Είναι παράξενο έργο οι «Ικέτιδες».
Από τη μία υπάρχει το σπαρακτικό αίτημα των Αργείων γυναικών για ανάκτηση των άταφων νεκρών τους. Από την άλλη υπάρχει η ανοησία των ανδρών – του Άδραστου, του Κήρυκα, του Κρέοντα, αλλά και όλων των ηγετών που στέλνουν στον όλεθρο του πολέμου τον λαό τους είτε από εσφαλμένη κρίση, είτε από επιπολαιότητα, είτε από αλαζονεία.
Ενδιαμέσως τίθενται ενώπιον των θεατών μια σειρά από σημαντικότατα θέματα προς εξέταση και προβληματισμό: η σύγκριση δημοκρατίας-τυραννίας, η αξία των νόμων, η σχέση πλούσιων-φτωχών, ο ρόλος της τύχης, η κατάρα των γηρατειών, η ματαιότητα της τεκνοποιίας κ.ά.
Η ποικιλία και η βαρύτητα των ζητημάτων αυτών είναι τόσο μεγάλη ώστε συχνά νιώθουμε να χανόμαστε. Κι ας κατανοούμε πως οι άνθρωποι που κρατούν υπό μάλης τα συντρίμμια του βίου τους φλέγονται να αναθεωρήσουν τις αντιλήψεις τους για όσα θεωρούσαν έως τώρα δεδομένα.
Όταν καταφθάνει η συνοδεία με τα απομεινάρια των νεκρών και, όταν η μουσική, η υποκριτική και η κίνηση εναρμονίζονται επιτέλους μεταξύ τους και με το συναίσθημα του έργου, ξεκλέβουμε κι εμείς δυο τρεις στιγμές συγκίνησης. Είναι όμως πραγματικά δυσβάσταχτο το τίμημα που πρέπει να καταβάλουμε για μια τόσο αμελητέα ικανοποίηση.
«Ότι οι "Ικέτιδες" έχουν ευστάθεια και αυστηρότητα όσην οι άλλες τραγωδίες του Ευριπίδη δεν μπορούμε να το υποστηρίξουμε. Είναι ασυνάρτητες – και ο Ευριπίδης είναι ενήμερος γι' αυτό το γεγονός. Αλλά πέρα από τα χαλαρά προσαρτημένα χωρία, όπως η συζήτηση για τη δημοκρατία, ο επικήδειος μονόλογος, η κριτική για τη συμβατικότητα της αγγελικής ρήσης, πρόκειται για μια συνεκτική και καλοσχεδιασμένη παρουσίαση ενός μοναδικού θέματος» γράφει ο Kitto στην εξαιρετική ανάλυσή του.¹
Ποιο είναι το θέμα αυτό;
Οι μελετητές συμφωνούν ότι πρόκειται για ένα εγκώμιο της Αθήνας. Ο γενναιόψυχος Θησέας, ο μόνος σώφρων άνδρας του έργου, συγκινείται από την οδύνη των Αργίτισσων γυναικών που προσήλθαν ικέτιδες στον ναό της Δήμητρας, στην Ελευσίνα, και αποφασίζει –μετά από την καθοριστική προτροπή της μητέρας του Αίθρας– να υπερασπιστεί το δίκαιο των αδυνάμων. Όχι μόνο με λόγια αλλά και με πράξεις. Ζητά από τον Κρέοντα την επιστροφή των νεκρών, έτσι ώστε οι τελευταίοι να παραδοθούν στις διαδικασίες ταφής που ορίζει το πανελλήνιο εθιμικό δίκαιο. Ο βασιλιάς της Θήβας αρνείται κι ο Θησέας ορμά στα όπλα. Η νίκη τού ανήκει δικαιωματικά. Κι όμως: ο βασιλιάς της Αθήνας δεν θα εκμεταλλευτεί την προνομιακή θέση του, δεν θα εισβάλει στη Θήβα. Θα πάρει μόνον αυτό που υποσχέθηκε στις ικέτιδες. Χωρίς να ζητήσει αντάλλαγμα. Χωρίς να επιδιώξει προσωπικό όφελος.
Ο Kitto βέβαια επιμένει –και το κάνει με τόσο πειστικό τρόπο!– ότι οι «Ικέτιδες» δεν εξαντλούνται στην εγκωμιαστική διάστασή τους. Ότι συνιστούν και μια «εθνική προειδοποίηση» για το μέλλον.
Στο τέλος της τραγωδίας, τα παιδιά των νεκρών στρατηγών εμφανίζονται κρατώντας τα λείψανα των γονιών τους, τα οποία ο Θησέας έφερε πίσω από τη Θήβα για να ταφούν με τιμές. Κι ενώ ο κύκλος της απώλειας μοιάζει να κλείνει, η εμφάνιση της Αθηνάς θέτει εκ νέου σε κίνηση τον μοιραίο μηχανισμό που θερίζει παράλογα τις ζωές των ανθρώπων: «τώρα μιλώ στα τέκνα των Αργείων· όταν στη νιότη φτάσετε, την πόλη του Ισμηνού θα πάρετε, τον φόνο των χαμένων γονιών σας εκδικώντας», λέει η θεά. Το τέλος ενός πολέμου είναι μόνον η αρχή του επόμενου. Και το αίμα των αθώων θα κυλήσει ξανά.
Αν κάτι μπορούμε να πούμε με σιγουριά, πάντως, είναι ότι ο Ευριπίδης δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης του Θησέα. Ο βασιλιάς της Αθήνας είναι προορισμένος να γεννήσει τον θαυμασμό μας. Όταν λοιπόν συναντούμε τον Άκη Σακελλαρίου στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου, αιφνιδιαζόμαστε: ο Θησέας αυτός είναι είρων, σνομπ και ολίγον κωμικός — κάτι σαν μπρεχτικός κονφερασιέ. Δίνει ξεκάθαρα την αίσθηση του «απ' αλλού φερμένου», του αταίριαστου· λες και προσγειώθηκε στον κόσμο της τραγωδίας χωρίς κανένας να τον έχει ενημερώσει για τη σοβαρότητα του εγχειρήματος. Στόχος του, να ελαφρύνει λίγο τα πνεύματα.
Από τη μία, λοιπόν, έχουμε τον κόσμο του μιούζικαλ –αυτό φέρνει στον νου η κομψευόμενη, αεράτη φιγούρα του Σακελλαρίου– και από την άλλη τον κόσμο του θρήνου που ενσαρκώνεται κυρίως από τον Χορό. Η συνάντηση των δύο μοιάζει περισσότερο με σύγκρουση τηλεκατευθυνόμενων σε πίστα λούνα παρκ. Παράλληλα, το ασταμάτητο beat της μουσικής (Άγγελος Τριανταφύλλου) αποδεικνύεται –από πολύ νωρίς και για πολλή ώρα– ένας «μετρονόμος» που ανταγωνίζεται τον λόγο. Αποσπάει την προσοχή και σφυροκοπάει τα νεύρα μας σε σημείο οριακό.
Μα δεν είναι μόνον αυτά τα προβλήματα – για να μην πω ότι, όταν αποχωρεί ο Θησέας, απελπιζόμαστε με την εξέλιξη των πραγμάτων και αρχίζουμε να τον νοσταλγούμε. Κανένα από τα μέρη του έργου και σχεδόν κανένας ρόλος δεν λειτουργεί εποικοδομητικά. Ο μετανοημένος βασιλιάς των Αργείων Άδραστος (Χρήστος Σουγάρης) ξύνει το χώμα με πολύ καημό αλλά η υποτιθέμενη μεταμέλειά του δεν αφήνει μέσα μας κανένα αποτύπωμα. Εξαντλείται σε στερεοτυπικές εκφράσεις οδύνης, που διαθέτουν ένταση αλλά όχι βάθος. Όσο για τον Κήρυκα, ο Χάρης Χαραλάμπους διατυμπανίζει τη στριφνότητα του ήρωά του τόσο ισοπεδωτικά ώστε δεν έχουμε κανέναν λόγο να ενδιαφερθούμε για όσα λέει.
Η Ευάδνη της Κατερίνας Λούρα ορμάει στην ορχήστρα ντυμένη νύφη συγχέοντας προφανώς το ακατέργαστο και ηχηρό μελόδραμα με το τραγικό συναίσθημα.
Ακολουθεί ο συμπαθής πατέρας της (κάνει ό,τι μπορεί ο ακαθοδήγητος Θοδωρής Κατσαφάδος), ο οποίος δίνει με τη σειρά του τη σκυτάλη στην kinder έκπληξη της βραδιάς: χαμηλά στις πρώτες κερκίδες, μια παιδική χορωδία «φωτίζεται» ξάφνου δίπλα μας. Τα γλυκύτατα μέλη της επιτελούν ευσυνείδητα το καθήκον τους και δεν φταίνε σε τίποτα, φυσικά. Όταν, όμως, αρχίζουν να μας τραγουδούν χαριτωμένα «Δεν έχω πατέρα / Ερήμωσε το σπίτι μας», η προσπάθεια του σκηνοθέτη να αποσπάσει τη συγκίνησή μας με τον πλέον εύκολο τρόπο αναδύεται περίτρανη.
Η Κάτια Δανδουλάκη ως Αίθρα επιβάλλεται με το ευγενικό παράστημα και την καλή άρθρωσή της, μας αφήνει όμως σχετικά ανέπαφους ως προς τα υπόλοιπα.
Ο Χορός, χάρη στις έμπειρες ηθοποιούς που τον απαρτίζουν, καταφέρνει να διατηρήσει μια σχετική στιβαρότητα (ξεχωρίζουν η Κόρα Καρβούνη και η Κωνσταντίνα Τάκαλου). Δεν μπορεί όμως ούτε αυτός να δώσει αυτό που δεν του έχει δοθεί. Όταν καταφθάνει η συνοδεία με τα απομεινάρια των νεκρών και, όταν η μουσική, η υποκριτική και η κίνηση εναρμονίζονται επιτέλους μεταξύ τους και με το συναίσθημα του έργου, ξεκλέβουμε κι εμείς δυο τρεις στιγμές συγκίνησης. Είναι όμως πραγματικά δυσβάσταχτο το τίμημα που πρέπει να καταβάλουμε για μια τόσο αμελητέα ικανοποίηση.
¹ H.D.F. Kitto, «Αρχαία ελληνική τραγωδία», μετάφραση Λ. Ζενάκος
σχόλια