Η μαύρη κωμωδία του Μόρις Πάνιτς «Η θεία κι εγώ» πρόκειται να παρουσιαστεί για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό. Ποιοι είναι οι λόγοι που επιλέξατε το συγκεκριμένο έργο;
Aυτό το έργο, ενώ κάνει σαφή αναφορά στη μοναξιά, αποτελεί έναν ύμνο στη συμφιλίωση, τη συντροφικότητα και την ανθρώπινη επικοινωνία γενικότερα. Βρήκα το έργο πολύ σύγχρονο κι ενστερνίζομαι απόλυτα αυτό που λέει ο Μόρις Πάνιτς πως «μόνο αν εκφράσουμε πάνω στη σκηνή πολλές, αντιφατικές ίσως, αλήθειες, το κοινό θα καταφέρει ν’ αναζητήσει τη δική του αλήθεια».
Oι ρόλοι της παράστασης ενσαρκώνονται από δυο καταξιωμένους ηθοποιούς, τον Χρήστο Χατζηπαναγιώτη και την Μπέτυ Βαλάση. Η τελευταία, μάλιστα, επιστρέφει στο σανίδι μετά από πολύ καιρό. Γιατί επιλέξατε τους συγκεκριμένους ηθοποιούς;
Ένα έργο στο οποίο παίζουν μόνο δύο ηθοποιοί είναι πολύ αυστηρών απαιτήσεων, όσον αφορά την υποκριτική. Οι δυο ρόλοι αναπαριστούν δυο τελείως διαφορετικούς κόσμους επί σκηνής. Παρακολουθεί κανείς μια μονομαχία, ένα ρινγκ, με όλα τ’ απρόβλεπτα και τα σημαντικά συστατικά ενός αγώνα. Νομίζω πως η συγκεκριμένη διανομή είναι ιδανική. Ευτύχησα να έχω δυο ηθοποιούς που καλύπτουν απόλυτα τις απαιτήσεις των ρόλων του έργου.
Αυτή η συνεχής εναλλαγή κωμικών και δραματικών στιγμών μέσα στην οποία εκτυλίσσεται η παράσταση πιστεύετε πως αποτυπώνεται και στην πραγματική ζωή;
Aνήκω στους σκηνοθέτες που δανείζονται συνεχώς από τη ζωή για να περάσουν στην τέχνη τους μηνύματα και συναισθήματα. Η παράσταση της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου αλλά και αυτή των Έξι μαθημάτων χορού σε έξι εβδομάδες ήταν οι δυο πρώτες μου προσπάθειες ν’ ακροβατήσω στη ζωή μεταξύ κωμωδίας και δράματος. Έτσι κι αλλιώς, η ματιά μου βλέπει διπλά. Παρατηρώ τον κόσμο, προσπαθώντας ν’ αντικρίζω και τις δυο όψεις.
Ένα από τα κύρια θέματα με τα οποία καταπιάνεται η παράσταση είναι η μοναξιά της ανθρώπινης ύπαρξης. Είναι αυτή η μάστιγα της εποχής μας; Και τι ρόλο παίζουν, τελικά, τα social media;
Θεωρώ ότι ζούμε σε μια εποχή υποκατάστατων, όπου η αυθεντική συγκίνηση και οτιδήποτε το αυθεντικό είναι προς διερεύνηση και δεν υπάρχει τίποτε το δεδομένο. Έτσι, λοιπόν, βρίσκω πως αυτή η καινούργια μορφή επικοινωνίας επιτείνει την ανθρώπινη απομόνωση. Γι’ αυτό πιστεύω πως έργα όπως το Η θεία κι εγώ, που φέρνουν τις ανθρώπινες σχέσεις στο προσκήνιο, έχουν σήμερα κάτι να πουν. Στο έργο, δυο εντελώς διαφορετικοί κι αταίριαστοι κόσμοι φτάνουν μέσα απ’ την καθημερινότητα και τη συμβίωση στο ποθητό αποτέλεσμα, στη συμφιλίωση και στο πέρασμα από το εγώ στο εμείς.
Σε ποια απ’ τα στοιχεία του έργου αποφασίσατε να δώσετε σκηνοθετικά περισσότερη έμφαση;
Προσπάθησα να προστατέψω την ποίηση που υπάρχει σ’ αυτούς τους καθημερινούς ανθρώπους και στα προβλήματά τους και θέλησα να είμαι συνεπής με το πνεύμα του Πάνιτς, γιατί, όπως δηλώνει και ο ίδιος: «Όλος ο κόσμος ακροβατεί μεταξύ της ελπίδας και της απόγνωσης».
Έχετε δηλώσει σε συνέντευξή σας πως καλός σκηνοθέτης είναι ο διαθέσιμος σκηνοθέτης. Αρκεί αυτό;
Ναι. Πιστεύω πως ο σκηνοθέτης πρέπει να είναι διαθέσιμος όχι μόνο απέναντι στους ηθοποιούς αλλά κι απέναντι στα κείμενα με τα οποία καταπιάνεται. Αυτό σημαίνει ότι προσπαθεί να σπάσει τα όρια και τη «μανιέρα» του. Τη στιγμή που οδηγώ, προσπαθώ ταυτόχρονα και να οδηγούμαι. Φυσικά, όπως λέει ο Πάμπλο Πικάσο, «σε κάθε έργο υπάρχει η προσωπικότητα του ζωγράφου, αλλά και σε κάθε θεατρικό έργο υπάρχει η προσωπικότητα του σκηνοθέτη».
Στόχος είναι τα έργα κι οι άνθρωποι να φωτίζουν διαφορετικές πλευρές του εαυτού μου και να με οδηγούν σε διαδικασίες ελεύθερης δημιουργίας κι αρμονικής ομαδικότητας.
σχόλια