Η Μήδεια δεν μοιάζει να έχει την καλύτερη γνώμη για το φύλο της.
«Το πιο πανάθλιο φυτό είν' η γυναίκα» λέει στον Χορό, επιδιώκοντας την συμπόνοια τους.
Και συνεχίζει περιγράφοντας με τα πιο μελανά χρώματα τη θέση υποταγής και ασφυξίας, την οποία επιφυλάσσει η αρχαία ελληνική κοινωνία στα θηλυκά μέλη της. Στο έλεος της πατρικής βούλησης αρχικά, της συζυγικής αργότερα, η κόρη στερείται κάθε δικαίωμα επιλογής, γνώμης, ή αντίδρασης. «Πήρε καλόν αφέντη; πήρε απάνθρωπο; Πολύ αργά. Ο χωρισμός δεν είναι λύση». Αναγκασμένη να υπομένει, να περιμένει, να κάνει τα στραβά μάτια, να δέχεται κάθε παραξενιά, να υπηρετεί και να φροντίζει «αυτόν τον ξένο που κοιμάται δίπλα της», έτσι κυλάει η ζωή της. Ο άνδρας έχει χιλιάδες διεξόδους, η γυναίκα καμία. Το σπίτι είναι βασίλειο και φυλακή της · ό,τι χειρότερο για τη Μήδεια, που μισεί την αφάνεια, φθονεί τη λάμψη των πολεμιστών, τη δόξα των γενναίων, και προτιμά χίλιες φορές τη μάχη από τη γέννα, το σπαθί από το δηλητήριο.
Όπως και αν την κοιτάξεις, η Μήδεια στέκεται στο μεταίχμιο. Βάρβαρη ή ελληνίδα; Μια ξένη, όπως επαναλαμβάνει ξανά και ξανά, που όμως ορκίζεται στους ίδιους θεούς και μιλάει την ίδια «γλώσσα» με τον Χορό των κορίνθιων γυναικών. Θνητή ή ημίθεη; Μια γυναίκα σαν όλες τις άλλες, όπως αρέσκεται να υποστηρίζει, ευάλωτη στον έρωτα και την προδοσία ή μια μορφή που ξεπερνά τα ανθρώπινα μέτρα, λέαινα, Χάρυβδη και Ερινύα, αδίστακτη εγγονή του Ήλιου, που κατέχει την τέχνη των δηλητηρίων και ξέρει δόλια να σκορπά τον όλεθρο στους εχθρούς της;
Προκαλεί δέος αυτή η «Μήδεια»; Όχι, αλλά είναι τρυφερή και μελαγχολική. Είναι ένα ίχνος που απέμεινε στο πέρασμα του χρόνου. Μια αντανάκλαση και μια ανάμνηση.
Η ηρωίδα του Ευριπίδη οικειοποιείται και ταυτόχρονα σπάει τα στερεότυπα: υποκρίνεται την αδύναμη και τη χαμένη για να ξεγελάσει τον Κρέοντα, χύνει ψεύτικα δάκρυα μετάνοιας ενώπιον του Ιάσονα, καθησυχάζει τις ανασφάλειες των ανδρών επιβεβαιώνοντας την εικόνα που έχουν εκείνοι στο μυαλό τους για τις γυναίκες. Την επόμενη στιγμή, όμως, τα θρυμματίζει όλα. Φανερώνει το ασίγαστο μένος της, την απόλυτη άρνησή της να συμμορφωθεί με τις προσδοκίες των άλλων, καθώς και τη φλεγόμενη φιλοδοξία της να επαναπροσδιορίσει τα δεδομένα της γυναικείας φύσης: όσο περνάει από το χέρι της οι γυναίκες δεν θα θεωρούνται πια δειλές _ ούτε στον έρωτα, ούτε πουθενά αλλού. Για να το πετύχει αυτό _ κι εδώ έγκειται το αμάρτημα και η τραγικότητά της _ θα εκτοξευτεί με τόση βία, θα απελευθερώσει τόσο σκοτεινές δυνάμεις ώστε θα εξοντώσει το ίδιο το μητρικό ένστικτο, θα ακρωτηριάσει το πολυτιμότερο κομμάτι της: τα παιδιά της. Σαν άλλος Αγαμέμνων, που θυσίασε την Ιφιγένεια για χάρη του Τρωικού πολέμου, αυτή θα θυσιάσει τα τέκνα της στο βωμό της δικής της «ηρωικής» εκστρατείας. Το όνομά της θα κερδίσει μια θέση στην αιωνιότητα, θα προκαλεί για πάντα δέος αλλά μονάχα χάρη σε μια φρικτή διαστρέβλωση της έννοιας του ηρωισμού, ένα αδιανόητο έγκλημα.
Αν η Μήδεια είναι γυναίκα που διεκδικεί ανδρικά προνόμια σε μια πατριαρχική κοινωνία, τι σημαίνει η παρουσίασή της σήμερα από έναν άνδρα ηθοποιό; Έναν άνδρα αρρενωπό, που δεν καμώνεται τη γυναίκα αλλά χρησιμοποιεί το θηλυκό γένος για τον εαυτό του στο λόγο του, απλά και ανεπιτήδευτα; Το παιχνίδι αποκτά ενδιαφέρον. Αν η Μήδεια αποσταθεροποιεί την «τάξη» της «γυναίκας», τότε ο ηθοποιός αυτός (ο Γιώργος Γάλλος), με την ερμηνεία του, αποσταθεροποιεί την τάξη του «άνδρα». Ο ένας γίνεται το «αρνητικό» του άλλου και εκεί, όπως μας έμαθε η ψυχανάλυση, συναντιούνται. Οι οικείες ταξινομήσεις μοιραία υπονομεύονται _ πού τελειώνει το ένα φύλο και πού αρχίζει το άλλο;
Η παράμετρος αυτή της παράστασης είναι σημαντική, όχι όμως η μόνη καθοριστική. Στο κάτω κάτω «ξεχνάμε τα φύλα, όταν μας συνεπαίρνει το συναίσθημα» λέει ο Ολιβιέ Πυ για τον Άμλετ που παρουσιάζει φέτος στην Αβινιόν αποκλειστικά με άνδρες (ερασιτέχνες) ηθοποιούς.
Στην παράσταση του Δημήτρη Καραντζά, μας συνεπαίρνει η ένθερμη λιτότητα των ερμηνειών και η όμορφη αισθητική του συνόλου. Οι τρεις ηθοποιοί, άλλωστε, δεν ενσαρκώνουν αλλά αφηγούνται την ιστορία της βάρβαρης πριγκίπισσας από την Κολχίδα: πότε ως μάρτυρες ενός φοβερού γεγονότος που ανήκει στο παρελθόν και πότε ως «ρόλοι» που αναπαριστούν την ιστορία που έγραψε ο Ευριπίδης, σαγηνευτικά μεταφρασμένη από τον Μίνωα Βολανάκη. «Την ακούς; Την είδα! Δεν άκουσα να το ιστορούν, την είδα με τα μάτια μου!» είναι οι πρώτες φράσεις που εκστομίζουν ως εμπλεκόμενοι σχολιαστές, μια διάσταση στην οποία επιστρέφουν ανά διαστήματα, χρησιμοποιώντας επιπρόσθετα κείμενα για να πετύχουν το στόχο τους: πότε από το σενάριο του Παζολίνι, πότε από τη Μήδεια του Ανούιγ και πότε από το Μήδειας υλικό του Χάινερ Μύλερ.
Ντυμένοι πανομοιότυπα, με μαύρα κοστούμια, λευκά υποκάμισα και γραβάτες, φιγούρες διαχρονικής κομψότητας που προσπαθούν διαρκώς να ισορροπήσουν πάνω σε έναν συμπαγή φλοιό από κοκκαλωμένους κορσέδες – η «ρημαγμένη όχθη» του Μύλερ;– οι τρεις ηθοποιοί συνθέτουν μια εξαιρετικά εναρμονισμένη τριάδα, είτε λειτουργούν ως σύνολο είτε ο καθένας χωριστά. Φλογερός και ταυτόχρονα εγκρατής, ο Γιώργος Γάλλος, σπινθηροβόλος, ευέλικτος, ευθύβολος και ενίοτε αστείος ο Χρήστος Λούλης (Κρέων, Ιάσων, Παιδαγωγός, Αιγέας), απόλυτα δοσμένος και δοτικός ο Μιχάλης Σαράντης, Χορός κι αργότερα Αγγελιοφόρος, ο άνθρωπος που συγκλονίζεται από τα όσα ανείπωτα συνέβησαν.
Κι εκεί που η απειλή της μονοτονίας απειλεί προς στιγμήν να αναδυθεί, έρχεται η σκηνογραφική έκπληξη και κερδίζει τον θαυμασμό μας (εξαιρετική η δουλειά της Ελένης Μανωλοπούλου): το ξέσκισμα του σκηνικού «δαπέδου» αποκαλύπτει σταδιακά τον «ήλιο» επί της γης. Μέσα στο σκοτάδι απομένει μόνο ένας φωτεινός κύκλος να ρουφάει τα λόγια και τα βλέμματα, σαν «ανάποδη» μαύρη τρύπα, εφόσον τώρα πια η Μήδεια μόνο προς τα κάτω μπορεί να ανυψωθεί με το ανύπαρκτο άρμα της.
Προκαλεί δέος αυτή η «Μήδεια»; Όχι, αλλά είναι τρυφερή και μελαγχολική. Είναι ένα ίχνος που απέμεινε στο πέρασμα του χρόνου. Μια αντανάκλαση και μια ανάμνηση. «Πεθαίνουν τα πανάρχαια παραμύθια» λέει ο Χορός του Ευριπίδη και ίσως να μην πεθαίνουν ακριβώς αλλά να μεταμορφώνονται μέσα από την οπτική ενός νέου σκηνοθέτη και των συνεργατών του., μια ολοκληρωμένη πρόταση-πείραμα που ταίριαξε άψογα στον χώρο της Μικρής Επιδαύρου.
σχόλια