Με μαύρη μπλούζα, μαύρο κολάν, μαύρες αρβύλες και ένα κέικ σοκολάτα στο χέρι. Έτσι ήρθε η Καίτη Κωνσταντίνου στην οικία μου για τη συνέντευξη που θα διαβάσετε. Εν ολίγοις, καμία σχέση με τη διαβολική μεγαλοκυρία Σωσώ από τα τηλεοπτικά «Εγκλήματα». Κι εγώ, που δεν συνηθίζω να κάνω συνεντεύξεις στον χώρο μου, την κέρασα τσάι μήλο και κανέλα για να ζεστάνω το ήδη ζεστό κλίμα. Σύντομα κατάλαβα πως η δημοφιλής ηθοποιός δεν αποποιείται τα, ομολογουμένως, σημαντικά πράγματα που έχει κάνει στην τηλεόραση. Τα πολλά «όχι» που είπε τα αμέσως επόμενα χρόνια και περίπου μια διετία αποχής την οδήγησαν σε έναν ρόλο που θα αποτελούσε πρόκληση για κάθε συνάδελφό της: αυτόν του Ριχάρδου, του σαγηνευτικού και αιμοβόρου ήρωα του Σαίξπηρ, στην παράσταση που σκηνοθετεί ο Τάκης Τζαμαργιάς για το Σύγχρονο Θέατρο.
Η τηλεόραση μπορεί να σε καλουπώσει, ειδικά όταν κάποιοι ρόλοι αγαπιούνται από τον κόσμο. Εγώ πέρασα ωραία στην τηλεόραση, έκανα καλά πράγματα και νομίζω ότι υπάρχει ως έναν βαθμό ένας ρατσισμός απέναντί της. Ακούω να λένε συχνά «τηλεοπτική ηθοποιός» και δεν καταλαβαίνω τι σημαίνει. Είναι ένα μέσο πάρα πολύ δύσκολο, όπου μπορεί κάποιος να δει έναν καλό ηθοποιό του θεάτρου να είναι κακός και το αντίστροφο.
Η Καίτη Κωνσταντίνου δεν θεωρεί ότι καινοτομία της παράστασης είναι η ίδια, μια γυναίκα, που θα υποδυθεί έναν άντρα. Αυτό −το λέει με βεβαιότητα− ο θεατής θα το ξεχάσει απ’ τα πρώτα κιόλας λεπτά του έργου. Προτιμά να μιλήσει για την αγάπη, στοιχείο με το οποίο σμιλεύθηκε η συγκεκριμένη δουλειά από τον σκηνοθέτη της και τους υπόλοιπους έξι ηθοποιούς της ομάδας. Εν μέσω προβών και δύο εβδομάδες πριν από την πρεμιέρα, λοιπόν, συνομίλησα με την Καίτη Κωνσταντίνου για τη γενέτειρά της, το Αίγιο, τις σπουδές της στο Θέατρο Τέχνης, τα ανατρεπτικά «Εγκλήματα», τη συντηρητική νέα ελληνική τηλεόραση, τη σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα και, φυσικά, για το σαιξπηρικό έπος «Ριχάρδος Γ’», με το οποίο, υποσυνείδητα, ενδεχομένως να χτίζει την υστεροφημία της.
—Έχετε καταγωγή από το Αίγιο και σκεφτόμουν ότι σας ταιριάζει το λεγόμενο «μπαλκόνι του Κορινθιακού».
Ίσως, ναι, μ’ αυτή την εκπληκτική παραλία με τις παλιές αποθήκες όπου είχε γυρίσει ταινία ο Θόδωρος Αγγελόπουλος και που μετά κατέστρεψαν με τα μαγαζιά και τα μπαρ τους. Εκεί μεγάλωσα, από κει ήρθα στην Αθήνα όταν πέρασα στη Φιλοσοφική. Για την ακρίβεια, είμαι από τη Ροδοδάφνη, ένα χωριό 4 χιλιόμετρα έξω από το Αίγιο.
—Πηγαίνετε ακόμα;
Πηγαίνω πολύ συχνά, γιατί έχω και τη μαμά μου εκεί... Τώρα που το λέτε, δεν ξέρω αν μου ταιριάζει η πόλη αυτή, αλλά, γενικά, μου πάει πολύ η θάλασσα. Είχαμε το σπίτι ακριβώς μπροστά στη θάλασσα, σε μια παραλία που λεγόταν Άκολη, γιατί τα νερά, υποτίθεται, δεν είχαν πάτο. Νιώθω δεμένη με το μέρος αυτό κι αν δεν πάω τα καλοκαίρια, με πιάνει στερητικό σύνδρομο.
—Ένας δρόμος, μια γωνιά, ένα οίκημα, θα μπορούσαν να σας πάνε πίσω στην παιδική σας ηλικία;
Γενικά, δεν ανατρέχω πολύ στην παιδική μου ηλικία. Κάποια πράγματα έχουν εγγραφεί μέσα μου, αλλά δεν κάθομαι να αναπολήσω ή να πω «όταν ήμουν...». Αναμνήσεις υπάρχουν, φυσικά, χωρίς να το επιδιώκω.
—Ίσως γιατί είστε νέα ακόμη στην ηλικία.
Μπορεί, μπορεί. Αργότερα ίσως να το πάθω.
—Είστε αριθμομνήμων, θυμάστε τα τηλέφωνα των φίλων σας;
Παλιά ήξερα πολλά τηλέφωνα απ’ έξω. Τώρα, με τα κινητά, βάζεις τα ονόματα και σου βγάζει ο κατάλογος τα νούμερα. Σαφώς, όμως, θυμάμαι τα νούμερα κολλητών φίλων που είναι στην καθημερινότητά μου.
—Δεν σας βρίσκουμε στο facebook με προσωπικό λογαριασμό.
Όχι, δεν τα πάω καλά μ’ αυτά. Φέτος έκανα μια σελίδα μόνο λόγω της παράστασης. Δεν μου αρέσει το facebook, το βλέπω ως έναν ακόμη έλεγχο στη ζωή μας, έναν επιπλέον βραχνά.
—Είπατε ότι περάσατε στη Φιλοσοφική. Αυτή ήταν η επιδίωξή σας;
Όχι, είχα τελείως διαφορετικό προσανατολισμό. Για Ιατρική πήγαινα, αλλά κάτι έγινε με το εκπαιδευτικό σύστημα τότε και είπα να ασχοληθώ με τα φιλολογικά. Τελείωσα κανονικά τη Φιλοσοφική, και μάλιστα δίδαξα για δύο χρόνια, ένα στον Βύρωνα κι άλλο ένα στο Μαρούσι. Την πρώτη χρονιά ενθουσιάστηκα με το καθηγητιλίκι −είχα τελειώσει και το Τέχνης παράλληλα− και είπα «αυτήν τη δουλειά θα κάνω». Τη δεύτερη χρονιά, όμως, βαρέθηκα και στράφηκα αποκλειστικά στο θέατρο. Είχα το μικρόβιο.
—Ποιοι ήταν οι καθηγητές σας στο Θέατρο Τέχνης;
Ο Κουγιουμτζής, ο Λαζάνης, ο Δεγαΐτης, ο Καρατζογιάννης κ.ά. Εξετάσεις, όμως, έδωσα στον ίδιο τον Κουν. Πολύ ιδιαίτερος άνθρωπος! Πέθανε δύο χρόνια μετά, ερχόταν όμως και επέβλεπε ένα έργο που σκηνοθετούσε ο Γιώργος Αρμένης και στο οποίο εγώ συμμετείχα.
—Ένα δέος θα το νιώθατε απέναντί του, φαντάζομαι.
Δεν μπορούσες να μη νιώθεις δέος απέναντι σ’ αυτό τον άνθρωπο! Πριν μπούμε στο Τέχνης, λέγαμε «Κάρολος Κουν» κι ακουγόταν μυθικό. Μου έτυχε να παίξω και σε έργο που σκηνοθέτησε ο ίδιος, στον Χορό, ως μαθήτρια της σχολής. Ήταν αυστηρός άνθρωπος, επίσης. Περάσαμε κι εμείς τα γνωστά ως μαθητές του, «μην πηγαίνετε εδώ», «μη βγαίνετε εκεί» κ.λπ. Δούλευες μαζί του και ήταν σαν να βρίσκεσαι σε εκκλησία.
—Κρατήσατε φιλίες από εκείνα τα χρόνια;
Βέβαια, τις πιο δυνατές! Τη Μαρία Καβογιάννη, ας πούμε. Ξέρετε, εμένα τότε, όπως και τα άλλα τα παιδιά νομίζω, δεν με ένοιαζε αν θα κάνω καριέρα και όλα αυτά που μπορεί να απασχολούν έναν νέο άνθρωπο. Θέλαμε μόνο να κάνουμε όμορφα, δημιουργικά πράγματα.
—Διαβάζατε; Σας ρωτάω, καθώς είμαι της γνώμης ότι αρκετοί νέοι ηθοποιοί δεν διαβάζουν πολύ σήμερα.
Κατάλαβα πώς το λέτε. Ναι, διαβάζαμε. Καλό είναι να ενημερώνεσαι όχι μόνο για τη λογοτεχνία αλλά και για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Δηλαδή, τώρα, με τις πρόβες για τον «Ριχάρδο», θεωρώ ότι έχασα αρκετά στο κομμάτι της ενημέρωσης για πράγματα που με ενδιέφεραν. Ευτυχώς, όμως, που με αφορμή τον «Ριχάρδο» φρόντισα να έρθω σε επαφή με έργα τέχνης που σχετίζονταν κατά κάποιον τρόπο μαζί του.
—Είδατε μήπως και τη «Μεγάλη Χίμαιρα» του Ρενουάρ, μια ταινία του 1937; Κατά ένα μέρος συνδέεται με τον σαιξπηρικό «Ριχάρδο», αφού εκεί οι αριστοκράτες ή οι «βασιλιάδες», αν θέλετε, συνειδητοποιούν τη θνητότητα της καταγωγής τους.
Όχι, δεν την είδα αυτή την ταινία, δυστυχώς. Είναι τόσο δύσκολο πια να βρεις παλιές καλές ταινίες! Τα βιντεοκλάμπ δεν τις έχουν, από το Ιnternet, επίσης, δεν είναι εύκολο να κατεβάζω ό,τι θέλω, άρα ενημερώνομαι από φίλους και κάνω ό,τι μπορώ.
—Ελπίζω να μη μου θυμώσετε τώρα που θα σας πάω στην τηλεόραση. Καλώς ή κακώς, από κει γίνατε ευρέως γνωστή.
Όχι, δεν είναι «κακώς» για μένα. Η τηλεόραση μπορεί να σε καλουπώσει, ειδικά όταν κάποιοι ρόλοι αγαπιούνται από τον κόσμο. Εγώ πέρασα ωραία στην τηλεόραση, έκανα καλά πράγματα και νομίζω ότι υπάρχει ως έναν βαθμό ένας ρατσισμός απέναντί της. Ακούω να λένε συχνά «τηλεοπτική ηθοποιός» και δεν καταλαβαίνω τι σημαίνει. Είναι ένα μέσο πάρα πολύ δύσκολο, όπου μπορεί κάποιος να δει έναν καλό ηθοποιό του θεάτρου να είναι κακός και το αντίστροφο. Ένα μέσο ακόμη που μας έδωσε την ευκαιρία να κάνουμε και όμορφα και άσχημα πράγματα. Παντού, όμως, συμβαίνει αυτό.
—Απλώς, τηλεόραση υπάρχει σε κάθε σπίτι και ο άλλος, με ένα απλό ζάπινγκ, θα σε δει θέλει-δεν θέλει.
Βέβαια, είναι πιο fast food η τηλεόραση. Δεν έχει χρόνο προετοιμασίας, δεν έχει βάθος στους χαρακτήρες, ό,τι προλάβεις να βγάλεις μόνος σου από επεισόδιο σε επεισόδιο! Απαιτεί μια γρηγοράδα, που, αν δεν μπεις μέσα σ’ αυτή, το ’χεις χάσει το παιχνίδι.
—Έχετε παίξει και στον κινηματογράφο...
Σε λίγες ταινίες, κάποιες μικρές εμφανίσεις. Μου άρεσε!
—Πώς σας φάνηκε το αποτέλεσμα συγκριτικά με την τηλεόραση;
Διαφορετικό κάπως. Στην τηλεόραση, ενώ υπάρχει η ταχύτητα, άμα κάνεις ένα λάθος, λες «θα το ξαναπάμε». Στο σινεμά δεν υπάρχει αυτό, προσέχεις περισσότερο.
—Εγώ, πάντως, σας προσέχω τώρα που μιλάτε και αν υποτεθεί πως τα «Εγκλήματα» προβάλλονταν το 2000, 16 χρόνια πίσω, μοιάζετε νεότερη σήμερα. Πώς το καταφέρνετε;
Μου το έχουν πει πολλοί: «Δεν έχεις καμία σχέση με τη Σωσώ, εσύ είσαι πιο νέα» (χαμογελάει). Δεν κάνω τίποτα εγώ, απλώς ίσως το μακιγιάζ και το ντύσιμο της Σωσώς ήταν πιο μεγαλίστικα.
—Η επιτυχία της σειράς «Εγκλήματα» ήταν το φαρμακερό σενάριο;
Οι εντυπώσεις γι’ αυτήν τη σειρά είχαν κερδηθεί προτού διαβάσω το σενάριο και θα σας εξηγήσω γιατί. Ήμασταν τότε μια ομάδα ηθοποιών που παίζαμε στο θέατρο Αποθήκη: εγώ, η Υρώ Μανέ, ο Κόκλας, ο Χατζηπαναγιώτης, όλοι εκτός της Καβογιάννη. Ανεβάσαμε για πρώτη χρονιά το έργο «Ο Άι-Βασίλης είναι σκέτη λέρα» κι αργότερα το «Αναμείνατε στο ακουστικό σας» σε διασκευή του Θοδωρή Πετρόπουλου. Ο Πετρόπουλος, λοιπόν, αποφάσισε να κάνει ένα σίριαλ με όλους εμάς.
—Από μια παρέα ξεκίνησαν όλα.
Ακριβώς. Την ιδέα ακούσαμε αρχικά και είπαμε «α, ωραία», αλλά όταν ήρθαν τα πρώτα σενάρια, είπαμε «αμάν, τι καταπληκτικό πράγμα είν’ αυτό!». Εξαιρετικό σενάριο, πρωτοποριακό, τολμηρό, με χιούμορ και με βάθος στους χαρακτήρες. Βλέπω τα επεισόδια σήμερα και καταλαβαίνω ότι «αντέχουν». Ήταν ευλογημένη σειρά!
—Σας κέντριζε το ότι θα υποδυόσασταν μια διαβολογυναίκα;
Ναι, με κέντριζε, αν και στην αρχή δεν φαινόταν πόσο διαβολικός χαρακτήρας θα γινόταν η Σωσώ. Ιδίως στα επεισόδια του δεύτερου κύκλου ξέφυγε ο σεναριογράφος και, νομίζω, ξεφύγαμε όλοι μας.
—Έχετε δίκιο. Στον δεύτερο κύκλο τους τα «Εγκλήματα» είχαν γίνει πια μια σουρεαλιστική σειρά.
Ναι, ισχύει. Δεν είχε ξαναγίνει στην ελληνική τηλεόραση μια τόσο τολμηρή σειρά, που να μιλάει χαλαρά για μια πόρνη, ένα παιδί που αντιμετώπιζε την ομοφυλοφιλία του, τρανς άτομα, ακόμη και για μία γυναίκα που σχεδίαζε εξίσου χαλαρά να ξεκάνει τον άντρα της.
—Ξέρετε, έτυχε να δω σε επανάληψη ένα επεισόδιο από άλλο επιτυχημένο σίριαλ, το «Κωνσταντίνου και Ελένης», όπου οι βωμολοχίες σκεπάζονται πλέον από το μπιπ της λογοκρισίας. Δεν έχει γίνει πολύ συντηρητική η ελληνική τηλεόραση;
Τώρα πια είναι πολύ συντηρητική η τηλεόραση, πιστεύω πως περνάει μια κρίση και δεν βρίσκεται στα καλύτερά της. Ίσως αντικατοπτρίζει την κοινωνία μας. Βέβαια, δεν ξέρω κατά πόσο ταιριάζει η λέξη «κρίση». Κρίση θα πει να τελματώνεις και να επανέρχεσαι. Βλέπω μεγάλη αλλαγή στην κοινωνία και στα πράγματα, στην τέχνη, παντού. Διεθνώς.
Δεν σταθήκαμε στο ότι μια γυναίκα θα υποδυθεί έναν άντρα, και εγώ και ο σκηνοθέτης τον αντιμετωπίσαμε σαν έναν ήρωα ο οποίος δεν έχει φύλο. Ένα πλάσμα που προσπαθήσαμε να μπούμε στο μυαλό και την ψυχή του, ανεξαρτήτως του φύλου του. Ο Ριχάρδος θα μπορούσε να είναι και γυναίκα, γιατί όχι;
—Προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο;
Προς το χειρότερο. Ελπίζω και εύχομαι να καλυτερέψουν τα πράγματα, και θα γίνει αυτό, είναι νόμος της φύσης να έρχεται η ανάκαμψη μετά την πτώση. Η τηλεόραση σήμερα, αν και δεν την παρακολουθώ συνέχεια, θεωρώ ότι δεν έχει να προσφέρει κάτι πρωτοποριακό και η τροφή που δίνει είναι πιο ευκολομάσητη.
—Μιλάτε πολύ ήρεμα και συνειδητοποιημένα, μεταφέρετε μια ηρεμία.
Νομίζω, ναι. Κάνω κι εγώ τις τρέλες μου, έχω πολλά κολλήματα που μπορεί να μου γυρίσουν τον εγκέφαλο.
—Να κάνετε έκρηξη οργής ξαφνικά, ας πούμε;
Ξαφνικά, έτσι, σαν την τρελή, όχι. Δεν το ’χω αυτό. Πρέπει να σας πω ότι τώρα με τον «Ριχάρδο», αν και υπάρχει μεγάλη αγωνία και άγχος, όλο αυτό λειτουργεί ανάποδα: με κάνει πιο ήρεμη στην υπόλοιπη ζωή μου. Γενικά, όμως, είμαι άνθρωπος ανεκτικός. Και γκρινιάρα, όχι σε τραγικό σημείο.
—Να υποφέρουν οι άλλοι δηλαδή.
Έχουν υποφέρει και κάποιοι άνθρωποι, αλλά αυτό νομίζω έχει και τη γοητεία του (γέλια). Σπάει η μονοτονία του επιπέδου! Με θεωρώ, γενικά, ψύχραιμο άνθρωπο.
—Ο «Ριχάρδος» είναι ένα πολυπαιγμένο έργο...
Όχι εδώ στην Ελλάδα, αλλά, ναι, είναι ένα γνωστό έργο.
—Πέραν της συμμετοχής σας, τι είναι αυτό που θα σας ωθούσε να πείτε «εμείς θα κάνουμε κάτι διαφορετικό»;
Κοιτάξτε, ο καθένας που κάνει μια παράσταση θεωρεί ότι κάνει και κάτι διαφορετικό. Τώρα, δεν ξέρω κατά πόσο η δική μας «διαφορετικότητα» βασίζεται στην προσέγγισή μας, που έγινε με μεγάλη αλήθεια και μεγάλη σεμνότητα απέναντι σ’ ένα τεράστιο κείμενο. Δεν έχει νόημα να σας πω ότι «καταθέτουμε μια σύγχρονη άποψη, μοντέρνα» και όλα αυτά. Προσωπικά, δουλεύοντας τρεις μήνες στις πρόβες, θεωρώ ότι προσέγγισα το κείμενο με ιδιαίτερη προσοχή, έναν λόγο δύσκολο, καθόλου άμεσο και εύκολο.
—Μιλάτε για την ποιητική του Σαίξπηρ, έναν λόγο γεμάτος υπέροχες εικόνες και έναν τεχνηέντως δουλεμένο στόμφο, κατά την ταπεινή μου γνώμη.
Κρατήσαμε τη μετάφραση του Καρθαίου, αλλά ήταν η άποψη του σκηνοθέτη Τάκη Τζαμαργιά να έχουμε έναν τέτοιο ποιητικό λόγο με ένα πιο σύγχρονο παίξιμο.
—Τι σημαίνει αυτό;
Να αποδοθεί το κείμενο με πιο άμεσο τρόπο. Για να φτάσεις να πεις ότι το πακέτο είναι άσπρο, πρέπει πρώτα να περάσεις από τεράστιες χρωματικές διαβαθμίσεις. Θα έλεγα, λοιπόν, ότι το πιο σημαντικό στον δικό μας «Ριχάρδο» είναι η αγάπη με την οποία έγινε, απ’ όλους. Γι’ αυτό μπορώ να σας διαβεβαιώσω.
—Από την άλλη, οποιοσδήποτε στήνει μια παράσταση, μαζεύει κόσμο και δουλεύουν μαζί για μήνες, από αγάπη δεν το κάνει;
Μπα, μην το λέτε. Αυτά, μωρέ, είναι σαν τους έρωτες. Μπορεί να είσαι σε σχέση, να λες «είμαι καλά που δεν είμαι μόνος μου», αλλά άλλο πράγμα είναι ο μεγάλος έρωτας, που παθαίνεις το ταράκουλο. Εμείς, νομίζω, αντιμετωπίσαμε τελείως ερωτικά τη δουλειά αυτή. Κι επίσης, έγινε και μια επιμέλεια στο κείμενο, δεν είναι δηλαδή από την αρχή μέχρι το τέλος, χωρίς βέβαια να χάνει τη «φωνή» και τη δύναμή του.
—Μου κάνει εντύπωση που δεν προβάλλετε ως υπέρτατο στοιχείο «διαφορετικότητας» της παράστασής σας το ότι εσείς, μια γυναίκα, θα υποδυθείτε τον Ριχάρδο. Τρομερά απαιτητικός ρόλος.
Πραγματικά, είναι πολύ απαιτητικό να κάνεις Σαίξπηρ στο θέατρο γενικά, όχι μόνο που εγώ θα παίξω τον Ριχάρδο. Φανταστείτε, ιδρώσαμε μόνο για να μάθουμε να διαβάζουμε τον ρόλο, να τον μιλάμε, και δεν αναφέρομαι εδώ στην υποκριτική. Δεν σταθήκαμε στο ότι μια γυναίκα θα υποδυθεί έναν άντρα, και εγώ και ο σκηνοθέτης τον αντιμετωπίσαμε σαν έναν ήρωα ο οποίος δεν έχει φύλο. Ένα πλάσμα που προσπαθήσαμε να μπούμε στο μυαλό και την ψυχή του, ανεξαρτήτως του φύλου του. Ο Ριχάρδος θα μπορούσε να είναι και γυναίκα, γιατί όχι;
—Ή ένα σύμβολο φερμένο από τη θεατρική δραματουργία.
Έτσι. Για να σας δώσω να καταλάβετε, δεν θα είμαι ντυμένη γυναικεία. Δεν με απασχολεί μήπως παίζω έναν αντρικό ρόλο και αν θα πείσω ή όχι. Ούτε τη φωνή μου αλλάζω, ούτε την κίνησή μου, τίποτα. Είμαι σίγουρη πως ο θεατής θα ξεχάσει στα πρώτα 5 λεπτά πως είναι ένας αντρικός ρόλος παιγμένος από μια γυναίκα.
—Η μάλλον ρηξικέλευθη αυτή πρόταση σάς έγινε από τον Τζαμαργιά;
Δεν ήταν καν πρόταση έτσι όπως έγινε. Μιλάγαμε με τον σκηνοθέτη για ένα άλλο έργο και ξαφνικά, έτσι όπως καθόμασταν στον Πειραιά και πίναμε έναν καφέ δίπλα στη θάλασσα, μου κάνει: «Ξέρεις πώς σε βλέπω; Σαν τον Ριχάρδο!». Με ιντρίγκαρε κι εμένα και όταν είδα ότι το πράγμα έπαιρνε τον δρόμο του και δεν ήταν απλός ενθουσιασμός, μπήκα πολύ γρήγορα σε όλο αυτό. Είναι μεγάλη πρόκληση να πεις «όχι» σε κάτι τέτοιο, αλλά εγώ είμαι ανοιχτή στις προκλήσεις και καθόλου συντηρητική! Σε ό,τι πιο παράξενο και πρωτοποριακό είμαι μέσα! Ανέκαθεν με ενδιέφερε η μεταμόρφωσή μου επί σκηνής.
—Οι ηθοποιοί, ξέρετε, σπανίως υποφέρουν από σχιζοφρένεια, καθώς σε όλη τους τη ζωή δουλεύουν για να γίνονται συνεχώς «άλλοι» άνθρωποι. Το καταλαβαίνετε.
Σαν ψυχοθεραπεία την κάνω αυτήν τη δουλειά. Νομίζω πως μέσω του θεάτρου ξεπερνάω τη συστολή και την ντροπαλοσύνη μου, γιατί είμαι πολύ κλειστή ως άνθρωπος. Δεν θα σηκωθώ ποτέ να μιλήσω κάπου πρώτη...
—Αγοραφοβική είστε;
Αγοραφοβική δεν είμαι, αλλά είμαι τρομερά συγκρατημένη και όσοι με ξέρουν από παλιά απορούν πώς ακολούθησα τη συγκεκριμένη δουλειά.
—Έτσι ακριβώς ήταν και ο Αλέκος Αλεξανδράκης.
Είναι ωραίο αυτό, αν και δεν με ενδιαφέρει να μου καλύψει το θέατρο κάποιες αδυναμίες. Εννοώ πως είμαι και λίγο μοναχικός άνθρωπος. Διαλέγω τις ώρες της μοναξιάς μου και δεν μπορώ να είμαι συνέχεια με άλλους ανθρώπους. Τις θεωρώ δημιουργικές τις ώρες της μοναξιάς και δεν τις φοβάμαι καθόλου. Πάντως, ναι, η δουλειά με κοινωνικοποίησε. Παλιότερα, όταν ξεκινούσα, ήμουν χειρότερη στον τομέα αυτό.
—Να υποθέσω ότι το τηλέφωνό σας χτύπαγε συνέχεια μετά τα «Εγκλήματα», έτσι;
Ε, χτύπαγε. Γίνονταν και εκατό σίριαλ τον χρόνο τότε.
—Το σηκώνατε;
Το σήκωνα, αλλά οφείλω να τονίσω ότι τα «όχι» που είπα ήταν πολύ περισσότερα από τα «ναι». Σαφώς και είναι το επάγγελμά μου, βιοπορίζομαι από αυτό και δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα τέλεια, αλλά αν μια δουλειά δεν μου «μιλήσει» έστω λίγο, δεν θα την κάνω. Νιώθω ότι η ψυχή μου μαραίνεται! Δεν μου αρέσει να μαραίνεται η ψυχή μου, γιατί μετά δεν αξίζει καμία δουλειά. Ίσως να ακούγεται λίγο αφ’ υψηλού αυτό, γιατί μπορώ ακόμη να βιοπορίζομαι από αυτήν τη δουλειά. Καταλαβαίνω, όμως, όλους τους συναδέλφους που κάνουν συμβιβασμούς, όταν πρέπει να ζήσεις εσύ ο ίδιος ή η οικογένειά σου. Δεν κρίνω, δεν κριτικάρω, μιλάω για τη δική μου στάση. Μέχρι τώρα έτσι ήμουν. Δεν ξέρω τι θα γίνει από δω και πέρα.
—Έχετε κάτι, λίγο έστω, από την αρχομανία του Ριχάρδου;
Δεν είμαι αρχομανής, όχι. Οι μεγαλύτεροι εξουσιαστές μπορεί να είναι τόσο πετυχημένα μεταμορφωμένοι, που να μη φαίνεται ότι γουστάρουν την εξουσία. Το πιστεύω απόλυτα! Βέβαια, δεν μπορούν να πετύχουν την τέλεια μεταμόρφωση, τους καταλαβαίνεις, εγώ τουλάχιστον. Η εξουσία έχει μάθει να μεταμορφώνεται και σε κοροϊδεύει πολύ εύκολα. Κάπως έτσι και ο κόσμος έχασε τον μπούσουλα. Ζούμε μέσα στο παράλογο, δεν καταλαβαίνουμε τι συμβαίνει, είμαστε μέσα σε μια βάρκα, πηγαίνουμε πέρα-δώθε και γελάμε κιόλας! Είμαστε και χαμογελαστοί, είμαστε και λυπημένοι, ούτε ένα συναίσθημα δεν μπορούμε πια να σταθεροποιήσουμε. Ειλικρινά, φτάνεις σε ένα σημείο που λες: «Πείτε μου τι να νιώσω!».
—Πιστεύετε ότι μια γενιά χαντακώνει τις επόμενες;
Ναι, το πιστεύω. Πάντα συνέβαινε αυτό. Και η δική μου και η δική σας γενιά μπορεί να χαντακώσει αυτές που θα ’ρθουν. Το θέμα είναι να μειώνουμε αυτό το χαντάκωμα σιγά-σιγά. Να, τώρα, ας πούμε, βλέπω στην τηλεόραση χαρές και πανηγύρια για το Σύμφωνο Συμβίωσης. Θα προτιμούσα να πουν: «Ξέρεις κάτι; Να υπογράψουμε ένα Σύμφωνο που να λέει ότι είμαστε ελεύθεροι». Είναι δεδομένο δηλαδή. Οk, χαρήκαμε, δεν λέω, είναι μια εξέλιξη, είναι ένα βήμα μπροστά, αλλά πιστεύω ότι ασχολούμαστε πάρα πολύ με τα αυτονόητα. Είναι σαν να μας δίνουν ψίχουλα κι εμείς τα βλέπουμε φραντζόλα. Εδώ μιλάμε για αυτονόητες ελευθερίες του ανθρώπου.
Ο Ριχάρδος είναι καλός θεατρίνος, ο λόγος του είναι τελείως σαγηνευτικός. Σαγηνεύει, γοητεύει και στο τέλος «καθαρίζει» τους άλλους. Υπ' όψιν, όμως, περιβάλλεται από εξίσου διεφθαρμένους και αλλοτριωμένους τύπους.
—Στην κηδεία του Μηνά Χατζησάββα πήγατε, γνωριζόσασταν;
Όχι, δεν πήγα. Ένα «γεια σας, τι κάνετε» είχαμε.
—Τότε δεν θα ακούσατε τον επικήδειο του Φαλελάκη. Πιστεύω πως μίλησε με ακραία, προκλητική ενδεχομένως γλώσσα για να στηλιτεύσει την υποκρισία μιας κοινωνίας και για να αποδείξει πως, τελικά, δεν είναι άδικα τα πανηγύρια και οι χαρές.
Προφανώς και δεν είναι άδικα. Εγώ εννοώ πως δεν γίνεται να καθόμαστε να μιλάμε με τις ώρες για βασικά και αυτονόητα ανθρώπινα δικαιώματα.
—Καλά, εδώ είμαστε και λίγο Βυζάντιο.
Λίγο; Πολύ! Στο Αίγιο με ενημέρωσαν πως την ημέρα που ψηφίστηκε το Σύμφωνο οι καμπάνες χτυπούσαν πένθιμα για τρεις μέρες και κανένας δεν κατάλαβε τι συνέβαινε. Εντολή του μητροπολίτη! Σε αυτό, λοιπόν, το πλαίσιο, όπου πολλοί θα συμφωνούσαν με τις καμπάνες, κάνει καλό το πανηγύρι και η προβολή. Εμένα, όμως, μου φαίνεται υπερβολικό να πανηγυρίζεις, ξαναλέω, για το αυτονόητο.
—Όταν όμως έχουν υποφέρει άνθρωποι από κοινωνικό ρατσισμό...
Το καταλαβαίνω. Καταρχάς, δεν είναι μόνο ανθρωπιστικοί οι λόγοι, αλλά είναι αδιανόητο να είσαι γκέι, να ζεις με τη φίλη σου ή τον φίλο σου και να σε ρωτάνε στο νοσοκομείο «ποιος είστε εσείς» ή «τι του ήσασταν;». Τέλος πάντων, κατά τα άλλα, καλά κάναμε και πανηγυρίσαμε και χαρήκαμε όλοι.
—Κι επίσης, πολλοί, απογοητευμένοι από την αντιλαϊκή πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, είπαν «Κάτι έκανε, τουλάχιστον, με το Σύμφωνο Συμβίωσης». Συμφωνείτε;
Ναι, κάτι έκανε, αλλά, ρε παιδί μου, δεν ξέρω, σαν να ’χουνε χαθεί τα όρια. Κι εγώ ήμουν κατά των μνημονίων και τώρα λέω: «Τι έγινε; Περάσαμε από ένα δεξιό σε ένα αριστερό μνημόνιο;». Δηλαδή, μας αρέσει πιο πολύ τώρα που ’ναι αριστερό; Αλήθεια σας λέω, εγώ ως πολίτης και ως άνθρωπος δεν καταλαβαίνω τι γίνεται. ΔΕΝ καταλαβαίνω τι γίνεται!
—Σας εκφράζει κάποιος πολιτικός χώρος ή είστε ανένταχτη, θα λέγατε;
Είμαι ανένταχτη, αλλά υπάρχει και κάποιος χώρος που με εκφράζει. Ψήφισα κι εγώ ΣΥΡΙΖΑ, πιστεύοντας σε μια διαφορετικότητα. Δεν ξέρω, μπορεί να γίνει κάτι, μπορεί να θέλει χρόνο. Περιμένουμε. Όλοι περιμένουμε.
—Αισιόδοξη σας κόβω.
Και με το να ’μαι απαισιόδοξη, δεν κερδίζω κάτι.
—Πάντως, πραγματικά είναι επίκαιρος ο Σαίξπηρ με όλα αυτά που γίνονται στην πολιτική σκηνή μας. Τηρουμένων των αναλογιών, τα ενδοκομματικά της ΝΔ θα παρέπεμπαν σε σκηνικό «Ριχάρδου».
Θα σας πω ένα αστείο που λέγαμε συνέχεια στις πρόβες: «Τον καημένο τον Ριχάρδο, τίποτα δεν έκανε τελικά. Θα βγει κι αθώος στο τέλος». Όντως, ο «Ριχάρδος» σήμερα είναι τρομερά επίκαιρος. Σχετίζεται με την εξουσία και τους μηχανισμούς της. Επίσης, πέρα από την άποψη τού να παιχτεί ο ρόλος από γυναίκα, είναι και ο ίδιος θεατρίνος, που επιβάλλεται σε όλους με τον γοητευτικό λόγο του, για να διαπράξει στο τέλος απίστευτα βίαια εγκλήματα.
—Όλοι οι φασίστες δεν ήταν ανέκαθεν θεατρίνοι;
Κακοί θεατρίνοι! Ο Ριχάρδος είναι καλός θεατρίνος, ο λόγος του είναι τελείως σαγηνευτικός. Σαγηνεύει, γοητεύει και στο τέλος «καθαρίζει» τους άλλους. Υπ’ όψιν, όμως, περιβάλλεται από εξίσου διεφθαρμένους και αλλοτριωμένους τύπους.
—Ίδιον της εξουσίας είναι αυτό. Δεν υπάρχουν «καλοί» προσκολλημένοι στον «κακό».
Μα, μόνο σε ένα τέτοιο περιβάλλον η εξουσία παίζει όλο της το παιχνίδι.
—Υπήρξαν στιγμές στις πρόβες που μέσα από δυσκολίες αντιληφθήκατε το μεγαλείο του ρόλου σας;
Χωρίς να υποτιμώ τις προηγούμενες δουλειές μου, υπήρξαν εδώ στιγμές −και το εξομολογούμαι πρώτη φορά αυτό− που μπήκα πιο βαθιά στη δική μου την ψυχή και προσπάθησα να βρω τα δικά μου κακώς κείμενα. Ανακάλεσα κάποια άσχημα στοιχεία του εαυτού μου. Ξέρετε τι γίνεται; Εγώ αγαπώ όλους τους χαρακτήρες που υποδύομαι και αισθάνομαι κατά πολύ υποδεέστερή τους. Είναι η θέση μου αυτή, να μπαίνω στον ρόλο πάντα πιο αδαής από τον ίδιο τον ρόλο.
—Τι δεν κάνετε που δεν θα θέλατε να σας κάνουν;
Δεν φέρομαι με κακία στον κόσμο ή ανήθικα, αν και το τι πιστεύει ο καθένας για την ηθική είναι δική του υπόθεση.
—Εγώ, πάλι, πιστεύω ότι η ηθική, το καθήκον και τα καθίκια δεν είναι τυχαίο που συγγενεύουν ηχητικά.
(γέλια) Έτσι είναι! Μου αρέσει να φέρομαι με ειλικρίνεια. Αν δεν σε συμπαθώ, δεν μου αρέσει να σου λέω ότι είσαι η μεγαλύτερή μου αγάπη. Μου τη βαράει πάρα πολύ να με κολακεύουν. Την κολακεία τη θεωρώ «μπλιαχ». Επίσης να πω, διότι το έχω βιώσει, ότι η κακή κριτική δεν με θυμώνει και πάντα βοηθάει. Φτάνει μόνο να γίνεται την κατάλληλη στιγμή.
—Ακούτε ροκ; Σας βλέπω με αρβύλες και ντυμένη στα μαύρα, με την Patti Smith μοιάζετε.
Κανονικά. Με βλέπετε έτσι τώρα γιατί τα ρούχα αυτά είναι κοντά σ’ εκείνα του ρόλου. Θα πάω για πρόβα φεύγοντας από δω. Είμαι του ροκ, όχι του σκληρού, και κυρίως του μαύρου χρώματος.
—Τι σας αρέσει στο μαύρο;
Το βρίσκω κλασάτο χρώμα. Μου αρέσουν τα ουδέτερα χρώματα.
—Οι μπίτνικ ποιητές ντύνονταν στα μαύρα, έπιναν φτηνό κρασί και φιλοσοφούσαν.
Πολύ θα μου άρεσε μια τέτοια ζωή. Δεν μου αρέσουν τα χρώματα πάνω μου ή στον χώρο μου, μόνο να τα βλέπω στη φύση.
—Αναρωτιέμαι σε τι φάση βρισκόσασταν ακριβώς πριν σας προταθεί ο «Ριχάρδος».
Είχα πει πολλά «όχι», είχα φτάσει σ’ ένα σημείο που ήθελα να κάνω κάτι μόνο αν με αφορούσε πάρα πολύ. Ήμουν σε μια φάση που δεν ήθελα να βάλω πολύ νερό στο κρασί μου.
—Πόσο κράτησε αυτή η φάση;
Αρκετό καιρό. Δύο χρόνια περίπου. Δεν μου άρεσε τίποτα...
—Πιστεύετε ότι μπήκατε στη λογική της φιλοδοξίας με την έννοια της υστεροφημίας; Το βρίσκω λογικό. Δηλαδή, «κάναμε τηλεόραση, σκίσαμε, είπαμε τα “όχι” μας και τώρα αράζουμε και κάνουμε έναν Σαίξπηρ για να μας θυμούνται». Σας το λέω πολύ λαϊκά και γλαφυρά.
Και τώρα να μου λέγανε να κάνω τηλεόραση, άμα ήταν ένα καλό σενάριο, θα το ’κανα. Δεν είναι ότι τώρα κάνω θέατρο και Σαίξπηρ και αφήνω πίσω όλα τα άλλα. Ίσως είναι που αντέχω ακόμη οικονομικά, να το πω κι αυτό. Δεν ξέρω, ήθελα να παίξω έναν ρόλο που να λέω, πάνω απ’ όλα, ότι αρέσει σ’ εμένα. Τώρα, βέβαια, αν είπα μέσα μου υποσυνείδητα ότι θέλω να παίξω Σαίξπηρ για την υστεροφημία μου, δεν ξέρω εγώ, μπορεί και να έγινε έτσι. Μπορεί... Γενικά, μου συμβαίνουν πράγματα που τα καταλαβαίνω κι εγώ εκ των υστέρων, αλλά σίγουρα δεν ήταν αυτή η πρόθεσή μου.
—Έχετε αγωνία για την πρεμιέρα;
Μεγάλη!
—Και πώς σας βγαίνει;
Με αϋπνία. Όχι, όμως, στείρα αϋπνία. Δουλεύω τα βράδια. Μπορεί να γυρίσω βράδυ έπειτα από πρόβα που πήγε καλά, να πω ότι απόψε θα κάνω κάτι άλλο, θα χαλαρώσω, αλλά πάλι με παίρνει το ξημέρωμα μελετώντας τον ρόλο ή πράγματα σχετικά μ’ αυτόν.
—Θα καπνίζετε πολύ τα βράδια.
Καπνίζω πολύ, δυστυχώς. Πάντα βράδυ λειτουργούσα εγώ, δεν μου αρέσει πολύ η μέρα.
—Η νύχτα πάει στους καλλιτέχνες για να δουλεύουν, όταν την επομένη δεν έχουν να χτυπήσουν κάρτα, που λέει ο λόγος.
Ναι, αλλά εγώ, παιδί πράγμα, τι σχέση είχα με την τέχνη; Χάζευα όλη τη μέρα −γενικά είμαι πολύ του χαζέματος− και τις νύχτες διάβαζα για τις Πανελλήνιες με φακό μέσα από τα σκεπάσματα.
—Έχετε δώσει πολλές συνεντεύξεις...
Πολύ λίγες, θέλετε να πείτε.
—Μα, αν γκουγκλάρουμε τώρα το όνομά σας, θα μας βγάλει ένα σωρό συνεντεύξεις.
Είστε ο πρώτος που μου το λέει, αφού για μένα δεν υπάρχει ποτέ συνέντευξη χωρίς δουλειά.
—Ήσασταν, όμως, ένα γερό τηλεοπτικό πρόσωπο.
Δεν έχει να κάνει. Δεν έβρισκα ποτέ τον λόγο να δώσω συνέντευξη, αν δεν υπήρχε καινούργια δουλειά. Τι να λέω; Πώς περνάω τη μέρα μου;
—Δεν θα ενδιέφερε μόνο αυτό τον κόσμο, φαντάζομαι.
Δεν μου πολυαρέσουν οι συνεντεύξεις. Αν και ο καλύτερος τρόπος για να μιλήσει ένας καλλιτέχνης είναι με τη δουλειά του, χρειάζονται απαραιτήτως και οι συνεντεύξεις, το καταλαβαίνω.
—Ελπίζω τότε να μην υποφέρατε στη δική μας.
Καθόλου κι αυτό οφείλεται σ’ εσάς, πραγματικά. Είναι σαν να ήπιαμε έναν καφέ, να είπαμε πέντε κουβέντες και να περάσαμε καλά. Και μπορεί να έπινα καφέ με κάποιον άλλο και να μ’ ενοχλούσε και να ’λεγα: «Ωχ Παναγία μου!». Μου ’χει συμβεί.
—Ας κλείσουμε χαριτολογώντας. Έχει γούστο, ενώ μέχρι πρότινος σας έβλεπαν στον δρόμο κι έλεγαν «να, η Σωσώ», να λένε στο εξής «να, ο Ριχάρδος».
(γέλια) Δεν το νομίζω. Με τη Σωσώ, η σχέση μου με τον κόσμο πέρασε σε άλλα επίπεδα. Με έχει σταματήσει άνθρωπος και μου έχει πει: «Τι έγινε, Σωσώ; Θα τον φας, τελικά, τον Αλέκο;». Κι εγώ γελάω πολύ, καθόλου δεν με ενοχλεί να με φωνάζουν Σωσώ.
—Κυρία Κωνσταντίνου, σας ευχαριστώ γι’ αυτήν τη συνέντευξη. Εύχομαι ό,τι καλύτερο στον «Ριχάρδο» σας.
Εγώ σας ευχαριστώ, πολύ.
Info:
Ουίλιαμ Σαίξπηρ
Ριχάρδος ο Γ'
Στο Σύγχρονο Θέατρο από 17 Φεβρουαρίου
Συντελεστές:
Μετάφραση: Κ. Καρθαίος
Δραματουργική Προσαρμογή: Σάββας Κυριακίδης
Σκηνοθεσία: Τάκης Τζαμαργιάς
Σκηνικά – Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Μουσική: Κώστας Βόμβολος
Χορογράφος: Αλίκη Καζούρη
Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Βετούλης
Βοηθός Σκηνοθέτη: Μάκης Μεζόπουλος
Βοηθός Σκηνογράφου-Ενδυματολόγου: Νόρα Δεληδήμου
Σχεδιασμός Μακιγιάζ: Αχιλλέας Χαρίτος
Ερμηνεύουν οι ηθοποιοί (σε αλφαβητική σειρά): Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη, Κωνσταντίνος Γαβαλάς, Θωμάς Γκαγκάς, Καίτη Κωνσταντίνου, Αλέξανδρος Μαυρόπουλος, Μιχάλης Μουλακάκης, Πηνελόπη Τσιλίκα. Στο ρόλο της Μαργαρίτας, η φωνή της Μπέτυς Αρβανίτη.
Παραστάσεις:
Τετάρτη & Κυριακή στις 7μμ / Πέμπτη, Παρασκευή & Σάββατο στις 9μμ
Διάρκεια παράστασης :
2 ώρες και 10 λεπτά
Τιμές Εισιτηρίων:
Γενική Είσοδος Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή: 18ευρώ
Γενική Είσοδος Τετάρτη & Πέμπτη: 15ευρώ
Φοιτητικό, Άνεργοι, ΑΜΕΑ: 12ευρώ για όλες τις ημέρες.
Σύγχρονο Θέατρο
Ευμολπιδών 45, Γκάζι
Προπώληση Εισιτηρίων:
Ταμεία Σύγχρονου Θεάτρου | www.viva.gr | www.artinfo.gr
211 800 26 84 | 11876
Καταστήματα: Public, Παπασωτηρίου, Seven Spots, IANOS, Media Markt