Ο καθηγητής Γιόζεφ Σούστερ απεχθανόταν την αταξία. Τα πουκάμισα έπρεπε να σιδερώνονται και να διπλώνονται με συγκεκριμένο τρόπο. «Ένας φανατικός της ακρίβειας είμαι, κυρία Τσίτελ», έλεγε στην πιστή οικονόμο του, «δεν είμαι άρρωστος».
Ο καθηγητής μισούσε όλους τους ανθρώπους εκτός από τον αδερφό του, τον Ρόμπερτ. «Ο πατέρας σας είχε το πιο κοφτερό μυαλό» λέει ο θείος στις ανιψιές του, κόρες του Γιόζεφ. Αγαπούσε τον Γκλεν Γκουλντ, τον Τολστόι και τον Κάφκα. «Ο πατέρας σας τα πόνταρε όλα σε ένα φύλλο / εμένα δεν μ' εξέπληξε η αυτοκτονία του /... / ή φεύγεις από τη Βιέννη πάραυτα / ή αυτοκτονείς».
Γιατί αυτοκτόνησε ο Γιόζεφ Σούστερ; Η Πλατεία Ηρώων οικοδομείται αριστοτεχνικά πάνω σε αυτό το μυστήριο.
«Η μνήμη δεν θεραπεύεται. Μπορεί μόνο, όπως και η πικρία, να ξεπεραστεί μέσα από τον θάνατο» σημειώνει η Jeanette R. Malkin στο βιβλίο της Memory: Theater and postmodern drama. Ο καθηγητής αυτοκτονεί επειδή δεν μπορεί να ξεχάσει. Και η σύζυγός του για τον ίδιο λόγο σβήνει, λίγες ώρες αργότερα, στο τέλος του έργου. Ένα ζευγάρι Εβραίων που βλέπουν καθημερινά τους εφιάλτες του ναζιστικού παρελθόντος να αναβιώνουν: τη σύγχρονη πολιτική κατάσταση στην Αυστρία να κυοφορεί κι άλλο αυγό φιδιού, τον αντισημιτισμό της βιεννέζικης κοινωνίας να φουσκώνει επικίνδυνα, τους δήθεν καλλιεργημένους θαμώνες του Μπούργκτεατερ να καμώνονται τους ανίδεους όσον αφορά τον ρόλο της πατρίδας τους στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Όπως οι ήρωές του, έτσι και ο Μπέρνχαρντ (1931-1989) αρνείται πεισματικά να λησμονήσει: φημισμένος για την «αδυσώπητη μνήμη του, μονίμως εξοργισμένη με τη συλλογική αμνησία της Αυστρίας», ο συγγραφέας δεν συγχώρησε ποτέ τους συμπατριώτες του που επέλεξαν μεταπολεμικά –και πολύ βολικά– να απωθήσουν το γεγονός πως έσπευσαν να επευφημήσουν τον Φίρερ στην Πλατεία Ηρώων της Βιέννης, όταν ο τελευταίος ανακοίνωσε εκεί θριαμβευτικά την προσάρτηση της Αυστρίας στο Γερμανικό Ράιχ, τον Μάρτιο του 1938.
Δεν κατάλαβα για ποιον λόγο πρέπει οι ηθοποιοί να μείνουν με την πλάτη γυρισμένη σ' εμάς, σε μια σκηνή όπου η άμεση απεύθυνση είναι φανερά το ζητούμενο. Ένα «κατηγορώ» δεν μπορεί ποτέ να γίνεται με κλεφτά βλεμματάκια των ηθοποιών προς το κοινό.
Και είναι αυτές οι ίδιες ζητωκραυγές που τρυπάνε ακόμη, πενήντα χρόνια μετά, τα αυτιά της συζύγου του καθηγητή, στο διαμέρισμά τους πάνω από την Πλατεία Ηρώων. Τα ίδια φριχτά φαντάσματα που δεν λένε να εγκαταλείψουν το μυαλό της ούτε μετά τη λοβοτομή.
Το τραύμα, σύμφωνα με τον Φρόιντ, είναι άχρονο: το 1938 βιώνεται σαν χθες. Ο πόνος που τους επιβλήθηκε πριν από μισό αιώνα καίει ακόμη την ψυχή τους. Τα ιστορικά γεγονότα τούς κατέστρεψαν, κι ας μην πήγαν στους θαλάμους αερίων: άλλοι αυτοκτόνησαν, άλλοι οδηγήθηκαν στην παράνοια, άλλοι αποσύρθηκαν και βγάζουν κραυγές σαν πληγωμένα ζώα.
Ο Ρόμπερτ αποκαλεί όλους τους Αυστριακούς κρυφο-ναζί. Βρίζει τον πρωθυπουργό, τους Σοσιαλιστές, την Εκκλησία, τους συνδικαλιστές, τους δημοσιογράφους, τους διανοούμενους· κανείς δεν γλιτώνει από τα πυρά του. Έχοντας εξαπολύσει το τελευταίο του «κατηγορώ», ο Μπέρνχαρντ πεθαίνει τρεις μήνες μετά. Προς μεγάλη του ικανοποίηση, η πρεμιέρα της Πλατείας Ηρώων στο ιστορικό Μπούργκτεατερ της Βιέννης, τον Νοέμβριο του 1988, σε σκηνοθεσία Κλάους Πάιμαν, προκαλεί το πιο θεσπέσιο σκάνδαλο: η αστυνομία παραμονεύει, το κοινό παραληρεί, η πολιτική ηγεσία διχάζεται, αγανακτισμένοι πολίτες ξεφορτώνουν ένα βουνό κοπριά στα σκαλιά του θεάτρου. Ο Μπέρνχαρντ χτύπησε φλέβα: η συσσωρευμένη υποκρισία πετάχτηκε όλη έξω. Μία από τις σπάνιες περιπτώσεις όπου το θέατρο λειτούργησε πράγματι ως μέσο αφύπνισης από τον λήθαργο της καθωσπρέπει αναισθησίας.
Περισσότερο ως αισθητικό αντικείμενο χωρίς ιστορικό χαρακτήρα αντιμετώπισε το κείμενο του Μπέρνχαρντ ο Δημήτρης Καραντζάς παρά ως παλλόμενο σώμα με καρδιά που χτυπά ακόμη, πολλά έτη μετά και χιλιόμετρα μακριά από τη βιεννέζικη μήτρα του. Μπορεί εμείς, ως λαός, να μην επευφημήσαμε τον Χίτλερ, και αυτό είναι μια σημαντική διαφορά μας από τους Αυστριακούς, τα ζητήματα όμως της ιστορικής μνήμης, της ενοχής και της ευθύνης μας ως μελών ενός πολιτικού σώματος που εκλέγει διεφθαρμένους εκπροσώπους μάς αφορούν σήμερα εξίσου, αν θέλουμε να μην είμαστε «ένας μίζερος θίασος ανόητων κομπάρσων που εμπαίζονται καθημερινά από μια χούφτα πρωταγωνιστές», όπως λέει χαρακτηριστικά ο Μπέρνχαρντ.
Αρχικά γοητευόμαστε από το σκηνικό περιβάλλον που δημιούργησε η Κλειώ Μπομπότη: λευκό και άσπιλο, με πλήθος ανδρικών παπουτσιών παραταγμένων σε ζεύγη στο πάτωμα, έναν μεγάλο καθρέφτη και μια ενδιαφέρουσα τρύπα στο κέντρο του πατώματος, σαν ρωγμή που απειλεί να ρουφήξει τους ήρωες. Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη είναι η βλοσυρή κυρία Τσίτελ, νευρωτική οικονόμος που σιδερώνει μανιακά το ένα πουκάμισο μετά το άλλο, ακριβώς όπως της είχε υποδείξει ο αποθανών εργοδότης της. Η νεαρή υπηρέτρια Χέρτα (Σύρμω Κεκέ) την ακούει σκεπτική, ενώ τοποθετεί ευλαβικά τα παπούτσια σε πανομοιότυπα γκρι κουτιά. Ο λόγος της Καραμπέτη ξεδιπλώνεται γεμάτος «ραφές», λες και οι οδηγίες ανάγνωσης εμφανίζονται παράλληλα με το κείμενο (εδώ αργά, εδώ γρήγορα κ.ο.κ.). Τα προφανή φρεναρίσματα και οι επιταχύνσεις εμποδίζουν τη μουσικότητα του λόγου του Μπέρνχαρντ –αυτό το κυκλικό συντακτικό με τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα, στρόβιλοι που σε παρασύρουν– να αναπτυχθεί προς το μέρος μας. Ο κόσμος του καθηγητή Σούστερ μένει απρόσιτος: η αφήγηση της οικονόμου μάς κλείνει την πόρτα, καθώς μας καλεί να εστιάσουμε στην τεχνική της ηθοποιού και όχι στην ουσία των λεγομένων.
Τα πράγματα χειροτερεύουν αισθητά στη δεύτερη πράξη, προτού βουλιάξουν εντελώς στην τρίτη. Δεν κατάλαβα για ποιον λόγο πρέπει οι ηθοποιοί να μείνουν με την πλάτη γυρισμένη σ' εμάς, σε μια σκηνή όπου η άμεση απεύθυνση είναι φανερά το ζητούμενο. Ένα «κατηγορώ» δεν μπορεί ποτέ να γίνεται με κλεφτά βλεμματάκια των ηθοποιών προς το κοινό. Η ειρωνική ερμηνεία του Χρήστου Στέργιογλου ως Ρόμπερτ, που αναλαμβάνει να κατακεραυνώσει το κοινό εκ μέρους του συγγραφέα, μπορεί να φωτίζει το πικρό χιούμορ του τελευταίου, απορρίπτει όμως κάθε πιθανότητα οργής, έτσι όπως φλερτάρει σπασμωδικά με τη λογική της ατάκας και της κωμωδίας.
Η ένταση της υπερβολής, της αγαπημένης επιθετικής τεχνικής του Μπέρνχαρντ, δαμάζεται και διυλίζεται. Ο θυμός εξορίζεται. Η Πλατεία Ηρώων μικραίνει. Η τοποθέτησή της στην Ελλάδα του 2017 γίνεται με όρους επιφανειακούς, χωρίς να προκύπτει καμία προσπάθεια συγκρίσεων και παραλληλισμών ιστορικού προσανατολισμού. Δεν μπορείς, όμως, να πραγματεύεσαι ένα έργο που μιλάει για την ιστορική μνήμη και τη συνείδηση περιφρονώντας αυτές ακριβώς τις έννοιες. Ούτε επίσης να παραβλέπεις την αφυπνιστική του πρόθεση: ένας καθρέφτης που φέρνει το κοινό «μέσα» στη σκηνή δεν αρκεί για να επιτευχθεί η αυτοκριτική μας στο σήμερα – μάλλον να χαζέψουμε τους άλλους θεατές μάς βοηθάει...
Ανοιχτά φώτα, ανοιχτή πόρτα, μουσική «φασαρία» και η σύγχυσή μας επιτείνεται. Στην τρίτη πράξη έρχεται το τελειωτικό χτύπημα: το αποχαιρετιστήριο δείπνο της οικογένειας ως κακοστημένο θέατρο του Παραλόγου. Θα σταθεί ή δεν θα σταθεί το βάζο; Πού να αφήσει ο Λούκας το παλτό του; Χτυπάνε οι κουτάλες στα σερβίτσια και κακότεχνα εισβάλλει ένας βόμβος, που καθόλου δεν παραπέμπει σε ζητωκραυγές – καμία ιστορική ταυτότητα δεν διαθέτει. Ξαφνικά, οι ήρωες αρχίζουν να μιλάνε δυνατά και να συμπεριφέρονται σαν να δέχτηκαν επίθεση από εξωγήινους και όχι σαν η δύναμη της Ιστορίας να σπάει τα προσχήματα της απάθειας και να τους αναγκάζει να ακούσουν επιτέλους την αλήθεια.
Κερασάκι στην τούρτα, η κυρία ξερή στη σούπα, σαν στιγμιότυπο από άλλο έργο, από κάποια γαλλική φάρσα που έκανε ξαφνικά κατάληψη στο «σβήσιμο» μιας γυναίκας, που πλήρωσε τόσο ακριβά την αντίστασή της ενάντια στη λήθη.
Ούτε ιστορική συνείδηση ούτε σύγχρονη καταγγελία: τι μένει τελικά από την Πλατεία Ηρώων; Άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε...
Ιnfo:
Πλατεία Ηρώων
Θέατρο Οδού Κυκλάδων «Λευτέρης Βογιατζής» Κυκλάδων 11, Κυψέλη
Τετ. 20:00, Πέμ. & Παρ. 20:30, Σάβ. 21:00, Κυρ. 19:00
Εισ.: €12-16
σχόλια