Πηγαίνοντας τις προάλλες να συναντήσω την Ειρήνη Λεβίδη στο σπίτι της, στα Εξάρχεια, δεν ήμουν καθόλου σίγουρη αν ήταν διατεθειμένη ν' ανοιχτεί. Θα μπορούσε κάλλιστα να περιοριστεί στην εμπειρία της από τη διαχείριση του Θεάτρου της Oδού Κυκλάδων, να κάνει έναν απολογισμό των πρωτοβουλιών της νέας Σκηνής στη μετά τον Βογιατζή εποχή, να σταθεί στις φετινές συμπαραγωγές του θεάτρου με το Φεστιβάλ Αθηνών, να μοιραστεί ενδεχομένως κάποια από τα μελλοντικά της σχέδια. Λίγα θα 'ταν; Ας ξεκινήσουμε μ' αυτά, σκεφτόμουν, και βλέπουμε. Στην πίσω άκρη του μυαλού μου, πάντως, στριμώχνονταν ένα σωρό ερωτήματα. Πώς ήταν η ζωή της πλάι σ' έναν από τους σημαντικότερους θεατρανθρώπους που έβγαλε αυτή η χώρα; Πώς έγινε και οι τροχιές τους διασταυρώθηκαν; Ποια ήταν η δική της διαδρομή ως τότε; Ποιές άλλες προσωπικότητες τη σημάδεψαν; Κι ακόμα, σε ποιες ακριβώς επιθυμίες του επί δεκαετίες συντρόφου της μένει πιστή;
Δυο ώρες και κάτι αργότερα οι περισσότερες από τις απορίες μου είχαν λυθεί. Στην πορεία της κουβέντας φάνηκε πως και οι δυο μας (σωτήρια σύμπτωση) είχαμε πρωτοαντικρίσει τον Λευτέρη στο ίδιο θέατρο, το Καλουτά, σε έργο του Κορνάρου, σε μια παραγωγή που άφησε εποχή: στον Ερωτόκριτο, που παρουσίασε μέσα της δεκαετίας του '70 με το Αμφιθέατρό του ο Σπύρος Ευαγγελάτος, εκεί όπου ο Βογιατζής, νέος, πανέμορφος και απαστράπτων, κρατούσε τον ρόλο του Ποιητή. Για κάποιον αμύητο ακόμα στην τέχνη του θεάτρου, η μαγεία, το τράνταγμα εκείνης της παράστασης ήταν ικανά να τον συνοδεύουν μια ζωή. Η Ειρήνη Λεβίδη, εντούτοις, όταν η ίδια φοιτούσε στη Σορβόννη και ο τότε άντρας της, ο ζωγράφος Αλέκος Λεβίδης, είχε αρχίσει να σπουδάζει σκηνογραφία στο Θέατρο των Εθνών στο Παρίσι, είχε παρακολουθήσει μαζί του ό,τι σημαντικό και πρωτοποριακό γινόταν στις μεγάλες ευρωπαϊκές σκηνές. Και από εκείνη την παράσταση, η ίδια, πάνω απ' όλα, τον Ποιητή κράτησε...
Η κρίση που περνάμε, η φτώχεια, δημιουργούν εκ των προτέρων και αναγκαστικά σχεδόν μειωμένες απαιτήσεις, ακόμα και από την πλευρά των καλλιτεχνών.
«Με τον Ποιητή έμεινα άναυδη! Ιδέα, όμως, δεν είχα για ποιος τον ερμήνευε, ούτε τ' όνομά του, ούτε τίποτα. Θα περνούσε καιρός μέχρι να κάνω τη σύνδεση... Αρχές της δεκαετίας του '80, κι ενώ έχω χωρίσει με τον Αλέκο, ακολουθώντας μια φίλη μου στον κινηματογράφο, βλέπω τον Λευτέρη στο Μελόδραμα του Παναγιωτόπουλου. "Αυτόν μάλιστα, τον θέλω!" θυμάμαι να της λέω. "Αυτόν, μπορείς να μου τον γνωρίσεις"; Και τη Σπασμένη Στάμνα, άλλωστε, πριν συστηθούμε την είχα δει. Με είχε πάει ο Βίκτωρ Αρδίττης, που συμμετείχε στην ομάδα ως βοηθός σκηνοθέτη, και είχα ξετρελαθεί. Μετά την παράσταση, είχα βγει με δύσκολους φίλους κι όλο το βράδυ, με πάθος, "έχουμε εξαιρετικό θέατρο" τους διαβεβαίωνα. Με τον Λευτέρη γνωριστήκαμε τον Ιούλιο του 1982. Εκείνη την περίοδο, έπειτα από πρόσκληση του Μάνου Χατζιδάκι –άλλη μεγάλη αγάπη κι αυτή!– δούλευα στο Τρίτο Πρόγραμμα. Σχεδόν αμέσως του πρότεινα συνεργασία σε μια εκπομπή όπου διαβάζαμε λιμπρέτα και τα σχολιάζαμε – "Πεθαίνω από έρωτα" ήταν ο τίτλος της. Η συνάντησή μας ήταν ένα συνομολογημένο coup de foudre, από τότε γίναμε αχώριστοι. Κι όπως όλες οι πραγματικές σχέσεις του Λευτέρη, έτσι και η δική μας ήταν από πολύ νωρίς συγκρουσιακή»...
Γεννημένη στα μέρη της ελληνικής διασποράς, στη Βραΐλα της Ρουμανίας, μέσα σ' ένα σόι εμπόρων εγκατεστημένων εκεί από το 1820, η Λεβίδη βρέθηκε στην Αθήνα στα τέσσερά της, ακολουθώντας τους γονείς της που, «πρόσφυγες, με τα στρώματα στην πλάτη», επιχειρούσαν μια νέα αρχή στην Ελλάδα του '50. Ο πατέρας της, απόφοιτος της Ροβερτείου Σχολής της Κωνσταντινούπολης, με σπουδές νομικών στην Οξφόρδη («ο θάνατος του παππού μου στάθηκε εμπόδιο να τις ολοκληρώσει»), πολύγλωσσος κι ευρυμαθής, «ήταν πεπεισμένος πως για προκόψεις, ένα ήταν το χαρτί, η μόρφωση. Με το που κατάφερε, λοιπόν, να στεριώσει επαγγελματικά, με έγραψε σ' ένα από τα καλύτερα ιδιωτικά σχολεία της εποχής, στου Μακρή, δίνοντας τα μισά απ' όσα έβγαζε για δίδακτρα».
Τότε ήταν που η ίδια βίωσε την πρώτη και «τραυματική» θεατρική της εμπειρία: «Εννιά χρονών, στα γενέθλιά μου, έστησα μια παράσταση βασισμένη στο Κοριτσάκι με τα σπίρτα. Το δωμάτιο του σπιτιού που νοικιάζαμε συνήθως έτυχε να 'ναι άδειο και ό,τι υπήρχε μέσα, το κρεβάτι, το μπαούλο, τα πολύχρωμα κουρέλια, όλα τα αξιοποίησα. Ενώ όμως καταχειροκροτήθηκα από τους συμμαθητές μου, η μαμά μου με κατσάδιασε. "Μας ντρόπιασες! Τρόμαξαν οι νταντάδες των παιδιών με τη μιζέρια μας που έβγαλες στη φόρα. Μη τον ξανακάνεις ποτέ!". Δεν χρειάστηκε. Στο Αμερικανικό Κολέγιο που πήγα έπειτα με υποτροφία υπήρχαν θεατρικές ομάδες, γίνονταν συνεχώς παραστάσεις, χόρτασα. Μία από τις αποφοίτους, μάλιστα, η Μάγια Λυμπεροπούλου, είχε αποκτήσει διαστάσεις θρύλου, καθώς, κοριτσάκι ακόμα, είχε αναδειχτεί σε πρωταγωνίστρια του Θεάτρου Τέχνης, ερμηνεύοντας την Κάθριν στο Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι του Ουίλιαμς. Έτρεξα να τη δω κι έτσι ανακάλυψα τον Κουν. Εγώ, πάντως, ούτε που είχα διανοηθεί να γίνω ηθοποιός. Ήθελα να γίνω επιστήμων!».
Ανάμεσα στη Φιλοσοφική και στη Νομική διάλεξε τη δεύτερη, αλλά για λίγο. «Μετά το πρώτο έτος συνειδητοποίησα πως δεν υπήρχε εκεί μέλλον για μένα. Σκέφτηκα να πάω στο Παρίσι, όπου ζούσε ο θείος μου. Chambre de bonne έχετε, του έγραψα. Βonne, όμως, φαντάζομαι πως δεν έχετε. Να έρθω; Έχουμε και απ' τα δυο, μου απάντησε, αλλά μην ανησυχείς, έλα και θα σου πληρώνω το νοίκι εγώ. Πήγα τρέχοντας –εδώ είχαμε χούντα–, αποφασισμένη να γραφτώ στο Κόμμα και να σπουδάσω Φιλοσοφία. Ο Νίκος Πουλαντζάς, με τον οποίο με έφερε σ' επαφή μια φίλη μου, προσπάθησε να με αποτρέψει. "Η κατάσταση είναι φριχτή", μου είπε για το ΚΚΕ, "δεν περιμένεις μήπως καταφέρουμε και το ανανεώσουμε"; Δεν περίμενα, μπήκα την ώρα της διάσπασης. Όσο για τις σπουδές, "τη φιλοσοφία στην εποχή μας την λέμε κοινωνιολογία" μου εξήγησε ο Πουλαντζάς. Και με έπεισε!».
Στην Αθήνα επέστρεψε το 1971, μ' ένα μωρό στην αγκαλιά και μια αποστολή: να διευθύνει με τον Λεβίδη ένα βιβλιοπωλείο που θα λειτουργούσε και ως κέντρο ενημέρωσης και διάδοσης των ιδεών της ανανεωτικής αριστεράς. Ο λόγος για τη Στροφή, στη στοά «Κεντρικόν» της Σταδίου, πόλο έλξης για πολλά νέα παιδιά που όχι μόνο ρουφούσαν ό,τι καλό ερχόταν από την Ευρώπη –λογοτεχνικά περιοδικά, πολιτικές επιθεωρήσεις, κοινωνιολογικές μελέτες– αλλά εργάζονταν κιόλας στο βιβλιοπωλείο εθελοντικά.
«Οκτώ χρόνια κράτησε αυτή η ιστορία» λέει η Λεβίδη. «Μετά τη Μεταπολίτευση, όμως, βγήκε στην επιφάνεια όλη η misericordia ορισμένων στελεχών του ΚΚΕ εσ. που ήθελαν να 'χουν άποψη για το τι θα βάζουμε μέσα, τι θα μπαίνει στη βιτρίνα κ.ο.κ. Φρόντισαν, μάλιστα, ν' ανοίξουν ένα άλλο, άθλιο, αμιγώς κομματικό βιβλιοπωλείο, κι αυτό μας στενοχώρησε πολύ. Όταν χωρίσαμε με τον Αλέκο –από τα 14 ήμασταν μαζί–, δεν μου 'κανε καρδιά να συνεχίσω τη Στροφή μόνη μου. Και πάνω κει, μου 'ρχεται ένας συμπαθής κύριος με ένα ραβασάκι από τον Χατζιδάκι που βρισκόταν στην Αθήνα και ήθελε, λέει, να με δει. Με τον Μάνο και την παρέα του –τον Νίκο Κούνδουρο, την Ειρήνη Παππά και άλλους πολλούς– είχαμε γνωριστεί στη Ρώμη το καλοκαίρι του '70 και είχαμε κάνει υπέροχες συζητήσεις ξενυχτώντας στην πλατεία του Τραστέβερε. Χάρηκα πολύ τα χρόνια στο Τρίτο και ήταν μεγάλη τιμή για μένα το ότι με κάλεσε έπειτα και στο Τέταρτο. Δημιουργικότητα, ελευθερία και αναθεώρηση, αναστοχασμός, να τι διέπνεε εκείνη τη συνεργασία. Έτσι ήταν κι ο Λευτέρης. Μόνο στις συνεντεύξεις του ν' ανατρέξεις, θα δεις ότι δεν άφηνε λέξη που να μην ανατρέψει κι επαναπροσδιορίσει το νόημά της. Το άφηνε πάντα ανοιχτό και αιωρούμενο».
Η Ειρήνη Λεβίδη έχει στο ενεργητικό της δύο μόνο «συγγραφικές» –δικά της τα εισαγωγικά– απόπειρες: τη συλλογή με συνταγές Κολοκύθια με ρίγανη με ζωγραφιές του γιου της Βλαδίμηρου (Libro, 1997) και τη Γιορτή του τραπεζιού σε συνεργασία με τον φίλο της Δημήτρη Ποταμιάνο (Πατάκης, 1999). Ωστόσο, στο θέατρο, κοντά στον Λευτέρη Βογιατζή, ανάμεσα σε άλλα, ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το εκδοτικό μέρος της δουλειάς. Συνέβαλε στα προγράμματα των Αγροίκων και της Συμφοράς από το πολύ μυαλό και από το 1988 που δημιουργήθηκε η «νέα Σκηνή» ανέλαβε την ευθύνη όλων των εκδόσεων του θεάτρου. Η θορυβώδης διάσπαση της ομάδας, τότε είχε δώσει άφθονη τροφή στους θεατρικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους και, αλίμονο, κάποια χάσματα δεν γεφυρώθηκαν ποτέ. Προσπάθησε, άραγε, η ίδια να επηρεάσει τη στάση του Βογιατζή;
Δεν έχει φύγει ο Λευτέρης... Μια τόσο έντονη, αυθεντική και πολυσχιδής προσωπικότητα σαν τη δική του απλώνει τις ρίζες της σε πολλές καρδιές. Οι ρίζες που άπλωσε ο Λευτέρης είναι βαθιές, ανθεκτικές, ζωογόνες.
«Οι ψυχικές εντάσεις του Λευτέρη», απαντάει, «ήταν υψηλών τάσεων και συχνά δυσβάσταχτες. Ένας ακόμα λόγος που δυσκόλευε τα πράγματα ήταν ότι ο ίδιος προχωρούσε στα σκοτεινά, όπως έλεγε χαρακτηριστικά. Ζώντας, λοιπόν, κοντά του, συνειδητοποίησα ότι αυτές οι εντάσεις ήταν σύμφυτες με την καλλιτεχνική του υπόσταση και ότι η όποια δική μου παρέμβαση μόνο κακό θα προκαλούσε... Ήταν πάρα πολύ ευαίσθητος ο Λευτέρης, πολύ ευπαθής. Διατηρούσε και καλλιεργούσε την πολυθρύλητη παιδικότητά του, όντας διαρκώς σε μια κατάσταση πνευματικής και καλλιτεχνικής εγρήγορσης. Έδιωχνε τις σκόνες από πάνω του με κόπο, ακόμα και με σύγκρουση. Έκανε ασκήσεις πνευματικής και καλλιτεχνικής ετοιμότητας, σχεδόν συνειδητά, νομίζω. Προετοιμαζόταν ψυχικά για τη δημιουργία μικρών θαυμάτων».
Το θέατρο στο οποίο μεγαλούργησε ο Βογιατζής, αυτό το θέατρο που «το αγάπησε και το μίσησε ατέλειωτα», δεν χρειαζόταν διαδόχους, επιμένει η Λεβίδη. «Κανέναν διάδοχο, ούτε τον πιο αγαπητό! Η εμπειρία ανάλογων καταστάσεων διεθνώς ήταν αποκαρδιωτική και προς αποφυγήν. Οι διάδοχοι, αν και όταν υπάρξουν, όπως και ο Λευτέρης, θα αναδειχτούν αυτοφυείς». Απ' τη μεριά της, βέβαια, ήταν αποφασισμένη να μην αφήσει το θέατρο σε τυχαία χέρια. Και οδηγός της, όπως τονίζει, ήταν τα ίδια τα λόγια του συντρόφου της.
«Όταν ακόμα ο ίδιος ήλπιζε πως κάποια στιγμή θα του παραχωρηθεί ένα θέατρο ανάλογο με την αξία του, για να μπορεί να ανεβάσει τα έργα που ήθελε, όπως τα ήθελε, είχε δηλώσει ρητά: "Ευτυχώς, το Κυκλάδων έχει κριθεί διατηρητέο κι εγώ θα το κρατήσω, και όταν πάω σε άλλο θέατρο. Θα βάλω να παίξουν κάποιοι καλοί νέοι αλλά κι εγώ ο ίδιος, όταν το έργο απαιτεί μια τέτοια σκηνή". Αυτό ήταν και για μένα το ζητούμενο: να μείνει το θέατρο ανοιχτό και ζωντανό, πιστό στην παράδοση του υψηλού καλλιτεχνικού ήθους μέσα από νέες ευαισθησίες. Η συμβολή του Μένη Κουμανταρέα στη συγκεκριμένη υπόθεση ήταν καθοριστική. Ο Μένης γνώριζε πολύ καλά τον Λευτέρη. Τον Μένη είχε ζητήσει να δει στο νοσοκομείο ο Λευτέρης όταν ένιωσε ότι... Γιατί ο Μένης ήταν γενναίος κι ευθύς και του είχε σταθεί αταλάντευτα σε δύσκολες καμπές της ζωής του. Έτσι μου στάθηκε κι εμένα. Αποφασίσαμε, λοιπόν, να παραχωρούμε το θέατρο σε νέους ανθρώπους που διαθέτουν και το πάθος και τη συγκρότηση που αυτή η τέχνη απαιτεί».
Φιλοδοξία της, τώρα, είναι να καταξιωθεί και θεσμικά το Θέατρο της οδού Κυκλάδων ως «έπαθλο» και «εφαλτήριο» για άξιους δημιουργούς της νέας γενιάς. Μέχρι, δε, να συμπληρωθεί τριετία από τον θάνατο του Λευτέρη Βογιατζή, ευελπιστεί πως θα 'χουν εξασφαλιστεί και οι πόροι που χρειάζονται γι' αυτό. Όπως διαπιστώνει η ίδια, παρατηρώντας το θεατρικό τοπίο, «ελλοχεύει ένας κίνδυνος. Η κρίση που περνάμε, η φτώχεια, δημιουργούν εκ των προτέρων και αναγκαστικά σχεδόν μειωμένες απαιτήσεις, ακόμα και από την πλευρά των καλλιτεχνών. Σωστό είναι να κάνουμε θέατρο μΕ αυτά που έχουμε. Επειδή όμως έχουμε λίγα, αναγκαζόμαστε να δουλεύουμε διπλά. Και καθώς δουλεύουμε διπλά, χωρίς να πληρωνόμαστε, εξαιτίας της κούρασης και της ανέχειας, σιγά-σιγά υποχωρούμε. Κάπως έτσι ανοίγει ο δρόμος για αυθαιρεσίες και προχειρότητες. Βλέπω συχνά να υιοθετείται ένα ύφος που εμφανίζεται ως πρωτοποριακό, ενώ στην πραγματικότητα είναι απλώς πρόχειρο. Γι' αυτό κι ενθαρρύνω τους συνεργάτες μου να μην κάνουν πίσω! Όσοι συνεργάζονται με τη νέα Σκηνή ξέρουν ότι δεν μας περισσεύουν τα χρήματα, αλλά είμαστε διατεθειμένοι να πάμε τελείως κόντρα στα ήθη της εποχής και να τους εξασφαλίσουμε επαρκείς συνθήκες εργασίας. Οι ώρες των προβών είναι απεριόριστες. Υπογράφονται τρίμηνες συμβάσεις με τις πρόβες μέσα, δεν υπάρχουν περιορισμοί στη διαμόρφωση του σκηνικού χώρου, και όλοι στο θέατρο, από τον ηλεκτρολόγο ως τον φροντιστή, είναι πρόθυμοι να κάνουν υπερβάσεις σε χρόνο και κόπο ώστε ο σκηνοθέτης να πλησιάσει με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια τον στόχο του».
Αφοσιωμένη ψυχή τε και σώματι στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων, η Λεβίδη, κάθε βράδυ που παίρνει τον δρόμο για την Κυψέλη, είναι σαν να πηγαίνει να συναντήσει τον Βογιατζή ξανά. «Δεν έχει φύγει ο Λευτέρης» λέει. «Μια τόσο έντονη, αυθεντική και πολυσχιδής προσωπικότητα σαν τη δική του απλώνει τις ρίζες της σε πολλές καρδιές. Οι ρίζες που άπλωσε ο Λευτέρης είναι βαθιές, ανθεκτικές, ζωογόνες. Δεν έχει φύγει, και δεν το λέω τυπικά. Έχει αφήσει τόσους ανοιχτούς λογαριασμούς με τους καλούς του συνεργάτες και με τους ανθρώπους που αγάπησε και τον αγάπησαν, που η ενασχόληση μαζί του, μέσα στον καθένα από μας, είναι αναπότρεπτη. Φυσικά και είναι μαζί μας κάθε βράδυ, όχι μόνο στο θέατρο αλλά σε κάθε γωνιά της ζωής μας, όπου είχε παρεισφρήσει. Και καθώς ο ίδιος δεν ησύχαζε ποτέ, ήταν κι ο άνθρωπος που δεν θ' άφηνε κι εσένα ήσυχο... Ξέρεις, οι γονείς του, ο Παναγιώτης Βογιατζής και η Μαρία Βαζαίου, χάθηκαν το '95 με δεκαπέντε μέρες διαφορά. Κάποιους μήνες αργότερα, μπορεί και χρόνια, κι ενώ κρέμαγε το μπουφάν του στην κρεμάστρα, γύρισε και μου είπε, πάρα πολύ σοβαρά: «Λοιπόν, το έχω αποφασίσει: η μάνα μου κι ο πατέρας μου δεν πέθαναν, απλώς τυχαίνει να μην τους βλέπω». Έτσι κι εγώ, τυχαίνει που δεν τον βλέπω... Πιο κει, στέκει το βάραθρο... Τώρα, λοιπόν, όπως επί τριάντα συναπτά έτη, έχω πολλές δουλειές με το θέατρο. Πρέπει να τρέξω κι ο Λευτέρης με κυνηγάει...».
Αυτή την εποχή στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων-Λευτέρης Βογιατζής, όπως ονομάζεται πλέον, παίζεται μια παραγωγή του θεάτρου, ο Φαέθων του Δημήτρη Δημητριάδη, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά, ενώ μετά το Πάσχα η νέα Σκηνή, σε συμπαραγωγή με το Φουγάρο του Ναυπλίου, θα παρουσιάσει για πρώτη φορά στην Αθήνα το έργο του Βέλτσου, Σχέδιο για Ιφιγένεια - Σχέδιο για Ηλέκτρα σε σκηνοθεσία Γ. Λεοντάρη. Το καλοκαίρι, θα μετακομίσει στο Φεστιβάλ Αθηνών με δυο συμπαραγωγές: το ελισαβετιανό έργο ανωνύμου Ο Άρντεν πρέπει να πεθάνει, σε μετάφραση Νίκου Χατζόπουλου, σκηνοθεσία Χάρη Φραγκούλη και σκηνικά Αργύρη Πανταζάρα, και το Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου με τη μορφή μονολόγου και διασκευή Παντελή Δεντάκη και Θάνου Τοκάκη, με σκηνοθέτη τον πρώτο κι ερμηνευτή τον δεύτερο. Στο δε μεσοδιάστημα, αν όλα πάνε κατ' ευχήν, θα πραγματοποιηθεί μια διημερίδα-αφιέρωμα σε όλες τις δημιουργικές πλευρές του Βογιατζή υπό την αιγίδα του Πανεπιστημίου Αθηνών, τη φροντίδα του Πλάτωνα Μαυρομούστακου και τη συμμετοχή πολλών Ελλήνων και ξένων ομιλητών.
σχόλια