«Dónde está?» (που είναι;) γράφει το πολύχρωμο γκράφιτι στον πλάι της σκάλας που οδηγεί στο σημείο όπου βρίσκεται το αυτοσχέδιο μνημείο για τους νεκρούς διαδηλωτές της εξέγερσης που έχει ξεσπάσει εδώ και τρεις μήνες στη Χιλή, με τα ματωμένα πουκάμισα και τα ξεσκισμένα T-shirts να κρέμονται μαζί με τις φωτογραφίες των εξαφανισμένων.
Από αυτές ξεχωρίζει, δίπλα σε ένα πορτρέτο του Τζόκερ, η τεράστια φωτογραφία της ακτιβίστριας-κλόουν Ντανιέλα Καράσκο ‒ κι αυτή νεκρή. Συνολικά, ο αριθμός των θυμάτων, μαζί με αυτούς της περασμένης βδομάδας, έχει ξεπεράσει τους 30, για να μην αναφέρουμε τους χιλιάδες τραυματίες από τις διαρκείς συγκρούσεις που διεξάγονται καθημερινά πλέον στους δρόμους του φλεγόμενου Σαντιάγο. Τα μάτια μας καίνε διαρκώς από τα δακρυγόνα, η ζέστη κάνει την ατμόσφαιρα ακόμα πιο βαριά και το πούλμαν που μας μεταφέρει στο θέατρο πρέπει να διασχίσει τους δρόμους με τα καμένα κτίρια και τα κατεστραμμένα πεζοδρόμια, δίπλα ακριβώς στην επονομαζόμενη και «πλατεία Αξιοπρέπειας» πλέον, για να φτάσει στο θέατρο Teatro Municipal de las Condes, όπου σε λίγη ώρα θα κάνουν πρεμιέρα οι δικές μας Όρνιθες, οι Pájaros του Νίκου Καραθάνου.
Το «dónde está?» είναι το ερώτημα που φαίνεται να έχει περάσει για τα καλά στο ασυνείδητο των Χιλιανών, οι οποίοι, όταν μιλάνε για τους σημερινούς αγνοούμενους, θαρρείς πως θυμούνται τους χιλιάδες του '73 από τη δικτατορία του Πινοσέτ. Ένα σύνθημα που σε λίγο θα ακουστεί ξανά, το ίδιο δυνατά, στην καρδιά του θεάτρου από έναν ελληνικό θίασο, με τις ανάλογες αντιδράσεις.
«Πού είναι; Πού είναι τα πουλιά;» είναι από τις πρώτες φράσεις της παράστασης που δίνουν οι Όρνιθες στο Σαντιάγο της Χιλής, σε παραγωγή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, που γρήγορα μετατρέπεται σε ένα συμβολικό event, μια θεατρική νίκη πάνω στον θάνατο, ένα παιχνίδι ανάτασης, μια κίνηση συμφιλίωσης που μόνο η τέχνη μπορεί να προσφέρει. Το ίδιο ερώτημα επανέλαβε στο τέλος η Στεφανία Γουλιώτη μπροστά στους Χιλιανούς ‒«πού είναι τα παπιά, ωρέ;»‒, μόνο που στο τέλος πρόσθεσε το όνομα ενός συμμαθητή της, του Λάζαρου, που μάθαμε πως δεν ζει πια, και τόσων άλλων.
Το αμήχανο και κρατημένο στην αρχή κοινό του θεάτρου, που δεν είχε ξαναδεί του Αριστοφάνη, πόσο μάλλον παιγμένο από Έλληνες, δεν είχε καμία σχέση με τους θεατές που στο τέλος χόρευαν όρθιοι στις θέσεις τους, κυνηγώντας την τεράστια φωτεινή μπάλα, έκλαιγαν και χειροκροτούσαν.
«Τους είδε κανείς, τους άκουσε κανείς;» τραγούδησε και η Μάρθα Φριντζήλα στο «Τραγούδι των κύκνων», στην υποβλητική μουσική του Άγγελου Τριανταφύλλου, παραδεχόμενη πως τα «κομμένα από την αγωνία πόδια των συντελεστών» οφείλονταν στο ότι είχαν απόλυτη συνείδηση του τι συμβαίνει έξω από το θέατρο. «Σαν να πήγαινε κάθε φράση στου Θεού το πρόσωπο» μας λέει η ίδια αργότερα. «Είναι σαν ο κόσμος που έχει βγει στον δρόμο και ζητάει φτερά για να πετάξει να έχει βρει στόχο. Σάμπως να ξανακούσαμε ξανά το κείμενο από την αρχή».
Όντως, έτσι έγινε. Το αμήχανο και κρατημένο στην αρχή κοινό του θεάτρου, που δεν είχε ξαναδεί του Αριστοφάνη, πόσο μάλλον παιγμένο από Έλληνες, δεν είχε καμία σχέση με τους θεατές που στο τέλος χόρευαν όρθιοι στις θέσεις τους, κυνηγώντας την τεράστια φωτεινή μπάλα, έκλαιγαν και χειροκροτούσαν. Σάμπως να είχαν καταλάβει στην πορεία ότι το έργο αυτό φτιάχτηκε και σχεδόν γράφτηκε για όλα όσα συμβαίνουν αυτήν τη στιγμή στη Χιλή, έναν κόσμο που, καθώς διεκδικεί τη δική του Νεφελοκοκκυγία, το δικό του Σύνταγμα, δείχνει να μη δέχεται την επιβολή κανενός ανώτερου θεού ή δαίμονα.
Γι' αυτό και όταν ακούγεται το «Σήμερα ο Νόμος ξαναγράφεται!» από το στόμα μιας αγέρωχης γυναίκας που στέκεται γυμνόστηθη στο κέντρο της σκηνής, όπως αυτοπροβάλλονται οι γυναίκες που έχουν πέσει θύματα βιασμού τον τελευταίο καιρό στη Χιλή, δημιουργώντας ένα νέο φεμινιστικό κίνημα, ο κόσμος ξεσπάει ταυτόχρονα σε κλάματα και σε χειροκροτήματα. Το ίδιο και όταν ο αρχαίος ποιητής λέει «πονάνε τα ματάκια μου». Για τον κόσμο της Χιλής αυτό έχει άλλη βαρύτητα, όταν 350 άτομα έχουν χάσει το φως τους από τις πλαστικές σφαίρες των αστυνομικών.
Η μυρωδιά θανάτου, ωστόσο, υπερκαλύπτεται από τη συμβολική τσίκνα των θυσιών που θα προσφέρουν οι θνητοί στη σκηνή, που νομίζεις ότι φτάνουν από την αρχαία Αθήνα στο μακρινό Σαντιάγο. Στην υποβλητική φράση του τέλους «δεν ήταν λύτρωσις αυτήν τη φορά» οι ηθοποιοί κρατάνε σιγή, γιατί αυτό προτάσσει η όμορφη μετάφραση του Νίκου Καραθάνου και του Γιάννη Αστέρη, μόνο που εδώ έχει άλλο βάρος.
Το παραδέχεται και ο ίδιος ο σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής, ο οποίος, έχοντας ξανάρθει στη χώρα, ήξερε πολύ καλά τι συμβαίνει και πού απευθύνεται: «Προχτές που περνούσαμε έξω από το GAM (σ.σ. το πολιτιστικό κέντρο που πέρσι έσφυζε από ζωή) το βλέμμα μου έπεσε σε ένα σύνθημα ανάμεσα στις διάφορες τοιχογραφίες, που έλεγε "Μας τα πήρατε όλα, ακόμα και τον φόβο". Ήταν ένα σύνθημα ωραίο, που είναι η αρχή για νέα πράγματα. Παρότι δεν είμαστε ειδικοί να μιλήσουμε για όλο αυτό που συμβαίνει, ξέρουμε ότι η βία, που ιστορικά έχει ποτίσει αυτόν τον λαό, ήταν και είναι τόσο εξόφθαλμη, που κάποια στιγμή και ο ίδιος ο φόβος εξαφανίζεται και θες να βγεις έξω έστω με κόστος την ίδια τη ζωή σου».
Πράγματι, το θέατρο δεν είναι έξω απ' όσα σημαντικά συμβαίνουν εκεί αλλά μέρος τους, στοιχείο που έλαβε σοβαρά υπόψη της η Στέγη και η καλλιτεχνική διευθύντρια του πιο εμβληματικού φεστιβάλ της Λατινικής Αμερικής, του «Santiago a Mil», όπου εντάσσεται η παράσταση, Κάρμεν Ρομέρο, η οποία ανέλαβε την ευθύνη της μετάκλησης αυτής της ακριβής παραγωγής. «Επειδή όλα τα δεδομένα ήταν εναντίον μας, αποφασίσαμε να ακυρώσουμε όλες τις ξένες παραγωγές και όλα τα δρώμενα, αλλά να κρατήσουμε τους Pájaros, ακριβώς γιατί το μήνυμα που έφερναν ήταν παρά πολύ σημαντικό για εμάς, ειδικά αυτήν τη στιγμή».
Όπως μας λέει αυτή η δυναμική reigna, όπως την αποκαλούν στο Santiago a Mil, από το οποίο έχουν περάσει ονόματα όπως η Πίνα Μπάους, η Αριάν Μνουσκίν και ο Ρομέο Καστελούτσι: «Στη Χιλή, το θέατρο ήταν πάντα ένα σημείο συνάντησης, από τη δικτατορία μέχρι σήμερα» ‒ το μυαλό μας πάει αμέσως στην επίδραση που είχε η δική μας μελοποιημένη ποίηση τον καιρό της χούντας.
Ίσως να μην είναι τυχαίο που το θρυλικό «Canto General» του Μίκη Θεοδωράκη σε ποίηση Πάμπλο Νερούδα ακούστηκε εδώ λίγο πριν από την έλευση του Πινοσέτ, δημιουργώντας την αίσθηση της κοινής μοίρας ανάμεσα σ' εμάς και τους δημοκράτες, αιώνιους υπερασπιστές του Αλιέντε, τον οποίο θυμούνται τώρα οι Χιλιανοί, τυπώνοντας επαναστατικά T-shirts που πωλούνται στους δρόμους γύρω από το θέατρο.
Όλα αυτά δίνουν μια άλλη διάσταση στην ερμηνεία κάθε φράσης και αντίδρασης, προσδίδοντας στην παράσταση ένα εύρος διαφορετικό από αυτό που ξεσήκωσε το κοινό και τους κριτικούς της Νέας Υόρκης, οι οποίοι τη συμπεριέλαβαν στις δέκα κορυφαίες παραστάσεις της χρονιάς.
Εδώ φαίνεται να βγάζει σε ιδανικά το κωμικό στοιχείο στις πιο δραματικές στιγμές η εκπληκτική Αμαλία Μουτούση ως Ευελπίδης δίπλα στον ανεξάντλητο και κεφάτο Πεισθέταιρο του Νίκου Καραθάνου, ο οποίος συμφιλιώνει τις τάξεις των πουλιών και των ανθρώπων. Απρόβλεπτος και ο Θανάσης Αλευράς ως εντυπωσιακή θεά Ίριδα. Με μια εντελώς διονυσιακή και ξέφρενη ερμηνεία, αυτήν ακριβώς που χρειαζόταν η νέα ουτοπική γιορτή, επιβάλλεται στη σκηνή ο Χρήστος Λούλης ως Έποπας, όντας στην αρχή μια αλλόκοτη γραία και στο τέλος ο γοητευτικός τελευταίος επιζών θεών και ανθρώπων.
Είναι και αυτά τα φτερά που παραπέμπουν διαρκώς στις εικόνες των Μαπούτσε, της φυλής των Ινδιάνων που έχουν επιβιώσει στους αιώνες και πρωτοστατούν στις σημερινές εξεγέρσεις στις κεντρικές πόλεις της Χιλής. Όπως μας λέει ο Νίκος Καραθάνος, «οι γηγενείς της Παταγονίας, όταν φοβούνταν, γίνονταν σύμπαν» και αυτόματα ο νου μας πηγαίνει στον μύθο των Μαπούτσε, που μας ήθελε φτιαγμένους από τη σκόνη που αφήνουν πίσω τους τα αστέρια.
Κάπως έτσι και κάτω από αυτά τα αστέρια, που λένε πως σε αυτή την άκρη της γης λάμπουν όσο πουθενά αλλού, χαζεύουμε τον συγκινημένο κόσμο έξω από το θέατρο μετά το τέλος της παράστασης. Το βλέμμα πέφτει σε ένα λεωφορείο της γραμμής γεμάτο επιβάτες με σημαίες, που μόλις έχουν επιστρέψει από τις επετειακές διαδηλώσεις για τους τρεις μήνες από την έναρξη των εξεγέρσεων ‒ πίσω του έχει μια τεράστια αφίσα των δικών μας Pájaros. Κάτι μαγικό έχει συμβεί εδώ κάτω με το φτερούγισμα των πουλιών, κάτι άλλο συμβαίνει στον ονειρικό κόσμο της Νεφελοκοκκυγίας, σε αυτή την πουπουλένια πολιτεία των θεών και των ανθρώπων.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια