Το ρολό στον χώρο όπου κάνει πρόβα ο θίασος της παράστασης 1821 ‒ Η επιθεώρηση είναι σηκωμένο μέχρι τη μέση και για κάποιους που αγαπούν τους συμβολισμούς είναι ακριβώς πριν από τη στιγμή που ο αόρατος αφέτης δίνει το σύνθημα για το άνοιγμα των θεάτρων κι εμείς περνάμε το κατώφλι, μετά από μήνες ολόκληρους, για να μπούμε σε έναν χώρο εσωτερικό, ανυπομονώντας σχεδόν όσο και οι ηθοποιοί και κάνοντας μια στάση στο φουαγέ για ένα γρήγορο τεστ.
Η επιθεώρηση που υπογράφουν ο Φοίβος Δεληβοριάς και ο Δημήτρης Καραντζάς θα κάνει πρεμιέρα στο Βεάκειο σε λιγότερο από έναν μήνα, στις 4 Ιουνίου, και θα παίζεται σταθερά στον υπαίθριο αυτόν χώρο τρεις φορές την εβδομάδα και με κάποιες αφίξεις καλεσμένων καλλιτεχνών. Είχαμε πολύ καιρό να ζήσουμε αυτή την ευφρόσυνη ατμόσφαιρα, τη βιασύνη και τον δισταγμό και την επανάληψη και την αγωνία, τις αποσπασματικές εικόνες που θα συνθέσουν το μεγάλο παζλ.
Ο Φοίβος παίζει κιθάρα και συνοδεύει τη σκηνή της έναρξης, ενώ μια ομάδα χρυσοντυμένων μελών ενός Χορού που καθοδηγεί η Ζωή Χατζηαντωνίου, φωτισμένη στο κλέος της αρχαιότητας που ξεπηδάει από την ανάμνηση των χουντικών εορτών της πολεμικής αρετής των Ελλήνων και φτάνει μέχρι την τελετή έναρξης των εκδηλώσεων για το 2021, αποτίνει φόρο τιμής με ένα σφουγγάρισμα στο έδαφος όπου έχουν πατήσει οι αρχαίοι ημών πρόγονοι.
Το ότι γίνεται αυτή η επιθεώρηση τη χρονιά της επετείου του 1821 και του παρατεταμένου lockdown μάς κάνει να εκφράζουμε έναν μεγάλο αναστεναγμό.
Η πανταχού παρούσα Γιάννα Αγγελοπούλου, στη βερσιόν που την υποδύεται ο Γιάννης Κλίνης, φορώντας το αρχαιοπρεπές, υψηλής ραπτικής ένδυμά της, επιβλέπει τη σκηνή και η Μίρκα Παπακωνσταντίνου, ως Εξαπατημένη, όχι μόνο υπουργός, δοκιμάζει τις κινήσεις στον μονόλογό της. Η σκηνογράφος Μαρία Πανουργιά και η ενδυματολόγος Ιωάννα Τσάμη μεταφέρουν στη σκηνή τις φυσικού μεγέθους φιγούρες ενός άλλου εθνικού συμβόλου, της Ρούλας Κορομηλά, που παρακολουθεί την «εθνική πρόταση γάμου» του Διονύση Σχοινά στην Καίτη Γαρμπή.
Οι «Δε Γκρικς» ολοκληρώνουν το χορευτικό τους κομμάτι, ενώ την ίδια στιγμή διασχίζει τη σκηνή ένα ζευγάρι χρυσοποίκιλτα ντυμένο, με ρούχα από την ανεπανάληπτη πρωτότυπη ενδυματολογική παράδοση του Γιώργου Μάγγα, ο Νίκος Καραθάνος και η Γαλήνη Χατζηπασχάλη ή, αλλιώς, ο Νίκος Λυπηρός τζούνιορ, παιδί του πρόσφατα χαμένου συνθέτη των λαϊκών επιτυχιών Τζον Λυπηρού, με τη χήρα του, την επίσης διάσημη Πατζέχρω, που ετοιμάζονται να πάρουν τις θέσεις τους στο τραπέζι της «εθνικής μας μουσικής εκπομπής» που εδώ και δεκαετίες βάζει τους Έλληνες σε εθελοντική καραντίνα κάθε Σάββατο βράδυ.
Η επιθεώρηση για τους δυο δημιουργούς είναι κάτι ευφρόσυνο, ρέον και βαθύ, μια επίσκεψη στον θαυμαστό κόσμο της, στον κόσμο όπου οι δύο οικοδεσπότες, έμμεσα ή άμεσα και με βατήρα την επικαιρότητα, θα επιχειρήσουν κάνουν ένα άλμα από το ιστορικό παρελθόν μέχρι το παρόν.
«Αυτό που μας ενδιέφερε με τον Δημήτρη ήταν να μην είμαστε επικαιρικοί πραγματικά, αλλά να ψάχνουμε τον πυρήνα του θέματος που εγείρει επικαιρότητα, να ψάχνουμε τις αφορμές για μια πιο ποιητική προσέγγιση που να μην είναι καταγγελτική ούτε να εκβιάζει το γέλιο με μια σύγχρονη αναφορά ντε και καλά» λέει ο Φοίβος.
Πλησιάζουμε πιο κοντά στη σκηνή την ώρα που αλλάζει το σκηνικό και οι ηθοποιοί αλλάζουν τα κοστούμια τους. Πίσω από τις μάσκες οι περισσότεροι στα διαλείμματα, ηθοποιοί που έχουμε δει και θαυμάσει στον Τσέχοφ και στην αρχαία τραγωδία, δοκιμάζουν το καινούργιο τους πρόσωπο, μπαίνουν σε μια πρωτόγνωρη περιπέτεια με ακομπλεξάριστη λαϊκότητα και ακριβή υποκριτική προσέγγιση και ελευθερία σε ένα χαρμάνι ευχάριστο και αγχωτικό και δημιουργικό μαζί. Ο Γιώργος Γάλλος, η Ελένη Κοκκίδου, ο Μιχάλης Οικονόμου, η Βάσω Καβαλιεράτου, ο Πάνος Παπαδόπουλος, ο Γιάννης Νιάρρος, ο Γιάννης Κουκουράκης, ο Ηλίας Μουλάς και η Ιωάννα Πιατά είναι αυτοί που φέρνουν όλο το γκλίτερ και τη σκόνη των δρόμων της επανάστασης και μιας Ελλάδας μεταξύ χωματόδρομου, rebranding, μεγαλείου και χαρμολύπης στη σκηνή, με μια τελετή έναρξης των εορτασμών με τα πιο τρας, τα «κομμένα» περιστατικά που κάνουν επιτέλους τη δική τους παρέλαση μιας πολύ άσχημης, αλλά λαμπερής πλευράς της Ελλάδας.
«Με δεδομένο ότι έχουμε τα ζωντανά σώματα αυτών των ανθρώπων στη σκηνή, ότι είμαστε Έλληνες καλλιτέχνες στη συγκεκριμένη συνθήκη, ήταν μια διαρκής έμπνευση. Ο καθένας έφερνε το φορτίο του και το ότι γίνεται αυτή η επιθεώρηση της χρονιά της επετείου του 2021 και του παρατεταμένου lockdown, μια χρονιά που κανένας δεν δούλεψε, μας κάνει και εκφράζουμε έναν μεγάλο αναστεναγμό που θέλει να βγει, ένα μεγάλο ανάθεμα που θέλει να βγει και μια συγκρατημένη, μέχρι τώρα, μεγάλη χαρά που θέλει να βγει, και αυτά όλα είναι τα υλικά που μας έχουν βοηθήσει να βρούμε απαντήσεις στις δυσκολίες και να πούμε τη δική μας ιστορία με μια επιθεώρηση» λέει ο Φοίβος.
Η ιδέα ξεκίνησε από τον Λευτέρη Γιοβανίδη, καλλιτεχνικό διευθυντή του Δημοτικού θεάτρου Πειραιά, όταν την άνοιξη του 2020 πρότεινε στον Φοίβο Δεληβοριά μια θεματική παράσταση για το 2021. «Όταν μου πρότεινε να το κάνουμε με τον Δημήτρη Καραντζά, έναν σκηνοθέτη που αγαπώ ως θεατής και έχει όραμα και ποιητική συγκρότηση και γνώση και ταλέντο, άρχισα να ονειρεύομαι την παράσταση» λέει ο Φοίβος, μιλώντας για το ξεκίνημα της δουλειάς.
«Αρχίσαμε από το περσινό καλοκαίρι να συζητάμε οι δυο μας για διάφορα, όπως “τι είναι εθνικό;”, πού ξεκινάει και πού τελειώνει το σύμβολο και πού αρχίζει η ζωή μέσα σε αυτό το οποίο λέμε έθνος και Ιστορία, τα διάφορα τοτέμ που υπάρχουν, τα διάφορα ταμπού, όλα αυτά τα πράγματα. Καθίσαμε να τα αναλύουμε και στην αρχή βρήκαμε ιδέες για τριάντα νούμερα που είχαν να κάνουν με την αρχαία Ελλάδα, την Επανάσταση, τον διχασμό, την έννοια του εθνικού σταρ, όλα όσα φτιάχνουν ένα αφήγημα μέσα στο οποίο γεννηθήκαμε όλοι.
Κάποια στιγμή, ο Δημήτρης σκέφτηκε μια πολύ όμορφη έναρξη, να ξεκινάει η παράσταση με έναν πρωτάνθρωπο που εμφανίζεται σε ένα τοπίο γυμνό και έρχεται σε επαφή με όλα τα σύμβολα, από τον Εσταυρωμένο μέχρι το τσάμικο ‒ αυτό συνέβη και σ’ εμάς, έτσι έχουμε γαλουχηθεί ως παρθένοι οργανισμοί, με πράγματα που είναι απελευθερωτικά και δεσμευτικά μαζί. Εκεί άρχισα να σκέφτομαι το πρώτο τραγούδι και κάποια κείμενα που έγραψα και από τέτοιες μικρές εικόνες άρχισε να συντίθεται η επιθεώρηση.
Σιγά-σιγά μπήκαν στο παιχνίδι η Λένα Κιτσοπούλου, ο Κώστας Μανιάτης, η Γλυκερία Μπασδέκη, η Κέλλυ Παπαδοπούλου, ο Κώστας Κωστάκος και ο Γιάννης Αστερής και άρχισαν να μας δίνουν τις δικές τους ιδέες. Τα πρώτα κείμενα είχαν όλα πολλά κοινά, σαν να τους επισκεπτόταν το ίδιο πνεύμα, το ίδιο φάντασμα. Ήταν πολλά κείμενα που έλεγαν περίπου τα ίδια πράγματα και εκεί είδαμε ότι σταδιακά το έργο άρχιζε να παίρνει σάρκα και οστά αν και με πόνο ψυχής αποχωριστήκαμε κάποια από τα τριάντα κείμενα που είχαμε συνολικά».
Ο Φοίβος Δεληβοριάς, όπως και ο Δημήτρης Καραντζάς, ανήκουν στις γενιές που δεν πρόλαβαν την επιθεώρηση στην ακμή της. Η δική τους γενιά είδε περισσότερο τα απομεινάρια ενός σκουριασμένου μηχανισμού, επιθεωρήσεις στην τηλεόραση, το είδος σε παρακμή και κάποιες αφηγήσεις από την τελευταία ανθηρή της περίοδο, αυτήν της Ελεύθερης Σκηνής, να μεταδίδονται ανάμεσα σε νεότερους ως προφορική παράδοση και ως αναμνήσεις μιας εποχής ιδανικής, ανοιχτής και ελεύθερης.
«Όταν πρωτοείδα το Βίρα τις άγκυρες του Σταμάτη Φασουλή ήμουν δέκα χρονών και ήταν μια καθοριστική παράσταση ως προς την απόφασή μου να ασχοληθώ με το θέατρο. Δεν ήταν ακριβώς επιθεώρηση αλλά είχε κάποια μικρά νούμερα. Με αυτή την αφορμή, ψάχνοντας, βρίσκοντας, είδα σε βίντεο κάποιες κασέτες από την Ελεύθερη Σκηνή και κάπως στο μυαλό μου συμπληρώθηκε ένα παζλ. Έτσι αγάπησα αυτό το είδος, θαύμασα τον τρόπο που οι ηθοποιοί μιλάνε ελεύθερα για κάποια πράγματα και ένιωσα ότι ήταν ένα είδος που προσπαθούσε να κάνει κάτι κοινωνικά τη στιγμή που συνέβαινε. Δεν ήταν ένα είδος “πάμε να γελάσουμε με κάποια τυχαία αστεία”, ήταν και μια απόπειρα κριτικής κι αυτό με είχε ενθουσιάσει» λέει ο Δημήτρης Καραντζάς.
«Βεβαίως, μετά είδα από την τηλεόραση μια κακή πλευρά της επιθεώρησης, που αναπαράγει πολύ επικίνδυνες ιδεολογίες και πολύ επικίνδυνους χλευασμούς, κάτι που θέλουμε να αποφύγουμε. Αυτό, μάλιστα, είναι που με έκανε να μη βλέπω τις τρέχουσες επιθεωρήσεις. Εκεί υπάρχει έντονο το στοιχείο του σεξισμού και της βίας και του ρατσισμού εναντίον μειονοτήτων πολλών ειδών και αναρωτιέμαι πόσα χρόνια ακόμα θα είμαστε ως κοινωνίες ήσυχοι και θα γελάμε με αυτά και θα συνεχίζουμε να τρέφουμε το τέρας μέσα από το χαχάνισμα. Εκεί κόπηκε η σχέση μου με το είδος, αλλά δεν με εμπόδισε να το σκεφτώ όταν μας έγινε η πρόταση. Αντιθέτως, με πολλή χαρά κατάλαβα ότι έχει ενδιαφέρον η αποσπασματικότητα του είδους, αν μπορέσεις να βρεις τον τρόπο να είσαι ειλικρινής, να μείνεις πιστός σε κάποιες σκέψεις και ιδέες σου και να μπορέσεις να προκαλέσεις το γέλιο σε μια τέτοια στιγμή, ασκώντας κριτική στα πράγματα. Στη δική μας επιθεώρηση υπάρχει ένας στοχασμός και μια αναρώτηση για όλα αυτά τα διακόσια χρόνια, ανατρέχουμε συνέχεια σε αυτά, μπας και καταφέρουμε να σταθούμε στα πόδια μας μέσα σε αυτήν τη φτώχεια που ζούμε, και δεν εννοώ μόνο την οικονομική».
Έχοντας διαβάσει για τις επιθεωρήσεις του ’50 και νούμερα από τις επιθεωρήσεις της Ελεύθερης Σκηνής σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής, αφού οι γονείς του δεν τον έπαιρναν μαζί τους στο θρυλικό Άλσος Παγκρατίου, για να μην ακούει τις βωμολοχίες, ο Φοίβος άρχισε να γράφει νούμερα τα τελευταία χρόνια για την Ταράτσα και ήρθε πιο κοντά σε κάτι το οποίο θέλει να χαιρετίσει με αγάπη. Στο μυαλό του υπάρχουν η Οδός Ονείρων και η Όμορφη πόλη και αισθάνεται ότι ξεκινάει με κάτι που δεν έζησε, πράγμα που του δίνει μια μεγάλη ελευθερία να κινηθεί και να κάνει αυτά που παρατηρεί, νούμερα με μουσική και πρόζα.
«Όταν έχεις μια θεματική επιθεώρηση που ακουμπάει και σε ένα τόσο ευαίσθητο υπόβαθρο όπως η Ιστορία ή τα εθνικά σύμβολα, διατρέχεις πολλούς κινδύνους να γίνεις φτηνός, εύκολα αποδομητικός, εύκολα καταγγελτικός. Πρέπει να ξέρεις τι βάζεις στη θέση του πράγματος που γκρεμίζεις ή κοροϊδεύεις. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα που το έχουν καταφέρει αυτό, από τα “Παράλογα” του Χατζιδάκι μέχρι τους Μόντι Πάιθονς και τις επιθεωρήσεις της Ελεύθερης Σκηνής και τα κείμενα του Μποστ. Ξέρουμε πολύ καλά πόσο ψηλά είναι ο πήχης που έβαλαν αυτοί οι άνθρωποι, όντες εξαιρετικά τολμηροί στο “κρέμασμα στα μανταλάκια” ορισμένων μύθων, που ταυτόχρονα αντικατέστησαν με άλλους μύθους, πολύ πιο ενδιαφέροντες» λέει ο Φοίβος. Έτσι, ως μουσικός, έφτιαξα ένα κουαρτέτο που είναι καμπαρετζίδικο, με καλούς αυτοσχεδιαστές μουσικούς, ώστε να μπορούμε να αφομοιώνουμε διάφορα είδη ‒αυτό που γίνεται πάντα στην επιθεώρηση‒, ώστε να έχει και ηχητική ταυτότητα συγκεκριμένη η δουλειά μας».
Μια γυναίκα περπατάει μέσω της διαδημοτικής μετακίνησης, που της επετράπη, φτάνει στην ακτή Μιαούλη, έχοντας διασχίσει μια πόλη με ονόματα ηρώων στις πινακίδες, παίρνει κλήση επειδή τρώει σουβλάκι χωρίς μάσκα και εκεί αρχίζει ο μονόλογός της, που βρίζει, συνειδητοποιώντας ότι όλες οι λέξεις που λέει είναι τουρκικές. Ένα αφιέρωμα στο ελληνικό τραγούδι και στον πάντα πονεμένο πρωταγωνιστή του, έναν πεσμένο άνθρωπο που συγγενεύει με όλη τη μιζέρια μας, στο οποίο πρωταγωνιστούν τράπερ και λαϊκές ντίβες με πολύποδες στη φωνή, αλλά μεγάλο ρεπερτόριο αναμνήσεων. Το υπουργείο Πολιτισμού και το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου αναθέτουν, μετά τον Τζέιμς Πάρις, τον τελευταίο σκηνοθέτη του πατριωτικού κινηματογράφου, τρεις ταινίες, αποσπάσματα των οποίων βλέπουμε: στον Γιώργο Λάνθιμο τις Σουλιώτισες, στον Γιάννη Οικονομίδη την Έξοδο του Μεσολογγίου και στον Χριστόφορο Παπακαλιάτη το Διακόσια χρόνια μόνο. Η Ελλάδα υφίσταται ολικό rebranding στο νούμερο «Γκρις ατ ολ», με καλεσμένο τον σπέσιαλιστ Τζόναθαν Όπουλο, ενώ ο Κολοκοτρώνης και ο Καραϊσκάκης αναβιώνουν ένα διχασμό που διαρκεί μέχρι σήμερα. Η αρχαιολατρία, που ξεκινά από τον θαυμασμό μας προτομής, καταλήγει σε μια θεωρία περί της μητέρας όλων των εθνών, που ως τροφός βγάζει από πολεμιστές μέχρι χρυσαυγίτες. Σε ένα από τα πιο λυρικά κείμενα της παράστασης η Γλυκερία Μπασδέκη, σε μια σεάνς όπου οι νεκροί καλούν τους ζωντανούς, εμφανίζει τους ήρωες της Επανάστασης να συνομιλούν με ένα κορίτσι που περιγράφει τι ζωή ζει σήμερα, πόσο χαμένα πήγαν όλα. Τα νούμερα γλιστρούν συνεχώς από το χιούμορ σε μια πιο σκοτεινή και σκληρή περιοχή, ζητώντας από τον θεατή να γίνει κι αυτός μέρος της Ιστορίας, να αλλάζει πρίσμα και οπτική γωνία βλέποντάς τα. Να επιστρέφει στο παρελθόν και να βλέπει καρέ-καρέ όλα τα καλά και τα κακά, μακριά από βαρύγδουπες διατυπώσεις και κηρύγματα.
«Θεωρώντας τον εαυτό μου ελάσσονα καλλιτέχνη, ο οποίος εμπνέεται από τα ελάσσονα πράγματα που θεωρούνται ελαφρά, το να πάρω ένα κατεξοχήν ελαφρύ και συκοφαντημένο θέαμα σαν το κοστούμι μου με κάνει να αισθάνομαι ότι είναι κάτι με το οποίο θα ταιριάξω, ότι θα προσφέρω» μου λέει ο Φοίβος όταν τον ρωτώ αν φοβάται κάτι. Για τον Δημήτρη τα συναισθήματα είναι πολλά, αυτή η σκηνοθετική δουλειά είναι μια πρόκληση μέχρι να βρει τη ζητούμενη ισορροπία, από τη στιγμή που δεν υπάρχει ένα βασικός δραματουργικός άξονας να διατρέχει όλο το έργο αλλά μια πολυμορφία ύφους και σύνθεσης που τον οδηγεί σε μια εντελώς νέα διαδικασία.
«Η χαρά μου», λέει, «ήταν ότι έχω να κάνω με ένα παρόν. Πιάνω θέματα, κείμενα και ζητήματα που είναι κρίσιμα και με τα οποία δεν είχε τύχει ποτέ να έρθω σε επαφή, κάνω σάτιρα ή κριτική με έναν τρόπο που ενδιαφέρει θεατρικά και νοηματικά και δεν ξεπέφτει στο πλαίσιο της χοντρής πλάκας. Αυτό είναι και το δύσκολο και λυτρωτικό μαζί και δικαιώνει αυτό που υπηρετούμε με τρομερή αγάπη αυτήν τη στιγμή, τη μεγάλη ντίβα, την απόλυτη πρωταγωνίστρια, την επιθεώρηση».
1821 - Η επιθεώρηση
Σύνθεση: Φοίβος Δεληβοριάς - Δημήτρης Καραντζάς
Κείμενα: Λένα Κιτσοπούλου, Γιάννης Αστερής, Γλυκερία Μπασδέκη, Κώστας Μανιάτης, Κώστας Κωστάκος, Κέλλυ Παπαδοπούλου και Φοίβος Δεληβοριάς
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς
Πρωτότυπη μουσική: Φοίβος Δεληβοριάς
Σκηνικά: Μαρία Πανουργιά - Μυρτώ Λάμπρου
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Χορογραφία: Ζωή Χατζηαντωνίου
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Βοηθός σκηνοθέτη : Ευδοξία Ανδρουλιδάκη
Κομμώσεις: Κωνσταντίνος Σαββάκης
Βοηθός ενδυματολόγου: Ιφιγένεια Νταουντάκη
Παραγωγή: ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ
Πρωταγωνιστούν: Μίρκα Παπακωνσταντίνου, Eλένη Κοκκίδου, Νίκος Καραθάνος, Γιώργος Γάλλος, Γαλήνη Χατζηπασχάλη, Γιάννης Νιάρρος, Μιχάλης Οικονόμου, Γιάννης Κουκουράκης, Γιάννης Κλίνης, Βάσω Καβαλιεράτου, Πάνος Παπαδόπουλος, Ηλίας Μουλάς, Ιωάννα Πιατά.
Guests: Λυδία Φωτοπούλου, Μαρία Καβογιάννη, Μάρθα Φριντζήλα, Χρήστος Λούλης
Από τις 4/6 στο Βεάκειο Θέατρο
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.