Οι περισσότεροι αναγνωρίζουν στο πρόσωπό της την περίφημη Πάστα Φλώρα από την ταινία του Ντίνου Δημόπουλου «Μια τρελλή, τρελλή οικογένεια». Έναν ρόλο που αυτή η μαγική γυναίκα έπλασε με εξαιρετική έμπνευση, χιούμορ, φινέτσα και μέτρο.
Κι όμως, η Μαίρη Αρώνη διέγραψε μια συναρπαστική θεατρική πορεία, διακρίθηκε στους μεγάλους ρόλους, έγραψε ιστορία με το ταλέντο, την ευφυΐα, την απαράμιλλη γοητεία και τη φινέτσα της και, όπως έχει πει ο Σπύρος Ευαγγελάτος, υπήρξε μια «ανεπανάληπτη σκηνική παρουσία, δαιμονική προσωπικότητα, με θηριώδη ερμηνευτική ικανότητα και μοναδική μαστοριά, που έδινε ιδιαίτερο νόημα και χρώμα σε κάθε συλλαβή της κάθε λέξης».
Η μεγάλη θεατρική πρωταγωνίστρια με την ευρύτατη γκάμα ρεπερτορίου ήταν επίσης η επιτομή της ετοιμότητας.
Ο σκηνοθέτης Βασίλης Νικολαΐδης, που υπήρξε αγαπημένος φίλος της και συνεργάτης, θυμάται:
«Θα σας πω πώς έσωσε μια ολόκληρη σκηνή στο Εθνικό το 1977, στην πρεμιέρα της "Εύθραυστης Ισορροπίας" του Άλμπι. Στη σκηνή ήταν ο Νίκος Τζόγιας, η Ελένη Χατζηαργύρη και η Αρώνη στον ρόλο της εκκεντρικής θείας Κλαίρης, ξαπλωμένη στο πάτωμα, με κολονάτο ποτήρι στο μέτωπο. Κάτι ρώτησε η Χατζηαργύρη τον Τζόγια κι εκείνος της απάντησε κάποιες σελίδες μετά. Έγινε παύση θανατερή!
Η Αρώνη, πάντα ξαπλωμένη, λέει τότε στη Χατζηαργύρη το εξής αμίμητο: "Χρυσό μου, δεν σε άκουσε. Ρώτησέ τον πάλι!"
Η ερώτηση έγινε ξανά, ο Τζόγιας απάντησε κανονικά και η παράσταση συνεχίστηκε ομαλά».
Όπως έχει πει ο Σπύρος Ευαγγελάτος, η Αρώνη υπήρξε μια «ανεπανάληπτη σκηνική παρουσία, δαιμονική προσωπικότητα, με θηριώδη ερμηνευτική ικανότητα και μοναδική μαστοριά, που έδινε ιδιαίτερο νόημα και χρώμα σε κάθε συλλαβή της κάθε λέξης».
— Μα νομίζω κάποιες ανάλογες δράσεις είχε κάνει και στο Ηρώδειο.
Ναι, στη «Λυσιστράτη», τον Σεπτέμβρη του '71. Ενώ η παράσταση προχωρούσε, οι θεατές συνέχιζαν να μπαίνουν στο πάνω διάζωμα, κάνοντας φοβερό θόρυβο. Φτάνει η στιγμή του όρκου και η Αρώνη, κρατώντας μια μεγάλη μεταλλική ασπίδα, καλούσε τις γυναίκες για τον όρκο της ερωτικής αποχής. Η φασαρία, όμως, από ψηλά συνεχιζόταν. Προφανώς είχαν πουληθεί περισσότερα εισιτήρια από τις θέσεις του θεάτρου. Η Αρώνη ξαφνικά σταμάτησε να μιλάει, πολύ ενοχλημένη. Τους κοίταξε και άφησε απότομα την ασπίδα να πέσει κάτω, από το ύψος του στήθους της. Το Ηρώδειο τραντάχτηκε ολόκληρο και η φασαρία ως διά μαγείας σταμάτησε.
«Ε, τώρα ας ορκιστούμε!» είπε εκείνη με ένα σαρδόνιο χαμόγελο. Το κοινό την αποθέωσε.
— Η σύγκρουση με το πράσινο σκαθάρι ήταν μετά;
Ναι, λίγα χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση, στις «Νεφέλες» του Αριστοφάνη, πάντα με το Εθνικό, σε σκηνοθεσία Σολωμού. Η Αρώνη έπαιζε την πρώτη κορυφαία και τη στιγμή της παρόδου ένα τεράστιο πράσινο σκαθάρι εμφανίστηκε στη μαρμάρινη ορχήστρα, σκορπώντας βουβό πανικό στις κοπέλες του Χορού. Εκείνη, αγέρωχη, μιλώντας, πλησίασε το έντομο και με μια απότομη θεατρική κίνηση το συνέθλιψε με τον χρυσό της κόθορνο. Μετά έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό ανακούφισης και ακούμπησε το χέρι της στο στήθος, κοιτώντας το κοινό. Δεν χρειάζεται να σας πω τι ακολούθησε. Έτσι ήταν αυτή η θεατρίνα, εκμεταλλευόταν τα πάντα στη σκηνή, έσωζε καταστάσεις, αυτοσχεδίαζε και δημιουργούσε μαγεία από το τυχαίο και το αναπάντεχο. Θεατρίνα με θήτα κεφαλαίο!
• • •
Η αυτοκτονία του πατέρα και η απεργία πείνας
Ο Κωνσταντινουπολίτης πατέρας της ήταν χρηματιστής και καθηγητής της Μεγάλης του Γένους Σχολής. Η μητέρα της είχε οίκο ραπτικής, τον οποίο έκλεισε μετά τον γάμο για να μπορέσει να αφιερωθεί στην οικογένειά της. Το 1929, στο οικονομικό κραχ, ο πατέρας της οδηγήθηκε στην καταστροφή και μη μπορώντας να αντιμετωπίσει τα χρέη του, έδωσε τέλος στη ζωή του. Στη διάρκεια του πολέμου, οι Γερμανοί είχαν επιτάξει το σπίτι της οικογένειας Αρώνη στο Καλαμάκι. Η ηθοποιός λέγεται πως με θάρρος απαιτούσε από τους Γερμανούς να βγάζουν τις μπότες τους για να μη χαλάσουν το παρκέ του σπιτιού! Για να σπουδάσει υποκριτική χρειάστηκε να κάνει ακόμα και απεργία πείνας για να πείσει τη μητέρα της.
Ο Β. Νικολαΐδης, ο οποίος τη σκηνοθέτησε σε εξαιρετικές παραγωγές στο ραδιόφωνο της ΕΡΤ, την πρωτοσυνάντησε στη δραματική σχολή του Εθνικού στην οδό Πειραιώς, όπου ακόμη δίδασκε.
«Ήρθε απαστράπτουσα, ντίβα σωστή, και μου έτεινε το χέρι ίσως για χειροφίλημα. Ύστερα μου έκλεισε ραντεβού για την επομένη, στο σπίτι της στο Καλαμάκι» λέει.
Η Αρώνη συνήθιζε να κάνει μπάνιο 4-5 φορές την ημέρα. Δεν ανεχόταν την παραμικρή υποψία μικροβίων ή δυσάρεστης οσμής. Έλαμπε πάντα. Ζούσε σε ένα διώροφο παλιό σπίτι, χτισμένο τη δεκαετία του '50. Εκείνη έμενε στον πρώτο όροφο. Το περιβάλλον ήταν κομψό σαν την ιδιοκτήτριά του, πεντακάθαρο και περιποιημένο, αλλά δεν έκρυβε και την πατίνα του χρόνου. Παλιά έπιπλα, βάζα γκαλέ, πίνακες, ακριβά αντικείμενα και σε μια εσοχή ένα παλιό πιάνο με ουρά. Στους τοίχους του σαλονιού δεν υπήρχε ούτε μία φωτογραφία της ηθοποιού, μόνο σε ένα μικρό δωμάτιο υπήρχαν κάποιες πολύ λίγες φωτογραφίες από αγαπημένους της ρόλους.
— Είναι αλήθεια πως οι επισκέψεις των καλών της φίλων εκεί ήταν πολύωρες;
Πήγαινα γύρω στις 7 το απόγευμα και δεν έφευγα πριν από τις 3 το πρωί. Ηθελε να μαθαίνει νέα, να διηγείται ιστορίες, είχε ανάγκη να μιλάει και φρόντιζε πάντα, κάποια κρύα πιάτα που ετοίμαζε με πολύ μεράκι η ίδια, να βρίσκονται δίπλα μας, σερβιρισμένα σε ένα μικρό τρέιλερ.
— Η κάπως εξεζητημένη συμπεριφορά, το στυλ Αρώνη, υπήρχε και στην καθημερινότητά της;
Πολύ γρήγορα, αν όχι την πρώτη μέρα κιόλας, κατάλαβα πως η μανιέρα και η εκζήτηση στη συμπεριφορά της ήταν ένα ελαφρύ επίστρωμα, η ουσία ήταν άλλη. Ήταν βαθύτατα ευαίσθητο πλάσμα! Ποτέ δεν έδειχνε φανερά πόσο τα πράγματα ή οι καταστάσεις την επηρέαζαν. Όλα τα κρατούσε μέσα της. Μια ζωή προσπάθησε να καμουφλάρει αυτή την ευαισθησία κάτω από μια μάσκα ελαφράδας, άνεσης και ανεμελιάς. Το χιούμορ της, πάντως, δεν την εγκατέλειπε ποτέ. Κάποια στιγμή της είπα πως ήταν η αγαπημένη ηθοποιός της γιαγιάς μου. «Τον κακό σου τον καιρό» ήταν η απάντηση. «Άκου της γιαγιάς σου».
• • •
Σπάσ' τα, Φέντια μου, σπάσ' τα!
Τον πρώτο της σύζυγο, τον ηθοποιό Θεόδωρο Αρώνη, τον παντρεύτηκε στα 20 της, το 1933, και κράτησε το επίθετό του όχι μόνο μετά τον θάνατό του αλλά και όταν ξαναπαντρεύτηκε και όταν χώρισε. Το πατρικό της όνομα ήταν Αρβανιτάκη και ο γνωστός σκηνοθέτης Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης είναι ανιψιός της, γιος του αδελφού της.
«Ο Θόδωρος –έλεγε η Αρώνη–, γεννημένος στη Ρωσία, ήταν ένας πραγματικός αριστοκράτης, ιδιαίτερα καλλιεργημένος, ένας γοητευτικός κοσμοπολίτης. Στα γλέντια που κάναμε σπίτι μας, όταν έπινε, συνήθιζε να πετάει μετά τα κρυστάλλινα ποτήρια πίσω του, όπως έκανε και στη Ρωσία. Κι εγώ του έλεγα "σπάσ' τα, Φέντια μου, σπάσ' τα, εσύ να είσαι καλά, σπάσ' τα όλα, Φέντια μου".
Όταν εκείνος αρρώστησε από καρκίνο τού στάθηκα όσο κανείς, κοιμόμουν μαζί του στο νοσοκομείο, στο διπλανό κρεβάτι, για να μη μένει μόνος. Μέχρι και έρωτα του ζητούσα να κάνουμε, έτσι, για να αισθάνεται πως είναι ακόμα ζωντανός».
Τον έχασε όταν έπαιζε στις «Εκκλησιάζουσες», στο Ηρώδειο, το 1956. Το σοκ της απώλειάς του της προκάλεσε λεύκη, κάτι που για μια ηθοποιό είναι μεγάλο πρόβλημα. Ό,τι εξέθετε από το σώμα της η Αρώνη έπρεπε να το μακιγιάρει.
«Το 1965 έκανε και έναν δεύτερο γάμο, από έρωτα, με τον Κωστή Μιχαηλίδη, τον γνωστό σκηνοθέτη με τον οποίο συνεργαζόταν» λέει ο Β. Νικολαΐδης. Όμως, ο Μιχαηλίδης, εκτός από τις αδιαμφισβήτητες καλλιτεχνικές αρετές, είχε και αδυναμία σε όλα τα μεγάλα καζίνο της Ευρώπης. «Τον γνώριζαν καλά σε όλα» έλεγε η Αρώνη. «Γλίτωσα το σπίτι μου την τελευταία στιγμή. Δύο χρόνια μετά τον γάμο μας του έδωσα τα παπούτσια στο χέρι». Μου έχουν διηγηθεί και ένα ευτράπελο από τον καιρό της ρήξης τους. Οι φίλοι του Μιχαηλίδη δεν γνώριζαν τα τεκταινόμενα και του τηλεφωνούσαν στο σπίτι, για να εισπράξουν την αυστηρή μονολεκτική απάντηση της Αρώνη.
«Τον κύριο Μιχαηλίδη, παρακαλώ».
«Εξεδιώχθη!»
• • •
Μαρία Στιούαρτ με την εξαδέλφη Μανωλίδου
«Ίσως λίγο μετά τη δικτατορία απόλαυσα την Αρώνη μαζί με τη Μανωλίδου στη "Μαρία Στιούαρτ" του Σίλερ, σε σκηνοθεσία του Τάκη Μουζενίδη» συνεχίζει ο γνωστός σκηνοθέτης.
«Οι δυο τρομερές εξαδέλφες του ελληνικού θεάτρου, Αρώνη και Μανωλίδου, συγκρούστηκαν ως Ελισάβετ και Μαρία Στιούαρτ αντιστοίχως, για πρώτη φορά στην παράσταση του Σολωμού, το 1955. Πόσο διαφορετική ήταν απ' ό,τι την είχα συνηθίσει ως τότε, αυστηρή, λιτή, ηγεμονική, μεταμορφωμένη. Αλησμόνητη θα μου μείνει η τελική σκηνή, όπου η Ελισάβετ αναγκάζεται να υπογράψει τη θανατική καταδίκη της αντιζήλου της. Μετά την υπογραφή της Αρώνη-Ελισάβετ, εκείνη φορούσε το στέμμα και καθόταν στον θρόνο της συντετριμμένη, χλωμή, ένα πτώμα και η ίδια. "Ήταν μεγάλος σταθμός στην καριέρα μου" έλεγε αργότερα σε συνέντευξη που μου έδωσε και η οποία αποτέλεσε την αρχή της γνωριμίας μας».
— Αγαπούσε πολύ όμως και τη Σεραφίνα στο «Τριαντάφυλλο στο στήθος» του Ουίλιαμς.
Βέβαια. Την αγάπησε πολύ την απλοϊκή Ναπολιτάνα μοδίστρα, αυτήν τη γενναία γυναίκα. Ήταν η ίδια η Σεραφίνα, μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της στο θέατρο. Ευτυχώς, αξιώθηκα να δουλέψω αυτό το έργο μαζί της χρόνια μετά, στο ραδιόφωνο. Θαρρείς και ο Ουίλιαμς έγραψε αυτόν τον ρόλο πάνω της, για χάρη της. Πληθωρική, βαθύτατα λαϊκή, όπως ήταν στην ουσία η Αρώνη, με πολύ χιούμορ, μπρίο αλλά και συγκίνηση, τη θυμάμαι στη δεύτερη πράξη, αφημένη, παραιτημένη, όταν μαθαίνει πως ο άντρας της, ό,τι πολυτιμότερο είχε, την απατούσε. Δεν θα ξεχάσω το πώς έσερνε την παντόφλα της, χωρίς ίχνος φιλάρεσκειας, αυτή, που ήταν η κομψότητα προσωποποιημένη. Ήταν ουσιαστική ερμηνεύτρια η Αρώνη, ευαίσθητη και ευπροσάρμοστη, απελευθερωμένη, πειθήνια στον σκηνοθέτη, μια ουσιαστική εργάτρια του θεάτρου.
— Κατά τη γνώμη σας, υπήρξαν και πράγματα που έκανε και δεν ήταν γι' αυτήν, δεν της ταίριαζαν;
Ναι, π.χ. η τραγωδία! Έπαιξε την Κλυταιμνήστρα στην «Ορέστεια» του Αισχύλου. Την είχα ρωτήσει γιατί το έκανε. Με κοίταξε μ' εκείνα τα πελώρια μάτια της, που ο χρόνος είχε απολύτως σεβαστεί, και μου είπε κοφτά: «Για να εξυπηρετήσω το Εθνικό Θέατρο!».
• • •
Λυσιστράτη και Φαίδρα και Πάστα Φλώρα!
Η Αρώνη ήταν όλες μαζί οι ηρωίδες στις οποίες έδωσε πνοή. Ήταν η πανέξυπνη Λυσιστράτη (ο μεγάλος της θρίαμβος), η συγκλονιστική Φαίδρα, η σπαρακτική Σεραφίνα Ντέλε Ρόζε, η αυστηρή Ελισάβετ, η Αρκάντινα, η Λητώ, η Λιουμπόβ, οι (ραδιοφωνικές) Φιλουμένα Μαρτουράνο και Σάρα Μπερνάρ, η Χαρτοπαίκτρα (η τελευταία της παράσταση) και τόσες άλλες.
Ήταν ακόμη η Πάστα Φλώρα αλλά και η καταπιεσμένη χήρα Μαριάννα στο «Μικροί και μεγάλοι εν δράσει», ήταν η δαιμόνια απατημένη σύζυγος Άννα στο «Η γυναίκα μου τρελλάθηκε», η καπετάνισσα Χρυσούλα στις «Φουσκοθαλασσιές», ήταν όλες...
Ήταν μια πάντα ετοιμοπόλεμη ηθοποιός με τρέλα, νεανική ορμή, απίστευτη ζωντάνια, φρεσκάδα αλλά και με εξαιρετική αίσθηση του timing. Η άριστη μαθήτρια του Δημήτρη Ροντήρη αποσύρθηκε από το θέατρο το 1981, όχι μόνο γιατί από το Εθνικό είχαν απομακρύνει όλους τους συναδέλφους της και είχε αντικατασταθεί όλη η παλιά φρουρά αλλά και από κοκεταρία, λένε οι φίλοι της.
Σταμάτησε να έχει όρεξη και πάθος για τη ζωή όταν το 1991 ο αγαπημένος της ανιψιός Λέανδρος έπεσε θύμα ενός ασυνείδητου οδηγού κι έμεινε κατάκοιτος, τετραπληγικός. Η Αρώνη τότε κατέρρευσε. Στις 16 Ιουλίου 1992, φιλοξενούμενη στο σπίτι της εξαδέλφης της Βασούλας Μανωλίδου, δεν ξύπνησε. Πέθανε όπως ήθελε. Από ανακοπή στον ύπνο της, παίρνοντας μαζί της τον καημό του ανιψιού της που δεν άντεχε, λένε όσοι την ήξεραν καλά.
Ο Βασίλης Νικολαΐδης, ένας από τους τυχερούς που γνώρισαν, συνομίλησαν και συνεργάστηκαν με μερικούς από τους μεγάλους της μεταπολεμικής ελληνικής σκηνής, θεωρεί υποχρέωσή του να κρατήσει ζωντανές αυτές τις μνήμες.
Συγκεκριμένα, για τέσσερις ανθρώπους που σφράγισαν την εποχή τους, τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Γιάννη Τσαρούχη, τον Νίκο Γεωργιάδη και, φυσικά, τη Μαίρη Αρώνη. Στο βιβλίο του «4 συναντήσεις» των εκδόσεων Άγρα καταθέτει την εμπειρία του από την επαφή του μαζί τους, έτσι, ως φόρο τιμής σε ποιότητες χαμένες, ελπίζουμε όχι ανεπιστρεπτί.
σχόλια