Κριτική για τη «Φαίδρα» του Δημήτρη Καραντζά: Οι φυλακές της επιθυμίας

Οι φυλακές της επιθυμίας Facebook Twitter
Στην παράσταση η σωματικότητα επιβάλλεται στην ποιητικότητα τεχνητά και ισοπεδωτικά. Φωτ.: Γκέλυ Καλαμπάκα
0

Να λαχανιάζει και να ασθμαίνει, δρασκελώντας τα λαγκάδια, παρά να ιδροκοπά, κυνηγώντας τον ποδόγυρο μιας φούστας. Να γεύεται τα σκληρά κι ακατέργαστα χαχανητά των συντρόφων του, παρά τα δαντελωτά και ανεξιχνίαστα θηλυκά γέλια. Να θωπεύει το τραχύ τρίχωμα των κάπρων, παρά τις μαλακές γυναικείες μπούκλες. Ν’ ακούει τα βογκητά των άγριων χοίρων που ξεψυχούν σφαγιαζόμενοι στα χέρια του, παρά τις κραυγές γυναικών που θα παραδίδονταν, αν το επεδίωκε, ηδονικά στα χάδια του. Να είναι κυνηγός, παρά θήραμα. Να γνωρίζει την επικράτεια της δράσης του, παρά να χάνεται σε απάτητα μονοπάτια μιας άγνωστης χώρας.

Στόμα κλειστό, βλέμμα κοφτερό, όσφρηση αλάθευτη: ο αμόλυντος υπηρέτης της αειπάρθενου Αρτέμιδος λαχταρά να σαρώνει ελάφια, να αρπάζει και να μη συν-αρπάζεται, νικητής στη μυρτιά να βυθίζεται, αγκαλιά με κλαδιά να ονειρεύεται, στον κόλπο της Φύσης να λικνίζεται – απόρθητος από ανεξέλεγκτα πάθη, αναλλοίωτος από λέξεις αγάπης, αρνητής του ανθρώπινου έρωτα, επιθυμεί με τα δέντρα να συνομιλεί και με το χορτάρι να ενώνει την ψυχή του, με όλες τις παλλόμενες φυτικές και ζωικές ροές να ποτίζει το κορμί του.

Σώματα χωρίς παλμό, φυλακισμένα σε ανέμπνευστες φόρμες, ανίκανα να μιλήσουν στη γλώσσα τους, υποταγμένα σε μια γλώσσα «φορεμένη», εξωτερική, κατασκευασμένη από τη νόηση και μάλιστα από τις κυρίαρχες σημασιοδοτήσεις, αυτές ακριβώς που η υψηλή ποίηση της Τσβετάγιεβα αγωνίζεται να υπερβεί.

Αυτό το αγόρι πάει κι ερωτεύεται η Φαίδρα: απελπισμένη στη μοναξιά της, φλεγόμενη στην παρθενία της, αποζητώντας με παραφορά να ακουμπήσει την επιθυμία της κάπου, θα «σκοντάψει» επάνω στο κάλλος του θετού γιου της και θα απολέσει την ισορροπία της. Ζαλισμένη θα βρεθεί να παραδέρνει στο δάσος, κατειλημμένη από τον ίλιγγο ενός συσσωρευμένου, ασφυκτικού πόθου που εκρήγνυται μέσα της ηχηρά, όσο κι αν τον φιμώνει.

Ένα βλέμμα, ένα βήμα, η μυρτιά, κάτι τόσο λίγο τη χωρίζει τώρα από το χάος, στο οποίο και θα ολισθήσει, επιχειρώντας ατελέσφορα να φέρει εις πέρας την άτεγκτη μητρική εντολή. Γιατί είναι η δεύτερη μητέρα της, η Τροφός, εκείνη που θα στείλει την υπνωτισμένη Φαίδρα στον χαμό της. Εκείνη θα κουρδίσει τη μονάκριβη «κόρη» της, ώστε να εκπληρώσει μια επιθυμία (τη δική της;) απαγορευμένη, αιμομικτική, πανταχόθεν καταδικασμένη. Το γάλα θα γίνει –ήταν εξαρχής– φαρμάκι.

φαιδρα Facebook Twitter
Τοποθετημένοι πίσω από μια παραλληλόγραμμη «οθόνη», μαυροφορεμένες φιγούρες σε άσπρο άσπιλο φόντο ‒με μια «νεκρή φύση» στο κέντρο‒, οι ηθοποιοί της παράστασης ξεκινούν την αφήγηση μιλώντας ακατάληπτα ο ένας «πάνω» στον άλλον, απευθύνοντας τα άτακτα και αδιαμόρφωτα «θέλω» τους προς το μέρος μιας «νεκρής φύσης». Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος

«Από τη νιότη σου παίρνω τροφή / όπως κάποτε τροφή έπαιρνες με το γάλα μου [...] Τώρα ήρθε η σειρά σου... Και για τις δυο μας θα ’ναι τα κρίματά σου / και για τις δυο τα αγκαλιάσματα,/ οι ηδονές και οι πόνοι...» λέει η Τροφός στην καθηλωμένη Φαίδρα.

Ως ήμισυ αυτού του αφύσικου «τέρατος» –δυο γυναίκες με ένα σώμα–, ως όργανο μηχανικά εμψυχωμένο από μια αλλότρια δύναμη, η Φαίδρα θα καταφθάσει στον τόπο της μοιραίας συνάντησης, ούσα ήδη «σκιάς σκιά», για να καλέσει τον Ιππόλυτο όχι σε ένα, έστω βέβηλο, ερωτικό σμίξιμο αλλά στον θάνατο: «Άλλον ύπνο ονειρεύομαι για μας, ύπνο χωρίς ξύπνημα», θα του πει.

Από τι, λοιπόν, φλέγεται η Φαίδρα της Τσβετάγιεβα; Αν ο έρωτας είναι ζωή, τότε γιατί ξεραίνονται τα φύλλα από την ανάσα της, καθώς κρυφοκοιτάζει γεμάτη ζήλια την παρέα των κυνηγών; Γιατί καλεί τον Ιππόλυτο στο νεκρικό κρεβάτι και όχι στο κρεβάτι του πόθου;

«Ποια είμαι; Τι είμαι;» αναρωτιέται, αναδυόμενη από το παραλήρημά της η Φαίδρα. Καταβροχθισμένη από την Τροφό, ούτε ποια είναι ούτε τι θέλει γνωρίζει: άλλη «ονοματίζει» τον εραστή της (όπως είχε ορίσει κάποτε και τον σύζυγο της ), άλλη γράφει το γράμμα της επιθυμίας της, άλλη προστάζει και σκηνοθετεί τη μαύρη ερωτική σκηνή του τέλους της.

φαιδρα Facebook Twitter
Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος

Αλλά και ο Άλλος της, ο ακατονόμαστος, αυτός που ούτε ο ίδιος δεν μπορεί να πει (δεν ξέρει;) το όνομά του, αυτός που αυτοπροσδιορίζεται ως «γιος της Αμαζόνας», ο πετρόκαρδος συνεχιστής του μητρικού μίσους, ο αδιαμφισβήτητος κληρονόμος της φαρέτρας της, αυτός ο αδιαφοροποίητος από τη μητέρα-φύση, αυτός που αποζητά ως παρτενέρ τις απρόσωπες δυνάμεις της χλωροφύλλης και τους ωρυόμενους σκύμνους, ποιος είναι και τι, τελικά, επιθυμεί ο Ιππόλυτος;

Η Φαίδρα ζηλεύει («και τα τομάρια ακόμη»), ο Ιππόλυτος μισεί. Ο ένας αρνείται κάθε άνθρωπο και η άλλη, αποστεγνωμένη από ίδια βούληση, επιθυμεί τον θάνατο. Και τι μπορεί να εισπράξει, εκφέροντας αυτήν τη «δανεική» επιθυμία και εναποθέτοντάς την στα πόδια του Ιππόλυτου, που εξ ορισμού αδυνατεί να την ικανοποιήσει, αν όχι την απόρριψη;

Τοποθετημένοι πίσω από μια παραλληλόγραμμη «οθόνη», μαυροφορεμένες φιγούρες σε άσπρο άσπιλο φόντο ‒με μια «νεκρή φύση» στο κέντρο‒, οι ηθοποιοί της παράστασης ξεκινούν την αφήγηση μιλώντας ακατάληπτα ο ένας «πάνω» στον άλλον, απευθύνοντας τα άτακτα και αδιαμόρφωτα «θέλω» τους προς το μέρος μιας «νεκρής φύσης».

Σ’ αυτόν τον (καταγωγικό) κόσμο, ως πρώτο ισχυρό (ναρκισσιστικό ή κατοπτρικό) δίπολο αναδύεται εκείνο του Ιππόλυτου και ενός συντρόφου του κυνηγού: ο δεύτερος, ενώ μιλά γονατιστός μπροστά στον πρώτο, επιδίδεται σε μια μίμηση πεοθηλασμού. Αφαιρεί τα ρούχα του, αποκαλύπτει τη γύμνια του, «σνιφάρει» την κοιλιά του, ό,τι κι αν κάνει, όμως, ο νεαρός πρίγκιπας από την Τροιζήνα δεν μοιάζει να πολυσυγκινείται.

φαιδρα Facebook Twitter
Η Φαίδρα και η Τροφός, αυστηρές, βλοσυρές, απαράλλαχτα ντυμένες, με ολόιδιες, μακριές φούστες και σφιχτές πλεξούδες (υπάρχει κάτι πάνω τους που δεν ασφυκτιά;), συμπαρασύρονται σ’ έναν αγωνιώδη χορό. Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος

Εξίσου κατοπτρικό είναι και το δεύτερο ισχυρό δίδυμο του δράματος: η Φαίδρα και η Τροφός, αυστηρές, βλοσυρές, απαράλλαχτα ντυμένες, με ολόιδιες, μακριές φούστες και σφιχτές πλεξούδες (υπάρχει κάτι πάνω τους που δεν ασφυκτιά;), συμπαρασύρονται σ’ έναν αγωνιώδη χορό.

Τα κατοπτρικά ζεύγη συσπώνται, αναρριχώνται, τσουγκρίζουν τα κεφάλια τους σαν ελάφια που μονομαχούν, σκάβουν τα σώματά τους, τρώνε σπλάχνα ζώων, θηλάζουν, θηλάζονται και πεοθηλάζουν.

Συστηματικά και επίμονα, ο σκηνοθέτης, μαζί με τον υπεύθυνο κινησιολογίας Τάσο Καραχάλιο, επιχειρεί, μάλλον, να παρουσιάσει επί σκηνής κάτι από την καταγωγική, ζωώδη συνθήκη του σώματος που επιθυμεί… Αυτό, όμως, δεν είναι καθόλου απλό. Γιατί ενώ στη θεωρία η χορογράφηση της ζωώδους επιθυμίας φαντάζει ερεθιστική πρόκληση, στην πράξη ανακύπτουν πολλά εμπόδια, που αν δεν υπερπηδηθούν, μπορούν να οδηγήσουν σε αδέξιο αποτέλεσμα.

Γιατί τίποτε δεν αφυδατώνει την επιθυμία του θεατή περισσότερο από την κυριολεξία. Όταν ο ερωτισμός μεταφράζεται μέσα από τις πιο στερεοτυπικές εικόνες του, πολλές απώλειες ακολουθούν.

Δεν είναι μόνο το προφανές, το εύκολο, το αυτονόητο των δράσεων αυτών. Γίνεται ακόμη χειρότερο, όταν οι τελευταίες επιστρατεύονται ως εικονογράφηση του λόγου: αν η Τροφός περιγράφει το πώς βύζαινε τη Φαίδρα και την ίδια στιγμή οι ηθοποιοί αναπαριστούν σκηνικά αυτήν ακριβώς την εικόνα, τότε καταργείται η αξία του λόγου, η σημασία εκβιάζεται να παραδοθεί σε μια μονοσήμαντη ορατότητα, η φαντασία πλήττεται θανάσιμα. Αν το κείμενο λέει «τ’ αγρίμι ξεντερίζει» και ο ηθοποιός μάς το δείχνει, νιώθουμε αίφνης εγκλωβισμένοι σε μια σκηνική πράξη που αυτοαναιρείται. Η κυριολεξία καταργεί τη μεταφορά – και πώς μπορεί να αναπνεύσει η ποίηση χωρίς μεταφορά; Το νόημα πνίγεται απ’ τον σφιχτό εναγκαλισμό του με την ταυτοσημία.

φαιδρα Facebook Twitter
Υποκριτικά διασώζεται μονάχα ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, έτσι όπως εμφανίζεται ως ένας τα πανθ’ ορών Θησέας, παρών εν τη απουσία του, μια φιγούρα σχεδόν ιερατική, μια φωνή απαλλαγμένη από πάθη, έμπλεη στωικής κατανόησης και συγχώρεσης, μια φωνή που σηκώνει φευγαλέα το βάρος μας και μας ανακουφίζει. Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος

Στην παράσταση η σωματικότητα επιβάλλεται στην ποιητικότητα τεχνητά και ισοπεδωτικά. Ο Μερλό-Ποντί έλεγε ότι η σεξουαλικότητα εξακτινώνεται από τη σωματική περιοχή σαν μια μυρωδιά, σαν ένας ήχος. Δεν έχει να κάνει με το γυμνό ή το ντυμένο στήθος –πανταχού παρόν στην παράσταση– αλλά με μια αίσθηση που αποπνέουν τα πράγματα, τα σώματα, οι ομιλίες.

Δυστυχώς, εδώ όλα συντελούν στο αντίθετο αποτέλεσμα, το πάγωμα της σεξουαλικότητας και των ροών της: σώματα χωρίς παλμό, φυλακισμένα σε ανέμπνευστες φόρμες, ανίκανα να μιλήσουν στη γλώσσα τους, υποταγμένα σε μια γλώσσα «φορεμένη», εξωτερική, κατασκευασμένη από τη νόηση και μάλιστα από τις κυρίαρχες (συχνά στερεοτυπικές) σημασιοδοτήσεις, αυτές ακριβώς που η υψηλή ποίηση της Τσβετάγιεβα αγωνίζεται να υπερβεί.

Δυσάρεστες τονικότητες και στριφνά ηχοχρώματα εκπέμπονται από το ντουέτο Φαίδρας (Στεφανία Γουλιώτη) και Τροφού (Αλεξία Καλτσίκη), σε σημείο που αισθανόμαστε ότι παρακολουθούμε δύο ισότιμα ισχυρές γυναίκες να λογομαχούν αδιέξοδα. Όσο για τον Ιππόλυτο (ως... παραιτημένο τον είδε ο σκηνοθέτης και έτσι τον ερμήνευσε ο Μιχάλης Σαράντης), ουδέποτε αισθανθήκαμε τον σύνδεσμό του με τη Φύση – εκτός αν θεωρήσουμε αρκετό ως πρoς την επίτευξη αυτού του στόχου ένα τομάρι χοίρου ανάρριχτα.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, δεν καταλάβαμε τι καινούργιο κόμισε η Τσβετάγιεβα στη Φαίδρα της (αν και αξίζει να σημειωθεί εδώ η εξαιρετική μετάφραση του Χρήστου Χρυσόπουλου). Ακόμα και οι δεδηλωμένες προθέσεις του δημιουργού για «την ανεύρεση ενός εαυτού λίγο πολύ πιο ζωώδους» και περί του «πώς μπορούμε να ξαναθυμηθούμε τη σχέση μας με τη φύση» ή του πώς οι ήρωες «καταστρέφουν τη φύση, κάνουν δηλαδή αυτό που κάνουμε κι εμείς» δεν νομίζω πως διαυγάστηκαν δραματουργικά.

Δεν ξέρω αν θα είχε ενδιαφέρον μια Φαίδρα με οικολογικές ανησυχίες, πιθανότατα όχι. Αλλά και η εναλλακτική που βιώσαμε δεν είμαι σίγουρη ότι αφύπνισε είτε τα ζωικά είτε τα άλλα μας ένστικτα.

(Υποκριτικά διασώζεται μονάχα ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, έτσι όπως εμφανίζεται ως ένας τα πανθ’ ορών Θησέας, παρών εν τη απουσία του, μια φιγούρα σχεδόν ιερατική, μια φωνή απαλλαγμένη από πάθη, έμπλεη στωικής κατανόησης και συγχώρεσης, μια φωνή που σηκώνει φευγαλέα το βάρος μας και μας ανακουφίζει.)

φαιδρα Facebook Twitter
Αν το κείμενο λέει «τ’ αγρίμι ξεντερίζει» και ο ηθοποιός μάς το δείχνει, νιώθουμε αίφνης εγκλωβισμένοι σε μια σκηνική πράξη που αυτοαναιρείται. Η κυριολεξία καταργεί τη μεταφορά – και πώς μπορεί να αναπνεύσει η ποίηση χωρίς μεταφορά; Το νόημα πνίγεται απ’ τον σφιχτό εναγκαλισμό του με την ταυτοσημία. Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος

«Φαίδρα» της Μαρίνας Τσβετάγιεβα

Θέατρο Προσκήνιο (Καπνοκοπτηρίου 8, Αθήνα, 210 8256838)

Τετ. 20:00, Πέμ.-Παρ. 21:00, Σάβ. 18:00 & 21:00, Κυρ. 19:00

Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς

Παίζουν: Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Στεφανία Γουλιώτη, Αλεξία Καλτσίκη, Νίκος Μάνεσης, Μιχάλης Σαράντης

Μετάφραση: Χρήστος Χρυσόπουλος

Σύμβουλος μετάφρασης: Έλενα Ριζίκοβα

Διασκευή: Θεοδώρα Καπράλου

Βοηθοί σκηνοθέτη: Γκέλυ Καλαμπάκα, Παναγιώτης Γκιζώτης

Σκηνικό: Μαρία Πανουργιά

Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη

Μουσική: Γιώργος Πούλιος

Κίνηση: Τάσος Καραχάλιος

Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

Θέατρο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Onassis Dance Days 2025: Ένας ύμνος στα αδάμαστα σώματα

Θέατρο / Onassis Dance Days 2025: Ένας ύμνος στα αδάμαστα σώματα

Ένα νέο, αλλιώτικο σύμπαν για τον «χορό» ξεδιπλώνεται από τις 3 έως τις 6 Απριλίου στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, μέσα από τα πρωτοποριακά έργα τεσσάρων κορυφαίων Ελλήνων χορογράφων και του διεθνούς φήμης Damien Jalet.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Κώστας Νικούλι

Θέατρο / «Μπορώ να καταλάβω το πώς είναι να νιώθεις παρείσακτος»

Ο 30χρονος Κώστας Νικούλι μιλά για την πορεία του μετά το «Ξενία» που του χάρισε το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου ηθοποιού όταν ήταν ακόμα έφηβος, για το πόσο Έλληνας νιώθει, για την πρόκληση του να παίζει τρεις γκέι ρόλους και για το πόσο τον έχει αλλάξει το παιδί του.
M. HULOT
Μέσα στον θησαυρό με τις εμβληματικές φορεσιές της Δόρας Στράτου

Θέατρο / «Κάποτε έδιναν τις φορεσιές για έναν πλαστικό κουβά, που ήταν ό,τι πιο μοντέρνο»

Μια γνωριμία με τη μεγάλη κληρονομιά της Δόρας Στράτου μέσα από τον πλούτο αυθεντικών ενδυμάτων που δεν μπορούν να ξαναραφτούν σήμερα και συντηρούνται με μεγάλο κόπο, χάρη στην αφοσίωση και την εθελοντική προσφορά μιας ομάδας ανθρώπων που πιστεύουν και συνεχίζουν το όραμά της.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Βασιλική Δρίβα: «Με προσβάλλει να με χρησιμοποιούν σαν καθρέφτη για την ανωτερότητά τους»

Οι Αθηναίοι / Βασιλική Δρίβα: «Με προσβάλλει να με χρησιμοποιούν σαν καθρέφτη για την ανωτερότητά τους»

Ανατρέποντας πολλά από τα στερεότυπα που συνοδεύουν τους ανθρώπους με αναπηρία, η Βασιλική Δρίβα περιγράφει τις δυσκολίες που αντιμετώπισε αλλά και τις χαρές, και μπορεί πλέον να δηλώνει, έστω δειλά, πως είναι ηθοποιός. Είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ξαναγράφοντας τον Ίψεν

Θέατρο / Ο Ίψεν στον Πειραιά, στο μουράγιο

«Δεν είναι εύκολο να είσαι ασυμβίβαστη. Όπως δεν είναι εύκολο να ξαναγράφεις τον Ίψεν» – Κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα για την παράσταση «Εχθρός του λαού» σε διασκευή και σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Βασιλακόπουλου.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
«Δυσκολεύτηκα να διαχειριστώ τις αρνητικές κριτικές και αποσύρθηκα για έναν χρόνο»

Lifo Videos / «Δυσκολεύτηκα να διαχειριστώ τις αρνητικές κριτικές και αποσύρθηκα για έναν χρόνο»

Η ηθοποιός Παρασκευή Δουρουκλάκη μιλά για την εμπειρία της με τον Πέτερ Στάιν, τις προσωπικές της μάχες με το άγχος και την κατάθλιψη, καθώς και για το θέατρο ως διέξοδο από αυτές.
ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΑΛΑΡΗΣ
Μαρία Σκουλά: «Πιστεύω πολύ στο χάος μέσα μου»

Θέατρο / Μαρία Σκουλά: «Πιστεύω πολύ στο χάος μέσα μου»

Από τον ρόλο της Μάσα στην πραγματική ζωή, από το Ηράκλειο όπου μεγάλωσε μέχρι τη ζωή με τους ανθρώπους του θεάτρου, από τον φόβο στην ελευθερία, η ζωή της Μαρίας Σκουλά είναι ένας δρόμος μακρύς και δύσκολος που όμως την οδήγησε σε κάτι δυνατό και φωτεινό.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μια νέα παράσταση χαρτογραφεί το χάσμα μεταξύ γενιάς Z και γενιάς X

Θέατρο / Μια νέα παράσταση χαρτογραφεί το χάσμα μεταξύ γενιάς Z και γενιάς X

Μέσα από την εναλλαγή αφηγήσεων, εμπειριών, αναπαραστάσεων, χορού, βίντεο και ήχου, η παράσταση του Γιώργου Βαλαή αναδεικνύει τις διαφορές αλλά και τις συνδέσεις που υπάρχουν μεταξύ των δυο διαφορετικών γενεών.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ρομέο Καστελούτσι: «Όπου παρεμβάλλεται το κράτος, δεν υπάρχει χώρος για τον έρωτα. Ο έρωτας είναι εναντίον του κράτους και το κράτος εναντίον του έρωτα».

Θέατρο / Ρομέο Καστελούτσι: «Πάντα κάποιος πολεμά τον έρωτα. Και οι εραστές είναι πάντα τα θύματα»

Ο σπουδαίος Ιταλός σκηνοθέτης, λίγο πριν επιστρέψει στην Αθήνα και στη Στέγη για να παρουσιάσει τη «Βερενίκη» του, μας μίλησε για τον έρωτα, τη γλώσσα και τη μοναξιά, την πολιτική και την ανυπέρβλητη Ιζαμπέλ Ιπέρ.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
CHECK How soon is now: Μια παράσταση για τους μετεξεταστέους της συστημικής ιστορίας

Θέατρο / How soon is now: Μια παράσταση για τους μετεξεταστέους της Iστορίας

Σκηνοθετημένη από έναν νέο δημιουργό, η παράσταση που βασίζεται στο τελευταίο κείμενο της Γλυκερίας Μπασδέκη επιχειρεί έναν διάλογο με μία από τις πιο σκοτεινές περιόδους της ελληνικής ιστορίας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Αγορίτσα Οικονόμου

Αγορίτσα Οικονόμου / «Πέφτω να κοιμηθώ και σκέφτομαι ότι κάτι έχω κάνει καλά»

Βρέθηκε να κυνηγάει το όνειρο της υποκριτικής, χωρίς να γνωρίζει τον τρόπο, αλλά με τη βεβαιότητα ότι δεν ήθελε ποτέ να μείνει με την απορία «γιατί δεν το έκανα;». Μέσα από σκληρή δουλειά και πολλούς μικρούς ρόλους, κατάφερε να βρει τον δρόμο της στην τέχνη, στον οποίο προχωρά και αισθάνεται τυχερή. Η Αγορίτσα Οικονόμου είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
ΧΡΗΣΤΟΣ ΘΕΟΔΩΡΙΔΗΣ 

Θέατρο / «Αν κλάψω με ένα έργο, είμαι σε καλό δρόμο»

Ο Χρήστος Θεοδωρίδης, που έχει σκηνοθετήσει με επιτυχία δύο έργα φέτος, του Βιριπάγιεφ και της Αναγνωστάκη, εξηγεί γιατί τον ενδιαφέρουν τα κείμενα που μιλάνε στον άνθρωπο σήμερα, ακόμα κι αν σε αυτά ακούγονται ακραίες απόψεις που ενοχλούν και τον ίδιο.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Να είσαι γκέι στη Νέα Υόρκη

Θέατρο / «Η Κληρονομιά μας»: Τι αποκομίσαμε από την εξάωρη παράσταση στο Εθνικό

«Μία ποπ queer saga, παραδομένη πότε στη μέθη των κοκτέιλ Μανχάταν και πότε στο πένθος μιας αλησμόνητης συλλογικής απώλειας» – Κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα για το πολυβραβευμένο έργο του Μάθιου Λόπεζ, που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα από τον Γιάννη Μόσχο.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
«Δεν είμαι ασεβής, ούτε ιδιοσυγκρασιακή ούτε αιρετική»

Θέατρο / «Δεν είμαι ασεβής, ούτε ιδιοσυγκρασιακή, ούτε αιρετική»

Μετά την Ορέστεια του Στρίντμπεργκ και τις πρόβες για το έργο του Βασίλη Βηλαρά, η Λένα Κιτσοπούλου μιλάει για προσδοκίες και αποφάσεις, για επιτυχίες και απορρίψεις, για το «σύστημα» μέσα στο οποίο δουλεύει και για όλους εκείνους τους χαρακτηρισμούς που της αποδίδουν.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Με Μαρμαρινό, Κουρεντζή, Ράσσε, Mouawad και Ζυλιέτ Μπινός στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Επιδαύρου

Πολιτισμός / Μαρμαρινός, Κουρεντζής, Ράσε, Mouawad και Ζιλιέτ Μπινός στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Επιδαύρου

Καλλιτέχνες με ιστορικό ίχνος στην Επίδαυρο θα παρουσιάσουν τη δουλειά τους δίπλα σε ξένους και άλλους Έλληνες δημιουργούς, ενώ στις 19 Ιουλίου θα ακούσουμε την ορχήστρα Utopia υπό τη διεύθυνση του Θ. Κουρεντζή.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μπορεί το ελληνικό θέατρο να σατιρίσει τον εαυτό του;      

Θέατρο / Μπορεί το ελληνικό θέατρο να σατιρίσει επιτυχημένα τον εαυτό του;      

«Αν θες να αναμετρηθείς με κάτι, αν θες να πας στην ουσία, πρέπει να πονέσεις» – Κριτική για την πολυσυζητημένη παράσταση «Merde!» των Βασίλη Μαγουλιώτη και Γιώργου Κουτλή στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Ο Γιάννος Περλέγκας βρίσκει τη χαρά της δημιουργίας στη φλόγα για συνύπαρξη

Θέατρο / «Έχω νιώσει ακατάλληλος και παρωχημένος δεινόσαυρος μέσα στο θεατρικό τοπίο που αλλάζει»

Με αφορμή το έργο του Μπέρνχαρντ «Η δύναμη της συνήθειας», ο Γιάννος Περλέγκας μιλά με ταπεινότητα και πάθος για το θέατρο, με το οποίο συνεχίζει να παλεύει και που διαρκώς τον νικά. Αυτό, όμως, είναι που τον κρατά ζωντανό.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ