Το 1927 τα πρωτοσέλιδα της Αμερικής γεμίζουν με τα δημοσιεύματα της δίκης της συζυγοκτόνου Ρουθ Σνάιντερ, της πρώτης γυναίκας στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης που πέθανε στην ηλεκτρική καρέκλα. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης κυριολεκτικά είχαν αφηνιάσει με την ιστορία αυτή και σαν πρόδρομοι των σημερινών ταμπλόιντ έψαχναν κάθε λεπτομέρεια της ζωής και του παρελθόντος της, μάλιστα κατάφεραν να τη φωτογραφίσουν στον θάλαμο εκτέλεσής της στο Σινγκ-Σινγκ. Η φωτογραφία της Σνάιντερ φορώντας κουκούλα και δεμένη στην ηλεκτρική καρέκλα κυκλοφόρησε στην εφημερίδα «Daily News» κάτω από τον τίτλο: «Νεκρή!»
Η Ρουθ Μπράουν Σνάιντερ ήταν μια νοικοκυρά από το Κουίνς που το 1925 ξεκίνησε μια σχέση με τον Χένρι Τζαντ Γκρέι, έναν παντρεμένο πωλητή κορσέδων, μαζί με τον οποίο άρχισε να σχεδιάζει τη δολοφονία του συζύγου της Άλμπερτ.
Αρκετοί υποστηρίζουν ότι η απέχθεια προς τον σύζυγό της άρχισε όταν εκείνος επέμενε να κρεμάσει στον τοίχο του πρώτου τους σπιτιού μια φωτογραφία της μακαρίτισσας της αρραβωνιαστικιάς του. Ωστόσο, άλλοι είπαν ότι ο Άλμπερτ Σνάιντερ ήταν βίαιος, μάλιστα όταν η Ρουθ γέννησε κόρη αντί γιο, οι σωματικές επιθέσεις εναντίον της ίδιας και της κόρης τους Λορέιν έγιναν πιο συχνές, όταν οι απαιτήσεις του δεν ικανοποιούνταν.
Η Τρέντγουελ έγραψε με αφορμή την υπόθεση το θεατρικό έργο «Machinal», ένα από τα σημαντικά εξπρεσιονιστικά δράματα της αμερικανικής δημιουργίας, έργο που σήμερα φαίνεται να είναι ακόμα στην επικαιρότητα. Η συγγραφέας αναρωτιέται μέσα από την ηρωίδα της αν οι γυναίκες έχουν φωνή και αν αυτήν τη φωνή την ακούει κανένας, ακόμα και έναν αιώνα αργότερα.
Η Ρουθ έπεισε αρχικά τον Άλμπερτ να αγοράσει μια ασφάλεια ζωής, σύμφωνα με την οποία, αν σκοτωνόταν από μια απροσδόκητη πράξη βίας, η χήρα του θα έπαιρνε το διόλου ευκαταφρόνητο για την εποχή ποσό των 48.000 δολαρίων. Σύμφωνα με τον εραστή της, η Ρουθ είχε αποπειραθεί να σκοτώσει τον Άλμπερτ τουλάχιστον επτά φορές, καμία από αυτές όμως δεν ήταν επιτυχημένη.
Στις 20 Μαρτίου 1927 το ζευγάρι στραγγάλισε τον Άλμπερτ, έβαλε στη μύτη του κουρέλια ποτισμένα με χλωροφόρμιο και στη συνέχεια σκηνοθέτησε τον θάνατό του ως μέρος μιας διάρρηξης. Οι ντετέκτιβ που βρέθηκαν στον τόπο του εγκλήματος σημείωσαν ότι οι ενδείξεις παραβίασης της εισόδου του σπιτιού ήταν ελάχιστες. Επιπλέον, η συμπεριφορά της Ρουθ δεν συμβάδιζε με αυτήν μιας τρομοκρατημένης συζύγου που είδε να σκοτώνουν τον άντρα της. Η αστυνομία άρχισε να υποψιάζεται άλλα κίνητρα και όχι τη διάρρηξη, όταν τα κλοπιμαία βρέθηκαν κρυμμένα μέσα στο σπίτι, οπότε και απορρίφθηκε η ληστεία.
Κατάφεραν να συλλάβουν τον Χένρι Τζαντ Γκρέι στις Συρακούσες της Νέας Υόρκης. Όταν κατέπεσε το άλλοθί του ομολόγησε τη δολοφονία του Σνάιντερ και του απαγγέλθηκαν κατηγορίες, όπως και στη Ρουθ. Βρέθηκαν ένοχοι και η ποινή που τους επιβλήθηκε ήταν θάνατος – ο Γκρέι εκτελέστηκε λίγα λεπτά πριν από τη Σνάιντερ.
Η Λορέιν Σνάιντερ ήταν εννέα ετών όταν δικάστηκε και εκτελέστηκε η μητέρα της. Ακολούθησε μια μεγάλη δικαστική διαμάχη για το αν έπρεπε η όχι να εισπράξει τα χρήματα της ασφάλειας. Ενώ ήταν έγκλειστη στην πτέρυγα των θανατοποινιτών, η Ρουθ έγραψε γράμμα το οποίο σφράγισε και ζήτησε να δοθεί στη Λορέιν «όταν θα είναι αρκετά μεγάλη για να καταλάβει». Σύμφωνα με πληροφορίες που έχουν έρθει στο φως, η Λορέιν προφανώς γνώριζε ότι οι γονείς της ήταν και οι δύο νεκροί, αλλά όχι τον τρόπο θανάτου τους.
Η δίκη πήρε μεγάλη δημοσιότητα, την παρακολούθησαν δεκάδες δημοσιογράφοι, μία από αυτές ήταν η δημοσιογράφος και θεατρική συγγραφέας Σόφι Τρέντγουελ.
Η Τρέντγουελ έγραψε με αφορμή την υπόθεση αυτή το θεατρικό έργο «Machinal» («Μάκιναλ»), ένα από τα σημαντικά εξπρεσιονιστικά δράματα της αμερικανικής δημιουργίας, έργο που σήμερα φαίνεται να είναι ακόμα στην επικαιρότητα. Η συγγραφέας αναρωτιέται μέσα από την ηρωίδα της αν οι γυναίκες έχουν φωνή και αν αυτήν τη φωνή την ακούει κανένας, ακόμα και έναν αιώνα αργότερα.
Η Τρέντγουελ δεν έχασε ούτε μία μέρα από τη δίκη, αν και δεν την κάλυπτε δημοσιογραφικά, και δημιούργησε ένα κλειστοφοβικό πανόραμα του αμερικανικού εφιάλτη.
Το έργο της δείχνει την ηρωίδα της, που αναφέρεται απλώς ως Νέα Γυναίκα ή Κορίτσι, να είναι μόνη μέσα στον γάμο και τη μητρότητα. Βρίσκει την ευτυχία για λίγο χάρη σε έναν εραστή, για να οδηγηθεί τελικά στην ηλεκτρική καρέκλα.
Γεννημένη το 1885, η Τρέντγουελ έζησε από νωρίς τον χωρισμό των γονιών της και με τη μητέρα της έζησαν σε πολλές Πολιτείες. Είδε από νωρίς θέατρο, π.χ. τον «Έμπορο της Βενετίας» με τη Σάρα Μπερνάρ. Επηρεάστηκε πολύ από τη γιαγιά της Άννα Γκρέι Φέρτσαϊλντ που είχε μεξικανικο-ισπανική καταγωγή και διαχειριζόταν το μεγάλο ράντσο της οικογένειας στο Στόκτον.
Τα ίχνη αυτής της κληρονομιάς, τόσο της μεξικανικής όσο και της ευρωπαϊκής, μπορεί κανείς να τα διακρίνει στα έργα της μαζί με αναφορές στον προβληματικό γάμο των γονιών της και στον χρόνο που πέρασε στο Στόκτον.
Η Τρέντγουελ φοίτησε στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ στην Καλιφόρνια από το 1902 έως το 1906 και υπήρξε ανταποκρίτρια του κολεγίου στην εφημερίδα «The San Francisco Examiner». Κατά τη διάρκεια των σπουδών της έμαθε στενογραφία και δακτυλογράφηση για να μπορεί να εργάζεται, δίδασκε αγγλικά ως δεύτερη γλώσσα τα απογεύματα και εργαζόταν και στην εφημερίδα «San Francisco Call».
Εκείνη την εποχή ξεκίνησε τα πρώτα προσχέδια μικρότερων θεατρικών έργων, τραγουδιών και μικρών φανταστικών ιστοριών, είχε όμως και τις πρώτες εκδηλώσεις ψυχικής ασθένειας, μιας ποικιλίας νευρικών καταστάσεων που θα την ταλαιπωρούσαν διά βίου, με αρκετές και παρατεταμένες νοσηλείες.
Το θέατρο την ενδιέφερε πολύ και σπούδασε υποκριτική, ενώ ανέλαβε να γράψει τα απομνημονεύματα της διάσημης τότε για τις ερμηνείες της σε σαιξπηρικούς ρόλους Πολωνής ηθοποιού Έλενα Μοντζέσκα.
Η Τρέντγουελ παντρεύτηκε έναν δημοφιλή αθλητικό συντάκτη, τον Γουίλιαμ Ο. ΜακΓκίχαν και τον ακολούθησε στη Νέα Υόρκη. Εκεί έγινε μέλος του Συνδέσμου Lucy Stone που αποτελούνταν από σουφραζέτες, οι οποίες έκαναν τις πρώτες τους εμφανίσεις. Μάλιστα συμμετείχε σε μια πορεία, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η συγκέντρωση υπογραφών ώστε να αλλάξει η νομοθεσία της Νέας Υόρκης και να δώσει δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες.
Με τον σύζυγό της ζούσαν σε διαφορετικά σπίτια, διατηρώντας έναν γάμο που επέτρεπε και στους δύο έναν βαθμό ανεξαρτησίας. Στη Νέα Υόρκη έγινε μέρος ενός κύκλου προοδευτικών προσωπικοτήτων και καλλιτεχνών που υποστήριζαν τη σεξουαλική ανεξαρτησία των γυναικών και στο δικαίωμα στην αντισύλληψη.
Η ζωή της υπήρξε περιπετειώδης. Διείσδυσε στον κόσμο της σεξεργασίας στο Σαν Φρανσίσκο, παριστάνοντας την άστεγη σεξεργάτρια, και προκάλεσε αίσθηση το 1915 όταν αποκάλυψε την υποκρισία των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων μέσω των κειμένων της.
Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ήταν μία από τις πρώτες ξένες πολεμικές ανταποκρίτριες στην αμερικανική ιστορία. Το μεγαλύτερο δημοσιογραφικό της κατόρθωμα ήταν μια διήμερη συνέντευξη με τον Μεξικανό επαναστάτη Πάντσο Βίλα.
Στην Αμερική ερεύνησε την εργασία στα εργοστάσια, την ισότητα των αμοιβών και τις κοινότητες των μεταναστών. Η δημοσιογραφία της και το λογοτεχνικό της έργο έδιναν φωνή στους απόκληρους, στους ελάχιστα ορατούς, στους αντισυμβατικούς, σε άτομα που προσπαθούσε να κατανοήσει.
Η Τρέντγουελ έφτασε στο αποκορύφωμα της καριέρας στη δημοσιογραφία και στο θέατρο στη Νέα Υόρκη τη δεκαετία του 1920. Η μεγαλύτερη διαμάχη, στα μέσα της δεκαετίας, ήταν αυτή με τον Τζον Μπάριμορ: τον κατηγόρησε ότι το έργο που ανέβαζε και υποτίθεται ότι το είχε γράψει η σύζυγός του ήταν βασισμένο σε δικό της χειρόγραφο. Η Τρέντγουελ κατέθεσε αγωγή κατά του Μπάριμορ ώστε να κατέβει η παράσταση και κέρδισε, αν και δέχτηκε έντονη κριτική από τα μέσα ενημέρωσης και πολεμική από τον ισχυρό κύκλο του Μπάριμορ.
Η Τρέντγουελ έδινε διαλέξεις και υπερασπιζόταν ανοιχτά τα δικαιώματα των συγγραφέων και ήταν η πρώτη Αμερικανίδα θεατρική συγγραφέας που κέρδισε την καταβολή δικαιωμάτων για την παραγωγή ενός θεατρικού έργου από τη Σοβιετική Ένωση. Ξεχώρισε από πολλές γυναίκες συγγραφείς της εποχής της, επιδιώκοντας εμπορικές παραγωγές των έργων της στο Μπρόντγουεϊ, παρά το γεγονός ότι οι κριτικοί συχνά τα έκριναν αρνητικά, ως έχοντα αντιπαθητικούς χαρακτήρες ή δυσάρεστα θέματα.
Τα έργα της δεν είχαν επιτυχία και δεν ήταν δημοφιλή στην εποχή τους, έτσι τη δεκαετία του 1950 και του 1960 στράφηκε στη συγγραφή μυθιστορημάτων κυρίως. Ταξίδεψε και έζησε και εκτός ΗΠΑ και αποσύρθηκε στα μέσα της δεκαετίας του '60 στην Τουσόν της Αριζόνα, όπου πέρασε τα τελευταία της χρόνια μέχρι τον θάνατό της το 1970.
Μας παρέδωσε σχεδόν σαράντα έργα, πολυάριθμα άρθρα, διηγήματα και μυθιστορήματα με πολύ διαφορετικά θέματα. Τα θεατρικά της στην πλειονότητά τους δεν έχουν ανέβει στη σκηνή. Πολλά από αυτά ακολουθούν την παραδοσιακή δομή του καλοφτιαγμένου θεατρικού έργου του τέλους του δέκατου ένατου αιώνα, αλλά μερικά έχουν το πιο σύγχρονο ύφος και τις φεμινιστικές ανησυχίες για τις οποίες ήταν γνωστή η συγγραφέας, κάτι που είναι ολοφάνερο στο «Μάκιναλ».
Αν και οι πρωταγωνιστικοί ρόλοι είναι κυρίως γυναικείοι, οι γυναίκες που παρουσιάζονται ποικίλλουν πολύ ως προς τη συμπεριφορά, τις πεποιθήσεις και την κοινωνική τους θέση.
Το «Μάκιναλ», που θα παίζεται στο Θέατρο του Νέου Κόσμου έως τις 31 Μαΐου από την ομάδα ΠΥΡ σε σκηνοθεσία της Ιώς Βουλγαράκη, με τη Δέσποινα Κούρτη στον ρόλο της Γυναίκας/του Κοριτσιού, αν και πολυπρόσωπο στη σύλληψή του, είναι ουσιαστικά ένα έργο με δύο πρόσωπα: μια Πόλη και μια Γυναίκα. Η Πόλη αποκτά υπόσταση μέσα από δεκάδες χαρακτήρες που θα μπορούσαν να λέγονται έτσι ή αλλιώς, να είναι αυτοί που είναι ή άλλοι, αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Το μόνο που έχει σημασία είναι ότι συνιστούν τελικά μια οντότητα, μια κοινωνική μηχανή που ορίζει και ομογενοποιεί τις ζωές και τον ψυχισμό όλων.
Η Γυναίκα, παρά την αδιάκοπη λειτουργία της μηχανής, τολμά να ονειρευτεί την ελευθερία. Η μηχανή όμως εξαφανίζει τις παρεκκλίσεις, καταπίνει τις παρορμήσεις, σβήνει τις εξάρσεις. Η μηχανή είναι ικανή να μετατρέψει ένα ανθρώπινο όνειρο σε μια τερατώδη πράξη.
«Τη συγγραφέα Σόφι Τρέντγουελ την αφορά κάτι που είναι πολύ πιο βαθύ, υπαρξιακό και πολιτικό, όπως και το θέμα της. Φτιάχνει μια γυναίκα που είναι ένας κανονικός άνθρωπος και η ίδια λέει για τον εαυτό της "δεν είμαι τίποτα περισσότερο από τον καθένα" – και λέει την αλήθεια σε όλη τη διάρκεια του έργου.
Επειδή, λοιπόν, είναι ένας κανονικός άνθρωπος, θα βιώσει μια αδυσώπητη σύγκρουση με τον κόσμο που, μέσα από τον ποιητικό τρόπο της Τρέντγουελ, έχει μεταμορφωθεί σε μηχανή. Είναι μια μηχανή η πόλη. Η γυναίκα αυτή έχει ένα διαρκές αίτημα για ελευθερία, για συμπόνια, για έλεος, αναζητά τον έρωτα, την ανθρωπιά, απευθύνεται στον κόσμο και στον συνάνθρωπό της με τη βαθιά συναίσθηση του ότι χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλον πάνω απ' όλα, ενώ την ίδια στιγμή ο κόσμος-μηχανή όλα αυτά τα έχει καταργήσει. Γιατί είναι αντιπαραγωγικά, δεν έχουν αποτέλεσμα απτό, δεν είναι χρήσιμα και δεν "σε συμφέρουν" στον μοναδικό αγώνα που πρέπει να δώσεις κατά του κόσμου-μηχανή για την επιβίωση.
Όλα αυτά είναι επιζήμια, βλαβερά, με αποτέλεσμα αυτή η γυναίκα να αποτελεί ελάττωμα για την κοινωνία, ένα γρανάζι που δεν δουλεύει καλά. Εμποδίζει τη μηχανή να δουλέψει και η μηχανή τη συνθλίβει», λέει η Δέσποινα Κούρτη που υποδύεται το Κορίτσι στο έργο.
Η ιστορία της δεν είναι απλώς η ιστορία μιας συζυγοκτόνου αλλά η δυνατή ιστορία της απομόνωσης μιας γυναίκας σε μια ζωή που έχει αποφασιστεί εξ ολοκλήρου γι' αυτήν από άλλους.
Το έργο της Τρέντγουελ έκανε πρεμιέρα στο Μπρόντγουεϊ στις 7 Σεπτεμβρίου 1928, λιγότερο από οκτώ μήνες μετά τον θάνατο της Σνάιντερ. Αν και πήρε καλές κριτικές, ήταν μια εμπορική αποτυχία.
Μια εβδομάδα μετά την πρεμιέρα ένα ανυπόγραφο άρθρο των «Times» παρατήρησε προφητικά: «Το μόνο πρόσφατο έργο που φαίνεται ότι αξίζει να παραμείνει είναι το "Μάκιναλ". Είναι τόσο αποστασιοποιημένο, απρόσωπο και αφηρημένο, που μοιάζει διαχρονικό. Σε εκατό χρόνια μάλλον θα διατηρεί τη ζωντάνια του».
Αν και έκανε λιγότερες από εκατό παραστάσεις, στάθηκε ικανό να πυροδοτήσει την κινηματογραφική καριέρα του νεαρού Κλαρκ Γκέιμπλ, που στην παράσταση υποδυόταν τον ρόλο του εραστή.
Πέρασαν πολλές δεκαετίες έως ότου το «Μάκιναλ» να ξαναδιαβαστεί ως το εξπρεσιονιστικό αριστούργημα της Τρέντγουελ που διερευνά τους παραδοσιακούς ρόλους των φύλων και την ψευδαίσθηση της επιλογής στη σύγχρονη κοινωνία, και να ανέβει ξανά.
Η ιστορία της δεν είναι απλώς η ιστορία μιας συζυγοκτόνου αλλά το χρονικό της απομόνωσης μιας γυναίκας σε μια ζωή που έχει αποφασιστεί εξ ολοκλήρου γι' αυτήν από άλλους.
Η ηρωίδα της Τρέντγουελ παγιδεύεται αρχικά σε μια αδιέξοδη δουλειά και στη συνέχεια αναγκάζεται να παντρευτεί το αφεντικό της και να αποκτήσει παιδί μαζί του, κάτι που φαίνεται να εναρμονίζεται με κάθε κοινωνική σύμβαση.
Κανένα δημοσίευμα δεν υπερασπίζεται την αληθινή ηρωίδα που ενέπνευσε το έργο.
«Θα σου πω πώς ένιωσα στην πορεία των προβών», λέει η Δέσποινα Κούρτη. «Ξεκινώντας και διαβάζοντας το έργο, έχεις την επιθυμία να ταυτιστείς με το Κορίτσι. Γιατί ένας άνθρωπος αναζητά αυτά που αναζητά κι εκείνη.
Στην πορεία συνειδητοποίησα ότι εμείς είμαστε η μηχανή, είμαστε μέρος της, γιατί είναι πάρα πολύ εύκολο η τρωτότητα του άλλου να μας ξυπνήσει την παρόρμηση να τον "σκοτώσουμε", να του επιβληθούμε και να τον εξουσιάσουμε, να είμαστε καλύτεροι από αυτόν.
Εγώ πιστεύω ότι ακριβώς η τρωτότητα του άλλου είναι αυτή που δημιουργεί το ηθικό αίτημα να αντισταθούμε στην παρόρμηση να σκοτώσουμε τον άλλο, που προσπερνάμε και δεν ακούμε. Είναι πολύ δυνατή η τάση μας να εξουσιάσουμε και να επιβληθούμε και ο κόσμος μάς έχει πείσει ότι αυτός είναι ο τρόπος για να τη βγάλουμε καθαρή. Αυτή η γυναίκα δεν είναι επαναστάτρια, απλώς αρνείται να υποταχθεί και συγκρούεται με τη μηχανή».
«Αυτός είναι ο κόσμος. Έτσι θα έπρεπε να είναι όμως;» αναρωτήθηκε με τον τρόπο της η Τρέντγουελ που περιγράφει μια μητρόπολη η οποία σφύζει από ευκαιρίες –το έργο γράφτηκε λίγο πριν από το κραχ της Γουόλ Στριτ–, οι οποίες καταπιέζουν την ηρωίδα, πνίγοντας τη φωνή της και τις σκέψεις της μέσα σε μια μηχανή που λέγεται κοινωνία, εργασία και θέση των γυναικών που ήταν κάθε άλλο παρά ελεύθερη, και ενώ φαινομενικά τη χειραφετούν και σχεδιάστηκαν για να την απελευθερώσουν, την οδηγούν σε αδιέξοδα, δείχνοντας παράλληλα ότι η μηχανή του αμερικανικού καπιταλισμού δεν ήταν αλάνθαστη.
Η ηρωίδα της Τρέντγουελ είναι κόρη, σύζυγος και μητέρα και οι σκέψεις της διακατέχονται από θραύσματα αγωνίας με ταραγμένους εσωτερικούς μονολόγους. Κυριολεκτικά πνίγεται, ασφυκτιά, δεν μπορεί να δράσει για λογαριασμό της και ο μόνος τρόπος να αισθανθεί ελεύθερη είναι διαπράτοντας φόνο.
Είναι ένας χαρακτήρας φαινομενικά αρνητικός, που όσο ξεδιπλώνεται η ζωή του φαίνεται και η τόλμη της συγγραφέως να φτάσει στην πρώτη γραμμή, όπως έφτανε με τις ανταποκρίσεις της στην αληθινή ζωή, άφοβη, τολμηρή και ειλικρινής, μια γυναίκα με αιτήματα που εξακολουθούν να ισχύουν έναν αιώνα αργότερα.
Σήμερα ζούμε βάσει του δόγματος του "καλύτερου", που είναι αυτός που τελικά θα επιβληθεί. Είναι ο τρόπος που από πολύ μικροί μαθαίνουμε, ότι πρέπει να είμαστε ανταγωνιστικοί και να τα καταφέρουμε κατά πάσα πιθανότητα σε βάρος κάποιου άλλου.
Όταν κάποιος είναι αδύναμος μοιάζει να ευθύνεται ο ίδιος για τα δεινά του και το αποτύπωμα αυτής της σκέψης το βλέπουμε και στην πολιτική και στο πώς επηρεάζεται μια κοινωνία. Πρόκειται για μια ζοφερή αλήθεια και έναν άρρωστο τρόπο σκέψης. Και το πιο συγκλονιστικό είναι ότι επειδή κι εσύ αντιλαμβάνεσαι ότι μέσα σε αυτό το σύστημα ζεις, μπορεί να ζητήσεις παραπάνω εξουσία, επειδή σου δίνεται η δυνατότητα, και, φυσικά, από κακοποιούμενος ή ενοχικός να γίνεις κακοποιητής.
Είναι το binary thinking που μας καταδυναστεύει με νικητές και χαμένους και αν τολμήσεις να έχεις μια σκέψη διαφορετική, με άλλη αφετηρία, που να μην είναι ενταγμένη στα γνωστά στρατόπεδα, γίνεται κυριολεκτικά χαμός.
Είναι ασφυκτικό το περιβάλλον όπου ζούμε σήμερα, έχει χειροτερέψει. Τη δεκαετία του '60 και του '70 υπήρχε η ελπίδα ότι μπορεί να αλλάξει κάτι, κι αυτό τελικά δεν συνέβη, σήμερα αποτελεί μια ουτοπία που έσβησε, ζούμε πολύ μακριά από αυτήν, όπως και από τις ιδέες που βρίσκονται πιο κοντά στον ανθρωπισμό, οι οποίες πλέον ακούγονται ξένες, γραφικές», λέει η Δέσποινα Κούρτη.
Μετάφραση: Αργύρης Ξάφης
Σκηνοθεσία - δραματουργική επεξεργασία: Ιώ Βουλγαράκη
Σκηνικό - κοστούμια: Μαγδαληνή Αυγερινού
Μουσική: Νίκος Γαλενιανός
Επιμέλεια κίνησης: Σοφία Πάσχου
Σχεδιασμός φωτισμών: Αλέκος Αναστασίου
Βοηθός σκηνοθέτη: Έφη Χριστοδουλοπούλου
Φωτογραφίες: Κική Παπαδοπούλου
Παίζουν: Δέσποινα Κούρτη, Δημήτρης Γεωργιάδης, Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, Εμμανουήλ Κοντός, Κατερίνα Νταλιάνη, Αργύρης Ξάφης, Μαρία Σαββίδου
Κεντρική Σκηνή - Θέατρο του Νέου Κόσμου
Έως 31/5
Διάρκεια Παράστασης: 90 λεπτά
Μέρες & ώρες παραστάσεων: Δευτ. 21:15, Τρ. 21:15
Τιμές εισιτηρίων: €15 (κανονικό), €12 (μειωμένο)