Τι γνωρίζετε για τη Μιμίκα Κρανάκη; Οι περισσότεροι από εμάς τίποτα ή πολύ λίγα πράγματα, για παράδειγμα ότι ήταν μία από τις γυναίκες που ταξίδεψαν με το Ματαρόα, ή έχουν δει μια θολή φωτογραφία της.
Κάποιοι ίσως έχουν διαβάσει το μυθιστόρημα «Contre-Temps», εξαντλημένο σήμερα, με την πρωταγωνίστρια και βιογραφούμενη ηρωίδα του έργου Κυβέλη να περιγράφεται ως «υπερτροφικά εγωίστρια και εγκεφαλική, πνευματική και μουσικά καλλιεργημένη, αλλά στρυφνή, νευρωτική, απόλυτη, αδιάχυτη "πόρτα κλειστή", και προκλητικά ειλικρινής. Δε χαρίζεται στον εαυτό της. Τον αναλύει με την άρρωστη ηδονή της αυτοτιμωρίας – και τούτο το στοιχείο της αφαιρεί την αντιπαθητικότητα».
Διαβάζοντας τη συζήτησή της με τον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο, όταν πήγε να τη συναντήσει στο Παρίσι τη δεκαετία του '80, είναι σαν να βλέπω στις απαντήσεις που του έδωσε την ηρωίδα της. Πριν από μερικά χρόνια, το Μουσείο Μπενάκη εξέδωσε το βιβλίο της «"Ματαρόα" σε δύο φωνές - Σελίδες ξενιτιάς», στο οποίο περιγράφει με ένα τρόπο πολύ ιδιαίτερο, ελκυστικό και απωθητικό μαζί πώς γοητεύτηκε και πώς δυσκολεύτηκε στη νέα της πατρίδα. Τα μοναδικά της έργα που είναι γραμμένα στα ελληνικά είναι η συλλογή από νουβέλες «Τσίρκο» (εξαντλημένο) και οι «Φιλέλληνες - Είκοσι τέσσερα γράμματα μιας Οδύσσειας)» (εκδόσεις ΜΙΕΤ).
Κανένας δεν ασχολείται με τη Μιμίκα Κρανάκη, αδίκως νομίζω, που περιφρονούσε προφανώς την υστεροφημία. Είναι μια περίπτωση στα ελληνικά γράμματα που δεν τη συναντάμε συχνά. Αξίζει τον κόπο να διαβάσει κάποιος σήμερα τους «Φιλέλληνες», είναι κρίμα που μέσα σε τόσες επετείους και γιορτές δεν αναφέρθηκε ο τρόπος με τον οποίο είδε το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο της εποχής της και του μέλλοντος.
Κανένας δεν ασχολείται με τη Μιμίκα Κρανάκη, αδίκως νομίζω, που περιφρονούσε προφανώς την υστεροφημία. Είναι μια περίπτωση στα ελληνικά γράμματα που δεν τη συναντάμε συχνά. Αξίζει τον κόπο να διαβάσει κάποιος σήμερα τους «Φιλέλληνες», είναι κρίμα μέσα σε τόσες επετείους και γιορτές δεν αναφέρθηκε ο τρόπος με τον οποίο είδε το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο της εποχής της και του μέλλοντος.
Τη ρωτά ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος: «Τις αλλαγές, όμως, δεν τις κινεί συνήθως η έλλειψη, γενικώς, των πόρων, αλλά, κυρίως, η ανισοκατανομή τους. Σήμερα ποιοι είναι οι στερημένοι του Παρισιού;».
«Αυτοί, σήμερα, είναι τα εκατομμύρια ξένοι. Αυτοί που υποφέρουν πραγματικά είναι ο λεγόμενος Τέταρτος Κόσμος. Που δεν έχουν τη δυνατότητα να κινηθούν, γιατί δεν εργάζονται, και ούτε παιδιά μπορούν να κάνουν. Έχουν αντικαταστήσει τους Εβραίους – ένας είδος αποδιοπομπαίου τράγου. Το κίνημα του Λεπέν αυτούς έχει βάλει στο στόχαστρο. Και μη νομίσετε ότι ο Λεπέν είναι επεισοδιακό φαινόμενο. Καθόλου... Υπάρχει μεγάλη παράδοση ξενοφοβίας και ρατσισμού στη Γαλλία: να δείτε τι γράφει ο Βολτέρος για τους Εβραίους! Και πριν από τον Λεπέν, ο Μπουζάρ, η Action Française... Ο Λεπέν είναι κανονικό φαινόμενο στη Γαλλία – εγώ την ξενοφοβία τη ζω εδώ, σαράντα ολόκληρα χρόνια, νιώθοντας βαθιά στο πετσί μου τι σημαίνει ξενιτιά. Και ο Τέταρτος Κόσμος...», απαντά.
Με τον ίδιο τρόπο μιλά για τους «Φιλέλληνες». Στο έργο της αυτό επικρατεί ένας διάλογος που λόγω της γλωσσικής του ποικιλίας δημιουργεί μια πανδαισία φωνών. Στη θεατρική, λοιπόν, πανδαισία της Αθήνας του 2023 μια παράσταση με τίτλο «Εμείς, οι ημιάνθρωποι του πουθενά» (Philellines #21ος) παρουσιάζει με μια νέα δραματουργία, θραύσματα από το μυθιστόρημά της «Φιλέλληνες - Είκοσι τέσσερα γράμματα μιας οδύσσειας».
Η Ελένη Μποζά, που σκηνοθετεί την παράσταση, ερευνούσε για οκτώ μήνες το πώς μπορεί να λειτουργήσει δραματουργικά το λογοτεχνικό υλικό της Μιμίκας Κρανάκη και να δημιουργηθεί έτσι ένας ο κεντρικός δραματουργικός άξονας με ταυτόχρονη αυτοσχεδιαστική επεξεργασία από την πλευρά των ηθοποιών.
Από την έρευνα αυτή προκύπτει ένα πρωτότυπο θεατρικό κείμενο-αντανάκλαση του μυθιστορήματος με έντεκα σκηνές στις οποίες πρωταγωνιστούν τα πρόσωπα των ιστοριών της Κρανάκη και, όπως έλεγε η ίδια: «Η "αμφιθυμία" του αστείου, για να το πω και κουλτουριάρικα, εκφράζει την κωμικοτραγωδία της εξουσίας, είτε στην Ιστορία είτε στη σκηνή». Στο κωμικό θρίλερ για το τέλος του κόσμου, όπως το αποκαλούν οι συντελεστές, στη σκηνή εμφανίζονται ως ήρωες μια αεροσυνοδός της Olympic Airways –μια γυναίκα που κρύβει μυστικά–, ένας πρώην μαρξιστής, η κοπέλα από την Αφρόνησο, μια «μπουμπού» ακαθορίστου ηλικίας που έχει ακόμα το σαράκι του θεάτρου, αυτός που ελπίζει ακόμα, ένας εμιγκρές που πρόλαβε να γυρίσει και ένας με το ψευδώνυμο «Yellow Submarine», μια χορωδία ή ένας Χορός προσώπων και χαρακτήρων που επαναλαμβάνονται βασανιστικά μέσα σε κάθε ιστορικό πλαίσιο, σε κάθε εποχή.
Τι θα συμβεί; Η Κρανάκη «προφητεύει» πως «Αργά ή γρήγορα όλ’ οι φιλέλληνες του κόσμου θ’ απογειωθούνε κι ήσυχα ήσυχα πορεύονται και φτάσανε στο τέλος χωρίς να καταλάβουν πώς. Τι γρήγορα που νύχτωσε και πόσο λίγο ζήσαμε οι άνθρωποι! Πότε γράφτηκε η «Ιλιάδα», η «Οδύσσεια», η «Ορέστεια», πότε στον Μαραθώνα νενικήκαμεν. Μόλις χτες, τι λέω; Σήμερα, κι έκλεισε ήδη η παρένθεση. Τέλειωσε η παράσταση, η αυλαία πέφτει και μήτε θεατής θα μείνει να χειροκροτήσει μήτε και ραψωδός να πει την ιστορία παρακάτω».
Τι λένε λοιπόν τα πρόσωπα της παράστασης; «Τώρα έχω στέγη - τοίχους – από γηρατειά τα μαλλιά μου άσπρισαν, η ράχη, τα πόδια, οι νύχτες, οι μέρες μου γεράσανε. Οι παλιοί φίλοι αργούν να μ’ αναγνωρίσουν στον δρόμο κι ο κόσμος έγιν’ άνοστος κι ανάλατος. Έγινα ένα με το βάρος που σηκώνω: τη ζωή την αμετάκλητη μπροστά στη σιδερόφραχτη πόρτα και πίσω της γκρεμισμένη γέφυρα πάνω απ’ το χάος. Σκίζω σελίδες, φύλλα, κεφάλαια ολόκληρα απ’ τη ζωή μου και τα πετάω στα σκουπίδια. Μπαγιάτεψε πια. Τα πετάω σαν φαγιά ξινισμένα. Δεν είν’ αλήθεια πως οι γέροι δεν κλαίνε, όχι. Μόνο που τα δάκρυα δεν φαίνονται διά γυμνού οφθαλμού», λέει η αεροσυνοδός στο κωμικοτραγικό κομμάτι του χορικού της.
«Είμαι ο λαός του Σαββατόβραδου, των σούπερ μάρκετ και της φτήνιας. Όταν σχολάσει το εργοστάσιο ξεκινάμε τσούρμο για τα Μεγάλα Μαγαζιά να μπούμε στη μέσα μεριά του τοίχου, να ζήσουμε λιγάκι στη Γαλλία σαν άνθρωποι κι όχι σαν ζόμπι. Και τι θα γίνονταν, αλήθεια, οι φτωχοί, αν δεν υπήρχαν πλούσιοι; Φύγαν όμως οι πλούσιοι για το γουίκ-εντ και μείναμε και πάλι μεταξύ μας, κι ακούς πάλι τη γλώσσα της Πανδήμου Πολυξένης αφρο-σινο-αραβικά, ισπανικά και άλλα, μονάχα το μεγάφωνο μιλάει γαλλικά. Εγώ τη μιλάω τη γλώσσα τους, μα πάλι απ’ όξω μένω», λέει ο εμιγκρές που πρόλαβε να γυρίσει.
«Ο κόσμος όπου γεννήθηκα χάνεται σιγά σιγά. Για πάντα. Να πω πως τον αγάπησα πάει πολύ. Αλλά να τον είχα συνηθίσει όπως συνδέεται κανείς με το χέρι ή με το πρόσωπό του και μάλιστα περισσότερο γιατί αυτά δεν τα συνήθισα ως τώρα μολονότι τα ίδια κάθε μέρα κι απαράλλαχτα», λέει η Μπουμπού.
«...Τελικά, οι άνθρωποι που βρίσκονται στον φυσικό τους χώρο είναι ελάχιστοι (αν σκεφτούμε και την εσωτερική αστυφιλία). Ο Ελία Κανέτι γράφει πως από ένα σημείο και πέρα, μετά τη Χιροσίμα, η Ιστορία έχει πάψει να είναι πραγματική και η ανθρωπότητα ολόκληρη, χωρίς να το έχει καταλάβει, έχει απογειωθεί. Δηλαδή έχει γίνει ένα είδος Οφηλίας τρελής, που γυρίζει στο Διάστημα, χωρίς να γνωρίζει πώς και γιατί. Είμαστε όλοι ξένοι – όχι μόνο γιατί αφήσαμε τον γενέθλιο τόπο μας αλλά και την ίδια την ανθρώπινη ρίζα μας. Η ξενιτιά έγινε κάτι σαν πεπρωμένο του πλανήτη...» λέει στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο.
Ίσως έχει ενδιαφέρον να ακούσουμε από σκηνής αυτό το πολυφωνικό μυθιστόρημα εικοσιτεσσέρων επιστολών, που διατρέχοντας τον Χρόνο, από τα Δεκεμβριανά του ‘44, με ενδιάμεσο σταθμό το Μάη του ‘68, έως την πτώση του Τείχους του Βερολίνου το ‘89, μέσα από διαφορετικές φωνές και στιγμές, περιηγούνται ανάμεσα στις ελπίδες και τα αδιέξοδα μιας ολόκληρης γενιάς χωρίς Τόπο, ενορχηστρώνοντας με βιτριολικό χιούμορ -μέσα από μικρές ανθρώπινες ιστορίες- την παρωδία μιας σύγχρονης Οδύσσειας χωρίς νόστο.
Λίγα λόγια για τη Μιμίκα Κρανάκη
Η σημαντική Ελληνίδα διανοούμενη είναι μία από τις εμβληματικές εκπροσώπους της γενιάς του Ματαρόα. Το γνωστό ιστορικό γεγονός της φυγάδευσης τον Δεκέμβριο του ’45 της πιο δυναμικής και πολλά υποσχόμενης μερίδας της τότε ελληνικής νεολαίας, σε μια κρίσιμη στιγμή της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας-προάγγελο της επώδυνης εμφυλιακής περιόδου, μπορεί μεν να είχε αρνητικές επιπτώσεις στη συνέχεια της σύγχρονης ελληνικής πολιτισμικής ιστορίας, από την άλλη εμπλούτισε και ισχυροποίησε την ευρωπαϊκή διανόηση.
Η Κρανάκη, που έζησε και πέθανε στο Παρίσι, δίδαξε Γερμανική Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Ναντέρ και ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία. Οι θεματικές που την απασχολούν χτίζονται πάνω στην έννοια της «ξενικότητας». Τα κείμενά της αποκτούν σχεδόν προφητικό χαρακτήρα σε σχέση με τη σημερινή εποχή που σπαράσσεται από τεκτονικές αλλαγές στη δομή των ανθρώπινων κοινωνιών. Γράφει στα ελληνικά και επιλέγει τα γαλλικά για τα φιλοσοφικά και κριτικά της κείμενα.
Τα πρώτα χρόνια της στη Γαλλία παρακολουθεί τις φιλοσοφικές διαλέξεις στη Σορβόνη, γνωρίζει τον Αντρέ Μπρετόν και αργότερα τον Σαρτρ. Μαζί με τους Αξελό, Καστοριάδη και Παπαϊωάννου, αποτέλεσαν την «ομάδα των φιλοσόφων» των υποτρόφων του «ΜΑΤΑΡΟΑ». Αργότερα συμμετείχε ενεργά στον Μάη του ‘68.
Το 1947 εκδίδει στον ιστορικό εκδοτικό οίκο «Το Βιβλιοπωλείον της Εστίας» το πρώτο της μυθιστόρημα, «Contre-Temps», και τον Αύγουστο του 1950 το περιοδικό του Σαρτρ «Temps Modernes» φιλοξενεί το κείμενό της με τίτλο «Journal d’exil». Το 1992 από τις εκδόσεις Ίκαρος κυκλοφορεί το τελευταίο της μυθιστόρημα «Φιλέλληνες - Είκοσι τέσσερα γράμματα μιας Οδύσσειας».
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Εμείς, οι ημιάνθρωποι του πουθενά» εδώ