Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, η δωδεκάχρονη Σπυριδούλα Ράπτη, το όγδοο παιδί μιας φτωχής οικογένειας από την Αιτωλοακαρνανία, φτάνει στην Αθήνα για μια καλύτερη ζωή. Η οικογένειά της έχει αποφασίσει να την παραδώσει στα χέρια του Γιώργου και της Αντιγόνης Βεϊζαδέ, που υπόσχονται να τη φροντίσουν όσο εκείνη τους βοηθά στις δουλειές του σπιτιού και με το μικρό τους παιδί. Η Σπυριδούλα ήταν ένα από τα ανήλικα κορίτσια που έφταναν στην Αθήνα για να δουλέψουν ως «εσωτερικές», με τις πάμφτωχες οικογένειές τους να θεωρούν ότι εξασφαλίζουν στα κορίτσια τους ένα καλύτερο μέλλον, πιστεύοντας πολλές φορές σε κούφιες υποσχέσεις.
Αυτός ο τύπος εσωτερικής μετανάστευσης ανηλίκων πέρασε στη λαϊκή κουλτούρα στην πιο «ανάλαφρη» εκδοχή του, με τις λίγο αφελείς οικιακές βοηθούς των μέσων οικογενειών στις ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, ενώ το 1957 ο Γιώργος Σεβαστίκογλου γράφει την «Αγγέλα» και παρουσιάζει με ρεαλισμό μέσα από την πιο ευάλωτη κοινωνική ομάδα, αυτή των γυναικών της επαρχίας που εργάζονται στα αστικά σπίτια σε συνθήκες απόλυτης εκμετάλλευσης, χωρίς κανένα απολύτως δικαίωμα, τη μετεμφυλιακή Ελλάδα, που μαστίζεται από την ανεργία και τη διαφθορά, με την καταπίεσή τους να δημιουργεί ένα σκηνικό συγκάλυψης και τρόμου.
Η αποκάλυψη της ιστορίας έφερε στο φως τις άθλιες συνθήκες στις οποίες ζούσαν οι υπηρέτριες των «ευυπόληπτων» σπιτιών. Η Σπυριδούλα έγινε λαϊκή ηρωίδα, οι βασανιστές της καταδικάστηκαν από το δικαστήριο. Υποβλήθηκε σε πολλές επεμβάσεις αποκατάστασης. Η ιστορία της με τα χρόνια και τις κοινωνικές αλλαγές ξεχάστηκε.
Η περίπτωση της δωδεκάχρονης Σπυριδούλας συντάραξε το κοινό όταν δημοσιοποιήθηκαν οι λεπτομέρειες του βασανισμού και της κακομεταχείρισής της. Η ιστορία βγήκε στο φως όταν η Αντιγόνη Βεϊζαδέ έφτασε στο Τζάνειο νοσοκομείο συνοδεύοντας ένα κορίτσι σε τραγική κατάσταση. Τυλιγμένη σε μια κουβέρτα, με εγκαύματα σε όλο της το σώμα, η Σπυριδούλα είχε βασανιστεί με το ηλεκτρικό σίδερο για τρεις ημέρες από τους εργοδότες της, που την κατηγόρησαν ότι έκλεψε 50 δολάρια από το σπίτι. Η εξέταση από τους γιατρούς αποκάλυψε ότι το υποσιτισμένο, βασανισμένο παιδί «έφερε εγκαύματα 1ου, 2ου και 3ου βαθμού στο πρόσωπο, τον τράχηλο, τον θώρακα, την κοιλιά και τα άνω και κάτω άκρα, καθώς και εκχυμώσεις σε μέτωπο, βλέφαρα, μηρούς και κνήμες».
Η αποκάλυψη της ιστορίας έφερε στο φως τις άθλιες συνθήκες στις οποίες ζούσαν οι υπηρέτριες των «ευυπόληπτων» σπιτιών. Η Σπυριδούλα έγινε λαϊκή ηρωίδα, οι βασανιστές της καταδικάστηκαν από το δικαστήριο. Υποβλήθηκε σε πολλές επεμβάσεις αποκατάστασης. Η ιστορία της με τα χρόνια και τις κοινωνικές αλλαγές ξεχάστηκε. Μετατοπίστηκε στις ιστορίες των γυναικών που έρχονται ως μετανάστριες για να εργαστούν στα σπίτια των μεγαλουπόλεων. Η Σπυριδούλα βρήκε το θάρρος να μιλήσει, σπάζοντας τον φαύλο κύκλο της βίας. Η ιστορία της είναι πηγή ενδυνάμωσης για γενιές και γενιές γυναικών που υφίστανται κακοποίηση και καταφέρνουν να την αρθρώσουν και να την τερματίσουν, συνεχίζει να εμπνέει.
Με στοιχεία θεάτρου ντοκουμέντου, πρωτότυπης δραματουργίας και σύγχρονης ελληνικής μουσικής, η σκηνική σύνθεση της ομάδας 4frontal εκκινεί από την αληθινή ιστορία της Σπυριδούλας. Αντλώντας από ιστορικά ντοκουμέντα και γυναικείες αφηγήσεις της εποχής αλλά και από συνεντεύξεις γυναικών που εργάζονται σήμερα ως εσωτερικές οικιακές βοηθοί, η Νεφέλη Μαϊστράλη γράφει ένα πρωτότυπο θεατρικό έργο, εμπνευσμένο από τη συγκλονιστική ιστορία της Σπυριδούλας αλλά και άλλων γυναικών που υπήρξαν ψυχοκόρες και υπηρέτριες, τις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Με όχημα αυτό το έργο και υπό τους ελληνικούς και πανκ ήχους των Θραξ Πανκc, η παράσταση φέρνει στη σκηνή τις φωνές των γυναικών που βρέθηκαν ή βρίσκονται ακόμα σ’ αυτήν τη θέση, παλεύοντας για την αυτοδιάθεσή τους.
Η ομάδα 4frontal έχει συνεχή παρουσία στον χώρο του θεάτρου τα τελευταία δέκα χρόνια. Τα μέλη της ήταν συμμαθητές στη δραματική σχολή του Ωδείου Αθηνών. Το στίγμα τους εξαρχής είχε να κάνει μ’ ένα συλλογικό αφηγηματικό θέατρο που σπάει τον τέταρτο τοίχο και επικοινωνεί στην ευθεία με το κοινό. Με τα χρόνια, εξειδικεύτηκαν οι στόχοι τους και αντιλήφθηκαν ότι αυτό που τους κινεί είναι το κοινωνικοπολιτικό θέατρο, που έχει να κάνει με τις ιστορίες και τον αντίκτυπό τους στο τώρα.
Τροφοδοτούν αυτή την ανάγκη τους με διαφορετικά υλικά κάθε φορά, είτε αξιοποιώντας την ελληνική λογοτεχνία και τη σύγχρονη νεοελληνική δραματουργία είτε επενδύοντας στη σύνθεση κειμένων που μπορούν να γίνουν παράσταση. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που τους κάνει να φτιάχνουν παραστάσεις είναι το θέμα, αυτό που θέλουν να πουν την εκάστοτε στιγμή. Την ομάδα απαρτίζουν οι Θανάσης Ζερίτης, Χάρης Κρεμμύδας, Πάνος Τοψίδης, Σταύρος Γιαννουλάδης, Αριστέα Σταφυλαράκη, Ευαγγελία Καρακατσάνη, Αμαλία Νίνου, Ελένη Κουτσιούμπα και Ηρώ Καρρά.
«Όσο μας καίνε τα ίδια θέματα, ελπίζω να μπορούμε να κάνουμε το συλλογικό θέατρο που ονειρευόμασταν από φοιτητές. Το πολύ ευτυχές, τα τελευταία χρόνια, είναι ότι έχουμε ανοίξει τον κύκλο της ομάδας και σε ηθοποιούς-συντελεστές που δεν είναι μεν γραμμένοι στο καταστατικό αλλά μοιράζονται την ίδια ανάγκη και τρέλα να επικοινωνήσουν τις ίδιες προβληματικές και στηρίζουν με όλη τους την καρδιά αυτό που θέλουμε να πούμε. Αυτό το άνοιγμα ταιριάζει πολύ στην πολυπληθή ομάδα που είμαστε τόσα χρόνια και προσωπικά με ξεκουνάει και με εμπνέει» λέει η Νεφέλη Μαϊστράλη που έγραψε τις «Σπυριδούλες».
Μετά τα «Μπλε Καστόρινα Παπούτσια» του Θανάση Σκρουμπέλου που διασκεύασε για την ομάδα, η Νεφέλη Μαϊστράλη καταπιάστηκε με την ιδέα για τις «Σπυριδούλες», που γεννήθηκε από τον ένα εκ των δύο σκηνοθετών της παράστασης, Χάρη Κρεμμύδα – ο άλλος είναι ο Θανάσης Ζερίτης. Ο Χάρης είχε ψάξει την ιστορία της νεαρής υπηρέτριας της δεκαετίας του ’50 και είχε αισθανθεί ότι φέρει πολλά στοιχεία από αυτά που τους ενδιαφέρουν ως ομάδα τα τελευταία χρόνια.
«Το συγκεκριμένο αληθινό γεγονός ανοίγει την πόρτα σ’ ένα ολόκληρο κοινωνικό φαινόμενο που διήρκεσε αρκετές δεκαετίες στην Ελλάδα και αφορούσε στην αθρόα εσωτερική μετανάστευση χιλιάδων ανήλικων κοριτσιών της υπαίθρου σε μεσοαστικά και αστικά σπίτια των πόλεων, ως υπηρέτριες, χωρίς εγγυήσεις ή κάποια κρατική μέριμνα. Πρόκειται, δηλαδή για ένα κοινωνικό και πολιτικό φαινόμενο που αφορά σε μια ολόκληρη ιστορική περίοδο –όχι τόσο μακρινή απ’ το σήμερα– και αναδεικνύει το ζήτημα της ταξικής ανισότητας, των έμφυλων διακρίσεων και της παιδικής εργασίας» λέει η Νεφέλη Μαϊστράλη.
«Καταστρώνοντας την ιδέα, θεωρήσαμε ότι η μουσική των Θραξ Πανκc κουμπώνει απόλυτα με τη δημιουργική συνομιλία παράδοσης και παρόντος που επιδιώκουμε, όταν διαχειριζόμαστε γεγονότα του παρελθόντος. Ταυτόχρονα, σκεφτήκαμε να χρησιμοποιήσουμε τη βασική ιστορία της δωδεκάχρονης "ψυχοκόρης" απ’ τη Ματαράγκα Αγρινίου, ως πηγή έμπνευσης για να αναδείξουμε τις εμπειρίες κι άλλων γυναικών που εργάστηκαν ως υπηρέτριες εκείνα τα χρόνια αλλά και γυναικών που δουλεύουν σήμερα στον χώρο της καθαριότητας. Το αποτέλεσμα από την έρευνα και τη συλλογή των υλικών ήταν η συγγραφή ενός πρωτότυπου θεατρικού κειμένου που δανείζεται στοιχεία από τη φόρμα της τραγωδίας και θέτει στο επίκεντρο μια συλλογικότητα με κοινά βιώματα και επιθυμίες. Εξού και "Σπυριδούλες"».
Στο πρόσωπο της Σπυριδούλας, τότε, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, βρήκαν φωνή όλα αυτά τα κορίτσια που υφίσταντο κακοποίηση από τα αφεντικά τους. Αυτή ήταν η πρώτη που βρήκε το θάρρος και μίλησε για τον φρικτό βασανισμό της. Αναδείχθηκε σε σύμβολο της βιοπάλης και ενέπνευσε γενιές εργαζομένων γυναικών να διεκδικήσουν μια καλύτερη τύχη. Μέσα απ’ τη ζωή της αποκαλύφθηκε και η ζωή των χιλιάδων ανήλικων κοριτσιών που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα και γίνονταν αντικείμενο εκμετάλλευσης και κακοποίησης.
«Δυστυχώς, στον κόσμο όπως τον φτιάξαμε ή όπως τον αφήσαμε να γίνει, που λέμε και στο έργο, τέτοια περιστατικά άκρατης βίας σε βάρος ανθρώπων που δεν έχουν τα μέσα να αντεπεξέλθουν στις οικονομικές προδιαγραφές του σύγχρονου σκληρού καπιταλιστικού συστήματος είναι πλέον καθημερινότητα» λέει η συγγραφέας.
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για τη θεατρική παράσταση «Σπυριδούλες» εδώ.