άλλους, που έβλεπα θέατρο, φορώντας μάσκα κατά την είσοδό μου στον χώρο, αν και το θέατρο μία ώρα πριν από την έναρξη της παράστασης ήταν σχεδόν άδειο. Σύντομα κατέφθασαν πολλοί φίλοι και γνωστοί, του ευρύτερου θεατρικού χώρου, και με την άφιξή τους η ζέση της θεατρικής εμπειρίας επέστρεψε στις καρδιές πολλών από εμάς.
Η παράσταση ξεκίνησε με την είσοδο στην σκηνή του Κωνσταντίνου Αβαρικιώτη, ο οποίος πρώτος άρχισε να «ξετυλίγει» το νήμα της αφήγησης της ιστορίας του Οιδίποδα, αλλά σύντομα εμφανίστηκαν και οι δύο άλλοι ηθοποιοί, ο Μιχάλης Σαράντης και η Μαρία Κεχαγιόγλου. Ήταν φανερό από την πρώτη στιγμή ότι ο Σαράντης θα ήταν εκείνος που θα κρατούσε σταθερά τον ρόλο του Οιδίποδα ενώ οι άλλοι δυο θα ερμήνευαν (ή καλύτερα θα αναπαριστούσαν) περισσότερα του ενός πρόσωπα, παρόλο που η πανομοιότυπη ενδυματολογική προσέγγιση πετύχαινε μια «ισότητα» στην επί σκηνής αναπαράσταση της τραγωδίας.
Έτσι, όλοι μαζί άρχισαν να εξιστορούν, περίπου από κοινού, την εισαγωγή του δράματος, διαμορφώνοντας παράλληλα τον σκηνικό χώρο, τοποθετώντας σε όλο το εύρος της σκηνής μεταλλικούς σκελετούς –όπως εκείνους πάνω στους οποίους οι έμποροι τοποθετούν στις βιτρίνες τους ρουχισμό–, με αδειανές λευκές φανέλες. Φαντάζομαι ότι συμβόλιζαν τα θύματα του λοιμού της Θήβας, από τον οποίο ο λαός και η παραεξουσία ζητάει για μια ακόμα φορά από τον Οιδίποδα να τους σώσει. Ποιος όμως φταίει για τον λοιμό; Ποιος ή τι μόλυνε την πόλη;
Για το ελληνικό κοινό η ιστορία του Οιδίποδα είναι πασίγνωστη. Για το θεατρόφιλο κοινό σαν αυτό που παρακολουθούσε την παράσταση τη βραδιά της πρεμιέρας το ζητούμενο ήταν όχι τόσο οι ερμηνείες των ηθοποιών –όλοι τους εξαιρετικοί, κάτι που το έχουμε διαπιστώσει σε παλιότερες τους εργασίες– ούτε, νομίζω, η επιτυχία του σκηνοθετικού εγχειρήματος, όσο το ερώτημα αν η νέα αυτή εκδοχή, σαν μια «επανεκκίνηση» της χιλιοειπωμένης ιστορίας, μπορεί να συγκινήσει για ακόμα μία φορά, να προκαλέσει τη θεατρική μυσταγωγία ενός μύθου που οι Έλληνες γνωρίζουμε πολύ καλά.
Δεν έχει σημασία αν η μετάφραση του Μίνου Βολανάκη «αποκαλύπτει» πτυχές που παραπέμπουν στη σύγχρονη φροϋδική ερμηνεία, δεν έχει σημασία να φέρεις στον νου τις συγκλονιστικές εικόνες της (πιο προσωπικής, κατά τα λεγόμενα του) ταινίας του Παζολίνι, με φόντο το «πρωτόγονο» Μαρόκο και τους θαυμάσιους Φράνκο Τσίτι και Σιλβάνα Μάγκανο στους κεντρικούς ρόλους, σημασία έχει το σήμερα: αν και κατά πόσο αυτή η ομάδα νέων σε ηλικία θεατρανθρώπων σε κάνουν να μη θέλεις να χάσεις ούτε στιγμή από τους διάσημους στίχους του Σοφοκλή και τα συγκλονιστικά λόγια του Ιταλού διανοούμενου-ποιητή-σκηνοθέτη.
Προσωπικά –και νομίζω ισχύει για τους περισσότερους που είχαμε την τύχη να δούμε την πρεμιέρα– δεν υπήρξε στιγμή που να με χάσει, που να μην έχω στραμμένο το βλέμμα και τα αυτιά μου στα τεκταινόμενα. Άλλωστε επρόκειτο για μια θεατρική απόδοση που περίμενα καιρό να δω, από έναν σκηνοθέτη που εμπιστεύομαι.
Οι εντάσεις του Σαράντη/Οιδίποδα από την αλαζονεία της άγνοιας μέχρι τη συντριβή της γνώσης ακολούθησαν μια ενδιαφέρουσα και στιγμές-στιγμές θεαματική πορεία. Η Κεχαγιόγλου ως μάντης Τειρεσίας έπαιζε με απολύτως πειστική βεβαιότητα το παιχνίδι των λέξεων, ένα ριψοκίνδυνο ματς πινγκ-πονγκ που έφτασε σε ένα κρεσέντο θαυμάσιας αντιπαράθεσης, ενώ ως Ιοκάστη, στη σκηνή της κάμαρης όπου σταδιακά αποκαλύπτεται η φρικτή αλήθεια, η αινιγματική της σπαζοκεφαλιά με τη χρήση του μικροφώνου είναι από τις σκηνές που δεν ξεχνάς, αν και τα εύσημα πιθανόν να πηγαίνουν στον σκηνοθέτη. Ο Αβαρικιώτης σαρώνει τη σκηνή απ' άκρη σ' άκρη, «σκηνοθετεί» αδιάκοπα τη δράση οριοθετώντας με τους προβολείς το σκηνικό, αφηγείται μέρος του έργου, ενώ ως κυνικά υπολογιστικός Κρέοντας δείχνει όλη την υποκριτική του δεινότητα. Ως βοσκός νομίζω ότι του λείπει το δέος κι ο τρόμος μπροστά στη βασιλική εξουσία. Υπερβαίνοντας την ταπεινότητα ενός δούλου γίνεται ένα με τους άρχοντες.
Αν εξαιρέσεις τη σκηνογραφία που δεν λειτουργεί απόλυτα, δεν αφήνει ένα στίγμα να το θυμάσαι (όπως στη «Μήδεια» με τα ξεραμένα φύλλα και τον εκτυφλωτικό ήλιο στο τέλος), αλλά και τους φωτισμούς που δεν δημιουργούσαν τις επιθυμητές ψυχογραφικές διακυμάνσεις, αντιθέτως έκρυβαν κάπου-κάπου τους ερμηνευτές, ο «Οιδίπους» αυτός είναι εν πολλοίς μια ακόμα επιτυχημένη παράσταση του Δημήτρη Καραντζά ο οποίος, όπως εξηγεί στο πρόγραμμά της, «επιχειρεί να μελετήσει την εσωτερική δαιδαλώδη διαδρομή» του ήρωα. Βέβαια δεν αγγίζει τον υπερβατικό λυρισμό του προ τριετίας πρώτου του εκείνου πειραματισμού. Αλλά δεν είναι κατ' ανάγκη αυτό το ζητούμενο.
Άραγε, η ύστατη στιγμή που ο Οιδίποδας «βουτάει» μέσα στο δυνατό φως του προβολέα –και της αλήθειας–, ενώ πια έχει χάσει την όραση του, ισοψηφεί πράγματι το σκοτάδι στο οποίο έχει πια καταδικαστεί ο ίδιος να ζει στο υπόλοιπο της ζωής του;
Συντελεστές
Σκηνοθεσία-διαμόρφωση σκηνικού χώρου: Δημήτρης Καραντζάς
Μετάφραση (Οιδίποδα του Σοφοκλή): Μίνως Βολανάκης
Μετάφραση (Οιδίποδα του Παζολίνι): Δημήτρης Αρβανιτάκης
Διασκευή: Θεοδώρα Καπράλου
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Μουσική: Γιώργος Πούλιος
Παίζουν: Μιχάλης Σαράντης, Μαρία Κεχαγιόγλου, Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης
Επόμενες παραστάσεις
Πεμ 23/7 στις 21:30 - Θέατρο Πέτρας - Πετρούπολη
Σαβ 25/7 στις 21:00 - Κηποθέατρο Παπάγου
Κυρ 26/7 στις 21:00 - Κηποθέατρο Παπάγου
Δευ 27/7 στις 21:30 - Δημοτικό θέατρο του Άλσους (Δ. Κιντής) - Ηλιούπολη
Τρι 28/7 στις 21:30 - Αρχαίο θέατρο Οινιαδών - Μεσολόγγι
Τετ 29/7 στις 21:30 - Υπαίθριο θέατρο ΕΗΜ - Φρόντζου - Γιάννενα
Πεμ 30/7 στις 21:30 - Royal Theater - Πάτρα
Παρ 31/7 στις 21:30 - Θέατρο Βράχων Μελίνα Μερκούρη - Βύρωνας
Δευ 10/8 στις 21:30 - Αθλητικό & Πολιτιστικό Πάρκο Νέας Μάκρης - Νέα Μάκρη
Τρι 11/8 στις 21:30 - Θέατρο Ορέστης Μακρής - Χαλκίδα
Τρι 18/8 στις 21:00 - Ευριπίδειο Θέατρο Σαλαμίνας - Σαλαμίνα
Κυρ 23/8 στις 21:00 - Αρχαίο Θέατρο Δίου - Δίον
Δευ 24/8 στις 21:00 - Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων - Καβάλα
Τρι 25/8 στις 21:00 - Θέατρο Κήπου - Θεσσαλονίκη
Τετ 26/8 στις 21:00 - Θέατρο Κήπου - Θεσσαλονίκη
σχόλια