Την περασμένη άνοιξη ένα τηλεφώνημα από την Αθήνα άλλαξε τα σχέδια του Μίνου Μάτσα. Να γράψει τη μουσική για μια κωμωδία του Αριστοφάνη που θα παρουσιαστεί στην Επίδαυρο; «Η πρώτη αυθόρμητη απάντηση ήταν φυσικά "ναι". Aμέσως μετά σκέφτηκα ότι για τους Όρνιθες είχε γράψει ο αγαπημένος μου συνθέτης, ο Μάνος Χατζιδάκις, ένα από τα πιο αγαπημένα μου έργα του, και στιγμιαία έκανα πίσω, ξανασκέφτηκα το ναι που είπα, δίστασα. Αλλά συμφώνησα τελικά, γιατί, αν έργο αποδοθεί εξαιρετικά κάποια στιγμή, τι σημαίνει; Δεν το ξαναπιάνουμε; Νομίζω κι ο Χατζιδάκις, αν ζούσε και κάποιος άλλος του έλεγε "δεν το αγγίζω γιατί σε σέβομαι", θα γελούσε. Τα έκραζε κάτι τέτοια, περί σεβασμού. Έτσι μπήκα σ' αυτή την περιπέτεια».
Το σκηνοθέτη Σωτήρη Χατζάκη δεν τον γνώριζε. Όταν του έστειλε τη μετάφραση (του Κώστα Γεωργουσόπουλου) κι άρχισε το διάβασμα ξεκίνησαν τα «ωχ». «Έπρεπε να είμαι εδώ κι αυτό έκανα. Πήγα στις πρόβες, εγκλιματίστηκα, και μετά από 8 μέρες κάθισα να γράψω. Εντάξει, δεν ήταν εύκολο. Μ' έπιασε το άγχος της λευκής σελίδας, ο πανικός της αρχής, ήταν και περιορισμένο το διάστημα που είχα στη διάθεσή μου. Ένας επιπλέον λόγος είναι ότι αποφασίσαμε στα πρώτα χορικά, έως και την πλήρη επικράτηση της δικτατορίας του Πεισθέτερου, να κρατήσουμε ως γλώσσα των πουλιών τα αρχαία ελληνικά. Για μια εβδομάδα κοιτούσα τους στίχους των χορικών και απορούσα, γιατί ήθελα με τη μουσική μου να καταστήσω τον λόγο κατανοητό. Αφού είδα ότι δεν υπήρχε περίπτωση να επιβληθώ εγώ στις λέξεις, είπα θα μείνω πίσω και θ' αφήσω αυτές να με οδηγήσουν. Καθόμουν στο πιάνο κι έπαιζα, ακολουθώντας τις συλλαβές».
Στο Λος Άντζελες ασχολείται με film music. Λέει πως στον κινηματογράφο ο σκηνοθέτης στέλνει στο συνθέτη το rough-cut, συζητά μαζί του και κάθεται να γράψει χωρίς να έχει παρακολουθήσει γυρίσματα. Μπορεί να δίνεται η εντύπωση ότι η εικόνα αφήνει μεγαλύτερο πεδίο ελευθερίας απ' ό,τι ο λόγος, αλλά κι η εικόνα έχει ένα ρυθμό που πρέπει να ακολουθήσει ο συνθέτης στη μουσική του. «Στο θέατρο είναι αλλιώς, το έργο εξελίσσεται μπροστά σου, βλέπεις πώς η μουσική δένει με την πράξη και πώς από μέρα σε μέρα ο ρυθμός των σκηνών μπορεί ν' αλλάξει - είναι κάτι ζωντανό και μεταβαλλόμενο γι' αυτό κι η χαρά που παίρνεις δημιουργώντας είναι πιο "ζωντανή". Έπαιρνα τρομερό feed-back από τους ηθοποιούς: παρακολουθούσα τις πρόβες έως τις 11 το βράδυ, και μετά 12 με 5 το πρωί καθόμουν να γράψω για να εκμεταλλευτώ την ενέργεια που μου έδιναν».
Λέει πως συνεργάζεται στενά με τους σκηνοθέτες γιατί αυτοί έχουν το όραμα της ταινίας ή της σκηνικής πράξης ως συνόλου. «Με τον Σωτήρη αρχίσαμε να μιλάμε όταν ήρθα εδώ κι ευτυχώς από την αρχή είχαμε πολύ καλό contact. Eίναι έξυπνος, ξέρει τι κάνει, και, το σημαντικότερο, έχει κινηματογραφική αίσθηση της μουσικής. Μου άρεσε αυτό που σκεφτόταν για την παράσταση, τους Όρνιθες, ως μια ουτοπία των ακροβατών που θέλουν να πετάξουν. Έγραψα μουσική που φέρει τον κόσμο του τσίρκου (ακόμη και ως προς την ενορχήστρωση, με τρομπέτες και κρουστά) και δεν έχει λυρικά μέρη όπως το χατζιδακικό προηγούμενο. Έτσι, η σκηνοθετική άποψη κι αυτή η φελινική ματιά που τη χαρακτηρίζει με απελευθέρωσαν από την επιρροή του Χατζιδάκι. Και το ωραίο που συνέβη εδώ είναι ότι ολοκλήρωσα μουσικά θέματα που χρόνια με απασχολούσαν, όπως η "είσοδος" των ακροβατών, το τάνγκο, πιο κάτω. Ήταν η συγκυρία, υποθέτω, και η διάθεσή μου να τα δώσω όλα». Δεν κρύβει τη χαρά του για το αποτέλεσμα.
Στα 24 του ξεκίνησε να γράφει τραγούδια, αλλά τελικά ερωτεύτηκε τη μουσική για τον κινηματογράφο, όταν του πρότειναν να γράψει μουσική για να συνοδεύσει μία προβολή της βουβής ταινίας του Παμπστ με τη Λουίζ Μπρουκς. «Τότε ερωτεύτηκα την εικόνα. Και αποφάσισα να ασχοληθώ με τη μουσική για ταινίες. Κάπως έτσι, στα 30 μου, αποφάσισα να συνεχίσω τις σπουδές μου στη Νέα Υόρκη. Όταν έφτασα στο Τζούλιαρντ, είπα μέσα μου "Θεέ μου τι έκανα;". Είχα φρικάρει, εκ των υστέρων, με τις πιθανές συνέπειες της απόφασής μου. Αλλά μόνο για καλό ήταν τελικά. Το επίπεδό μου ήταν καλύτερο απ' όσο νόμιζα, γιατί στα ελληνικά ωδεία ακολουθείται το γαλλικό σύστημα, που είναι πιο χρονοβόρο μεν αλλά υπηρετεί την εις βάθος γνώση της μουσικής. Είχα γερές βάσεις και καλύτερη κρίση από πολλούς άλλους εκεί. Στο Τζούλιαρντ υπήρχε ένας σνομπισμός σε σχέση με ό,τι δεν αφορούσε την κλασική μουσική. Όταν μιλούσα για film music με κοιτούσαν κάπως. Τέλος πάντων, όταν πέρασαν τα δύο χρόνια, ετοιμαζόμουν να επιτρέψω στην Ελλάδα. Αλλά είχα κανονίσει κάποια ραντεβού στο Λος Άντζελες - δεν είχα ξαναπάει West Coast, ήταν η σωστή στιγμή. Μόλις βγήκα από το αεροπλάνο και ανέπνευσα Λος Άντζελες, είχα μια αίσθηση ότι είχα ξαναβρεθεί εκεί. Επειδή είχαμε σπίτι στη Γλυφάδα και πηγαίναμε μια εποχή, που λόγω της Αμερικανικής Βάσης κυκλοφορούσε πολύς ξένος κόσμος, συν το κλίμα, ένιωσα σαν στο σπίτι μου, μια οικειότητα. Στη Νέα Υόρκη μού αρέσει αλλά δεν μπορώ να ζήσω. Είναι σαν μια γυναίκα που τη θέλεις, που σε ελκύει, αλλά καταλαβαίνεις ότι σε ξεπερνά, δεν μπορείς να παίξεις μαζί της. Με "καπάκωνε". Γύρναγα σπίτι μου στους 57 δρόμους κι έτρεμα από την ενέργεια της πόλης».
Τον ρωτώ πώς φαίνεται στη ζωή της πόλης η οικονομική κρίση. Μου λέει ότι η κρίση προϋπήρχε στην αντίθεση μεταξύ των απίστευτης πολυτέλειας σπιτιών και της παράπλευρης πόλης από χαρτόκουτα ή στα γκέτο των μαύρων, όπου ούτε η αστυνομία πλησιάζει. Έπειτα, επί Ρίγκαν έκλεισαν όλα τα τρελάδικα κι όλοι οι τρόφιμοι βρέθηκαν άστεγοι στους δρόμους. «Αλλά τώρα η συνθήκη αγρίεψε. Μένω πολύ κοντά στη Μελρόουζ και κάθε μήνα βλέπω να κλείνει κι ένα μαγαζί. Φίλοι μου απολύθηκαν. Στην Dreamworks μου έλεγε ένας φίλος μου πως κόπηκε η δαπάνη για τα λουλούδια που κάθε πρωί έβαζαν πάνω στα γραφεία. Έκοψαν και τις συνδρομές καλωδιακής τηλεόρασης, κάτι που μπορεί να μη φαίνεται σημαντικό, αλλά συμπαρασύρει άλλες θέσεις εργασίας. Επικρατεί μια τρέλα. Ένας φτασμένος συνθέτης που παίρνει 300.000 δολάρια για κάθε δουλειά του, τώρα δέχεται να γράψει και με 80.000. Που σημαίνει ότι κατεβαίνουν και οι αμοιβές των νεότερων και «μικρότερων». Αλλά για μένα είναι τεράστιος πλούτος το γεγονός ότι για κάθε νέα δουλειά μου έρχομαι σε επαφή μ' ένα πλήθος ανθρώπων απ' όλον τον κόσμο. Μαθαίνεις πολλά, μόνο συζητώντας. Δεν είμαι συνθέτης του γραφείου, θέλω να επικοινωνώ με τους ανθρώπους. Υπάρχει και μοναχική φάση στη συνθετική διαδικασία, αλλά όχι συνέχεια - θέλω να παίρνω και να μοιράζομαι».
σχόλια