Κριτική για τη «Φαίδρα» του Δημήτρη Καραντζά: Οι φυλακές της επιθυμίας

Οι φυλακές της επιθυμίας Facebook Twitter
Στην παράσταση η σωματικότητα επιβάλλεται στην ποιητικότητα τεχνητά και ισοπεδωτικά. Φωτ.: Γκέλυ Καλαμπάκα
0

Να λαχανιάζει και να ασθμαίνει, δρασκελώντας τα λαγκάδια, παρά να ιδροκοπά, κυνηγώντας τον ποδόγυρο μιας φούστας. Να γεύεται τα σκληρά κι ακατέργαστα χαχανητά των συντρόφων του, παρά τα δαντελωτά και ανεξιχνίαστα θηλυκά γέλια. Να θωπεύει το τραχύ τρίχωμα των κάπρων, παρά τις μαλακές γυναικείες μπούκλες. Ν’ ακούει τα βογκητά των άγριων χοίρων που ξεψυχούν σφαγιαζόμενοι στα χέρια του, παρά τις κραυγές γυναικών που θα παραδίδονταν, αν το επεδίωκε, ηδονικά στα χάδια του. Να είναι κυνηγός, παρά θήραμα. Να γνωρίζει την επικράτεια της δράσης του, παρά να χάνεται σε απάτητα μονοπάτια μιας άγνωστης χώρας.

Στόμα κλειστό, βλέμμα κοφτερό, όσφρηση αλάθευτη: ο αμόλυντος υπηρέτης της αειπάρθενου Αρτέμιδος λαχταρά να σαρώνει ελάφια, να αρπάζει και να μη συν-αρπάζεται, νικητής στη μυρτιά να βυθίζεται, αγκαλιά με κλαδιά να ονειρεύεται, στον κόλπο της Φύσης να λικνίζεται – απόρθητος από ανεξέλεγκτα πάθη, αναλλοίωτος από λέξεις αγάπης, αρνητής του ανθρώπινου έρωτα, επιθυμεί με τα δέντρα να συνομιλεί και με το χορτάρι να ενώνει την ψυχή του, με όλες τις παλλόμενες φυτικές και ζωικές ροές να ποτίζει το κορμί του.

Σώματα χωρίς παλμό, φυλακισμένα σε ανέμπνευστες φόρμες, ανίκανα να μιλήσουν στη γλώσσα τους, υποταγμένα σε μια γλώσσα «φορεμένη», εξωτερική, κατασκευασμένη από τη νόηση και μάλιστα από τις κυρίαρχες σημασιοδοτήσεις, αυτές ακριβώς που η υψηλή ποίηση της Τσβετάγιεβα αγωνίζεται να υπερβεί.

Αυτό το αγόρι πάει κι ερωτεύεται η Φαίδρα: απελπισμένη στη μοναξιά της, φλεγόμενη στην παρθενία της, αποζητώντας με παραφορά να ακουμπήσει την επιθυμία της κάπου, θα «σκοντάψει» επάνω στο κάλλος του θετού γιου της και θα απολέσει την ισορροπία της. Ζαλισμένη θα βρεθεί να παραδέρνει στο δάσος, κατειλημμένη από τον ίλιγγο ενός συσσωρευμένου, ασφυκτικού πόθου που εκρήγνυται μέσα της ηχηρά, όσο κι αν τον φιμώνει.

Ένα βλέμμα, ένα βήμα, η μυρτιά, κάτι τόσο λίγο τη χωρίζει τώρα από το χάος, στο οποίο και θα ολισθήσει, επιχειρώντας ατελέσφορα να φέρει εις πέρας την άτεγκτη μητρική εντολή. Γιατί είναι η δεύτερη μητέρα της, η Τροφός, εκείνη που θα στείλει την υπνωτισμένη Φαίδρα στον χαμό της. Εκείνη θα κουρδίσει τη μονάκριβη «κόρη» της, ώστε να εκπληρώσει μια επιθυμία (τη δική της;) απαγορευμένη, αιμομικτική, πανταχόθεν καταδικασμένη. Το γάλα θα γίνει –ήταν εξαρχής– φαρμάκι.

φαιδρα Facebook Twitter
Τοποθετημένοι πίσω από μια παραλληλόγραμμη «οθόνη», μαυροφορεμένες φιγούρες σε άσπρο άσπιλο φόντο ‒με μια «νεκρή φύση» στο κέντρο‒, οι ηθοποιοί της παράστασης ξεκινούν την αφήγηση μιλώντας ακατάληπτα ο ένας «πάνω» στον άλλον, απευθύνοντας τα άτακτα και αδιαμόρφωτα «θέλω» τους προς το μέρος μιας «νεκρής φύσης». Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος

«Από τη νιότη σου παίρνω τροφή / όπως κάποτε τροφή έπαιρνες με το γάλα μου [...] Τώρα ήρθε η σειρά σου... Και για τις δυο μας θα ’ναι τα κρίματά σου / και για τις δυο τα αγκαλιάσματα,/ οι ηδονές και οι πόνοι...» λέει η Τροφός στην καθηλωμένη Φαίδρα.

Ως ήμισυ αυτού του αφύσικου «τέρατος» –δυο γυναίκες με ένα σώμα–, ως όργανο μηχανικά εμψυχωμένο από μια αλλότρια δύναμη, η Φαίδρα θα καταφθάσει στον τόπο της μοιραίας συνάντησης, ούσα ήδη «σκιάς σκιά», για να καλέσει τον Ιππόλυτο όχι σε ένα, έστω βέβηλο, ερωτικό σμίξιμο αλλά στον θάνατο: «Άλλον ύπνο ονειρεύομαι για μας, ύπνο χωρίς ξύπνημα», θα του πει.

Από τι, λοιπόν, φλέγεται η Φαίδρα της Τσβετάγιεβα; Αν ο έρωτας είναι ζωή, τότε γιατί ξεραίνονται τα φύλλα από την ανάσα της, καθώς κρυφοκοιτάζει γεμάτη ζήλια την παρέα των κυνηγών; Γιατί καλεί τον Ιππόλυτο στο νεκρικό κρεβάτι και όχι στο κρεβάτι του πόθου;

«Ποια είμαι; Τι είμαι;» αναρωτιέται, αναδυόμενη από το παραλήρημά της η Φαίδρα. Καταβροχθισμένη από την Τροφό, ούτε ποια είναι ούτε τι θέλει γνωρίζει: άλλη «ονοματίζει» τον εραστή της (όπως είχε ορίσει κάποτε και τον σύζυγο της ), άλλη γράφει το γράμμα της επιθυμίας της, άλλη προστάζει και σκηνοθετεί τη μαύρη ερωτική σκηνή του τέλους της.

φαιδρα Facebook Twitter
Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος

Αλλά και ο Άλλος της, ο ακατονόμαστος, αυτός που ούτε ο ίδιος δεν μπορεί να πει (δεν ξέρει;) το όνομά του, αυτός που αυτοπροσδιορίζεται ως «γιος της Αμαζόνας», ο πετρόκαρδος συνεχιστής του μητρικού μίσους, ο αδιαμφισβήτητος κληρονόμος της φαρέτρας της, αυτός ο αδιαφοροποίητος από τη μητέρα-φύση, αυτός που αποζητά ως παρτενέρ τις απρόσωπες δυνάμεις της χλωροφύλλης και τους ωρυόμενους σκύμνους, ποιος είναι και τι, τελικά, επιθυμεί ο Ιππόλυτος;

Η Φαίδρα ζηλεύει («και τα τομάρια ακόμη»), ο Ιππόλυτος μισεί. Ο ένας αρνείται κάθε άνθρωπο και η άλλη, αποστεγνωμένη από ίδια βούληση, επιθυμεί τον θάνατο. Και τι μπορεί να εισπράξει, εκφέροντας αυτήν τη «δανεική» επιθυμία και εναποθέτοντάς την στα πόδια του Ιππόλυτου, που εξ ορισμού αδυνατεί να την ικανοποιήσει, αν όχι την απόρριψη;

Τοποθετημένοι πίσω από μια παραλληλόγραμμη «οθόνη», μαυροφορεμένες φιγούρες σε άσπρο άσπιλο φόντο ‒με μια «νεκρή φύση» στο κέντρο‒, οι ηθοποιοί της παράστασης ξεκινούν την αφήγηση μιλώντας ακατάληπτα ο ένας «πάνω» στον άλλον, απευθύνοντας τα άτακτα και αδιαμόρφωτα «θέλω» τους προς το μέρος μιας «νεκρής φύσης».

Σ’ αυτόν τον (καταγωγικό) κόσμο, ως πρώτο ισχυρό (ναρκισσιστικό ή κατοπτρικό) δίπολο αναδύεται εκείνο του Ιππόλυτου και ενός συντρόφου του κυνηγού: ο δεύτερος, ενώ μιλά γονατιστός μπροστά στον πρώτο, επιδίδεται σε μια μίμηση πεοθηλασμού. Αφαιρεί τα ρούχα του, αποκαλύπτει τη γύμνια του, «σνιφάρει» την κοιλιά του, ό,τι κι αν κάνει, όμως, ο νεαρός πρίγκιπας από την Τροιζήνα δεν μοιάζει να πολυσυγκινείται.

φαιδρα Facebook Twitter
Η Φαίδρα και η Τροφός, αυστηρές, βλοσυρές, απαράλλαχτα ντυμένες, με ολόιδιες, μακριές φούστες και σφιχτές πλεξούδες (υπάρχει κάτι πάνω τους που δεν ασφυκτιά;), συμπαρασύρονται σ’ έναν αγωνιώδη χορό. Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος

Εξίσου κατοπτρικό είναι και το δεύτερο ισχυρό δίδυμο του δράματος: η Φαίδρα και η Τροφός, αυστηρές, βλοσυρές, απαράλλαχτα ντυμένες, με ολόιδιες, μακριές φούστες και σφιχτές πλεξούδες (υπάρχει κάτι πάνω τους που δεν ασφυκτιά;), συμπαρασύρονται σ’ έναν αγωνιώδη χορό.

Τα κατοπτρικά ζεύγη συσπώνται, αναρριχώνται, τσουγκρίζουν τα κεφάλια τους σαν ελάφια που μονομαχούν, σκάβουν τα σώματά τους, τρώνε σπλάχνα ζώων, θηλάζουν, θηλάζονται και πεοθηλάζουν.

Συστηματικά και επίμονα, ο σκηνοθέτης, μαζί με τον υπεύθυνο κινησιολογίας Τάσο Καραχάλιο, επιχειρεί, μάλλον, να παρουσιάσει επί σκηνής κάτι από την καταγωγική, ζωώδη συνθήκη του σώματος που επιθυμεί… Αυτό, όμως, δεν είναι καθόλου απλό. Γιατί ενώ στη θεωρία η χορογράφηση της ζωώδους επιθυμίας φαντάζει ερεθιστική πρόκληση, στην πράξη ανακύπτουν πολλά εμπόδια, που αν δεν υπερπηδηθούν, μπορούν να οδηγήσουν σε αδέξιο αποτέλεσμα.

Γιατί τίποτε δεν αφυδατώνει την επιθυμία του θεατή περισσότερο από την κυριολεξία. Όταν ο ερωτισμός μεταφράζεται μέσα από τις πιο στερεοτυπικές εικόνες του, πολλές απώλειες ακολουθούν.

Δεν είναι μόνο το προφανές, το εύκολο, το αυτονόητο των δράσεων αυτών. Γίνεται ακόμη χειρότερο, όταν οι τελευταίες επιστρατεύονται ως εικονογράφηση του λόγου: αν η Τροφός περιγράφει το πώς βύζαινε τη Φαίδρα και την ίδια στιγμή οι ηθοποιοί αναπαριστούν σκηνικά αυτήν ακριβώς την εικόνα, τότε καταργείται η αξία του λόγου, η σημασία εκβιάζεται να παραδοθεί σε μια μονοσήμαντη ορατότητα, η φαντασία πλήττεται θανάσιμα. Αν το κείμενο λέει «τ’ αγρίμι ξεντερίζει» και ο ηθοποιός μάς το δείχνει, νιώθουμε αίφνης εγκλωβισμένοι σε μια σκηνική πράξη που αυτοαναιρείται. Η κυριολεξία καταργεί τη μεταφορά – και πώς μπορεί να αναπνεύσει η ποίηση χωρίς μεταφορά; Το νόημα πνίγεται απ’ τον σφιχτό εναγκαλισμό του με την ταυτοσημία.

φαιδρα Facebook Twitter
Υποκριτικά διασώζεται μονάχα ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, έτσι όπως εμφανίζεται ως ένας τα πανθ’ ορών Θησέας, παρών εν τη απουσία του, μια φιγούρα σχεδόν ιερατική, μια φωνή απαλλαγμένη από πάθη, έμπλεη στωικής κατανόησης και συγχώρεσης, μια φωνή που σηκώνει φευγαλέα το βάρος μας και μας ανακουφίζει. Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος

Στην παράσταση η σωματικότητα επιβάλλεται στην ποιητικότητα τεχνητά και ισοπεδωτικά. Ο Μερλό-Ποντί έλεγε ότι η σεξουαλικότητα εξακτινώνεται από τη σωματική περιοχή σαν μια μυρωδιά, σαν ένας ήχος. Δεν έχει να κάνει με το γυμνό ή το ντυμένο στήθος –πανταχού παρόν στην παράσταση– αλλά με μια αίσθηση που αποπνέουν τα πράγματα, τα σώματα, οι ομιλίες.

Δυστυχώς, εδώ όλα συντελούν στο αντίθετο αποτέλεσμα, το πάγωμα της σεξουαλικότητας και των ροών της: σώματα χωρίς παλμό, φυλακισμένα σε ανέμπνευστες φόρμες, ανίκανα να μιλήσουν στη γλώσσα τους, υποταγμένα σε μια γλώσσα «φορεμένη», εξωτερική, κατασκευασμένη από τη νόηση και μάλιστα από τις κυρίαρχες (συχνά στερεοτυπικές) σημασιοδοτήσεις, αυτές ακριβώς που η υψηλή ποίηση της Τσβετάγιεβα αγωνίζεται να υπερβεί.

Δυσάρεστες τονικότητες και στριφνά ηχοχρώματα εκπέμπονται από το ντουέτο Φαίδρας (Στεφανία Γουλιώτη) και Τροφού (Αλεξία Καλτσίκη), σε σημείο που αισθανόμαστε ότι παρακολουθούμε δύο ισότιμα ισχυρές γυναίκες να λογομαχούν αδιέξοδα. Όσο για τον Ιππόλυτο (ως... παραιτημένο τον είδε ο σκηνοθέτης και έτσι τον ερμήνευσε ο Μιχάλης Σαράντης), ουδέποτε αισθανθήκαμε τον σύνδεσμό του με τη Φύση – εκτός αν θεωρήσουμε αρκετό ως πρoς την επίτευξη αυτού του στόχου ένα τομάρι χοίρου ανάρριχτα.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, δεν καταλάβαμε τι καινούργιο κόμισε η Τσβετάγιεβα στη Φαίδρα της (αν και αξίζει να σημειωθεί εδώ η εξαιρετική μετάφραση του Χρήστου Χρυσόπουλου). Ακόμα και οι δεδηλωμένες προθέσεις του δημιουργού για «την ανεύρεση ενός εαυτού λίγο πολύ πιο ζωώδους» και περί του «πώς μπορούμε να ξαναθυμηθούμε τη σχέση μας με τη φύση» ή του πώς οι ήρωες «καταστρέφουν τη φύση, κάνουν δηλαδή αυτό που κάνουμε κι εμείς» δεν νομίζω πως διαυγάστηκαν δραματουργικά.

Δεν ξέρω αν θα είχε ενδιαφέρον μια Φαίδρα με οικολογικές ανησυχίες, πιθανότατα όχι. Αλλά και η εναλλακτική που βιώσαμε δεν είμαι σίγουρη ότι αφύπνισε είτε τα ζωικά είτε τα άλλα μας ένστικτα.

(Υποκριτικά διασώζεται μονάχα ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, έτσι όπως εμφανίζεται ως ένας τα πανθ’ ορών Θησέας, παρών εν τη απουσία του, μια φιγούρα σχεδόν ιερατική, μια φωνή απαλλαγμένη από πάθη, έμπλεη στωικής κατανόησης και συγχώρεσης, μια φωνή που σηκώνει φευγαλέα το βάρος μας και μας ανακουφίζει.)

φαιδρα Facebook Twitter
Αν το κείμενο λέει «τ’ αγρίμι ξεντερίζει» και ο ηθοποιός μάς το δείχνει, νιώθουμε αίφνης εγκλωβισμένοι σε μια σκηνική πράξη που αυτοαναιρείται. Η κυριολεξία καταργεί τη μεταφορά – και πώς μπορεί να αναπνεύσει η ποίηση χωρίς μεταφορά; Το νόημα πνίγεται απ’ τον σφιχτό εναγκαλισμό του με την ταυτοσημία. Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος

«Φαίδρα» της Μαρίνας Τσβετάγιεβα

Θέατρο Προσκήνιο (Καπνοκοπτηρίου 8, Αθήνα, 210 8256838)

Τετ. 20:00, Πέμ.-Παρ. 21:00, Σάβ. 18:00 & 21:00, Κυρ. 19:00

Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς

Παίζουν: Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Στεφανία Γουλιώτη, Αλεξία Καλτσίκη, Νίκος Μάνεσης, Μιχάλης Σαράντης

Μετάφραση: Χρήστος Χρυσόπουλος

Σύμβουλος μετάφρασης: Έλενα Ριζίκοβα

Διασκευή: Θεοδώρα Καπράλου

Βοηθοί σκηνοθέτη: Γκέλυ Καλαμπάκα, Παναγιώτης Γκιζώτης

Σκηνικό: Μαρία Πανουργιά

Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη

Μουσική: Γιώργος Πούλιος

Κίνηση: Τάσος Καραχάλιος

Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

Θέατρο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Παραστάσεις για κάθε γούστο που θα συγκινήσουν, θα διασκεδάσουν και θα προβληματίσουν

Θέατρο / Πού οφείλεται τόση δίψα για το θέατρο;

Το θέατρο εξακολουθεί να προκαλεί debates και ζωηρές συζητήσεις, παρά τις κρίσεις και τις οικονομικές περικοπές που έχει υποστεί, και φέτος ανεβαίνουν στην Αθήνα παραστάσεις για κάθε γούστο που θα συγκινήσουν, θα διασκεδάσουν και θα προβληματίσουν.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ανδρέας Κωνσταντίνου

Θέατρο / Ανδρέας Κωνσταντίνου: «Δεν μ' ενδιαφέρει τι υποστηρίζεις στο facebook, αλλά το πώς μιλάς σε έναν σερβιτόρο»

Ο ηθοποιός που έχει υποδυθεί τους πιο ετερόκλητους ήρωες και θα πρωταγωνιστήσει στην τηλεοπτική μεταφορά της «Μεγάλης Χίμαιρας» αισθάνεται ότι επιλέγει την τηλεόραση για να ικανοποιήσει την επιθυμία του για κάτι πιο «χειροποίητο» στο θέατρο.
ΜΑΤΟΥΛΑ ΚΟΥΣΤΕΝΗ
Ο Στρίντμπεργκ και η «Ορέστεια» προσγειώνονται στον κόσμο της Λένας Κιτσοπούλου

Θέατρο / Η Μαντώ, ο Αισχύλος και ο Στρίντμπεργκ προσγειώνονται στον κόσμο της Κιτσοπούλου

Στην πρόβα του νέου της έργου όλοι αναποδογυρίζουν, συντρίβονται, μοντάρονται, αλλάζουν μορφές και λένε λόγια άλλων και τραγούδια της καψούρας. Ποιος θα επικρατήσει στο τέλος;
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
«Η εποχή μας δεν ανέχεται το λάθος»

Οι Αθηναίοι / «Η εποχή μας δεν ανέχεται το λάθος»

Η ηθοποιός Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου θυμάται τα χρόνια του Θεάτρου Τέχνης, το πείραμα και τις επιτυχίες του Χυτηρίου, περιγράφει τι σημαίνει γι' αυτή το θεατρικό σανίδι και συλλογίζεται πάνω στο πέρασμα του χρόνου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Θωμάς Μοσχόπουλος

Θέατρο / «Άρχισα να βρίσκω αληθινή χαρά σε πράγματα για τα οποία πριν γκρίνιαζα»

Έπειτα από μια δύσκολη περίοδο, ο Θωμάς Μοσχόπουλος ανεβάζει τον δικό του «Γκοντό». Έχει επιλέξει μόνο νέους ηθοποιούς για το έργο, θέλει να διερευνήσει την επίδρασή του στους εφήβους, πραγματοποιώντας ανοιχτές πρόβες. Στο μεταξύ, κάνει μια πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα με την Αργυρώ Μποζώνη.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Τι είναι για σένα το «Οξυγόνο»;

Θέατρο / Τι είναι για σένα το «Οξυγόνο»;

Ένα συναρπαστικό υβρίδιο θεάτρου, συναυλίας, πολιτικοκοινωνικού μανιφέστου και rave party, βασισμένο στο έργο του επικηρυγμένου στη Ρωσία δραματουργού Ιβάν Βιριπάγιεφ, ανεβαίνει στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης σε σκηνοθεσία Γιώργου Κουτλή και αποπειράται να δώσει απάντηση σε αυτό το υπαρξιακό ερώτημα.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Υπάρχει το «για πάντα» σε μια σχέση;

The Review / Υπάρχει το «για πάντα» σε μια σχέση;

Ο Αλέξανδρος Διακοσάββας και ο δημοσιογράφος και κριτικός θεάτρου Γιώργος Βουδικλάρης μιλούν για την παράσταση «Ο Χορός των εραστών» της Στέγης, τα υπαρξιακά ερωτήματα που θέτει το κείμενο του Τιάγκο Ροντρίγκες και τη χαρά τού να ανακαλύπτεις το next best thing στην τέχνη.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Φανί Αρντάν: «Σκυλάκι δεν είμαι, προτιμώ να παραμείνω λύκος»

Όπερα / Φανί Αρντάν: «Σκυλάκι δεν είμαι, προτιμώ να παραμείνω λύκος»

Πολυσχιδής και ανήσυχη, η Φανί Αρντάν δεν δίνει απλώς μια ωραία συνέντευξη αλλά ξαναζεί κομμάτια της ζωής και της καριέρας της, με αφορμή την όπερα «Αλέκο» του Σεργκέι Ραχμάνινοφ που σκηνοθετεί για την Εθνική Λυρική Σκηνή.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Το «Κυανιούχο Κάλιο» είναι μια παράσταση για το ταμπού των αμβλώσεων 

Θέατρο / «Κυανιούχο Κάλιο»: Μια παράσταση για το ταμπού των αμβλώσεων στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά

Όχι μόνο σε ανελεύθερα ή σκοταδιστικά καθεστώτα, αλλά και στον δημοκρατικό κόσμο, η συζήτηση για το δικαίωμα της γυναίκας σε ασφαλή και αξιοπρεπή ιατρική διακοπή κύησης παραμένει τρομακτικά επίκαιρη.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Τενεσί Ουίλιαμς: Ο ποιητής των χαμένων ψυχών

Θέατρο / Τενεσί Ουίλιαμς: Ο ποιητής των χαμένων ψυχών

«Εκείνο που με σπρώχνει να δημιουργώ θεατρικούς χαρακτήρες είναι ο έρωτας», έλεγε ο Ουίλιαμς, που πίστευε ότι ο πόθος «είναι κάτι που κατακλύζει πολύ μεγαλύτερο χώρο από αυτόν που μπορεί να καλύψει ένας άνθρωπος». Σε αυτόν τον πόθο έχει συνοψίσει τη φυγή και την ποίηση, τον χρόνο, τη ζωή και τον θάνατο.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ