Ο ήρωας του έργου του Μάριους φον Μάγενμπουργκ «Ο σκύλος, η νύχτα και το μαχαίρι» βρίσκεται μια ζεστή νύχτα του Αυγούστου σε ένα αδιέξοδο. Δεν θυμάται τίποτα, ούτε πώς έφτασε εκεί, παρά μόνο ότι έφαγε μύδια με τους φίλους του. Σε αυτόν τον έρημο τόπο έχει συμβεί μια οικολογική καταστροφή, μια πανδημία, το φαγητό έχει τελειώσει και οι άνθρωποι λιμοκτονούν. Τα σκυλιά έχουν φοβηθεί τους ανθρώπους και έχουν επιστρέψει στους λύκους.
Σε αυτό το τοπίο ο ήρωας, που δεν γνωρίζει τι έχει συμβεί, συναντά διάφορους ανθρώπους που προσπαθούν να τον φάνε. Του επιτίθενται, εκείνος, αντιδρώντας, σκοτώνει κάποιον από αυτούς κι έτσι γίνεται φυγάς σε έναν ψυχεδελικό, καφκικό κόσμο.
Με αφορμή και κινητήρια δύναμη τον φόβο, μέσα στο κλίμα των τρομοκρατικών επιθέσεων που συνέβαιναν στην Ευρώπη, θέλοντας να μιλήσει για τον φόβο και τη λύτρωση μέσα από την αγάπη, ο συγγραφέας έγραψε το 2008 αυτό το θεατρικό που ανεβαίνει στο Φεστιβάλ Αθηνών σε σκηνοθεσία Γιώργου Κουτλή. Ένα δυστοπικό love story ή μια ψυχεδελική κομεντί τρόμου φτιαγμένη γύρω από τον κεντρικό ήρωα που φέρνει στο προσκήνιο προβολές του ίδιου του του εαυτού μια νύχτα παραισθήσεων κατά τη διάρκεια της οποίας μοιάζει να επιχειρεί να σκοτώσει ένα κομμάτι ακόμα και του ίδιου του εαυτού του.
Ο 33χρονος ηθοποιός και συγγραφέας Βασίλης Μαγουλιώτης και ο 35χρονος ηθοποιός και βιολόγος Θάνος Λέκκας, απόφοιτοι του Εθνικού Θέατρου και του Ωδείου Αθηνών αντίστοιχα, συνεργάζονται για πρώτη φορά, υποδυόμενοι τα πρόσωπα που γνωρίζονται με μοιραίο τρόπο μια νύχτα για να καταλάβουν ότι η αγάπη είναι ο μόνος τρόπος για να σταματήσει κάποιος να φοβάται. Εμείς τους συναντήσαμε πριν από μια πρόβα και μαζί κάναμε μια κουβέντα για το έργο και την κατάσταση που επικρατεί στο θέατρο σήμερα.
Βρισκόμαστε στη σωστή ηλικία για να παίξουμε αυτό το έργο. Δεν ξέρω αν στην πραγματικότητα βιώνουμε το ίδιο παράλογο, γιατί αυτό το έργο συνδέεται με προβολές και φόβους του ήρωα.
«Γραμμένο από έναν δραματουργό που είναι και ηθοποιός, φαίνεται ότι το έχει γράψει άνθρωπος που ξέρει τι σημαίνει σκηνή και πρόβα. Είναι έργο με καφκική ατμόσφαιρα, θεωρητικά δυστοπικό, με πολλά φαρσικά στοιχεία – όταν κάποιος εμφανίζεται από το πουθενά, αυτό είναι ταυτόχρονα τρομακτικό και αστείο», λέει ο Θάνος για να συμπληρώσει ο Βασίλης ότι «είναι θρίλερ, έργο πρωτότυπο για το θέατρο, του οποίου η πλοκή εκτυλίσσεται σε ένα σετ κινηματογραφικό, ερημικό, με τους λύκους να πλησιάζουν την πόλη.
Όλα αυτά συμβαίνουν στη Γερμανία, αλλά θα μπορούσαν να συμβαίνουν παντού στον σύγχρονο κόσμο. Δεν μας δίνεται κανένα στοιχείο για τον κεντρικό ήρωα, μαθαίνουμε μόνο ένα πράγμα: στο στομάχι του έχει μύδια, που μπορεί να του έχουν προκαλέσει παραισθήσεις».
«Βρισκόμαστε στη σωστή ηλικία για να παίξουμε αυτό το έργο. Δεν ξέρω αν στην πραγματικότητα βιώνουμε το ίδιο παράλογο, γιατί αυτό το έργο συνδέεται με προβολές και φόβους του ήρωα. Στην κοινωνία έχουμε να κάνουμε με φρέσκους, καινούργιους φόβους, με αντικρουόμενα συμφέροντα, το ότι τρωγόμαστε με τον εαυτό μας είναι κάτι διαφορετικό. Σίγουρα στην καθημερινότητα θέτουμε και οι ίδιοι εμπόδια στον εαυτό μας, αλλά υπάρχουν και δυσκολίες που είναι ανεξάρτητες από εμάς, όπως η ακρίβεια», λέει ο Θάνος, ενώ ο Βασίλης πιστεύει ότι «στο έργο κάποιες συνθήκες μεγάλης κλίμακας που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, όπως οι αμμοθύελλες και ο καύσωνας, έχουν ερημώσει σχεδόν την πόλη».
Αυτοί οι κίνδυνοι που απειλούν να αφανίσουν την πόλη είναι πολύ κοντά στη δυσοίωνη πραγματικότητα του 2020, όπου τα προβλήματα είναι καθεστώς, μάλιστα ο Φον Μάγενμπουργκ δεν αφήνει καμιά ελπίδα, γράφοντας ότι «ο ουρανός είναι ένα κλουβί γεμάτο με πανικόβλητα πουλιά».
Και οι δυο ηθοποιοί ανήκουν σε μια γενιά που έχει μεγαλώσει μέσα στην κρίση και επέλεξαν το επάγγελμά τους βλέποντάς το να διαλύεται σχεδόν σε μια παρατεταμένη οικονομική δυστοκία. Αυτό τους καθόρισε και επηρέασε τον τρόπο που σκέφτονται την επόμενη ημέρα.
«Αυτό που νιώθω, και αφορά και τους ηθοποιούς της γενιάς μου, είναι ότι μετά την κρίση τα πράγματα έχουν γίνει βραχυπρόθεσμα. Δεν υπάρχουν όνειρα εξαετίας, δεκαετίας. Σκεφτόμαστε ότι μετά από αυτό το πρότζεκτ ίσως οδηγηθούμε σε ένα άλλο και μετά σε ένα άλλο. Μόνο βραχυπρόθεσμα πλάνα μπορούμε να κάνουμε κι αυτό είναι το χαρακτηριστικό μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Έχει χαθεί κάτι που μικρός ένιωθα ότι υπήρχε, το να κολυμπάς απλώς από το ένα βραχάκι στο άλλο. Τώρα πρέπει να κολυμπάς κόντρα στο ρεύμα σαν σολομός, να μη νιώθεις. Όλοι ψάχνουμε για δουλειά συνέχεια και αν κάτσουμε ακόμα και να σκεφτούμε αυτό που κάνουμε για δύο μήνες, θα χαθεί ένας κρίκος γιατί δεν υπάρχει σταθερότητα, ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο, ένας μηχανισμός που να στηρίζει τα πράγματα», λέει ο Θάνος.
«Είμαστε μια γενιά που βρεθήκαμε στην τρύπα της ιστορίας, γεννηθήκαμε στην εποχή των παχιών αγελάδων, οπότε αποκτήσαμε πλαδαρά αντανακλαστικά και με αυτά βρεθήκαμε να αντιμετωπίσουμε την κρίση και μετά την πανδημία. Αυτό μας ανάγκασε να εκπαιδευτούμε στην πρακτικότητα, στην ταχύτητα και στο ίντερνετ, κι αυτό έπρεπε να το κάνουμε μόνοι μας, καθώς δεν μπορούσαμε να έχουμε βοήθεια από προηγούμενες γενιές που είναι κι αυτές ανεκπαίδευτες. Δυστυχώς, δεν αρκούν τα διδάγματά τους, η κουλτούρα που γέννησε η εποχή τους», λέει ο Βασίλης.
Μου εξηγούν ότι η γενιά τους ζει τον θάνατο μιας ολόκληρης κουλτούρας και ότι πρέπει να βρουν μόνοι τους την άκρη, να διαμορφώσουν μια κατάσταση στην οποία θα συμβάλουν και οι επόμενοι, που έρχονται δυναμικά. Μαζί πεθαίνει και το επάγγελμα του ηθοποιού, η ουσία του καλλιτέχνη σε μια κοινωνία όπου ακόμα και οι δίκες αποτελούν το τοτέμ μιας ολόκληρης αντίληψης που καταρρέει.
Ο ηθοποιός δεν μπορεί να είναι στον αέρα, έχει ανάγκη να αναγνωρίζονται οι ώρες δουλειάς του, έχει ανάγκη την ασφάλιση. Η δική τους γενιά παρέλαβε ένας χάος, εισπράττει την υποτίμηση και ήρθε ο καιρός να οργανωθούν για να νιώσουν ξανά ότι είναι κοινότητα. Δεν ξέρουν τι σημαίνει «αγρανάπαυση», έχουν γίνει εργασιομανείς και νιώθουν ότι δεν μπορούν αλλιώς, σχεδόν ότι δεν έχουν δικαίωμα στον ελεύθερο χρόνο.
«Είναι ένα επάγγελμα που έχει κάτι απροσδιόριστο, κι αυτό ως ένα σημείο είναι θεμιτό, αλλά οφείλουμε να το περιφρουρήσουμε φτιάχνοντας μια κοινότητα και γέφυρες με δομές και με την κοινωνία, να μιλάμε μεταξύ μας. Δεν μπορούμε να περιμένουμε τίποτα από το κράτος ή την προηγούμενη γενιά», λέει ο Βασίλης.
«Εγώ είχα την τύχη, όταν ξεκίνησα, να δουλέψω με τους Patari Project που ήθελαν μια συνθήκη αμιγώς θεατρική που να μπορεί να στηρίζει τον εαυτό της και να μπορεί να πληρώνει καλά όσους δουλεύουν. Εκεί έμαθα να είμαι ηθοποιός και στη σχολή, όπου ο Αργύρης Ξάφης μας έλεγε ότι “είστε εκεί ο ένας για τον άλλον”. Βγαίνοντας από τη σχολή, έμαθα ότι το θέατρο στηρίζεται στην ομαδικότητα και δεν έχω βρεθεί συχνά σε συνθήκη όπου κάποιος, που είναι καλός σε κάτι, το παίζει αυθεντία και δεν λαμβάνει υπόψη τους άλλους. Αυτή είναι η βάση του θεάτρου που έμαθα και έτσι θα ήθελα να συνεχίσω», λέει ο Θάνος.
Όταν μιλάμε για τα οικονομικά και τις επιχορηγήσεις, ο Βασίλης έχει στον νου του κάτι πολύ καθαρό. «Νομίζω ότι δεν πρέπει να είμαστε ολιγαρκείς ούτε να κάνουμε μόνιμη συνθήκη την άρτε πόβερα. Πρέπει να ουρλιάζουμε στις πόρτες των υπουργείων, δεν πρέπει να παρακαλάμε ή να μιλάμε συναισθηματικά, αλλά πρακτικά. Η εποχή των επιχορηγήσεων ήταν μια σπουδαία περίοδος έρευνας για το θέατρο, χωρίς κρατικό χρήμα όμως πολλά σχήματα δεν μπορούν να συντηρηθούν. Επίσης, υπήρχε ένα σταθερό κοινό που δεν σε έκρινε πάντα αυστηρά, έτσι δεν κινδύνευε να κλείσει το θέατρό σου από μια αποτυχία, φοβάμαι όμως ότι έτσι οι καλλιτέχνες δεν έκαναν αυστηρή αυτοκριτική. Εμείς δεν έχουμε αυτό το περιθώριο. Θα αποτύχουμε, αλλά πρέπει να έχουμε τη διαύγεια να ασχοληθούμε με το κοινό και με το τι δεν πήγε καλά, όχι μόνο με το πώς εμείς θα προχωρήσουμε την τέχνη μας. Πρέπει να φτιάξουμε τη σχέση μας με το κοινό».
«Το κοινό πρέπει να το σέβεσαι και να μην το υποτιμάς. Πρέπει να είσαι γενναιόδωρος και να του προσφέρεις. Το θέατρο δεν αφορά μόνο εμάς αλλά και τον θεατή», συμπληρώνει ο Θάνος, με τον Βασίλη να διευκρινίζει ότι «δεν έχω ταμπού, αντιμετωπίζω τον εαυτό μου και ως διασκεδαστή – παλιότερα το θέατρο είχε χωριστεί σε εμπορικό και ποιοτικό, αναίτια κατά τη γνώμη μου. Αποδέκτης της δουλειάς μου είναι το κοινό, ούτε ο θεατρικός κριτικός ούτε ο συνάδελφος. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που γράφουν νέα έργα και θεσμοί που τους δίνουν χώρο, καθώς υπάρχει ανάγκη για μια νέα γλώσσα, ώστε η εποχή μας να αποκτήσει ένα στίγμα. Λατρέψαμε τους ξένους και μάθαμε από την ξένη δραματουργία που μας ξεκόλλησε από την ελληνική οικογένεια και τώρα γίνονται προσπάθειες από την αρχή, πράγματα πιο πειραματικά που ίσως να μπορούν να μεταφραστούν και στο εξωτερικό».
Όσο για τις συνέπειες της πανδημίας, οι δυο ηθοποιοί πιστεύουν ότι ακόμα δεν έχουμε μεταβολίσει τις αλλαγές που άλλαξαν δραματικά τον κόσμο και γι’ αυτό υπήρξαν πολύ αποκαλυπτικές.
«Τα ζητήματα που μας τρομάζουν είναι η ρευστότητα και η απροσδιοριστία. Οι προηγούμενοι πενθούν και δεν μπορούν να βοηθήσουν την έξοδο από την ύλη. Μπορούμε ως γενιά να αντέξουμε περισσότερο, αλλά έχει δημιουργηθεί και μια μεγάλη ανασφάλεια, σήμερα είσαι αύριο δεν είσαι. Είμαστε αναγκασμένοι να συνδεθούμε με την εποχή μας κι αυτό μας κάνει να είμαστε πολιτικοποιημένοι με έναν διαφορετικό τρόπο, όχι συντηρώντας κάποιο υπάρχον στερεότυπο. Ως γενιά, λόγω της κρίσης, του Γρηγορόπουλου, του Φύσσα, της Χρυσής Αυγής, της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας και του ΜeΤoo, είμαστε συνδεδεμένοι μεταξύ μας και αυτό μας κάνει να εξελισσόμαστε με έναν οργανικά πολιτικοποιημένο τρόπο. Επιτρέψτε μας να διαμορφώσουμε ξανά την κατάσταση», λέει ο Βασίλης.
Μιλώντας για κάτι που διαμορφώνεται ξανά, λοιπόν, μοιραία η συζήτηση φτάνει στην τηλεόραση. Ο Θάνος ήταν για δύο σεζόν στην «Τούρτα της μαμάς» στη ΕΡΤ και ο Βασίλης υποδύεται έναν χάκερ σε μια διεθνή παραγωγή του ΑΝΤ1+, τη «Γέφυρα».
«Η τηλεόραση επίσης πρέπει να πάψει να υπάρχει με τον τρόπο που ξέραμε, γιατί αυτός ανήκει σε παλιές δεκαετίες. Η κοινωνία αλλάζει γρήγορα και η τηλεόραση, όπου όλοι εμφανίζονται πολύ συντηρητικά και με μια αχρείαστη ψευτοντροπή, πρέπει να εκσυγχρονιστεί», λέει ο Θάνος, με τον Βασίλη να συμπληρώνει ότι το παλιό, το συντηρητικό καταστρέφεται με κρότο και ότι η τηλεόραση φαίνεται να ζει μια μεταβατική περίοδο.
«Μέσα από τις πλατφόρμες δημιουργήθηκε ένα νέο είδος που έχει κινηματογραφική ποιότητα και τηλεοπτική διάρκεια, κι αυτό φέρνει νέους σκηνοθέτες, νέους ηθοποιούς και σεναριογράφους στο προσκήνιο, χωρίς προκαταλήψεις», κάτι που θεωρεί ελπιδοφόρο, ένα σημάδι ότι η ελληνική παραγωγή μπορεί να είναι μεγάλη και αξιόλογη.
«Ο σκύλος, η νύχτα και το μαχαίρι» του Μάριους φον Μάγενμπουργκ
Σκηνοθεσία: Γιώργος Κουτλής
Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας
Παίζουν (αλφαβητικά): Δήμητρα Βλαγκοπούλου, Θάνος Λέκκας, Βασίλης Μαγουλιώτης
Πειραιώς 260 (Η)
18/7-21/7, 21:00
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.