ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΑ ΓΛΥΚΑ ΝΕΡΑ προσέλκυσε εύλογα όλο το ενδιαφέρον της ειδησεογραφίας τις τελευταίες εβδομάδες. Η ίδια η εγκληματική πράξη αλλά και εξέλιξη της αποκάλυψης του πραγματικού ενόχου μοιάζει βγαλμένη από τον κόσμο της αστυνομικής μυθοπλασίας (από Άγκαθα Κρίστι μέχρι CSI), γεγονός που συνέβαλε τόσο στη διογκωμένη περιέργεια της κοινής γνώμης όσο και στην τάση του δημοσιογραφικού λόγου για δραματοποίηση και υπερβολή. Η δημόσια συζήτηση κινείται κυρίως γύρω από το ζήτημα της «γυναικοκτονίας» και το κατά πόσο το έγκλημα αυτό είναι ένας ακόμα κρίκος στην αλυσίδα πολλών παραπλήσιων εγκλημάτων που διαπράχθηκαν πρόσφατα εναντίον γυναικών. Επίσης, ένα μέρος της δημόσιας συζήτησης ασχολείται με το κατά πόσο τα μέσα ενημέρωσης προσεγγίζουν με την απαραίτητη ψυχραιμία και δεοντολογική επάρκεια μια σύνθετη υπόθεση. Και τα δύο ζητήματα είναι εξόχως ενδιαφέροντα, αλλά αποτελούν λίγο-πολύ συνέχεια παλιών συζητήσεων, είτε στο πλαίσιο της φεμινιστικής διεκδίκησης για περισσότερη ορατότητα στην ενδοοικογενειακή βία είτε σε αυτό της διερεύνησης των στερεοτύπων στα οποία η δημοσιογραφία συχνά καταφεύγει για να καταγράψει και να κατανοήσει ακραία έκνομες συμπεριφορές.
Αυτό που μέχρι σήμερα έχει τύχει λιγότερης προσοχής είναι ότι ο καθ’ ομολογία συζυγοκτόνος κατάφερε να κεντρίσει το πανελλήνιο ενδιαφέρον όχι μόνο λόγω της φύσης της εγκληματικής του πράξης ή των στόχων της, όχι μόνο λόγω της συγκάλυψής της αλλά και γιατί οργάνωσε τα πάντα γύρω από τα φώτα της σύγχρονης δημοσιότητας, με αρκετή γνώση, είναι η αλήθεια, της λογικής και των τεχνικών της. Θα λέγαμε ότι επιτέλεσε το πρώτο «ινσταγκραμικό έγκλημα» στην Ελλάδα. Αξιοποίησε όλα τα μέσα, social media, τηλεόραση και σκανδαλοθηρικό Τύπο, για να φιλοτεχνήσει μια υποτίθεται ιδανική έγγαμη ζωή που καταστράφηκε ξαφνικά από κάποιους μοχθηρούς, ξένους εγκληματίες. Σκηνοθέτησε με τον καλύτερο τρόπο τη ζωή του με τη γυναίκα του ως ένα ρομαντικό παραμύθι έρωτα, με αμέτρητες φωτογραφίες ψηφιακής ευτυχίας, την οποία εύκολα και με λαιμαργία κατανάλωσαν τα παραδοσιακά και σύγχρονα μέσα, ταυτιζόμενα με τον πόνο του. Επίσης, εφηύρε μια φανταστική ιστορία για τους υποτιθέμενους δράστες, που μπορούσε να φανεί ιδιαίτερα πειστική στην αστυνομία και ακόμα περισσότερο στις κλασικές προσλαμβάνουσες της εγχώριας δημοσιογραφίας, που θέλει πίσω από κάθε στυγερό έγκλημα στην Ελλάδα να κρύβεται το πρόβλημα της μετανάστευσης.
Ο «πιλότος», ο «πρίγκιπας» του νησιού, ο μετέπειτα γυναικοκτόνος, προσπάθησε να ενεργοποιήσει και να αξιοποιήσει όλα αυτά τα στερεότυπα και πριν και μετά το έγκλημα, ως καλός γνώστης και χειριστής τους. Είναι ίσως η πρώτη φορά που ένας δολοφόνος στην Ελλάδα «παίζει» τόσο αρμονικά με τις συμβάσεις των media και προσπαθεί να τις εκμεταλλευτεί στο έπακρο.
Τα στερεότυπα, οι σύγχρονες μυθολογίες με τις οποίες κατανοούμε τον κόσμο γύρω μας, δεν είναι άσχετα με την κοινωνική πραγματικότητα, δεν είναι εν συνόλω μυθεύματα. Είναι υπεργενικεύσεις πραγματικών περιστατικών που παράγουν απλοποιήσεις για σύνθετα φαινόμενα και σε ορισμένες περιπτώσεις οδηγούν σε μισαλλοδοξία. Ο «πιλότος», ο «πρίγκιπας» του νησιού, ο μετέπειτα γυναικοκτόνος, προσπάθησε να ενεργοποιήσει και να αξιοποιήσει όλα αυτά τα στερεότυπα και πριν και μετά το έγκλημα, ως καλός γνώστης και χειριστής τους. Είναι ίσως η πρώτη φορά που ένας δολοφόνος στην Ελλάδα «παίζει» τόσο αρμονικά με τις συμβάσεις των media και προσπαθεί να τις εκμεταλλευτεί στο έπακρο.
Στο παρελθόν σημειώθηκαν εξίσου συγκλονιστικά εγκλήματα που είχαν προσελκύσει τα αδηφάγα φώτα της δημοσιότητας. Για να μείνουμε μόνο στα μεταπολιτευτικά χρόνια, μπορούμε εύκολα να ανακαλέσουμε αρκετά παραδείγματα όπου ο δράστης γίνεται αντικείμενο ξεχωριστής δημοσιότητας:
• Το έγκλημα του Παναγιώτη Φραντζή το 1987, που δολοφόνησε τη γυναίκα του από ζήλια. Το τεμαχισμένο σώμα της έγινε αποτρόπαιο πρωτοσέλιδο.
• Το 1993, το έγκλημα του «παιδοκτόνου» και μετέπειτα αυτόχειρα από το bullying των φυλακών, Μανώλη Δουρή. Μια υπόθεση στην οποία παραμένει ανεξιχνίαστο εάν ο πρωταγωνιστής «προσποιήθηκε» μπροστά στις κάμερες την ενοχή ή την αθωότητά του.
• Την ίδια χρονιά η σύλληψη των σατανιστών της Παλλήνης, η οποία πρόσφερε στα νεοσύστατα τότε κανάλια της ιδιωτικής τηλεόρασης μια ιδανική ιστορία θρίλερ, για να ανακαλύψουν τα «σατανικά» αίτια της δολοφονίας δύο γυναικών και να κατανοήσουν το πώς οι τρεις πρωταγωνιστές κατάφερναν να στρατολογούν νέους της μεσαίας τάξης. Ο θαυμασμός που προέκυψε και για τους τρεις, με ερωτικά γράμματα που έφταναν στη φυλακή, είναι γνωστός.
• Η περιπετειώδης ομηρία τεσσάρων ενοίκων μιας πολυκατοικίας το 1998 από τον δραπέτη Σορίν Ματέι, που, μετά από πολύωρη διαπραγμάτευση σε ζωντανή τηλεοπτική σύνδεση με τον Νίκο Ευαγγελάτο στον ΣΚΑΪ, οδήγησε στην εσφαλμένη επέμβαση της αστυνομίας και στη δολοφονία μιας ενοίκου. Ο Ματέι έγινε σύνθημα αντιεξουσιαστών.
Θα μπορούσε να επεκταθεί και σε άλλες περιπτώσεις ο κατάλογος ειδεχθών εγκλημάτων (από την περίπτωση Σεχίδη μέχρι την πρόσφατη ιστορία της δολοφονικής αντιζηλίας με το βιτριόλι), στα οποία τα μέσα επικοινωνίας δεν βρίσκουν απλώς την ευκαιρία για το «καθημερινό πολεμικό ανακοινωθέν τους», που αφορά τον προσδιορισμό καλού-κακού, αλλά μια αφορμή για να γνωρίσουν αυτό που ξεπερνά τη φαντασία ή μιμείται τις πιο νοσηρές εφευρέσεις της. Αν εξαιρέσουμε την ιδιαίτερη περίπτωση Ματέι, σε καμία άλλη οι δράστες δεν απευθύνονται με την πράξη τους στα media.
Αντίθετα, η δολοφονία της Καρολάιν Κράουτς γίνεται από κάποιον ο οποίος ζει, αισθάνεται και εγκληματεί σε σχέση με τον μιντιακό κόσμο, που επενδύει στα στερεότυπά του, τα οποία ρέπουν στον ρατσισμό ή αναζητούν καθαγιασμένες εικόνες τριώροφων σπιτιών, υπέρλαμπρων γάμων και εξωτικών καταδύσεων στο κενό. Οι προηγούμενες εποχές όπου τα media εισέβαλλαν με βία στην ιδιωτική ζωή των πρωταγωνιστών ενός εγκλήματος, ψάχνοντας για σκανδαλιστικές ή ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, φαντάζουν κάπως μακρινές. Το έγκλημα των Γλυκών Νερών μάς κάνει να συνειδητοποιήσουμε ότι τα πράγματα έχουν περιπλεχθεί πολύ περισσότερο. Οι σύγχρονοι δράστες εγκλημάτων, ανομιών, ακόμα και τρομοκρατίας σκηνοθετούν πολύ συχνά μόνοι τους τη θεαματικότητά τους, πριν παρέμβει ο δημοσιογραφικός ή άλλος μυθιστορηματικός οίστρος. Άλλωστε η δράση τους ίσως να μπορεί να γίνει κατανοητή περισσότερο μέσα από αυτόν τον παθολογικό ναρκισσισμό υπερέκθεσης μιας «ρετουσαρισμένης» πληρότητας. Ίσως, τελικά, ο δράστης να σκότωσε τον αθώο σκύλο του σπιτιού, όχι μόνο για να αποπροσανατολίσει την αστυνομική έρευνα αλλά και για να κατεδαφίσει πλήρως το ψευδεπίγραφο σκηνικό της ζωής του.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.